Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Σας ευχαριστώ πολύ για την τόσο τιμητική πρόσκληση που μου απευθύνατε να μιλήσω για την επέτειο του ‘Όχι της 28ης Οκτωβρίου του 1940, εδώ, στην ακριτική Πάφο, δίπλα στην Πέτρα του Ρωμιού, γενέθλιο τόπο της Αφροδίτης, εδώ που ο Νίκος Καζαντζάκης τοποθετεί το «ιερό σημείο της θάλασσας» όπως το περιγράφει, όπου, «μέσα στους αφρούς του άστατου, του ακατάλυτου υγρού στοιχείου γεννήθηκε η θηλυκή μάσκα του μυστηρίου». Αντιπαραθέτει μάλιστα ο συγγραφέας, στο κείμενό του, τη γλυκύτητα της Κύπρου με την αγριότητα του ερημικού τοπίου της Ιουδαίας, που είχε επισκεφθεί προηγουμένως, κατά τη διάρκεια του ίδιου ταξιδιού. Αλλά κι εδώ, στην Πάφο, που χτυπάει η καρδιά της δημοκρατικής Κύπρου. Γιατί ήταν το 1974, τριάντα τέσσερα χρόνια μετά το τελεσίγραφο της φασιστικής Ιταλίας προς την Ελλάδα, που σημειώνεται εδώ, στην Κύπρο, μια εξίσου τραγική απόπειρα κατάλυσης της κρατικής κυριαρχίας του ελληνικού λαού. Και εδώ ακριβώς κατέφυγε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, όταν τον κυνηγούσαν να τον σκοτώσουν, επιχειρώντας, με τον θάνατό του, να καταλύσουν την Κυπριακή Δημοκρατία, το κράτος που ο ίδιος συμβόλιζε και ενσάρκωνε.
Στην πρόσκληση που απευθύνατε σε μένα, έναν «καλαμαρά», να μιλήσει για τα μεγάλα όχι του παρελθόντος και τα αναγκαία όχι του σήμερα, θέλω επίσης να βλέπω την αντανάκλαση της συνείδησης που έχετε, για την ενότητα της ιστορικής μοίρας του ελληνικού λαού, στην Κύπρο και στην Ελλάδα, της αλληλεξάρτησης των δύο χωρών μας. Αν χαθεί η Κύπρος θα χαθεί και η Ελλάδα, προειδοποιούσε ο ‘Ελληνας Πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου από το βήμα της Βουλής των Ελλήνων τον Μάρτιο του 1987, εξηγώντας γιατί η Ελλάδα θεωρεί αιτία πολέμου την όποια προέλαση των τουρκικών δυνάμεων πέραν της γραμμής εκεχειρίας. Αν βέβαια κινδυνεύει με χαμό η Ελλάδα σε περίπτωση χαμού της Κύπρου, ακόμα και ένα μικρό παιδί καταλαβαίνει ότι το αυτό ισχύει, πολύ περισσότερο, πολύ πιο απόλυτα, για την Κύπρο, αν χαθεί η Ελλάδα. Είναι ολέθριο σφάλμα αλλά και μεγάλη ιστορική αδικία να ταυτίζουμε την Ελλάδα ή την Κύπρο με τις κυβερνήσεις τους.
