Θα γίνουμε ατλαντικός «χαλίφης», στη θέση της Τουρκίας;
του Διονύση Ελευθεράτου
31 Ιουλίου 2018
Να λοιπόν που μια… αναπληρωματική «μεγάλη ιδέα» της ελληνικής πολιτικής ελίτ (διότι βασικότατη και αναντικατάστατη παραμένει ο «ευρωπαϊσμός») βγαίνει από τη ναφθαλίνη. Η «ιδέα», κοινός παρονομαστής αρκετών γεωπολιτικών αναλύσεων που εσχάτως δημοσιεύονται, φαντάζει έτοιμη να προαναγγείλει ένα θριαμβευτικό σάλπισμα…
Σε ελεύθερη απόδοση: Λίγη υπομονή, ακόμη, αδέλφια… Αυτός ο ανερμάτιστος, κυκλοθυμικός, αντι- δυτικός Ερντογάν μας κάνει, άθελά του, μεγάλη εξυπηρέτηση. Εξοργίζει στο έπακρο τον Τραμπ και «στέλνει» την Τουρκία στο άρμα της Ρωσίας. Έτσι, τώρα προκύπτει για την Ουάσιγκτον στρατηγικό κενό. Πού θα πάει; Αργά ή γρήγορα (μάλλον γρήγορα), αυτό το κενό οι ΗΠΑ θα το καλύψουν χρίζοντας την Ελλάδα βασικό στρατηγικό τους σύμμαχο στην περιοχή. Όρεξη να ‘χουμε να δρέπουμε τους καρπούς της εν λόγω αναβάθμισης, για την οποία μόχθησαν τόσες γενιές πολιτικών εκπροσώπων του ελληνικού κατεστημένου. Αυτή ήταν ανέκαθεν μια μεγάλη «εθνική προσδοκία». Τώρα πλησιάζει η ευόδωσή της…
Χαλάλι, λοιπόν, όλα!
Χαλάλι τα πάμπολλα χρήματα που, αν και χρεοκοπημένοι, δίνουμε για το ΝΑΤΟ, εξασφαλίζοντας τα «μπράβο» των Ομπάμα – Τραμπ.
Χαλάλι η «στρατηγική συμμαχία» με τη στυγνή αλλά … «καλή και συμφέρουσα» δικτατορία του Σίσι στην Αίγυπτο.
Χαλάλι και η «στρατηγική συμμαχία» με την «ούλτρα» ακροδεξιά ισραηλινή κυβέρνηση Νετανιάχου, της οποίας η κτηνώδης στάση εναντίον των Παλαιστινίων κάνει το απαρτχάιντ της Ν. Αφρικής να μοιάζει με ανάμνηση σχεδόν «ανθρωπιστική»…
Χαλάλι η αμήχανη σιωπή και το «απορία ψάλτου βηξ» που βασιλεύουν, όταν ρωτούνται διάφοροι υποστηρικτές του προαναφερθέντος «άξονα»: αλήθεια, τι ακριβώς έχει να ωφεληθεί η χώρα από αυτόν, έστω και στο «ψυχρό» γεωπολιτικό επίπεδο, το απαλλαγμένο από «ηθικούς συναισθηματισμούς»; Τι κερδίζουμε, εκτός ίσως από τον κίνδυνο να τεθούμε, κάποια στιγμή, στο στόχαστρο φονταμενταλιστών;
Χαλάλι και ο ζήλος κάποιων αναλυτών ή «αναλυτών», των οποίων ο ατλαντικός οίστρος έφθασε τον περασμένο Δεκέμβριο σε αδιανόητα επίπεδα: επέκριναν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ επειδή στη γενική συνέλευση του ΟΗΕ η Ελλάδα συμπαρατάχθηκε με τις 127 χώρες που καταδίκασαν την αμερικανική αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως «πρωτεύουσας του Ισραήλ» κι όχι με τις 9 που την επαίνεσαν…
Χαλάλι, κυρίως, η διαχρονική ιδιότητα της Ελλάδας ως του πλέον φρόνιμου, υπάκουου, «σπασίκλα» μαθητή του ατλαντισμού, με ελάχιστες βραχύβιες εξαιρέσεις που απλώς επιβεβαίωναν το γενικό κανόνα. Χαλάλι, διότι πλησιάζει η ώρα της επιβράβευσης του αιώνιου «σπασίκλα», βοηθούντος του Ερντογάν που «την σπάει» στον Τραμπ.
