Η ώρα της Αριστεράς

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

Στο έξοχο βιβλίο του «Λέων ο Αφρικανός», ο Αμίν Μααλούφ βάζει ένα χαρακτήρα του να απευθύνεται στον ήρωα του μυθιστορήματος και να του λέει: «Η τύχη σου χαμογέλασε, νεαρέ μου φίλε, και χαίρομαι τόσο για σένα σα να ήσουν γιος μου. Αλλά πρόσεχε, γιατί τα πλούτη και η δύναμη είναι εχθροί της καλής κρίσης».

Οι προσεχείς εκλογές θα αποτελέσουν πιθανώς θρίαμβο, το λιγότερο μια σαφή νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, στο μέτρο τουλάχιστο που το επιτρέψουν τα επίσης ισχυρά ρεύματα προς αποχή και Χρυσή Αυγή. Αυτό αντίθετα που δεν μπορούμε να προβλέψουμε με κάποια βεβαιότητα είναι άλλο: θα αποτελέσει άραγε το εκλογικό αποτέλεσμα προοίμιο μιας ιστορικής, όσο και ανέλπιστης επιτυχίας της ελληνικής αριστεράς, ή, μήπως, κινδυνεύει να οδηγήσει σε μια τραγωδία την ίδια και τον ελληνικό λαό; Ελάχιστες ώρες απέχει το «Ωσαννά» από το «Σταύρωσον, Σταύρωσον Αυτόν». Καταλαβαίνουμε ότι το τελευταίο που ασφαλώς θα ήθελαν τα περισσότερα στελέχη της αριστεράς είναι να έχουν να διαλέξουν ανάμεσα σε δύο τέτοιες προοπτικές και μόνο. Το τι θέλουν όμως δεν έχει απολύτως καμία σημασία. Οι δυνατότητές τους είναι αντικειμενικά προσδιορισμένες από τη φύση του προβλήματος που αντιμετωπίζει η χώρα και τον ριζοσπαστικό χαρακτήρα της εφαρμοζόμενης πολιτικής. Αυτά έφεραν εξάλλου την αριστερά στον προθάλαμο της εξουσίας.

‘Όπως έγινε με τις εκλογικές νίκες της ΝΔ το 2004 και του ΠΑΣΟΚ το 2009, η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ θα αντανακλά βασικά την κατάρρευση των αντιπάλων του. Βεβαίως πολλά ηγετικά του στελέχη δεν θέλουν να το παραδεχτούν, νομίζουμε όμως ότι είναι πολύ πιο ωφέλιμο και για τους ίδιους και τον ελληνικό λαό να ξεκινάνε αναγνωρίζοντας και αποδεχόμενοι την πραγματικότητα, ώστε να τη βελτιώσουν.

Αυτό το ψυχανεμίζεται ενστικτωδώς η μάζα των ψηφοφόρων, γι’ αυτό και νοιώθει κανείς το ρεύμα (έστω πολύ μικρότερο αυτού που η κατάσταση της χώρας θάπρεπε να δώσει) υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ, ταυτόχρονα όμως νοιώθει και την απουσία ενθουσιασμού, την ενδόμυχη, ενστικτώδη επιφύλαξη του λαού, την ανησυχία της ίδιας της κομματικής βάσης της αριστεράς για το τι πρόκειται να γίνει. Αν εξαιρέσουμε τους όχι λίγους που οσμίστηκαν εξουσία και τρέχουν να διαγκωνιστούν για να «πιάσουν στασίδι», οι γνήσιοι οπαδοί των ιδεών της αριστεράς – όχι του τελευταίου 18μήνου – παραμένουν πολύ επιφυλακτικοί, συχνά απογοητευμένοι. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ τους προσάπτει μερικές φορές «γκρίνια», καλύτερα όμως θάκανε να σταθεί πιο προσεκτικά και να ακούσει αυτή τη «γκρίνια».