Δεν είναι ασφαλώς τυχαία η διαχρονική λύσσα του αποικιοκράτη να χωρίσει, να αντιπαραθέσει, ει δυνατόν, τους ‘Ελληνες της Ελλάδας στους ‘Ελληνες της Κύπρου και ανάποδα. ‘Αλλωστε, τα ίδια έκανε σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της Γης, του Ιράκ πήρε ένα κομμάτι και τόκανε Κουβέιτ, της Συρίας έκοψε το πλευρό να το κάνει Λίβανο, μάτωσε ολάκερη την Αφρική, τη Μέση Ανατολή και τις Ινδίες στην προσπάθειά του να κρατήσει την ανθρωπότητα υπόδουλη. Ξέρετε, το 2004 σε ένα βιβλίο που έγραψα για την Αρπαγή της Κύπρου σημείωσα ότι δεν καταλαβαίνω τι γυρεύει ο θυρεός των αποικιοκρατών στο Προεδρικό Μέγαρο της Λευκωσίας. Με χαρά μου άκουσα ότι μπήκε πάνω του τώρα ο θυρεός της Κυπριακής Δημοκρατίας, αν και λυπήθηκα που από κάτω συνεχίζει να παραμένει ο βρετανικός λέων, πάντα πρόθυμος να κατασπαράξει αυτή τη Δημοκρατία, αν του δοθεί η ευκαιρία. Ακόμα πιο σοβαρό όμως από τον θυρεό, είναι η επιρροή του στο μυαλό μας, κι αυτή κινδυνεύει να παραμείνει συχνά στις πρώην αποικίες πολύ μετά την ανεξαρτησία τους, συνεχίζοντας να την υπονομεύει.
Η Κύπρος είναι μακριά, ήταν το μότο των αγγλόφιλων και αμερικανόφιλων που κυβέρνησαν την Αθήνα τριάντα χρόνια μετά τον εμφύλιο που μας επέβαλαν οι ξένοι και δεν βρήκαμε, εμείς, τη δύναμη να αποτρέψουμε. Στην Κύπρο θα ιδρύσουμε το πρώτο αεθνικό κράτος, έλεγε ο Μοντήγκλ Στερνς, ο Πρέσβης των Ηνωμένων Πολιτειών στην Αθήνα, μια νέα Σιγκαπούρη χωρίς γλώσσα, πατρίδα και ιδεολογία, παρά μόνο την εξυπηρέτηση της Αυτοκρατορίας και του Χρήματος, ήθελαν να δημιουργήσουν οι πάμπλουτοι ολιγάρχες σας, όταν επεδίωκαν να κλείσουν, άρον-άρον, το κυπριακό και, μαζί, το κεφάλαιο, φοβάμαι, της ελληνικής παρουσίας στην Κύπρο.
Αυτή την ιστορική ενότητα, τη συνείδηση της βαθύτερης αλληλεξάρτησης και της αλληλεγγύης Κύπρου και Ελλάδας, υπηρέτησαν οι Κύπριοι που πολέμησαν στην Ελλάδα το 1940-41, εναντίον του γερμανικού και του ιταλικού φασισμού. Την ίδια ενότητα του ελληνικού λαού εξέφρασαν με τον πιο δραματικό τρόπο και οι διαδηλωτές που ξεχύθηκαν στην Αθήνα ζητώντας ένωση-αυτοδιάθεση και μερικοί δίνοντας τη ζωή τους, στις 9 Μαΐου του 1956, για την κυπριακή υπόθεση. Τρεις νέοι σκοτώθηκαν και 256 τραυματίστηκαν εκείνη τη μέρα, δίνοντας τη δική τους ζωή, στην προσπάθεια να γλυτώσουν από την εκτέλεση τον Καραολή και τον Δημητρίου. Προς κατάπληξή μου, διαπίστωσα πριν λίγο καιρό, επισκεπτόμενος το Μουσείο του Αγώνα της ΕΟΚΑ στη Λευκωσία, ότι δεν υπάρχει ούτε μία αναφορά σε αυτούς τους μάρτυρες. Δεν θέλω να εικάσω τα κίνητρα μιας τέτοιας αμέλειας. Θα ήθελα όμως να ζητήσω και από αυτό το βήμα, από τους υπεύθυνους του Μουσείου, να επανορθώσουν αυτή την κατάφωρη αδικία, αδικία όχι μόνο για τους ήρωες και για την Ελλάδα, αδικία προπάντων για την ίδια την Κύπρο και τον αγώνα της. Κατ’ ουσίαν άλλωστε, δεν είναι μόνο οι νεκροί και τραυματίες της Αθήνας του 1956, είναι ολόκληρος ο ελληνικός λαός που έπεσε θύμα της απριλιανής δικτατορίας, μιας δικτατορίας που επιβλήθηκε από τους ξένους ακριβώς για να φτάσουμε στην κυπριακή τραγωδία του 1974.