Η κυβέρνηση – πάντα κατά τους «πιστούς» της εν λόγω προσέγγισης- δεν έχει παρά να επεξεργαστεί κινήσεις, με τις οποίες θα διευκολύνει και θα επισπεύσει την ανακήρυξη της χώρας σε νέο «χαλίφη» και τοποτηρητή του ατλαντισμού. Και μάλιστα σε αιχμή του δόρατος της «πολιτισμένης Δύσης» απέναντι στο μέτωπο Μόσχας – Άγκυρας – Τεχεράνης. Έτσι, για να νιώσουμε και λίγο σαν… σταυροφόροι, βρε αδελφέ.
Οι «βεβαιότητες», όσα ακούγαμε το 1991-92 και η «οικονομική κατάρρευση της Τουρκίας»…
Προτού δει κανείς τα πιθανά «δια ταύτα» μιας τέτοιας θεώρησης, οφείλει να εξετάσει σε πόσο στέρεα «αξιώματα» βασίζεται αυτή. Έπονται τέσσερις επισημάνσεις.
ΠΡΩΤΗ: Από την έναρξη του πολέμου στη Συρία, συνεχώς συγκροτούνται, διαφοροποιούνται και ανατρέπονται «μέτωπα», συμμαχίες, καιροσκοπικές «λυκοφιλίες». Απέναντι σε ένα τόσο ευμετάβλητο τοπίο, θα όφειλαν να είναι περισσότερο επιφυλακτικοί όσοι τώρα θεωρούν οριστική και τελεσίδικη τη ρήξη των αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Όποιος πιστεύει ότι η τρέχουσα διπλωματική – πολιτική οξύτητα προδιαγράφει κάτι αμετάκλητο, ας θυμηθεί πχ τι συνέβαινε στις σχέσεις Μόσχας – Άγκυρας, έπειτα από την κατάρριψη του ρωσικού βομβαρδιστικού. Τότε που ο Πούτιν δήλωνε πως η Τουρκία είχε αποφασίσει «να φιλήσει τους Αμερικανούς σε συγκεκριμένο σημείο του σώματος»!… Πριν από 2,5 χρόνια συνέβαιναν αυτά, όχι πριν από δέκα ή είκοσι.
ΔΕΥΤΕΡΗ: Από αναλυτικής, μεθοδολογικής πλευράς, το συμπέρασμα πως οι ΗΠΑ «ξεγράφουν» την Τουρκία θυμίζει τα ανάλογα βαρύγδουπα «αποφθέγματα» που διατυπώνονταν, εδώ στην Ελλάδα, ύστερα από τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Συμπεράσματα που εδράζονταν στο αξίωμα ότι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου επέφερε την κατακόρυφη πτώση του στρατηγικού ειδικού βάρους της Τουρκίας, η οποία έως τότε ήταν σημαντικός πυλώνας στην επιχείρηση «ανάσχεσης» της ΕΣΣΔ.