Τεράστια η ευκαιρία, θανάσιμοι οι κίνδυνοι

Η ευκαιρία που θεωρητικά διαθέτει σήμερα η ελληνική «κομμουνιστογενής» αριστερά (και οι λοιπές αντιμνημονιακές δυνάμεις) είναι η σπουδαιότερη που παρουσιάστηκε μετά τη δεκαετία του 1940, μια από αυτές τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται μια φορά στα πενήντα ή εκατό χρόνια. Αν όμως δεν τα καταφέρει, ή, ακόμα χειρότερα, αν συμβιβαστεί χωρίς να δώσει αποφασιστικά και σοβαρά τον αγώνα για τη σωτηρία της Ελλάδας, τότε η ήττα και η καταστροφή της μπορεί να είναι χειρότερη, «πληρέστερη» και από αυτήν την τρομερή που υπέστη στη δεκαετία του 1940. Θα κινδυνεύσει να «ταφεί» κι αυτή κάτω από τα ερείπια της Ελλάδας, αφού φορτωθεί, ως μη όφειλε, μια τρομακτική ιστορική ευθύνη.

Οι ισχυρές διεθνείς δυνάμεις που επιτίθενται, εδώ και τέσσερα χρόνια, και έχουν σχεδόν καταστρέψει τη χώρα μας, ενώ απειλούν τώρα και την Κύπρο, θα θελήσουν ασφαλώς να χρησιμοποιήσουν την άνοδο της αριστεράς για να φορτώσουν σε αυτή την ευθύνη της τελικής καταστροφής και, πιθανώς, της αποβολής της Ελλάδας, κακήν-κακώς και υπό δυσμενέστατους όρους, από την Ευρώπη. Για να παραδειγματιστούν έτσι και όλοι οι ευρωπαϊκοί λαοί.

Μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης

Οι Γερμανοί φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ έχουν προειδοποιήσει την ηγεσία του ότι το Βερολίνο δεν θα αστειευθεί με μια κυβέρνηση αριστεράς, αντι-μνημονίου στην Αθήνα. Θα επιχειρήσει να συντρίψει την Ελλάδα και να τη διώξει, κακήν-κακώς, από την Ευρώπη, φορτώνοντας μάλιστα τη σχετική ευθύνη στην ελληνική αριστερά. Θα είναι καλύτερα, αν η ηγεσία του πάρει απολύτως σοβαρά αυτές τις προειδοποιήσεις και ετοιμαστεί πολύ εντατικά για το χειρότερο, όχι για το καλύτερο σενάριο. Πολλοί μπορεί εξάλλου να έχουν συμφέρον από μια τέτοια εξέλιξη.

Από τη μια έχουμε το τμήμα των ευρωπαϊκών ελίτ που θεωρεί ότι η Ευρώπη παραάπλωσε και είναι καιρός να «μαζευτεί» (περιλαμβάνει και Γάλλους, όχι μόνο Γερμανούς). Από την άλλη, ένα τμήμα του βαθέος κράτους των ΗΠΑ και της Αυτοκρατορίας του Χρήματος, που θέλουν να εξασθενήσουν ευρώ και Γερμανία (και οποιαδήποτε ευρωπαϊκή στρατηγική παρουσία στην Αν. Μεσόγειο). Μπορεί λοιπόν Σκύλλα και Χάρυβδη να συγκλίνουν εναντίον μας, εξαιτίας του διαφορετικού τρόπου που η κάθε μια τους αντιλαμβάνεται τα συμφέροντά της, αλλά και να στείλουν παραπλανητικά σήματα στις ελληνικές ηγεσίες.

Επιπλέον, μπορεί η Ελλάδα να είναι «συστημικός κίνδυνος», όπως δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει καθησυχαστικά η πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ, εντούτοις αυτό δεν σημαίνει ότι θα προτιμήσει εύκολα να ανακρούσει πρύμνα και να αλλάξει άρδην την πολιτική της, η δεσμευμένη σε μια πολιτική επί πολλά πλέον χρόνια και υποχείριο σε μεγάλο βαθμό του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου ηγεσία της «Ευρωγερμανίας».