1821-1940-1955: Οι ανολοκλήρωτες επαναστάσεις
Θα αναρωτηθείτε ίσως γιατί τα λέω όλα αυτά, τι δουλειά μπορεί να έχουν με τον εορτασμό της επετείου του 1940. Κι όμως έχουν και παραέχουν. Γιατί η ιταλική επίθεση του 1940 κατά της Ελλάδας δεν ήταν ένα μεμονωμένο επεισόδιο, εκφράζει μάλλον τη μονιμότητα για τον ελληνικό λαό και τα κράτη του κατά τους δύο τελευταίους αιώνες. Τόχει η μοίρα μας, η τόσο δύσκολη γεωγραφία, η μεγάλη στρατηγική σημασία της θέσης που κατέχουμε, η τραγική ιστορία του τόπου μας, να χρειάζεται, κάθε δεύτερη ή τρίτη γενιά, να αγωνιζόμαστε, με νύχια και με δόντια, υπέρ βωμών και εστιών, να κρατήσουμε όση ανεξαρτησία καταφέραμε να αποσπάσουμε από τους Δυνάστες του κόσμου μας μέσα από τους τεράστιους, έξοχους επαναστατικούς αγώνες μας, του 1821, του 1955-59, του 1940-1944.
Το δικό μας 1821 ήταν που φώτισε σαν αστραπή τη μακριά νύχτα της ευρωπαϊκής Ιεράς Συμμαχίας, αρχίζοντας ταυτόχρονα και τη διάλυση της ανατολικής, της οθωμανικής δεσποτείας, γεγονός που συγκίνησε τα μεγαλύτερα πνεύματα της δημοκρατικής ανθρωπότητας καθ’ όλη τη διάρκεια του Δέκατου ‘Ενατου Αιώνα. Το 1955-59, οι Κύπριοι ήταν επίσης πρωτοπόροι στον ξεσηκωμό της ανθρωπότητας εναντίον του αποικιακού ζυγού. Ο Γρίβας χτύπησε τις εγγλέζικες βάσεις όταν η Βρετανία, μαζί με τη Γαλλία και το Ισραήλ, επετέθησαν στην Αίγυπτο του Νάσερ. Από την Παλαιστίνη του Αραφάτ μέχρι τη Νότια Αφρική του Μαντέλα, ‘Αραβες και Μαύροι έπιναν νερό στο όνομα του Αρχιεπισκόπου και του «Γιατρού», του Βάσσου Λυσσαρίδη κι από τους Κυπρίους ζήταγαν να τους διδάξουν τις τεχνικές της ένοπλης πάλης, φτάνοντας να βαφτίζουν τα παιδιά τους Μακάριους.
Τα ίδια κάναμε το 1940-41, όταν αναγκάσαμε τον Τσώρτσιλ, με τη μάχη που δώσαμε στην Πίνδο, να πει ότι δεν πολεμάνε οι ‘Ελληνες σαν ήρωες, αλλά οι ήρωες σαν ‘Ελληνες. Δεν είναι λίγοι οι ιστορικοί που εκτιμούν ως αποφασιστικής σημασίας για την έκβαση του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου την ελληνική αντίσταση του 1940-41, που στέρησε τους Γερμανούς από πολύτιμο χρόνο και δυνάμεις πριν επιτεθούν στη Σοβιετική ‘Ενωση, όπως επίσης και την ανατίναξη του Γοργοπόταμου, στη διάρκεια της Κατοχής, που εμπόδισε τον ανεφοδιασμό του Ρόμμελ.