Τα απλοϊκά «δια ταύτα» αυτής της θεώρησης ουδέποτε δικαιώθηκαν. Η πραγματικότητα αποδείχθηκε περισσότερη σύνθετη και «ζόρικη». Εκτός αν κάποιος πιστεύει, πχ, ότι η στάση των ΗΠΑ στην κρίση των Ιμίων, το 1996, πρόδιδε… αδιαφορία για την Τουρκία. Σήμερα, λοιπόν, επανέρχεται στο προσκήνιο η «μεγάλη ιδέα» της αναγωγής μας σε ατλαντικό «πρωτοπαλίκαρο». Να «επιτύχουμε», δηλαδή, ό,τι δεν συνέβη το 1991-92. Ποτέ δεν είναι αργά, ε;
ΤΡΙΤΗ: Για να ικανοποιηθούν οι οπαδοί των αναλύσεων που προαναφέραμε, άντε, ας κάνουμε την υπόθεση εργασίας ότι οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις εφεξής θα είναι «μαύρες κι άραχλες», στο διηνεκές. Ε, και;
Τι θα σημάνει, δηλαδή, αυτό;
Ότι η Άγκυρα θα στερείται συμμάχων;
Ότι η ελληνική ατλαντική προσήλωση και ευλάβεια θα σταθεί αιτία να «ρισκάρουν» οι ΗΠΑ περιπέτειες και να «ανοίξουν μέτωπα» για χάρη μας; Έπειτα από το έργο πολιτικής φαντασίας που προβαλλόταν το 2014-15, αυτό που ήθελε τον Ομπάμα να «γίνεται μπίλιες» με τη Μέρκελ για χάρη των Ελλήνων μισθωτών και συνταξιούχων, θα έχουμε και τον Τραμπ σε ρόλο ασυμβίβαστου προστάτη του… γεωπολιτικού πεπρωμένου μας;
Ειρήσθω εν παρόδω, κάτι τέτοια φαίνεται πως πίστευαν οι Κούρδοι του Ιράκ. Ήλπιζαν ότι η Ουάσινγκτον και το Τελ Αβίβ θα «έφερναν τον κόσμο ανάποδα», για να τους βοηθήσουν να συγκροτήσουν ανεξάρτητο κράτος. Φυσικά απογοητεύτηκαν και ένιωσαν «προδομένοι». Μόνο που θα έπρεπε να νιώσουν προδομένοι πρωτίστως από το δικό τους πολιτικό ένστικτο. Δίδαγμα γενικής ισχύος, αυτό… Κι είναι αλήθεια ότι η ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, κρίσεων και αναμετρήσεων παρέχει άφθονα παρεμφερή διδάγματα, καθώς και κρούσματα στρατηγικών τυχοδιωκτισμών που πληρώθηκαν βαρύτατα, με αίμα, δάκρυα προσφυγιά, συρρίκνωση (περισσότερα για αυτά, στη συνέχεια).
ΤΕΤΑΡΤΗ: Η αναπληρωματική «μεγάλη ιδέα» σηκώθηκε από τον πάγκο, αλλά όχι μόνη της. Ετοιμάζεται και μια συμπληρωματική προσδοκία να «κάνει παιχνίδι», προφανώς για να συνδυαστεί μαζί της: «Η οικονομία της Τουρκίας καταρρέει». Ως εκ τούτου, ο εριστικός, επιθετικός εξ ανατολών γίγαντας «στηρίζεται σε πήλινα πόδια», με όσα αυτό συνεπάγεται για τη θέση του στο διεθνές στερέωμα.
Βεβαίως, τα πραγματικά δεδομένα δείχνουν ότι η πρόβλεψη περί επικείμενης κατάρρευσης της τουρκικής οικονομίας ακροβατεί ανάμεσα στην χονδροειδή υπερβολή και τα προοίμια γραφικότητας. Προς το παρόν, ως γνωστόν, άλλη είναι η χώρα, η οποία έχει χάσει σε λίγα χρόνια το 25% του ΑΕΠ της, ξεπουλά βασικές υποδομές σε τιμές που ενίοτε δεν υπερβαίνουν …ρήτρες αποδέσμευσης ποδοσφαιριστών (σιδηρόδρομοι) και μετρά οδυνηρότατα τραύματα στον παραγωγικό της ιστό.
Φοβερό δεν είναι; «Σφαχτήκαμε» οικονομικά και κοινωνικά προκειμένου να… αγιάσουμε «ευρωπαϊκά», γίναμε αποικία χρέους, αλλά καλούμαστε να καθίσουμε αναπαυτικά στον μπαλωμένο καναπέ μας για να παρακολουθήσουμε κάποια μελλοντική οικονομική καταβαράθρωση της Τουρκίας! Τόσο «σοφό»….
