Του Γιάννη Παπαμιχαήλ
11 Φεβρουαρίου 2018
Το συλλαλητήριο της Αθήνας για το Μακεδονικό ενόχλησε με τον όγκο του, εξόργισε με τις πολλές γαλανόλευκες σημαίες του και προβλημάτισε με τον πατριωτικό του παλμό όλους τους γνωστούς κύκλους του πολιτικά ορθού υποπατριωτισμού, οι περισσότεροι εκ των οποίων διαπλέκονται με τα φαντάσματα της πολιτικά εκφυλισμένης «αριστεράς».
Με πολύ λοιπόν δυσφορία, υπεροπτικά ξινό ύφος και μπόλικη «ορθολογικώς σκεπτόμενη» αγανάκτηση, διάφοροι, μάλλον φαιδροί πολιτικοί στοχαστές, συνήθεις παρατρεχάμενοι των δημοσιογράφων που πρόσκεινται στην κυβέρνηση του είκοσι τοις εκατό των ψηφοφόρων που εξακολουθεί εντούτοις να κυβερνά, συνεχίζουν ακούραστα να προβάλλουν τις ίδιες ενστάσεις για τα συλλαλητήρια. Το ίδιο καθώς και κάτι άλλα παλικάρια του αναρχοφιλελεύθερου συρμού που στελεχώνουν ή προπαγανδιστικούς μηχανισμούς ή ομάδες κρούσης.
Η πρώτη ένσταση, για την οποία ήδη μιλήσαμε σε προηγούμενες δημοσιεύσεις, είναι βέβαια εκείνη που υπογραμμίζει ότι οι μαζικές εκδηλώσεις για την προάσπιση των όποιων εθνικών δικαίων είναι εξ ορισμού πολιτικά ύποπτες για τις λαϊκίστικες ή εθνικιστικές ευαισθησίες των καταχθόνιων οργανωτών τους.
Η δεύτερη ένσταση, που ρητορικά εμφανίζεται ως μια αυτονόητα ρεαλιστική παρατήρηση, συμπυκνώνεται στο ότι «η εξωτερική πολιτική δεν γίνεται με συλλαλητήρια». Εξίσου αυτονόητο είναι εντούτοις και το άλλο ερώτημα που αποσιωπάται: πως ακριβώς σε μια δημοκρατική κοινωνία οι πολίτες θα μπορούσαν να εκδηλώσουν μαζικά τη δυσαρέσκειά τους ή τη διαφωνία τους με τον τρόπο που κάποια κυβέρνηση χειρίζεται ορισμένα σημαντικά ζητήματα εσωτερικής ή εξωτερική πολιτικής χωρίς συλλαλητήρια ή «λαοσυνάξεις», αλλά και χωρίς δημοψηφίσματα τα οποία η κυβέρνηση αποφεύγει με τρόπο απολύτως αυταρχικό;
Η τρίτη τέλος ένσταση, ίσως η πιο σοβαρή, είναι εκείνη που επισημαίνει ότι παρόμοιες μαζικές εκδηλώσεις είναι «δονκιχωτικές» και εκ των προτέρων καταδικασμένες στην αναποτελεσματικότητα, αφού ήδη 130 περίπου χώρες έχουν αναγνωρίσει τα Σκόπια με το όνομα «Μακεδονία».
H αγάπη για τη «Δουλτσινέα του Τοβόσου»
Σαν μια «ρομαντική» άρνηση των πραγμάτων, που σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή, είναι ή φαίνονται δεδομένα, μπορεί ίσως να επικαλεστεί κανείς ως απάντηση σε έναν τέτοιο πραγματισμό –ίσως και σε έναν τέτοιο δουλικό ρεαλισμό που αποδομεί εκ των προτέρων κάθε υπέρμετρο ενθουσιασμό και κάθε υπερβατική φιλοδοξία των ατομικών ή των συλλογικών υποκειμένων– την ανάγνωση της έννοιας του «δονκιχωτισμού» από τον Χάινε ήδη από το 1837:
«Νόμιζα τότε πως το γελοίο του δονκιχωτισμού συνίστατο στο ότι ο ευγενής ιππότης ήθελε να επαναφέρει στη ζωή ένα παρελθόν εξανεμισμένο πολύ καιρό πριν, και στο ότι τα φτωχά του μέλη, και προπαντός οι πλάτες του, έπεφταν σε επίπονες συγκρούσεις με την παρούσα πραγματικότητα. Αχ! Μετά έμαθα πως είναι τρέλλα εξίσου αχάριστη να θέλεις να εισαγάγεις με υπερβολική ανυπομονησία το μέλλον στο παρόν, όταν, σε παρόμοιο αγώνα ενάντια στα βαριά ενδιαφέροντα της μέρας, δεν έχουμε τίποτ’ άλλο από ένα κοκκαλιάρικο άλογο, μια κομματιασμένη πανοπλία κι ένα κορμί όχι λιγότερο εύθραυστο. Με αφορμή τούτο το δονκιχωτισμό, όπως και τον άλλο, ο σοφός κουνάει το στοχαστικό κεφάλι του. Αλλά η Δουλτσινέα του Τοβόσου είναι, παρ’ όλα αυτά, η ωραιότερη γυναίκα του σύμπαντος˙ κι ακόμα και να κείτομαι ελεεινά στη γη, ποτέ δεν θ’ αποσύρω τα λόγια μου, δεν μπορώ αλλιώς. Χτυπήστε με τα κοντάρια σας, ιππότες της Λευκής Σελήνης, μπαρμπέρηδες μεταμφιεσμένοι!»
