Το να μεγαλώνεις παιδιά στην Ελλάδα απαιτεί δυσανάλογα περισσότερα έξοδα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ● Στη στέγαση, την ένδυση και τη διατροφή, που προκαλούν οικονομική ασφυξία, προστίθενται δαπάνες που οφείλονται στην ανεπάρκεια βρεφονηπιακών σταθμών, στις ξένες γλώσσες και στα φροντιστήρια ● Τα νέα ζευγάρια κάνουν λίγα ή καθόλου παιδιά, με αποτέλεσμα την οξεία γήρανση του πληθυσμού ● Μια αναλυτική έρευνα της EU-SILC.
Γράφει η Γιώτα Τέσση
12 Οκτωβρίου 2025
Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με μία από τις πιο οξείες δημογραφικές κρίσεις στην Ευρώπη – και η κυβέρνηση δείχνει να παρακολουθεί αμήχανα. Οι γεννήσεις μειώνονται, ο πληθυσμός γερνά και οι οικογένειες ασφυκτιούν οικονομικά, χωρίς ουσιαστική στήριξη από το κράτος. Το κόστος ανατροφής ενός παιδιού στη χώρα μας φτάνει στο 39% του κόστους ζωής ενός ενήλικα, καθιστώντας την Ελλάδα μία από τις πιο «ακριβές» χώρες στην Ευρώπη για νέους γονείς.
Την ώρα που η Σουηδία περιορίζει αυτό το βάρος στο 33%, εδώ η πολιτεία παραμένει εγκλωβισμένη σε εξαγγελίες χωρίς αντίκρισμα, αποδεικνύοντας την αδυναμία της να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα που υπονομεύει ευθέως το μέλλον της κοινωνίας και της οικονομίας. Η οικονομική πίεση που αισθάνονται οι ελληνικές οικογένειες δεν περιορίζεται στο «αντικειμενικό» κόστος.
Σημαντικό βάρος
Σύμφωνα με την έρευνα EU-SILC (European Union Statistics on Income and Living Conditions), μια σημαντική στατιστική πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που παρέχει συγκρίσιμα δεδομένα σχετικά με το εισόδημα, τη φτώχεια, την κοινωνική ένταξη και τις συνθήκες διαβίωσης των πολιτών στα κράτη-μέλη της Ε.Ε., η αντιληπτή οικονομική επιβάρυνση για το πρώτο παιδί φτάνει το 41%, δηλαδή υψηλότερη από το πραγματικό κόστος, υπογραμμίζοντας το αίσθημα οικονομικής δυσχέρειας που βιώνουν τα νοικοκυριά.
Οι δαπάνες που βαρύνουν τα ελληνικά νοικοκυριά περιλαμβάνουν πληθώρα στοιχείων, πολλά από τα οποία δεν είναι προφανή: η στέγαση, η ένδυση, η διατροφή, η ιατρική φροντίδα, η εκπαίδευση και η εξωσχολική ενίσχυση, οι μετακινήσεις και οι δραστηριότητες.
Οι δημόσιοι βρεφονηπιακοί σταθμοί δεν επαρκούν για την καθολική ζήτηση, ενώ η σχολική εκπαίδευση δεν επαρκεί χωρίς εξωσχολική υποστήριξη. Ως αποτέλεσμα, τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα αντιμετωπίζουν την ανατροφή παιδιών ως σημαντικό οικονομικό βάρος, ενώ οι οικογένειες με υψηλότερα εισοδήματα επωφελούνται από μεγαλύτερη δυνατότητα κάλυψης των εξόδων και πρόσβαση σε ιδιωτικές δομές.
Τα vouchers
Η υποχρεωτική προσχολική εκπαίδευση ξεκινά από την ηλικία των 4 ετών και η διετής φοίτηση στα νηπιαγωγεία εφαρμόζεται καθολικά από το σχολικό έτος 2020-21. Το πρόγραμμα προσφέρει 25 εβδομαδιαίες ώρες δωρεάν εκπαίδευσης, ενώ υπάρχει και ολοήμερο πρόγραμμα με επιπλέον 20 εβδομαδιαίες ώρες, επίσης δωρεάν.
Για τα παιδιά κάτω των 4 ετών, ωστόσο, η πρόσβαση σε δημόσιες ή ιδιωτικές δομές παιδικής φροντίδας δεν είναι εγγυημένη, παρά την ύπαρξη προγραμμάτων επιδοτήσεων μέσω voucher. Αυτά τα προγράμματα στοχεύουν στην οικονομική στήριξη των οικογενειών, στην αύξηση της συμμετοχής των παιδιών σε ποιοτικές δομές και στην εναρμόνιση της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη κοστολόγησης ιδιωτικών παιδικών σταθμών στην Ελλάδα (ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ), το κόστος για την ολοήμερη φροντίδα ενός παιδιού κάτω των 4 ετών κυμαίνεται μεταξύ 250 και 450 ευρώ ανά μήνα για τα δημόσια προγράμματα με voucher και μπορεί να ξεπεράσει τα 500 ευρώ στους ιδιωτικούς σταθμούς, ανάλογα με την περιοχή και την υποδομή.
