Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Τιμητική, η πρόταση να είναι ο Αλέξης Τσίπρας υποψήφιος του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς για την Προεδρεία της Κομισιόν, συνιστά μεγάλη ευκαιρία για την Ελλάδα και τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν στερείται όμως σοβαρών προβλημάτων και κινδύνων. Το αποτέλεσμα της εκστρατείας θα εξαρτηθεί από ορισμένους όρους, ειδικότερα, από τη θέση που θα πάρει το «ελληνικό» στην εκστρατεία του υποψηφίου, από την πειστικότητα της παρέμβασής του στα συνολικά ευρωπαϊκά ζητήματα, από την ικανότητά του να υπερβεί τα στενά πλαίσια της πολιτικής ομάδας της ριζοσπαστικής αριστεράς και, ενίοτε, την μετριότητα των θέσεων του ΚΕΑ, ένα κατεβατό κατά λιτότητας, ορθό μεν, απολύτως και τραγικά ανεπαρκές όμως ως πρόγραμμα, εν μέσω της σοβαρότερης κρίσης που αντιμετωπίζει η Ευρώπη μετά το 1945. Η μεγάλη δυσκολία για τον Τσίπρα θα είναι ο συνδυασμός των ιδιοτήτων εκπροσώπου μιας πολύ περιορισμένης ευρωπαϊκά πολιτικής δύναμης με αυτή εκπροσώπου μιας καταστρεφόμενης χώρας.
Στην Ελλάδα, η αντικειμενική πραγματικότητα δεν επιτρέπει ούτε «νέα ΠΑΣΟΚ», ούτε «νέα ΚΚΕ», που ενστικτωδώς αναζητούν πολλά στελέχη της Αριστεράς. Και στην Ευρώπη όμως, η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή για να αντιμετωπιστεί με καταλόγους συνδικαλιστικών ευχολογίων. Η πρωτοφανής, εντυπωσιακή άνοδος της ευρωπαϊκής (και ελληνικής) ακροδεξιάς συνιστά σοβαρότατη προειδοποίηση προς την εν παρακμή τελούσα ευρωπαϊκή αριστερά όλων των αποχρώσεων, «ριζοσπαστική» ή μη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εκτινάχθηκε πέρυσι γιατί ξαφνικά οι ‘Ελληνες αναγνώρισαν άγνωστες μέχρι τότε αρετές του, αλλά γιατί η χώρα, καταστρεφόμενη και συντριβόμενη από την πρέσσα του μνημονίου, από τον οικονομικό-επικοινωνιακό πόλεμο της συμμαχίας «αγορών» (τραπεζών) και Γερμανίας, στράφηκε στην αριστερά αναζητώντας εθνικό αντιμνημονιακό εργαλείο, πολιτική δύναμη ικανή και πρόθυμη να σταματήσει τη μνημονιακή λαίλαπα. Η άνοδος της Χρυσής Αυγής μετά τις εκλογές, αντανακλά μια ορισμένη δυσπιστία προς την αντιμνημονιακή ικανότητα/προθυμία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και είναι το αποτέλεσμα ορισμένης σύγχυσης που κυριαρχεί στις γραμμές της Αριστεράς ως προς το ζήτημα του έθνους. Αλλά και πανευρωπαϊκά παρατηρείται σημαντική, κρίσιμη στροφή προς την ακροδεξιά, γιατί η ακροδεξιά γίνεται κατανοητή από ευρύτατα λαϊκά στρώματα ως αποτελεσματικότερο εργαλείο υπεράσπισης των ευρωπαϊκών εθνών και ρήξης με την παγκοσμιοποίηση από μια παρακμάσασα αριστερά.
Εθνικό και «ταξικό»
Σήμερα, το ελληνικό έθνος βάλλεται όσο ποτέ άλλοτε στη σύγχρονη ιστορία του με εξαίρεση τη δεκαετία του 1940, το «λαϊκό (ταξικό αν προτιμάτε) συμπίπτει με το εθνικό, το εθνικό με το λαϊκό», όπως έγραφε στο ΕΑΜικό πρόγραμμα ο Γληνός. ‘Ενας αόρατος «γλωσσοδέτης» εμποδίζει όμως πολλά στελέχη της αριστεράς να χρησιμοποιήσουν τον όρο έθνος και τα παράγωγά του, επιτρέποντας στην ακροδεξιά και δεξιά να αλωνίζει ιδεολογικά! Ο Τσίπρας κάνει λόγο για «κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας», όχι «κυβέρνηση κοινωνικής-εθνικής σωτηρίας», όπως θάταν σωστότερο στις συγκεκριμένες συνθήκες (απολύτως λάθος είναι στις σημερινές συνθήκες και το σεχταριστικό «κυβέρνηση αριστεράς», καμωμένο μάλλον για να μην έρθει ποτέ η αριστερά στην εξουσία. Είναι μάλιστα γελοίο να υπερασπίζονται τώρα τέτοιο σύνθημα, όσοι συμφωνούσαν με την κυβέρνηση Μητσοτάκη-Φλωράκη το 1989!)