Πέραν του Θεοδωράκη (που πρόδωσε τις διεθνιστικές αξίες της αριστεράς, όπως ισχυρίζονται χωρίς να γελούν, οι αντιλαϊκιστές κολαούζοι της καπιταλιστικής διεθνοποίησης), αυτό που ενοχλεί τους δήθεν ορθολογιστές της ψευδοκοσμοπολίτικης κουλτούρας στις λαϊκές εκδηλώσεις του πατριωτισμού, είναι η συναισθηματική φόρτιση. Η προσήλωση που υπάρχει σε κάθε συλλογικό εθνοτικό υποκείμενο για τη δική του «Δουλτσινέα του Τοβόσου». Δηλαδή η αγάπη των λαών για την πατρίδα τους, των απλών ανθρώπων για τον τόπο καταγωγή τους.
Είναι αυτό το συναίσθημα της σύνδεσης κάθε λαού με το έδαφος που ο σοσιαλκοσμοπολίτης αποκαλεί «εθνικισμό». Και όταν ένα λαϊκό συλλαλητήριο στιγματίζεται έτσι από κάποιον δήθεν αριστερό, τότε υποτίθεται ότι αυτός ο στιγματισμός έχει αυτομάτως ένα χαρακτήρα «προοδευτικό»: προέρχεται από έναν «σκεπτόμενο πολίτη, που τολμά μάλιστα να κινηθεί με θάρρος ενάντια στο ρεύμα, ακόμα και αν πρόκειται να πληρώσει ακριβά το τίμημα της γνώμης του»!
Η ανιστόρητη γενίκευση
Όμως, ο καθεστωτικά συμμορφωμένος και πολιτικά ορθός ψευτοδιανοούμενος «αριστερός-αντιλαϊκιστής» δεν μοιάζει καθόλου να παίρνει τέτοια ρίσκα. Συμβαίνει το αντίθετο μάλιστα. Απολαμβάνει της εκτίμησης του καθεστώτος. Άλλωστε, οι απόψεις του είναι συχνά «μορφωτικά κατοχυρωμένες» από διάφορους τίτλους σπουδών που επικαλείται ο «αριστερός κοσμοπολίτης» για να δικαιολογήσει τη στάση του και να τεκμηριώσει τον ορθολογικό χαρακτήρα των απόψεων του.
Και πως ακριβώς απολαμβάνει αυτή την εκτίμηση; Βρίσκεται σε αρμονία με την γελοία και παντελώς ανιστόρητη γενίκευση της μετανεωτερικής αντίληψης του κράτους που δημιουργεί εκ του μη όντος τα έθνη μόλις τον … 18ο αιώνα, λες και το σύνολο του κόσμου είχε την ιστορία της αποικιοκρατούμενης Αφρικής. Εκεί τα έθνη-κράτη επιβάλλονται από τους αποικιοκράτες, αντικαθιστώντας τις φυλετικού τύπου κοινωνικές και πολιτικές δομές.
Οι οργανικοί διανοούμενοι των φιλελεύθερων και κοσμοπολίτικων μεταεθνικών δομών πολιτικής εξουσίας, λοιπόν, παριστάνοντας τα «φωτισμένα» θύματα του «σκοταδιστικού εθνολαϊκισμού», επιθυμούν στην πραγματικότητα να επιβάλλουν από θέση ισχύος και εκ των άνω, την αποδόμηση των εθνικών ταυτοτήτων. Αγωνίζονται για την αντικατάστασή τους από το μεταεθνοτικό ιδεώδες της «παγκόσμιας κοινωνίας των πολιτών».
Η νεοελληνική παθογένεια στην ελληνική περίπτωση των κοσμοπολίτικων ιδεοληψιών είναι ότι εδώ, δεν έχουμε καν να κάνουμε με τους σοβαρούς φιλελεύθερους στοχαστές, ή τους νεοφιλελεύθερους ιδεολόγους της διεθνοποίησης της καπιταλιστικής αγοράς. Αυτοί γνωρίζουν βέβαια καλά ότι οι έννοιες της πατρίδας, του έθνους και του κράτους είναι οι τρεις διακριτές ιστορικές υποστάσεις μιας και μόνης συλλογικής πραγματικότητας: εκείνης του «λαού».
Η πατρίδα, σαν πιο συναισθηματικά φορτισμένη, υποδηλώνει την σχέση του λαού με τη γη, το έδαφος το οποίο θεωρεί ως κοινό, διαχρονικό συλλογικό του αγαθό. Το έθνος είναι η πολιτικοπολιτισμική έκφραση αυτού του λαού. Στο νεότερο κόσμο είναι ο φορέας της λαϊκής κυριαρχίας καθώς και των αγώνων για τον εκδημοκρατισμό. Το κράτος είναι ο λαός ως πολιτική βούληση που εκδηλώνεται εμπράκτως, αφού διαθέτει όχι μόνον το μονοπώλιο της νόμιμης βίας, αλλά και τη δυνατότητα να εργάζεται συμβολικά, δηλαδή να οικοδομεί (ή, σήμερα, να αποδομεί) τη συλλογική ταυτότητα του λαού.