Οι περιοχές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης εμφανίζουν τις υψηλότερες τιμές, ενώ η διαθεσιμότητα θέσεων παραμένει περιορισμένη, οδηγώντας πολλές οικογένειες σε λίστες αναμονής ή σε πολύωρες και πολύπλοκες διαδικασίες αίτησης πριν από τη γέννηση του παιδιού.
Η Ευρώπη
Η συγκριτική εικόνα στην Ευρώπη δείχνει μεγάλες διαφορές ως προς το κόστος και τη δομή της παιδικής φροντίδας. Στην Ιρλανδία, το μέσο εβδομαδιαίο κόστος για ολοήμερη φροντίδα παιδιών 0-5 ετών είναι 190 ευρώ, ενώ σε περιοχές όπως το Δουβλίνο το κόστος μπορεί να φτάσει έως και 370 ευρώ την εβδομάδα, με το μέσο ετήσιο εισόδημα των νοικοκυριών να υπολογίζεται σε περίπου 58.922 ευρώ.
Παρά την ύπαρξη προγραμμάτων όπως το ECCE, το οποίο παρέχει δωρεάν προσχολική εκπαίδευση για δύο έτη, οι οικογένειες εξακολουθούν να δαπανούν περίπου 17% του εισοδήματός τους για τη φροντίδα των παιδιών. Η ιρλανδική κυβέρνηση έχει θεσπίσει ανώτατα όρια στις εβδομαδιαίες αμοιβές για παρόχους συμμετέχοντες στο βασικό πρόγραμμα χρηματοδότησης, αλλά πολλοί ιδιωτικοί πάροχοι αποχωρούν για να αυξήσουν τις χρεώσεις τους.
Στην Ιταλία, οι διαφορές μεταξύ βρεφονηπιακών σταθμών (0-3 ετών) και νηπιαγωγείων (3-5 ετών) είναι σημαντικές. Οι δημοτικοί σταθμοί μπορεί να κοστίζουν από μηδέν έως μερικές εκατοντάδες ευρώ, ενώ οι ιδιωτικοί κυμαίνονται από 350 έως 669 ευρώ μηνιαίως, ανάλογα με την πόλη και το εισόδημα της οικογένειας.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο το κόστος, αλλά και η διαθεσιμότητα θέσεων: το 60% των παιδικών σταθμών έχουν παιδιά σε λίστα αναμονής, με διαφορές μεταξύ περιφερειών. Το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας χρηματοδοτεί νέες υποδομές, αλλά η έλλειψη προσωπικού παραμένει περιοριστικός παράγοντας.
Η σύγκριση
Στη Γαλλία, η φροντίδα των παιδιών διαφοροποιείται ανάμεσα σε δημόσιους και ιδιωτικούς βρεφικούς σταθμούς και η χρέωση καθορίζεται βάσει εισοδήματος και αριθμού παιδιών. Οι οικογένειες μπορούν να λάβουν έκπτωση φόρου έως και 50% των δαπανών, με ανώτατο όριο 3.500 ευρώ ανά παιδί.
Το καθαρό ποσοστό εισοδήματος που δαπανάται για τη φροντίδα παιδιών εκτιμάται μεταξύ 6% (μονά εισοδήματα) και 15% (ζευγάρια με δύο εισοδήματα). Παρά τα επιδόματα, το ζήτημα της ποιότητας της φροντίδας και η επαρκής στελέχωση των βρεφικών σταθμών παραμένει επίκαιρο.
Συγκρίνοντας τα στοιχεία, προκύπτει ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε δυσμενή θέση: ενώ χώρες όπως η Σουηδία και η Γαλλία καλύπτουν μεγάλο μέρος του κόστους μέσω δημόσιων προγραμμάτων, οι ελληνικές οικογένειες στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό σε ίδιους πόρους. Οι επιδοτήσεις και τα vouchers βοηθούν, αλλά δεν εξασφαλίζουν καθολική πρόσβαση ή επαρκή ποιότητα φροντίδας για τα βρέφη κάτω των 4 ετών.