Τουλάχιστον η τωρινή ιλαροτραγωδία χαρακτηρίζει το πεδίο κάποιων αναλύσεων κι όχι αποφάσεων. Το σημειώνουμε, διότι η «επίσημη Ελλάς» που το 1893 οδυρόταν για το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν», το 1897 νόμισε πως μπορούσε να κερδίσει πόλεμο εναντίον της Τουρκίας. Όλοι γνωρίζουν τι επακολούθησε. Η στρατιωτική ήττα και ο ολέθριος Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος.
1922: Μια καταστροφή που έχει πολλά να διδάξει (και) για το σήμερα
Είκοσι δύο χρόνια αργότερα, το 1919, έγινε η εκστρατεία στη Μικρά Ασία που έμελλε να καταλήξει στην καταστροφή του 1922. Στη λήψη της σχετικής απόφασης δεν ανιχνεύεται μόνο το «μεθύσι» από την έκβαση των Βαλκανικών Πολέμων (1912-13). Καταλυτικό ρόλο διαδραμάτισε η βεβαιότητα της τότε άρχουσας τάξης, στην Ελλάδα, πως οι «δυτικοί φίλοι και σύμμαχοι» θα στήριζαν με αποφασιστικότητα, μέχρι τέλους, την εκστρατεία για την υλοποίηση της ελληνικής «μεγάλης ιδέας».
Η επιδερμική θεώρηση των πραγμάτων – αλλά μόνον η επιδερμική- καθιστούσε λογική την αισιοδοξία, ή μάλλον σιγουριά, του τότε ελληνικού κατεστημένου. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε θρυμματιστεί. Η Ελλάδα ήταν «το καλό παιδί» για την «Αντάντ», δηλαδή τους νικητές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τόσο «καλό παιδί» φρόντιζε να είναι η Ελλάδα, ώστε ο Βενιζέλος στη χαραυγή του 1919 έστειλε στην Ουκρανία στρατό (και μάλιστα πολυάριθμο, 23.551 ανδρών) να βοηθήσει τις γαλλικές δυνάμεις στην – αποτυχημένη, τελικά- απόπειρα να καταπνίξουν τη ρωσική επανάσταση.
Ο «εθνάρχης» Βενιζέλος προτίμησε να παραδώσει τις ελληνικές κοινότητες της Νότιας Ρωσίας στην εχθρότητα των νικητών επαναστατών, την οποία ο ίδιος προκάλεσε με την επιλογή του, για να εξασφαλίσει τη στήριξη του «ευγνώμονος» Γάλλου πρωθυπουργού Κλεμανσό στα ελληνικά σχέδια στη Μικρά Ασία. Όσο για την Αγγλία του «φιλέλληνος» πρωθυπουργού Λόιντ Τζορτζ, τα… σαΐνια της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής θεωρούσαν ότι είχαν «στο τσεπάκι» την αμέριστη στήριξή της. Διαψεύστηκαν οικτρά. Με αποτελέσματα γνωστά και τραγικά.
Γιατί απέτυχαν – και μάλιστα παταγωδώς- στις διαγνώσεις τους οι τότε εκπρόσωποι της ελληνικής πολιτικής ελίτ; Διότι οι εκτιμήσεις τους ήταν σχηματικές και απλουστευτικές, στοιχεία που ο προσεκτικός μελετητής θα διακρίνει και σε αναλύσεις των τελευταίων δεκαετιών ή και τελευταίων… ημερών.
Αν η ελληνική άρχουσα τάξη είχε κατανοήσει σε βάθος, πχ, τη βρετανική πίστη στο δόγμα του παλιού πρωθυπουργού λόρδου Πάλμερστον (1784 – 1865), πως «τα έθνη έχουν μόνο σταθερά συμφέροντα και όχι σταθερούς φίλους ή εχθρούς», τότε δεν θα ένιωθε βέβαιη πως ο Λόιντ Τζορτζ θα αποδεικνυόταν ένα είδος… μετεμψύχωσης του Λόρδου Μπάιρον. Αν η Ελλάδα είχε αντιληφθεί σωστά την αγγλική πολιτική των ισορροπιών, θα περίμενε πως για το Λονδίνο οι Νεότουρκοι κι ο Ατατούρκ ήταν μια διαμορφωμένη πραγματικότητα, που δεν μπορούσε να αγνοηθεί.
