Του Τάσου Κωστόπουλου
27.10.2018
Είμαι αισιόδοξος διότι πιστεύω εις τον Μουσολίνι»
Γεώργιος Μερκούρης (πρώην υπουργός), «Κουαδρίβιο», 20/9/1942
Η στήλη σήμερα θα πρωτοτυπήσει. Παραμονές της 28ης Οκτωβρίου, δεν θ’ ασχοληθούμε με το έπος της Αλβανίας, αλλά με όσα, πολύ λιγότερο ένδοξα, ακολούθησαν. Αντί για το πασίγνωστο «κορόιδο Μουσολίνι», την προσοχή μας θ’ αποσπάσει η εξύμνηση του Ιταλού δικτάτορα στα αμέσως επόμενα χρόνια, από τον ίδιο λίγο-πολύ μηχανισμό που τον γελοιοποίησε στη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου: τα ΜΜΕ και μια μερίδα των ντόπιων εθνικιστών.
Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν, βέβαια, δίχως προηγούμενο. Μέχρι ν’ αναγορευθεί από την πολεμική προπαγάνδα σε κοκορόφτερο ηγέτη μιας «γελοίας πατρίδας», ο Μπενίτο Μουσολίνι αποτελούσε για χρόνια το ίνδαλμα της εγχώριας πολιτικής τάξης, από το Κόμμα Φιλελευθέρων μέχρι τη βασιλόφρονα και φασιστική ακροδεξιά −με μόνες εξαιρέσεις την Αριστερά και κάποιους φιλελεύθερους πολιτικούς, όπως ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου.
Οι λόγοι αυτού του θαυμασμού ήταν απλοί. Ο αστικός κόσμος της μεσοπολεμικής Ελλάδας κι η οργανική του διανόηση αναζητούσαν απεγνωσμένα μια νέα εθνική στοχοθεσία, ικανή ν’ αντικαταστήσει την εκλιπούσα Μεγάλη Ιδέα ως μηχανισμό διασφάλισης της κοινωνικής συνοχής.
Η λύση που είχε δώσει ο φασισμός στην αντίστοιχη κρίση της ιταλικής κοινωνίας φάνταζε στα μάτια τους σχεδόν ιδεώδης: καθυπόταξη της εργατικής τάξης με την αντικατάσταση των ταξικών συνδικάτων από «συντεχνιακές» δομές ελεγχόμενες πλήρως από το κράτος και την εργοδοσία· ολοκληρωτική επιβολή της εθνικής ορθότητας στην παιδεία, τη λογοτεχνική παραγωγή και κάθε δημόσια συζήτηση· πάταξη του φεμινισμού και πολιτική κινητοποίηση των γυναικών πλήρως εναρμονισμένη με τα «φυσικά τους καθήκοντα»· πάνω απ’ όλα, δε, πειθάρχηση και στρατιωτικοποίηση της νεολαίας −εγγύηση όχι μόνο της «προστασίας» της από τη φθοροποιό επίδραση των νεωτερικών ιδεών, αλλά και της μελλοντικής προθυμίας της να θυσιαστεί στον βωμό του «εθνικού μεγαλείου».
Αν η διαβουκόληση του Τύπου υπήρξε μάλλον εύκολη υπόθεση, η στρατολόγηση της εθνικόφρονος διανόησης στο πλευρό της Κατοχής απαιτούσε ειδικά μέσα. Ως βασικό όχημα χρησιμοποιήθηκε εδώ το «Κουαδρίβιο», εξασέλιδο ελληνόγλωσσο έντυπο που τυπωνόταν στη Ρώμη και κυκλοφορούσε στην Ελλάδα, με διευθυντή τον Τελέσιο Ιντερλάντι και διευθυντή σύνταξης τον Δωδεκανήσιο Ιωάννη Κουρούνη, υπεύθυνο των ελληνικών εκπομπών της ιταλικής ραδιοφωνίας στη διάρκεια του πολέμου.
Διαβάστε τη συνέχεια στο https://www.efsyn.gr/arthro/ntoytse-o-gigantas