Η κατάσταση αυτή έχει άμεσες συνέπειες στην κοινωνία και στην οικονομία. Οικογένειες με χαμηλά εισοδήματα συχνά αναγκάζονται να περιορίσουν την επαγγελματική δραστηριότητα ή να αναβάλουν γεννήσεις, ενώ οι γονείς υψηλότερου εισοδήματος έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε ιδιωτικές δομές. Η έλλειψη διαθέσιμων και οικονομικά προσιτών παιδικών σταθμών επιτείνει τις ανισότητες και επηρεάζει τη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, τη γονεϊκή ισορροπία και την κοινωνική συνοχή.
Οπως χαρακτηριστικά μας λέει η 45χρονη Μαρία Π., «η ανατροφή ενός παιδιού στην προσχολική ηλικία είναι ακριβή και απαιτητική. Πάνες, γάλα, ρούχα, παιχνίδια και δραστηριότητες δημιουργούν σημαντικό οικονομικό βάρος. Κάθε μέρα απαιτεί συνεχή χρόνο και ενέργεια για φαγητό, παιχνίδι και εκπαίδευση. Είναι μια όμορφη αλλά δύσκολη φάση, που δοκιμάζει τόσο την τσέπη όσο και την υπομονή».
Παρά τις κυβερνητικές προσπάθειες, η Ελλάδα παραμένει σε δύσκολη θέση συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η ιρλανδική εμπειρία δείχνει ότι ακόμη και σε χώρες με υψηλότερο εισόδημα και προγράμματα επιδότησης, το κόστος της φροντίδας παιδιών αποτελεί σημαντική επιβάρυνση για τα νοικοκυριά.
Στην Ιταλία, η πρόσβαση περιορίζεται από την προσφορά θέσεων, ενώ στη Γαλλία η χρέωση εξαρτάται από το εισόδημα και τον αριθμό παιδιών. Η Ελλάδα καλείται να αντιμετωπίσει το συνδυασμένο πρόβλημα κόστους, διαθεσιμότητας και ποιότητας υποδομών
Κοινωνική συνοχή
Η δημόσια συζήτηση για την παιδική φροντίδα στην Ελλάδα περιλαμβάνει επίσης το ζήτημα της κοινωνικής συνοχής. Οικογένειες που δεν έχουν πρόσβαση σε ποιοτικές δομές ή αδυνατούν να καλύψουν το κόστος βιώνουν αποκλεισμό και αυξημένη πίεση, ενώ η δημογραφική μείωση εντείνει την ανισότητα. Η πολιτική πρόκληση είναι διπλή: η στήριξη των οικογενειών με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα και η διασφάλιση επαρκών δομών προσχολικής φροντίδας για όλα τα παιδιά, ανεξάρτητα από κοινωνικό ή οικονομικό υπόβαθρο.
Στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η Ελλάδα συμμετέχει σε προγράμματα όπως η «Εγγύηση για το Παιδί», που στοχεύει στην πρόσβαση ευάλωτων παιδιών σε ποιοτικές υπηρεσίες, αλλά η πλήρης εφαρμογή και η κάλυψη όλων των ηλικιακών ομάδων παραμένουν ζητούμενα.
Ταυτόχρονα, οι ευρωπαϊκές χώρες επιδεικνύουν παραδείγματα καλών πρακτικών: στην Ιρλανδία, οι επιδοτήσεις και το ECCE μειώνουν σημαντικά το κόστος για οικογένειες με μικρά παιδιά, στην Ιταλία η κατασκευή νέων σταθμών και η μείωση των λιστών αναμονής αποτελούν προτεραιότητα, ενώ στη Γαλλία η προσαρμογή του κόστους ανάλογα με το εισόδημα διασφαλίζει υψηλότερη κοινωνική ισότητα.
Η Ελλάδα χρειάζεται μια συνεκτική στρατηγική που θα συνδυάζει: αύξηση των θέσεων σε δημόσιους βρεφονηπιακούς σταθμούς, οικονομική στήριξη των οικογενειών μέσω vouchers και επιδοτήσεων, ενίσχυση της ποιότητας των υποδομών και διασφάλιση καθολικής πρόσβασης, ειδικά για τα παιδιά κάτω των 4 ετών. Επιπλέον, η πολιτική πρέπει να συνδέεται με την αντιμετώπιση των δημογραφικών προκλήσεων, την ενίσχυση της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας και τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Μηδαμινή στήριξη
Το υψηλό κόστος και η ελλιπής πρόσβαση σε ποιοτικές δομές φροντίδας δεν είναι απλώς στατιστικές ανισότητες σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες· είναι η καθημερινή πραγματικότητα χιλιάδων ελληνικών νοικοκυριών που παλεύουν χωρίς στήριξη.