Όπως σημειώνει ο καθηγητής Πανεπιστημίου Ηλίας Θερμός: «Τα παραδοσιακά βρετανικά συμφέροντα στην περιοχή επέβαλλαν αφενός τη στήριξη της Τουρκίας και αφετέρου την άσκηση ελέγχου και την εξάρτηση από τη Βρετανία των νέων εθνικών κρατών που δημιουργήθηκαν μετά τον κατακερματισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας». Αλλά ο ελληνικός «μεγαλοϊδεατισμός», τότε, ήταν μακριά νυχτωμένος…
1955, 1974: Ενώ «αναμενόταν»… ανταμοιβή για τον τυφλό ατλαντισμό
Έπειτα από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο, ισχυρή έδειχνε στην Αθήνα η πεποίθηση ότι η απόλυτη ευθυγράμμιση με τα «θέλω» των ΗΠΑ, της «μεγάλης χώρας – προστάτιδος του ελευθέρου κόσμου», θα εξαργυρωνόταν σε «κερδισμένους πόντους» έναντι της Τουρκίας, ή τουλάχιστον σε παροχή προστασίας από κάθε επιθετική κίνηση της Άγκυρας.
Η προσδοκία αυτή διαψεύστηκε τον Σεπτέμβριο του 1955, με το άγριο πογκρόμ εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζ. Φ. Ντάλλες κάλεσε «τις δύο πλευρές να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση», η δε τουρκική εφημερίδα «Radikal» θα δημοσίευε 53 χρόνια αργότερα (Αύγουστος 2008) ένα ενδιαφέρον στοιχείο: Ότι οργανωτής του πογκρόμ εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης υπήρξε το «Ειδικό Γραφείο», μηχανισμός του ΝΑΤΟ που αποσκοπούσε στην «αποτροπή του κομμουνιστικού κινδύνου».
Αξιοπρόσεκτο, μα ουδόλως ανεξήγητο: Όλα αυτά συνέβησαν όταν συμπληρωνόταν μια εξαετία, κατά την οποία το ελληνικό μετεμφυλιακό κράτος είχε πράξει και είχε ανεχθεί… περισσότερα από όσα ήταν (ανθρωπίνως και θεσμικώς) δυνατόν να γίνουν, ώστε να μετατραπεί σε «υπερήφανη», «ελεύθερη» μπανανία της αμερικανικής πολιτικής.
Ο διαβόητος διπλωμάτης Πιουριφόι υπαγόρευε… φανερά ακόμη και εκλογικά συστήματα. Κανόνιζε τα πάντα, συμπεριλαμβανομένης της εκτέλεσης των Μπελογιάννη, Μπάτση, Καλούμενου, Αργυριάδη. Στον πόλεμο της Κορέας, για χάρη της αντιμετώπισης «του διεθνούς κομμουνισμού», η Ελλάδα θυσίασε 186 στρατιώτες και τέσσερα αεροσκάφη. Αλλά η ατλαντική της «ευσυνειδησία» ουδόλως ανταμείφθηκε με παροχή ασπίδας στον ελληνικό πληθυσμό της Κωνστανινούπολης, το 1955.
Προτού παρέλθει εικοσαετία, το 1974, ο τουρκικός «Αττίλας» και η μετέπειτα κατοχή της βόρειας Κύπρου συνέτριψαν – ηχηρότερα – το δόγμα, πως όσο πιο ενθουσιώδης είναι ο φιλοαμερικανισμός μιας κυβέρνησης στην Αθήνα, τόσο ασφαλέστερα εξελίσσονται τα πράγματα…
Ο «αόρατος δικτάτορας» Ιωαννίδης που οργάνωσε το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου, «φέρνοντας» έτσι τα τουρκικά στρατεύματα στην Κύπρο, ενσάρκωνε στην εντέλεια αυτό το status. O«μαύρος ταξίαρχος» θα δίσταζε ίσως να πάει και στην τουαλέτα, αν δεν ενημέρωνε νωρίτερα τον επιτηρητή του στη CIA, τον Ελληνοαμερικανό Γκραστ Αμπρακώτος.