Είναι αλήθεια ότι το έθνος χρησιμοποιήθηκε συχνά, ιδίως από ακραίους «εθνικόφρονες» – όπως και ο «σοσιαλισμός» άλλωστε από «σοσιαλιστές» – ως αποτελεσματικό «πλυντήριο» ή εργαλείο εξαπάτησης, σε μια χώρα που κάτοικοι και πολιτικοί επιδίδονται τόσο ενθουσιωδώς στο σπορ «άλλα λέμε, άλλα σκεφτόμαστε, άλλα κάνουμε». Πάντα ο όρος «εθνικός» μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να καλύψει απαράδεκτους συμβιβασμούς, δεν σημαίνει όμως αυτό ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιείται όταν ένας λαός αντιμετωπίζει κυριολεκτικά θέμα εθνικοαπελευθερωτικό, αποικιακό και κατοχής. Σε συνθήκες όπως οι σημερινές, μόνο μια αριστερά με ξίφος την αλήθεια μπορεί να έχει κάποια ελπίδα, όχι οι συνήθεις πολιτικαντισμοί της ΠΑΣΟΚικής παράδοσης που διαπότισαν ολόκληρο το πολιτικό φάσμα.
Ορισμένα αριστερά στελέχη στρέφονται εναντίον του έθνους επικαλούμενοι τον «διεθνισμό», δεν υπάρχει όμως κανείς διεθνισμός εδώ, υπάρχει μόνο συμβιβασμός και υποταγή απέναντι στην παγκοσμιοποίηση, δηλαδή την παγκόσμια δικτατορία του καπιταλισμού, του χρηματιστικού ιδίως κεφαλαίου και, φυσικά, των εθνών που κυρίως επικρατούν σε αυτό το οικονομικό σύστημα – τα υπόλοιπα είναι για να δουλεύουμε τον εαυτό μας και την κοινωνία. Διεθνισμός είναι να ενώσει κανείς τα έθνη του κόσμου (εν προκειμένω της Ευρώπης) εναντίον του Χρήματος και των αμερικανικών όπλων, εναντίον της τερατώδους δύναμης που θέλει να υποτάξει όλο τον πλανήτη επιβάλλοντάς του φρικτή δικτατορία και της οποίας ο ελληνικός λαός έπεσε το πρώτο θύμα στη δυτική, καπιταλιστική Ευρώπη.
Η Χρυσή Αυγή ανεβαίνει στην Ελλάδα, το Εθνικό Μέτωπο ανεβαίνει στη Γαλλία, η «ριζοσπαστική αριστερά» παραμένει στάσιμη στην Ευρώπη για έναν απλό λόγο: οι άνθρωποι καταλαβαίνουν ενστικτωδώς πολύ καλύτερα από τους αναλυτές και τους πολιτικούς πόσο σκούρα είναι τα πράγματα: ή υποτάσσονται μην αντιδρώντας, ή, όταν αντιδρούν, ψάχνουν εργαλεία που να τους φαίνονται αποφασισμένα. Θέλουν να υπερασπιστούν το έθνος τους απέναντι στην παγκοσμιοποίηση, όχι γιατί είναι κατ’ ανάγκην εναντίον των άλλων εθνών, αλλά γιατί το έθνος συμπυκνώνει, μαζί με την οικογένεια, την πυρηνική ανάγκη του ανήκειν, την προστασία της δομής και ταυτότητας. Η οικογένεια και το έθνος έχουν αναμφισβήτητα μεγάλες καταπιεστικές πτυχές, πολύ μειωμένες σήμερα στην Ευρώπη (άλλωστε, το πραγματικό ελευθεριακό μήνυμα αυθεντικών εξεγέρσεων, όπως ο Μάης του 1968 στρεφόταν και εναντίον των καταπιεστικών ρυθμίσεων της ερωτικής ζωής, οι επαναστατημένοι νέοι εκείνης της εποχής θα έβρισκαν απλώς γελοία τη διεκδίκηση να παντρεύονται οι ομοφυλόφιλοι, γιατί ήταν εναντίον των συμβάσεων, δεν ήθελαν την επέκτασή τους). Και κυρίως, κανείς δεν θέλει να «απελευθερωθεί» από την οικογένεια και το έθνος του, για να βρεθεί απροστάτευτο και αδύναμο άτομο στη θάλασσα των «αγορών», του πραγματικού «φασισμού» της εποχής μας. Αυτός είναι ένας βασικός λόγος που συχνά, το ρεύμα της αγανάκτησης και της εξέγερσης κατευθύνεται σήμερα προς την άκρα δεξιά, γιατί έκανε σαφέστερα σημαία της το έθνος (προς την οποία ταυτόχρονα, είναι αλήθεια, δεν κατευθύνονται μόνο πληβείοι αλλά και τμήμα του «εθνικισμού των πλουσίων», ανάλογα με τη χώρα και την κοινωνική κατάσταση).