Ενώ η Ιρλανδία, η Ιταλία και η Γαλλία έχουν ήδη υιοθετήσει συνδυαστικές πολιτικές για τη μείωση του κόστους και τη βελτίωση της προσβασιμότητας, η Ελλάδα παραμένει χωρίς συνεκτικό σχέδιο, περιορισμένη σε αποσπασματικές παροχές και ανεπαρκείς εξαγγελίες.
Οσο η κυβέρνηση αδυνατεί να σχεδιάσει και να εφαρμόσει μια ολοκληρωμένη στρατηγική για την οικογένεια και το δημογραφικό, η γονεϊκότητα θα συνεχίσει να αντιμετωπίζεται όχι ως κοινωνικό δικαίωμα, αλλά ως δυσβάσταχτο προνόμιο που λίγοι μπορούν να αντέξουν.
DINKS: Διπλό Εισόδημα, Χωρίς Παιδιά
Οι DINKS (Dual Income, No Kids, δηλαδή «Διπλό Εισόδημα, Χωρίς Παιδιά») είναι ζευγάρια όπου και οι δύο εργάζονται και δεν έχουν παιδιά. Αυτό τους δίνει σημαντική οικονομική ευχέρεια και μεγαλύτερη ελευθερία στις επιλογές ζωής, καθώς δεν αντιμετωπίζουν τα υψηλά έξοδα που συνδέονται με την ανατροφή παιδιών, όπως η στέγαση, η διατροφή, η εκπαίδευση και οι δραστηριότητες. Συχνά επενδύουν τα χρήματα και τον χρόνο τους σε ταξίδια, ψυχαγωγία ή προσωπική ανάπτυξη.
Η κατάσταση αυτή τους επιτρέπει να ζουν με λιγότερους περιορισμούς και να σχεδιάζουν τη ζωή τους με μεγαλύτερη ευελιξία, σε αντίθεση με ζευγάρια που έχουν παιδιά, όπου οι ανάγκες των παιδιών καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τον προϋπολογισμό, τον χρόνο και τις επιλογές τους. Επιπλέον, η κοινότητα των DINKS συχνά θεωρείται κοινωνικά πιο κινητική και ανοιχτή σε νέες εμπειρίες, αφού οι δεσμεύσεις που προκύπτουν από την οικογενειακή ζωή είναι περιορισμένες.
Ποιοι δικαιούνται voucher για παιδικούς σταθμούς στην Ελλάδα
Στο πρόγραμμα έχουν δικαίωμα συμμετοχής:
● Εργαζόμενες γυναίκες, ανεξαρτήτως μορφής εργασιακής σχέσης
● Αυτοαπασχολούμενες
● Ανεργες με ενεργό δελτίο ανεργίας
Τα εισοδηματικά όρια
● Οικογένειες με έως δύο παιδιά: 35.000 ευρώ
● Με τρία παιδιά: 38.000 ευρώ
● Με τέσσερα παιδιά: 41.000 ευρώ
● Με πέντε παιδιά και άνω: 44.000 ευρώ
Μοριοδότηση και σειρά προτεραιότητας
Το οικογενειακό εισόδημα υπολογίζεται με τον εξής τύπο:
Μόρια = 90 – (Ε – Π)/300
(όπου Ε = οικογενειακό εισόδημα, Π = 500€ για κάθε παιδί ή για ΑμεΑ άνω των 12 ετών)
Εργασιακή κατάσταση
Ανεργες, εργαζόμενες μερικής απασχόλησης ή με ευέλικτες μορφές εργασίας (π.χ. εργόσημο) λαμβάνουν 90 μόρια
Οικογενειακή κατάσταση
● Οικογένειες με ΑμεΑ (γονείς ή τέκνα άνω του 35%): +50 μόρια
● Μονογονεϊκές οικογένειες, τρίτεκνοι, πολύτεκνοι: +40 μόρια
● Γονείς με σύζυγο άνεργο ή με αναπηρία: +30 μόρια
* Το άρθρο γράφτηκε στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος PULSE, στο οποίο συμμετέχει κατ’ αποκλειστικότητα η «Εφ.Συν.». Συνεργάστηκαν οι Journal Investigates (Ιρλανδία), Lorenzo Ferrari (OBCT – Ιταλία) και Adrian Burtin (Voxeurop – Γαλλία).
Πηγή: www.efsyn.gr
Τα άρθρα που δημοσιεύουμε δεν απηχούν αναγκαστικά τις απόψεις μας και δεν δεσμεύουν παρά τους συγγραφείς τους. Η δημοσίευσή τους έχει να κάνει όχι με το αν συμφωνούμε με τις θέσεις που υιοθετούν, αλλά με το αν τα κρίνουμε ενδιαφέροντα για τους αναγνώστες μας.