Ενδεικτικό της στενότατης επιτήρησης του Ιωαννίδη από τον Αμπρακώτος ήταν και ένα κωμικοτραγικό περιστατικό, το οποίο περιέγραψε ο Γ. Καράγιωργας, σε άρθρο του στην Καθημερινή, στις 21 Ιουλίου 1982.
Αρχές Ιουλίου του 1974, ο «κόσμος είχε τούμπανο» την πρόθεση της χούντας να ανατρέψει με πραξικόπημα και να δολοφονήσει τον Μακάριο. Οι εφοπλιστές διαισθάνονταν ότι τα σχέδια του Ιωαννίδη θα μπορούσαν να επιφέρουν το τέλος της Κυπριακής Δημοκρατίας κι αυτό δεν τους συνέφερε. Έτσι ο Αλ. Ωνάσης επισκέφθηκε τον «αόρατο δικτάτορα» και προσπάθησε να τον πείσει επιστρατεύοντας θεοσεβούμενη παραστατικότητα, συμβατή – ίσως- με τα «ελληνοχριστιανικά» ιδεώδη: «Αυτά που πάτε να κάνετε με τον παπά, ξεχάστε τα. Αυτός μια ολόκληρη ζωή κουνάει το θυμιατήρι του και λέει χίλιες φορές την ημέρα ‘άκουσον Κύριε, και ελέησον Κύριε’… Ε, λοιπόν, μία φορά αν τον ακούσει, εσείς ξοφλήσατε…».
Ο Αμπρακώτος «κατσάδιασε» τον Ιωαννίδη επειδή δέχθηκε τον εφοπλιστή στη συγκεκριμένη συγκυρία. Και αξίωσε: «Αυτόν τον κομμουνιστή που σου ‘φερε εδώ τον Ωνάση για να σε μεταπείσει, να τον συλλάβεις αμέσως και να τον χώσεις φυλακή. Γιατί δεν είναι μόνο κομμουνιστής, αλλά δουλεύει και για τους Άγγλους».
Κάπως έτσι, βγήκε… φερέφωνο αγγλόφιλων κομμουνιστών ο Ωνάσης, ο δε ο Ιωαννίδης έπειτα από λίγες εβδομάδες έγινε άλλος ένας «προδομένος» από τους Αμερικάνους…
Από τις… φουστανέλες του Κάρτερ στον «παρ’ ολίγο πόλεμο» του 1987
Το σοκ του Κυπριακού ήταν τόσο ισχυρό και η λαϊκή οργή τόσο έντονη και πιεστική, ώστε ο Κων. Καραμανλής αποφάσισε να αποσύρει την Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Αυτό έγινε τον Αύγουστο του 1974, μία ημέρα αφ’ ότου «ναυάγησε» η διάσκεψη της Γενεύης κι ενώ οι «δυτικοί σύμμαχοι» παρακολουθούσαν απαθείς τον «Αττίλα 2».
Η χώρα επανήλθε στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ τον Οκτώβριο του 1980. Πάλι επί κυβέρνησης ΝΔ, αλλά με πρωθυπουργό τον Γ. Ράλλη. Ο Καραμανλής είχε αναρριχηθεί ήδη στην Προεδρία της Δημοκρατίας, αφήνοντας τον έως τότε «υπαρχηγό» του να άρει «εκκρεμότητες», αλλά και να υποστεί τη σίγουρη εκλογική ήττα (το 1981).
Προτού επιστρέψει η χώρα στον κανονικό, ολοκληρωμένο δρόμο της ατλαντικής… αρετής, δηλαδή και στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, πρόλαβε να γεννηθεί και να διαψευστεί μια ακόμη προσδοκία: Ότι η εκλογική νίκη του Τζίμι Κάρτερ (1976) στις ΗΠΑ σήμαινε βέβαιη είσοδο «των σχέσεων Αθήνας – Ουάσινγκτον σε νέα εποχή», αλλά και απαρχή μιας θετικής αντίστροφης μέτρησης. Στο τέλος της θα βρίσκαμε, υποτίθεται, χαμογελαστή και καλοσυνάτη, μια «δίκαιη λύση» του Κυπριακού.
