Το κείμενο αποτελεί μέρος της εισήγησης του Μιχάλη Ράπτη σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 1994 από τα περιοδικά Convoy, Mατσακόνι και τον όμιλο «Πρωταγόρας», στο Πολυτεχνείο.
Νομίζω ότι πράγματι είναι σωστό ότι η Ελλάδα σήμερα απειλείται. Ότι υπάρχει ένας κίνδυνος. Ότι υπάρχει ένα σχέδιο αναδόμησης των Βαλκανίων, στο οποίο κυριαρχικό ρόλο θα παίξει η Γερμανία, οι ΗΠΑ και η Τουρκία, χρησιμοποιώντας τις μουσουλμανικές μειονότητες από τη Βουλγαρία, τη Θράκη, τα Σκόπια, το Κοσσυφοπέδιο, την Αλβανία, τη Βοσνία. Όπου η Ελλάδα βρίσκεται ουσιαστικά απομονωμένη και δεν έχει ως σύμμαχο –από άποψη γεωπολιτική- παρά τους Σέρβους. Οι οποίοι Σέρβοι σε μια ορισμένη στιγμή είναι δυνατόν και αυτοί να υποταχθούν στην pax americana. Αντιστέκονται για την ώρα και η αντίστασή τους είναι θετική και εκμεταλλεύσιμη και από τη μεριά τη δική μας, αλλά όμως δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι και η Σερβία και η Ελλάδα τελικά με υποχωρήσεις δεν θα ενταχθούν σε μια pax americana κυριαρχούσα σ” ολόκληρα τα Βαλκάνια. Πρέπει αυτό να το έχουμε υπόψη μας και απέναντι σ” αυτό το πράγμα να υπάρχει μία αντίσταση.
Η μορφή αυτής της αντίστασης δεν μπορεί να πάρει δυστυχώς το χαρακτήρα άμεσης κοινωνικής επανάστασης, στηριζόμενης στις εργατικές μάζες της Ελλάδας, οι οποίες θα ανατρέψουν αυτή την κατάσταση. Παίρνει, για την ώρα, το χαρακτήρα ενός εθνισμού. Αφύπνισης του εθνισμού. Προσωπικά θεωρώ ότι είναι αναγκαία οι Έλληνες να αποκτήσουν μια συνείδηση του εθνισμού τους και να είναι έτοιμοι, όταν πρόκειται να γίνει μία περαιτέρω συρρίκνωση του λεγομένου εθνικού τους κορμού, να αντισταθούν. Να μην επαναλάβουν το έγκλημα, την αδυναμία, την προδοσία, τη δειλία που έδειξαν στο ζήτημα της Κύπρου. Δεν είμαι υπέρ μιας επανάληψης της Κύπρου και στην Ελλάδα. Δεν θεωρώ ότι είναι τίποτα το διεθνιστικό μία αδιαφορία πλήρης αν γίνει ή δεν γίνει και στην Ελλάδα κάτι παρόμοιο που έγινε στην Κύπρο. Μα με ποιο θάρρος μπορείς να λες ότι είσαι υπέρ των Κούρδων ή των Παλαιστινίων που ζητάνε μια πατρίδα κι όταν γίνει σ” ένα τμήμα δικό σου εισβολή, κατοχή, αλλαγή πληθυσμών και δημιουργείται δικό σου παλαιστινιακό ζήτημα, ποια στάση κρατάς απέναντι στην Κύπρο; Και ξεκινώντας απ” αυτά, ποια στάση πρόκειται να κρατήσεις αν συμβεί κάτι παρόμοιο στην Ελλάδα;
Είναι σωστό ότι ο εθνισμός που είναι απαραίτητος, δεν είναι σε καμία αντίθεση με το διεθνισμό. Ο κάθε διεθνιστής έχει και μια ιδιαίτερη πατρίδα και είναι φυσικό την πατρίδα αυτή να την αγαπάει όχι περισσότερο από τις άλλες, αλλά τουλάχιστον το ίδιο.
Είναι φυσικό επίσης να αισθάνεται ότι δεν μπορεί να έχει δράση επαναστατική, αν δεν δείχνει απέναντι στο λαό του μια συμπαράσταση. Σε ποιον κάτοικο της χώρας σου μπορείς να μιλήσεις και να πεις ότι σου είναι αδιάφορη η ιστορία της Κύπρου ή η επανάληψη της ιστορίας της Κύπρου αύριο και να νομίζεις ότι με τέτοια στάση μπορεί να χεις οποιοδήποτε δεσμό με το λαό σου για άλλες επιτεύξεις; Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρα της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι. Είναι εντελώς σωστό να λέμε αυτό: δεν διεκδικούμε απολύτως τίποτα.
Πράγματι δεν διεκδικούμε. Και οποιοσδήποτε πόλεμος επιθετικός και για πλιάτσικο είναι καταδικαστέος από εμάς. Οποιοδήποτε «γιουρούσι» που ορισμένοι σκέπτονται ακόμη στην Αλβανία για να ξαναπάρουμε τη Βόρεια Ήπειρο είναι λανθασμένο. Οποιοδήποτε γιουρούσι και πλιάτσικο, οποιοσδήποτε επιθετικός πόλεμος δεν είναι μόνο καταδικάσιμος, γιατί αλλάζει το χαρακτήρα της αντίστασης του λαού, αλλά είναι και εσφαλμένος μέσα στις τωρινές συνθήκες, θα καταλήξει σε μία γενικότερη σύρραξη από την οποία η Ελλάδα δεν πρόκειται να κερδίσει απολύτως τίποτα.