Αλλά δεν ήταν μόνο η Πίνδος και η Κρήτη. ‘Ηταν η συνέχεια, μετά την κατάληψη της Ελλάδας, όταν προτάξαμε, στις δυσκολότερες δυνατές συνθήκες, απέναντι σε ένα Τρίτο Ράιχ που είχε ήδη κατατρομάξει και υποτάξει, με ελάχιστη αντίσταση, όλη σχεδόν την Ευρώπη, την πιο μαζική αντίσταση που αντέταξε ευρωπαϊκός λαός, σχετικά με το μέγεθος της χώρας μας, αντίσταση που εξελίχθηκε σε μια από τις βαθύτερες επαναστάσεις στην Ευρώπη του εικοστού αιώνα, επανάσταση εθνική, αλλά επίσης πολιτική και κοινωνική.
‘Ηταν στη λάμψη της αστραπής αυτών των επαναστατικών αγώνων που δώσαμε, σε αυτούς τους δύο αιώνες, που το έθνος μας όχι μόνο κέρδισε τον παγκόσμιο θαυμασμό, αλλά και αντικρίσαμε ξανά, για μια στιγμή, εμείς οι ‘Ελληνες, την υπέροχη αλήθεια και την υπεράνθρωπη αξιοπρέπεια των Αρχαίων που δημιούργησαν, στις πέτρες ακριβώς που κι εμείς πατάμε, έναν από τους μεγαλύτερους πολιτισμούς του ανθρώπινου γένους, τον πολιτισμό που με τη δική του γλώσσα, στη δική του σκιά μεγαλώσαμε και που η ανάμνησή του στοιχειώνει και το τωρινό μας είναι.
Δεν μπορεί όμως βέβαια, ταυτόχρονα, παρά να γεμίζει κανείς από θλίψη, διαπιστώνοντας ότι οι ποταμοί του ελληνικού αίματος που χύθηκαν στα βουνά και στα λαγκάδια μας, ποταμοί που συμπλέχτηκαν με την πυκνότητα του ιστορικού νοήματος για να μας δώσουν αυτή την καταπληκτική, τόσο μοναδική παράδοση της νεοελληνικής ποίησης, της λογοτεχνίας και των τραγουδιών μας, ακούστε για παράδειγμα τα τραγούδια του Μίκη, αναλογιστείτε πόσο αίμα, πόσο πόνο χρειάστηκαν για να φτιαχτούν, προδόθηκαν από τους ντόπιους διαχρονικούς κοτζαμπάσηδες που μας κυβέρνησαν κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας μας για λογαριασμό των ξένων. Τα αποτελέσματα των επαναστάσεων αυτών, τα αποτελέσματα δηλαδή του ‘21, του ‘41-44, του ΄55-59, η λιγοστή ανεξαρτησία και κυριαρχία του λαού μας δεν έγιναν ποτέ, στην ουσία, αποδεκτά από τους Προστάτες και τους Ξένους, από τους «Φράγκους», που ο Λόρδος Βύρων από τότε μας προειδοποιούσε να μην εμπιστευόμαστε, αλλά που τόσο συχνά η πολιτική και η άρχουσα τάξη μας τους παρέδωσε κανονικότατα τις πατρίδες μας, με περισσή ευκολία και συνήθως με το αζημίωτο.
Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας, πρέπει να παραδεχτούμε ότι κανένας εξωτερικός εχθρός δεν στάθηκε ιστορικά, διαχρονικά, τόσο φοβερός για το λαό μας, δεν έκανε τόση ζημιά, όσο ο εσωτερικός εχθρός, και στην Κύπρο και στην Ελλάδα. Η μισή σύγχρονη ελληνική ιστορία και ολόκληρη σχεδόν η κυπριακή δεν είναι εξάλλου παρά η αντανάκλαση των προσπαθειών των ξένων να μας ξαναπάρουν με το ένα χέρι πίσω όση, λίγη, κυριαρχία και ανεξαρτησία αναγκάστηκαν με το άλλο χέρι να μας δώσουν οι Μεγάλες Δυνάμεις το 1821, το 1944, το 1960. Κι αυτό έγινε περισσότερο με τη συνδρομή των εγχώριων ολιγαρχιών, παρά με ανοιχτή, απέξω επίθεση, που κι αυτή ασφαλώς δεν έλειψε.