Λίγα χρόνια αργότερα, όποιος θα εντόπιζε έστω και ίχνη δικαίωσης στην ιδέα των Ελλήνων σκιτσογράφων να «βάλουν» φουστανέλα στον Κάρτερ, θα κινδύνευε να βρεθεί – ο ίδιος- ντυμένος με κάτι λιγότερο βολικό: με ζουρλομανδύα.
Η επάνοδος στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ νεκρανάστησε στις τάξεις της ελληνικής πολιτικής ελίτ ελπίδες για κάποιες «επιβραβεύσεις», με τη μορφή, αν μη τι άλλο, μιας «δικαιότερης» διαχείρισης των ελληνοτουρκικών διαφορών και του Κυπριακού, εκ μέρους της Ουάσιγκτον. Εάν οι προσδοκίες αυτές συμπεριλάμβαναν και αμερικανικές πιέσεις προς την Άγκυρα, για να μην ανακηρυχθεί τουρκοκυπριακό «κράτος» στην κατεχόμενη βόρεια Κύπρο, τότε προστέθηκε μία ακόμη διάψευση, στα μέσα Νοεμβρίου του 1983.
Στη χαραυγή του 1987, οι ΗΠΑ δεν ανησυχούσαν πλέον μήπως ο Α. Παπανδρέου απομάκρυνε την Ελλάδα από το ΝΑΤΟ και την ΕΟΚ. Ωστόσο η «διαιτησία» τους σε ολόκληρο το φάσμα των ελληνοτουρκικών θεμάτων γινόταν ολοένα και φιλικότερη προς τους σχεδιασμούς της Άγκυρας (η παράθεση και ανάλυση των λόγων υπερβαίνουν τα όρια του παρόντος σημειώματος).
Αποκορύφωμα αποτέλεσαν οι δηλώσεις του υπουργού Άμυνας Κ. Ουάινμπεργκερ, στο Κογκρέσο. Σύμφωνα με αυτές, η μεν κατοχή της βόρειας Κύπρου ήταν δικαιολογημένη, η δε Άγκυρα χρησιμοποιούσε νομιμότατα την εξ Αμερικής στρατιωτική βοήθεια για τη συντήρηση των κατοχικών στρατευμάτων.
Ο Ουάινμπεργκερ βρισκόταν στην τουρκική πρωτεύουσα, όταν (19 Μαρτίου 1987) το τουρκικό σκάφος ωκεανογραφικών ερευνών Πίρι Ρέις ξεκίνησε για έρευνες στο βόρειο και ανατολικό Αιγαίο. Αντίστοιχα, ο Τούρκος πρωθυπουργός Οζάλ βρισκόταν στην Ουάσιγκτον, όπου ανάρρωνε έπειτα από επιτυχή εγχείρηση ανοικτής καρδιάς.
Ο Ουάινμπεργκερ υποσχέθηκε στην τουρκική ηγεσία αυξημένη στρατιωτική βοήθεια, δηλαδή έμπρακτη ανατροπή της αναλογίας 7: 10 (Ελλάδα : Τουρκία) που ίσχυε τότε. Δεσμεύτηκε, επίσης, για χορήγηση 40 μαχητικών αεροσκαφών F4 –E, πέραν των 160 συμφωνηθέντων και παραγγελθέντων F-16.
Τελικά η κρίση, που έφερε Ελλάδα και Τουρκία πολύ κοντά στο φάσμα στρατιωτικής σύρραξης, εκτονώθηκε στις 28 Μαρτίου με τουρκική υποχώρηση. Το Σισμίκ, που είχε πάρει τη θέση του Πίρι Ρέις, απέφυγε να παραβιάσει την ελληνική υφαλοκρηπίδα, προτού επιστρέψει στα τουρκικά παράλια. Η Αθήνα επανέφερε την πρόταση να παραπεμφθεί στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης το θέμα της υφαλοκρηπίδας. Η Άγκυρα αντιπρότεινε απευθείας διμερή διάλογο για την επίλυση του ζητήματος. Διατηρήθηκε έτσι η κατάσταση «μη πολέμου», κατά τη χαρακτηριστική έκφραση του Α. Παπανδρέου.