Αυτό δεν σημαίνει ασφαλώς ότι δεν πρέπει ο ελληνικός λαός να συγκρουστεί με τις κυρίαρχες δυνάμεις της Ευρωγερμανίας (ούτε και ότι έχει δίκηο η μειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ που, αν η πλειοψηφία εξωραϊζει τις δυσκολίες του σχεδίου Α, αυτή εξωραίζει το σχέδιο Β). Ο ελληνικός λαός είναι υποχρεωμένος να το κάνει για την ίδια του την επιβίωση, δεν μας άφησαν άλλη επιλογή κι όσο αργούμε τόσο τα πράγματα δυσκολεύουν και χειροτερεύουν. Το χρέος δεν είναι βιώσιμο, η χώρα καταστρέφεται καθημερινά. Και πρέπει να προετοιμαστεί να το κάνει με τη μεγαλύτερη δυνατή σοβαρότητα. Μέχρι τώρα όμως δεν βλέπουμε δυστυχώς μια κατ’ ελάχιστον επαρκή προετοιμασία, από τις δυνάμεις που επιδιώκουν να σταματήσουν τη μνημονιακή πορεία καταστροφής, ίσως ούτε και επαρκή συνείδηση του προβλήματος ενίοτε. Μια αριστερά που δεν ετοιμάζεται για την αναπόφευκτη σύγκρουση, είναι όμως καταδικασμένη σε ρόλο Ιδανικού Αυτόχειρα.

Ψυχολογία, πολιτική και χάος

Είναι τόσο μεγάλες οι απειλές για την αριστερά και τη χώρα, οι αντικειμενικές απαιτήσεις από οποιονδήποτε σκέφτεται να καθήσει στην «ηλεκτρική καρέκλα» της κυβερνητικής εξουσίας, που στελέχη της ενίοτε κάνουν «αυτοπλύση εγκεφάλου» προσφεύγοντας σε μια πλήρως αθεμελίωτη και αντιπαραγωγική «αισιοδοξία». Είναι μεγάλος ο πειρασμός, σε τέτοιες συνθήκες, να τροποποιεί κανείς τα δεδομένα του προβλήματος στη φαντασία του, για να το κάνει ευκολότερα αντιμετωπίσιμο. Είναι εξίσου μεγάλος να πιστέψει «από μηχανής θεούς» ή προβοκάτορες, εξειδικευμένους στη χειραγώγηση.

Είναι συνήθεια στην Ελλάδα να μιλάμε για σχέδια Α, σχέδια Β, πρωτοβουλίες που θέλουμε να πάρουμε, ανύπαρκτα προγράμματα και επεξεργασίες που δήθεν καθοδηγούν τη δράση μας. Η πραγματικότητα είναι πολύ πιο θλιβερή. Μέχρι τώρα, την πλήρη, σχεδόν αποκλειστική πρωτοβουλία την έχει ο «εχθρός», οι δυνάμεις δηλαδή που επιτίθενται οικονομικά, πολιτικά, επικοινωνιακά στον ελληνικό λαό και στις δύο χώρες του, με την αμέριστη συμπαράσταση του μεγαλύτερου μέρους της ελλαδικής και κυπριακής ολιγαρχίας (που τώρα βέβαια, κατάπληκτη, διαπιστώνει ότι και η ίδια είναι στόχος!)

Τι θέλουν οι δυνάμεις που επιτίθενται. Προτιμούν μια αριστερά που έρχεται στην εξουσία και υποτάσσεται, συνθηκολογεί, δίνοντας ένα ακόμα βαρύτατο χτύπημα στο ηθικό, στη δυνατότητα αντίστασης του ελληνικού λαού, στην ίδια την ιδέα του ελληνικού κράτους και έθνους, της δυνατότητας δηλαδή του ελληνικού λαού να υπάρχει σχετικά ελεύθερος! Σήμερα, οι ‘Ελληνες πολίτες ζουν σε καθεστώς πλήρους ανασφάλειας, μη γνωρίζοντας οι περισσότεροι αν θα έχουν φαί να φάνε, δουλειά να ζήσουν, περίθαλψη αρρωσταίνοντας, σύνταξη όταν γεράσουν. Δεν ξέρουν αν θάχουν αύριο χώρα και κράτος. Οι ‘Ελληνες ζουν σήμερα, σε όλο και μεγαλύτερους αριθμούς, την ίδια ανασφάλεια που έζησαν οι Γερμανοί το 1945, οι Σοβιετικοί το 1990. Προσπαθούν να την κρύψουν από τον εαυτό τους, αλλά η προϊούσα κοινωνική καταστροφή δεν τους το επιτρέπει.