Και θέλησαν να μας πάρουν μαζί με τα επιτεύγματα και τη μνήμη των αγώνων που δώσαμε, κι αυτή ήταν η αγωνία που συνείχε αυτή την καταπληκτική αγωνίστρια της ελληνικής αντίστασης, τη Μαρία Μπέικου, πούλεγε για την εθνική αντίσταση του 1941-44: «Τα παιδιά πρέπει να μάθουν την ιστορία μας και να μάθουν να αγωνίζονται. Γιατί, εκτός του ότι δεν γνωρίζουν πως ήταν πανελλαδική η αντίσταση ενάντια στους κατακτητές, δεν γνωρίζουν πως απελευθερωθήκαμε ουσιαστικά μόνοι μας. Η βοήθεια απ’ έξω ήταν μηδαμινή». Και τόλεγε με ανησυχία τρομερή αυτό, γιατί καταλάβαινε ότι οι νέοι τα βρήκαν όλα εύκολα και δεν έχουν μάθει να αγωνίζονται και γιατί, για να αγωνιστεί κανείς, έχει ανάγκη να ξέρει την ιστορία του.
Παληοί και νέοι Σταυροφόροι
Μια ανεξάρτητη Ελλάδα είναι παραλογισμός, έγραφε το 1841 προς την κυβέρνησή του ο Βρετανός Πρέσβης στην Αθήνα Σερ ‘Εντμουντ Λάιονς, προσθέτοντας ότι η Ελλάδα θα είναι είτε ρωσική, είτε αγγλική, κι αφού δεν πρέπει να είναι ρωσική, θα είναι αγγλική. Αυτή τα λίγα λόγια, φοβάμαι, συμπυκνώνουν και σήμερα τη στρατηγική εξίσωση του ελληνικού χώρου, της Ελλάδας και της Κύπρου και μας υποδεικνύουν ότι όχι μόνο παραμένουν εν πολλοίς άλυτα τα προβλήματα που έθεσαν οι ‘Ελληνες με το 1821, αλλά και τα επιτεύγματά μας σε αυτούς τους δύο αιώνες είναι τρωτά και εύθραυστα. Αν η ανεξαρτησία της Ελλάδας ήταν και είναι απαράδεκτη μία φορά για τους Προστάτες, η ανεξαρτησία της Κύπρου ήταν και είναι δέκα ή εκατό φορές απαράδεκτη, με δεδομένη την τεράστια στρατηγική σημασία του νησιού σας, που τον έλεγχό του τον θεωρούσαν πάντα ύψιστης, ζωτικής, στρατηγικής σημασίας, παληοί και νέοι Σταυροφόροι. Ολόκληρη η σύγχρονη κυπριακή ιστορία δεν είναι παρά αντανάκλαση της προσπάθειας της αυτοκρατορίας, είτε μιλάμε για τη βρετανική, είτε για την αμερικανική, είτε ακόμα για την αυτοκρατορία του χρήματος, να μην επιτρέψουν στους κατοίκους του νησιού αυτού να κάνουν κουμάντο στον τόπο τους, να το κρατήσουν υπό τον όσο πιο ασφυκτικό έλεγχό τους. Αν θα μπορούσαν, θάδιωχναν ακόμα και τους Ελληνοκύπριους από το νησί, να τους διασκορπίσουν, να πάψει να υπάρχει εδώ περήφανος λαός που να κάνει συμπαγή πλειοψηφία και να διεκδικεί την αυτοδιάθεσή του, να γίνουν οι ‘Ελληνες «μικρόψυχοι σαν τους λαούς του Ινδουστάν», όπως τους ήθελε, με τα δικά του λόγια, ο Βρετανός Πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Ντισραέλι.