Αξίζει όμως να επισημανθεί κάτι, που συνέβη ακριβώς πριν από την αποτροπή του κινδύνου πολεμικής ανάφλεξης: Η κυβέρνηση Α. Παπανδρέου, που – παρά τις παλιότερες διακηρύξεις του ΠΑΣΟΚ – δεν σκόπευε να αμφισβητήσει τη θέση της Ελλάδας στο «δυτικό σύστημα ασφάλειας», απείλησε ότι θα το έκανε, για να πιέσει τον αμερικανικό παράγοντα.
Τα μεσάνυκτα της 27ης προς την 28η Μαρτίου, ο υφυπουργός Εξωτερικών Γ. Καψής ανακοίνωσε στον πρέσβη Ρ. Κίλι την αναστολή της λειτουργίας της αμερικανικής βάσης στη Νέα Μάκρη, βάσει του άρθρου 7 της σχετικής συνθήκης. Το Ιστορικό Λεύκωμα της εφημερίδας Καθημερινή σχολιάζει σχετικά, για τις δραματικές εκείνες ώρες:
«Ούτε λίγο ούτε πολύ η ελληνική κυβέρνηση υπονοεί ότι η τηλεπικοινωνιακή βάση της Νέας Μάκρης μπορεί να εμπλακεί σε ‘ηλεκτρονικό πόλεμο’ σε βάρος των εθνικών συμφερόντων, ενώ ταυτόχρονα επισείει την απειλή της οριστικής απομάκρυνσης όλων των αμερικανικών βάσεων, της αποχώρησης από το ΝΑΤΟ και της αναζήτησης αμυντικών αντίβαρων στο σύμφωνο της Βαρσοβίας! Αν οι Αμερικανοί θέλησαν πράγματι να παίξουν με τον Ανδρέα Παπανδρέου το πολιτικό ‘πόκερ’ που υπονόησε ο Έλληνας ηγέτης, θα έπρεπε να είναι προετοιμασμένοι για ένα σκληρό παιχνίδι, με έναν εξαιρετικά απρόβλεπτο ‘παίκτη’».
Φυσικά, έπειτα από την αίσια κατάληξη, ο Κίλι ενημερώθηκε πως η βάση της Νέας Μάκρης θα συνέχιζε κανονικά να λειτουργεί. Εν κατακλείδι, όσοι αξιολογούν στοιχεία από την ιστορία της «τριγωνικής σχέσης» Ουάσινγκτον – Άγκυρας – Αθήνας ας σημειώσουν πως δεν μας έπνιξαν σεισμοί και καταποντισμοί στα επτά χρόνια της απουσίας μας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ (1974 – 1980). Αλλά ούτε κι όταν η Ελλάδα εξέπεμψε το μήνυμα (1987) πως η θέση της στο ατλαντικό σύστημα δεν θα έπρεπε να θεωρείται πάση θυσία δεδομένη.
Αντί επιλόγου, μια παρατήρηση για τη σημερινή εποχή: Όσο το τουρκικό κατεστημένο φλέρταρε με την ιδέα της «ευρωπαϊκής προοπτικής», εδώ ακούγαμε ότι θα βγαίναμε κερδισμένοι επειδή ο «ευρωπαϊκός δρόμος» θα… εξευγένιζε τον δύστροπο γείτονα. Τώρα που κατά τα φαινόμενα οι τουρκικές ελίτ (κι όχι μόνο ο Ερντογάν) έχουν βάλει «στον πάγο» αυτήν την ιδέα, εμείς και πάλι ακούμε ότι θα κερδίσουμε, διότι θα μας δώσει ο Τραμπ το χρίσμα του αρχι- ιππότη της Δύσης στην περιοχή ανατολικής Μεσογείου, Βαλκανίων και περιχώρων. Μονά – ζυγά κερδισμένοι, έτσι, εύκολα κι απλά… Τι άλλο να ζητήσουμε από τη ευτυχή ζωή και μοίρα μας;