Εθνική ή διεθνής απάντηση στην παγκοσμιοποίηση;
Πέραν του γενικότερου προβλήματος με πολλές ιδέες της ακροδεξιάς (αλίμονό μας αν αναζητήσουμε λύσεις στον Παπαδόπουλο, τον Μεταξά και τον Χίτλερ, ούτε το έθνος είναι λύση για τα πάντα), ένα βασικό ζήτημα με τον εθνικισμό (αλλά και τους αριστερούς οπαδούς εξόδου από το ευρώ!), είναι ότι υποτιμά τη δύναμη των αγορών, όπως μνημονιακοί και σοσιαλδημοκράτες την υπερτιμούν (στη γλώσσα του Τρότσκι του 1930, δεξιός και αριστερός οπορτουνισμός συμπίπτουν τελικά, γιατί ξεκινάνε από εσφαλμένη εκτίμηση του συσχετισμού δυνάμεων). Οι δημοκράτες και πατριώτες, στις σημερινές συνθήκες, για να είναι δημοκράτες και πατριώτες πρέπει να υπερασπιστούν το έθνος τους, αλλά το έθνος-κράτος παραμένει πολύ περιορισμένο για να δοθεί μόνο σε αυτό το πλαίσιο νικηφόρα μάχη κατά των αγορών. Αν δεν μπορούσε να υπάρξει σοσιαλισμός στην τεράστια έκταση της Ρωσίας, μπορεί άραγε να υπάρξει εναλλακτική οικονομία στα πλαίσια μιας μικρής ή μεσαίας ευρωπαϊκής χώρας; Ο αγώνας ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, την ευρωπαϊκή και παγκόσμια κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου και των εθνών που το ελέγχουν, δεν μπορεί να δοθεί αποτελεσματικά παρά από μια συμμαχία λαών. Προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να εργασθεί μια πολιτική δύναμη που επιθυμεί να είναι αποτελεσματική. Ο εθνικισμός από μόνος του κινδυνεύει, ανεξαρτήτως προθέσεων, να γίνει τελικά μόνο εργαλείο καταστροφής.
Εκεί μπορεί να γίνει ανεκτίμητη η προσφορά της «ριζοσπαστικής αριστεράς», αν αποφασίσει να γίνει όντως ριζοσπαστική και αριστερά. Να προβάλλει δηλαδή ρεαλιστική πλατφόρμα για τον αναγκαίο πανευρωπαϊκό αγώνα κατά των αγορών. Είναι η μόνη που μπορεί να το κάνει και θάταν μεγάλη επιτυχία του Τσίπρα αν κατάφερνε να συνδέσει το όνομά του με μια τέτοια στροφή. Για να το κάνει αυτό ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, για να αντιταχθεί αποτελεσματικά και στον ολοκληρωτισμό των αγορών και στον στείρο εθνικισμό, ο Τσίπρας, ως υποψήφιος του ΚΕΑ, χρειάζεται μια εκλογική-πολιτική-επικοινωνιακή πλατφόρμα πολύ διαφορετική από τις ιδέες που έχει μέχρι τώρα αναπτύξει ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΕΑ, από τα «προγράμματα – τηλεφωνικούς καταλόγους», τα προγράμματα «του χασμουρητού» και της «ξύλινης γλώσσας», που μας έχει συνηθίσει η αριστερά σε Ελλάδα και Ευρώπη. Το πιθανό περιεχόμενο ενός τέτοιου προγράμματος θα μας απασχολήσει σε επόμενο άρθρο, όπως και η θέση του ελληνικού ζητήματος σε μια τέτοια ευρωπαϊκή καμπάνια του κ. Τσίπρα.
Eπίκαιρα, 21.11.2013