Και τι δεν έκαναν άλλωστε για να στερήσουν από τον κυπριακό λαό το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. ‘Εβαλαν στο παιχνίδι την Τουρκία, αλλά και τις κυβερνήσεις των Αθηνών που ήλεγχαν απολύτως μετά τον εμφύλιο. Αφού επέβαλαν την ανεξαρτησία στη θέση της ένωσης, άρχισαν να την υπονομεύουν, αυτή την ίδια ανεξαρτησία, προτού καλά-καλά υπάρξει αυτό το ανεξάρτητο κράτος, μέσα από τον λαβύρινθο των συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου, την Ανταλκίδειο Ειρήνη όπως την ονόμασε ο Ηλίας Ηλιού, που εξανάγκασαν τους εκπροσώπους των ξεσηκωμένων να υπογράψουν. Απείλησαν το 1964 και δοκίμασαν το 1974 να καταλύσουν με στρατιωτικά μέσα το κυπριακό κράτος. Εκβίασαν και τρομοκράτησαν τον κυπριακό λαό πρόσφατα, το 2004, να αποσπάσουν με την ψήφο του την κατάλυση του κράτους του. Και επιχειρούν τώρα το ίδιο, με οικονομικές μεθόδους, και στην Ελλάδα και στην Κύπρο, να μας κάνουν αποικίες χρέους, έτοιμες να τους παραδώσουμε τη διακυβέρνηση των χωρών μας, θύματα μιας νέας μορφής αποικιοκρατίας, που ο φίλος μου ο Βάσσος Λυσσαρίδης εύστοχα ονομάτισε χρεωκρατία.
Οικονομικός πόλεμος κατά Ελλάδας και Κύπρου
Είναι τόσο ασήμαντα τα οικονομικά μεγέθη της Κύπρου συγκρινόμενα με την Ευρωπαϊκή ‘Ενωση, που δεν δικαιολογούν, νομίζω, την αγριότητα της επίθεσης που δέχτηκε το νησί τον περασμένο Μάρτιο από το Eurogroup, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, μια επίθεση που, αν κριθεί από την άποψη των αποτελεσμάτων της μοιάζει περισσότερο με πολεμική επιχείρηση, παρά με οικονομικό μέτρο. ‘Όταν κουρεύεις καταθέσεις και μάλιστα με τον τρόπο πούγινε αυτό, τότε καταστρέφεις την εμπιστοσύνη στις κυπριακές τράπεζες, δηλαδή τις ίδιες τις τράπεζες. ‘Όταν καταστρέφεις τις τράπεζες, καταστρέφεις την οικονομία του νησιού, αφού στηρίζεται κατά το ήμισυ στις τράπεζες, άρα επιφέρεις φοβερό πλήγμα στο ίδιο το κράτος. Αυτό δεν είναι θεραπεία οποιουδήποτε προβλήματος, εκτός αν θεωρήσουμε θεραπεία τη δολοφονία ενός ασθενούς. Αυτό δεν διαφέρει, παρά μόνο στα μέσα, καθόλου στα αποτελέσματα, από μια μεγάλη πολεμική επιχείρηση. Γι’ αυτό και, πολύ φοβάμαι, αυτή άλλωστε είναι και η εκτίμησή μου και για το υποτιθέμενο πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας, που εφαρμόζεται μετά το 2010, ότι η πραγματική στόχευση, το βαθύτερο κίνητρο αυτών των ενεργειών είναι γεωπολιτικό, είναι η προσπάθεια και πάλι να καταστραφεί οποιοδήποτε ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος στην Κύπρο και στην Ελλάδα, η κυριαρχία του ελληνικού λαού σε αυτή την τόσο στρατηγική περιοχή του κόσμου που είναι η γέφυρα μεταξύ της Αραβίας και της Ευρώπης, της Μεσογείου και της Ρωσίας.