Αλλά, ενώ είναι τελείως σωστό να λέμε ότι δεν διεκδικούμε απολύτως τίποτα, να προσθέτουμε επίσης-διότι αυτό είναι ζήτημα που πρέπει να το εξετάσουμε σοβαρά- ότι είμαστε υπέρ της πληρότητας των δικαιωμάτων οποιασδήποτε εθνικής μειονότητας υπάρχει στην Ελλάδα και πρέπει να δούμε πού υπάρχουν συγκεκριμένα ζητήματα και εκεί που γίνονται αδικίες να επανορθωθούν έγκαιρα. Όχι όπως κάναμε με την τουρκική μειονότητα εν μέρει στην Κύπρο.
Λέγοντας αυτά, λέμε επίσης ότι όσο είμαστε εναντίον οποιουδήποτε επιθετικού πολέμου, όπως είμαστε βέβαια υπέρ της υπεράσπισης μειονοτήτων δικών μας στο εξωτερικό,έτσι δεν είμαστε διατεθειμένοι να παραχωρήσομε πια τίποτα από το συγκεκριμένο εθνικό κορμό που έχουμε. Κι όταν λέμε τίποτα αυτό το πράγμα πρέπει να είναι μια εντελώς διαφορετική, ιδεολογική και πρακτική προετοιμασία κυρίως της νεολαίας μας, η οποία εν μέρει έχει προσβληθεί από το μικρόβιο του ευρωπαϊσμού και της πολιτιστικής αμερικανοποίησης.
ΠΗΓΗ: https://tokoinonikoodofragma.wordpress.com/
* Ο Μιχάλης Ράπτης (Pablo), “μαθητής της σχολής του Λένιν και του Τρότσκι” και “επαναστάτης μαρξιστής”, όπως αυτοπροσδιοριζόταν, υπήρξε ηγετικό στέλεχος του ελληνικού και του παγκόσμιου τροτσκιστικού κινήματος με εξαιρετικά πλούσια δράση σχεδόν σε όλες τις ηπείρους, τρόπον τινά ενσάρκωση ο ίδιος της ιδέας του Διεθνισμού κατά τον Εικοστό Αιώνα. Φυλακίστηκε και εξορίστηκε στη διάρκεια της δικτατορίας Μεταξά. ‘Εφυγε στη Γαλλία, όπου συμμετείχε στην ιδρυτική Διάσκεψη της Δ’ Διεθνούς. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εργάστηκε για την ανασυγκρότηση του ευρωπαϊκού τροτσκιστικού κινήματος που αποδεκατίστηκε από την ταυτόχρονη ναζιστική και σταλινική τρομοκρατία και εξελέγη Γραμματέας της Δ’ Διεθνούς. Υποστήριξε τη Γιουγκοσλαβία του Τίτο εναντίον του Στάλιν, και ιδίως το αυτοδιαχειριστικό της πείραμα οργανώνοντας διεθνείς ταξιαρχίες συμπαράστασης. Αργότερα, υπό την ηγεσία του, η Δ’ Διεθνής έγινε το κύριο στήριγμα διεθνώς της Αλγερίνικης Επανάστασης. Εργάστηκε ιδίως για τον εφοδιασμό της σε όπλα και για την εκτύπωση του παράνομου τύπου της στη Γαλλία. Για τη δράση του συνελήφθη και φυλακίστηκε στην Ολλανδία. ‘Οταν η Επανάσταση νίκησε στην Αλγερία, ανέλαβε να οργανώσει την αυτοδιαχείριση στα εγκαταλελειμμένα από τους Γάλλους γαιοκτήμονες κτήματα και είναι ο εμπνευστής των Διαταγμάτων του Αλγερίου για την αυτοδιαχείριση. Συνδέθηκε με στενή φιλία και συνεργάστηκε με ‘Αραβες επαναστάτες ηγέτες, όπως τον Μουαμάρ Καντάφι και τον Ζωρζ Χαμπάς, αλλά και άλλους όπως τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, ο οποίος τον διόρισε επίτιμο πρόξενο στο Αλγέρι. Ο Πρόεδρος της Κύπρου του παρείχε πολύτιμες διεκυολύνσεις για δραστηριότητες υποστήριξης του παλαιστινιακού και ευρύτερου αραβικού αγώνα. Υπήρξε επίσης φίλος του Χιλιανού Προέδρου Σαλβαδόρ Αλιέντε, που του ενεχείρισε διπλωματικό διαβατήριο της Χιλής, αλλά και του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Ράπτης ανέπτυξε στενές σχέσεις με πολλά επαναστατικά κινήματα του Τρίτου Κόσμου. Οργάνωσε επίσης την πρακτική, παντοειδή υποστήριξη της αντίστασης στην ελληνική στρατιωτική δικτατορία και τη διαφυγή πολλών πολιτικών της αριστεράς, του κέντρου και της δεξιάς από τη χώρα.