Την επιβεβαίωση της ορθότητας αυτών των σκέψεων μας την παρέχει άλλωστε δυστυχώς, δυστυχέστατα, η καταστροφή που ήδη συντελέσθηκε, τα τελευταία τρισήμισυ χρόνια, και η ακόμα μεγαλύτερη που απειλείται, στη μητροπολιτική Ελλάδα. Στα περισσότερα κοινωνικο-πολιτικά προβλήματα, ξέρετε, υπάρχουν πολλές απόψεις, το ποτήρι μπορεί να είναι μισοάδειο ή μισογεμάτο. Στην περίπτωση της Ελλάδας του Μνημονίου και των Δανειακών Συμβάσεων, δεν μιλάνε τα επιχειρήματα, μιλάνε τα νούμερα και τα νούμερα είναι ανελέητα. Το ποτήρι δεν είναι ούτε γεμάτο, ούτε άδειο με νερό, είναι γεμάτο από κώνειο, όπως επεσήμανε στο καταπληκτικό του ποίημα για την Ελλάδα και την Ευρώπη, ο μεγαλύτερος εν ζωή Γερμανός συγγραφέας, ο Γκίντερ Γκρας. Και είναι μια τραγική κατάδειξη του που μπορεί να μας οδηγήσει, όχι ο ηρωϊσμός του ‘Όχι, αλλά ο θλιβερός, δήθεν ρεαλισμός του Ναι. Αντίθετα με τον Οκτώβριο του 1940, όταν είπαμε το μεγάλο ‘Όχι, στην Ελλάδα, τον Απρίλιο-Μάιο του 2010 είπαμε, και συνεχίζουμε έκτοτε να λέμε και να ξαναλέμε το μεγάλο Ναι.
Με το πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας έχει μειωθεί το ακαθάριστο εθνικό μας εισόδημα κατά 25%, η επίσημα μετρούμενη ανεργία μας έχει εκτοξευθεί στο 27%, η ανεργία των νέων στο 66%, η χώρα μας δεν έχει καμία προοπτική ανάπτυξης όπως δείχνουν όλοι οι δείκτες της μεταποίησης, ένα κοινωνικό ολοκαύτωμα έχει ήδη συντελεσθεί στη χώρα και όλα αυτά γιατί; Για να αυξηθεί το δημόσιο χρέος της Ελλάδας, που υποτίθεται ότι ήταν το πρόβλημα που τα δικαιολόγησε όλα αυτά, στο από 110% του ΑΕΠ που ήταν στο 185% και να είναι σήμερα ολότελα σίγουρο ότι δεν θα το ξεπληρώσουμε ποτέ.
Οι στατιστικές αυτές είναι χειρότερες από τις στατιστικές του Μεγάλου Κραχ του 1929 στην Αμερική, είναι χειρότερες από τις στατιστικές της μεσοπολεμικής Γερμανίας, είναι στατιστικές που απεικονίζουν τη χειρότερη οικονομική και κοινωνική καταστροφή στην ιστορία του ανεπτυγμένου καπιταλισμού σε καιρό ειρήνης, είναι πολύ χειρότερες από τις στατιστικές όλων των χωρών της Ευρώπης που αντιμετωπίζουν ανάλογα προβλήματα. Αυτό λοιπόν το πρόγραμμα που εφαρμόζεται στην Ελλάδα δεν είναι πρόγραμμα σωτηρίας, είναι πρόγραμμα καταστροφής μας από την Τρόικα των Πιστωτών και πίσω από αυτήν, από τις δυνάμεις των διαχρονικών Προστατών που επιβουλεύονται την ανεξαρτησία και κυριαρχία των κρατών μας.
‘Εχουμε λοιπόν τώρα μια τραγική ευκαιρία όχι μόνο να βγάζουμε πανηγυρικούς για το ‘Όχι, αλλά και να παίρνουμε μια συγκεκριμένη ιδέα του τι μπορεί να σημαίνει το Ναι στην κατάλυση της ανεξαρτησίας μας, του τι σημαίνει να χάνουμε όχι μόνο υλικά, αλλά να χάνουμε και την αξιοπρέπειά μας.
Για όλους τους λόγους που προηγουμένως ανέφερα, αλλά και με την ιστορική εμπειρία δύο αιώνων, η προσωπική μου τουλάχιστον εκτίμηση είναι ότι, στην πραγματικότητα, η επιδίωξη των μέτρων που υιοθέτησε το Eurogroup και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο τον περασμένο Μάρτιο για την Κύπρο, ήταν περισσότερο γεωπολιτική και λιγότερο οικονομική, όπως επίσης ότι και τα μέτρα που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα από το 2010 και μετά είχαν επίσης μια σαφή γεωπολιτική συνιστώσα. Στην περίπτωση της Κύπρου, η πιθανότατη επιδίωξη είναι να οδηγηθεί το κράτος και η οικονομία της Κύπρου σε μια τέτοια κατάσταση που να μην μπορεί ο κυπριακός λαός να αντισταθεί στις πιέσεις, να συγκατατεθεί άρα σε μια λύση του κυπριακού, που θα κινδυνεύσει όχι μόνο να μην αποκαταστήσει στοιχειωδώς τη δικαιοσύνη στο νησί, αυτό είναι το λιγότερο έτσι που ήρθαν τα πράγματα, αλλά και να απειλήσει, μια τέτοια διευθέτηση, το ήδη υπάρχον ελεύθερο κράτος, την κυριαρχία δηλαδή των Ελληνοκυπρίων ακόμα και εκεί που ζούνε σήμερα. Δυστυχώς, το ζήτημα δεν είναι μόνο πώς θα αποφύγουμε μια άδικη λύση στην Κύπρο. Το πολύ πιο ζωτικής σημασίας ζήτημα που τίθεται αντικειμενικά σήμερα στο κυπριακό, είναι πως θα αποφύγουμε μια καταστροφική λύση, πως δεν θα χάσουμε δηλαδή, εν ονόματι δήθεν της ανάγκης λύσης, όσα μας άφησε η τραγωδία του 1974.
Το 1940, αντιμετωπίσαμε πρώτοι με τόσο θάρρος στην Ευρώπη τον ολοκληρωτισμό του Φασισμού. Σήμερα, καλούμεθα να κάνουμε το ίδιο με τον χρηματοπιστωτικό ολοκληρωτισμό, με τον μεταμοντέρνο φασισμό των τραπεζών και της παγκοσμιοποίησης, που ισοπεδώνει έθνη και λαούς, κράτη και κοινωνίες, που απειλεί με ακόμα μεγαλύτερη καταστροφή την ανθρωπότητα ολόκληρη.
Δεν αδικώ, καταλαβαίνω απόλυτα και νοιώθω όσους νέους σκέφτονται να φύγουν. Να θυμούνται όμως ένα πράγμα. ‘Οπου και να πάνε, η απειλή αυτής της νέας μορφής Φασισμού θα τους βρει, αργά ή γρήγορα. Δεν μπορούμε συνέχεια να φεύγουμε. Αν θέλουμε να ζήσουμε, αν θέλουμε να φανούμε έστω και λίγο αντάξιοι των φαντάρων της Πίνδου και των αγωνιστών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ, της ΕΟΚΑ και των αντιχουντικών αγωνιστών της δημοκρατικής αντίστασης του 1974, κάπου θα πρέπει να σταθούμε, κάπου να πολεμήσουμε. Σας ευχαριστώ πολύ.
(*) Ομιλία κατά την τελετή που οργάνωσε ο Δήμος της Πάφου, προς τιμήν της εθνικής επετείου της 28ης Οκτωβρίου, στο Μαρκίδειο Θέατρο
konstantakopoulos.blogspot.com