Αν δεν πραγματοποιηθεί ένα τέτοιο σενάριο, τότε ο «εχθρός» προτιμά μια αριστερά που έρχεται στην εξουσία και συντρίβεται, κατά προτίμηση μόνη της, μέσω μιας αυτοεπαγόμενης χαοτικής περιδίνησης, λόγω μη συνεκτικού στρατηγικού διαβήματος. Δύο σπουδαία ιστορικά παραδείγματα αυτοδιάλυσης μας προσφέρει η ομάδα των σοβιετικών μεταρρυθμιστών υπό τον Μιχαήλ Γκορμπατσώφ και η ομάδα του εξίσου απερίγραπτου Γιωργάκη Παπανδρέου. Και οι δύο ομάδες δεν είχαν συνείδηση της πραγματικότητας, των προβλημάτων και των στρατηγικών συνεπειών των ίδιων των δικών τους επιλογών. Αυτό τις κατέστησε ιδανικές «έξυπνες βόμβες» που ανατίναξαν τις δομές των οποίων ηγούντο (σοβιετικό κράτος-κόμμα, ΠΑΣΟΚ και ελληνικό έθνος-κράτος αντίστοιχα), με την παρότρυνση ασφαλώς των ανθρώπων της Αμερικής και του Σόρος, χωρίς όμως να συνειδητοποιούν ακριβώς τι κάνουν και τι συνέπειες θα έχει αυτό που κάνουν (κάτι που τις έκανε στην πραγματικότητα περισσότερο, όχι λιγότερο αποτελεσματικές στην καταστροφή του συστήματός τους).

Η προετοιμασία μιας σύγκρουσης

Τι σημαίνει όμως προετοιμασία για σύγκρουση; Σημαίνει ότι καλείς σε συγκρότηση παλλαϊκού – πανεθνικού μετώπου για την κοινωνική και εθνική σωτηρία και ανασυγκρότηση της χώρας. Σημαίνει ότι βρίσκεις τρόπους να κινητοποιήσεις κάθε ζωντανή ικμάδα του έθνους και σύμμαχό σου από το εξωτερικό, χωρίς να τους υποχρεώνεις να δώσουν προηγουμένως κομματικά-ιδεολογικά διαπιστευτήρια κι ότι χρησιμοποιείς την ίδια τη μάζα που σούρχεται «ριζοσπαστικοποιούμενη» εναντίον του δικού σου γραφειοκρατικού μηχανισμού, που, αν τον αφήσεις στα ένστικτά του, θα σε καταστρέψει. Σημαίνει ότι οργανώνεις πλατύ κίνημα καταναλωτικών και παραγωγικών συνεταιρισμών, ότι βοηθάς με κάθε δυνατό τρόπο τη συλλογική οργάνωση των ανθρώπων. Σημαίνει ότι καταρτίζεις πρόγραμμα, όχι ευχολόγιο, που να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και να μπορεί κατ’ αρχήν να εφαρμοσθεί. Σημαίνει ότι προετοιμάζεις τον λαό, λέγοντάς του την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, ότι δηλαδή θα πρέπει, αν χρειαστεί, να «ζήσει με ψωμί κι αλάτι», να «κάνει το σκατό του παξιμάδι», για να σώσει τη χώρα του και να τη ξανασηκώσει όρθια, ότι μπορεί, για τις ανάγκες του πολέμου να χρειαστεί να πέσει προσωρινά ακόμα το μέσο βιοτικό επίπεδο, αλλά δεν θα υπάρξει ούτε ένας άνθρωπος χωρίς ένα πιάτο φαί, στέγη και περίθαλψη, μια πολιτικο-επικοινωνιακή στρατηγική αντίστροφη προς αυτή που ακολουθεί έως τώρα. Η αριστερά χρειάζεται έναν πολιτικό λόγο που να προδίδει ενσυναίσθηση της χώρας και των ανθρώπων της, επίγνωση των προβλημάτων και των αισθημάτων, όχι μια ξύλινη γλώσσα. Φυσικά, για να τα λες αυτά, πρέπει να δίνεις πρώτος το παράδειγμα, πρέπει τα στελέχη σου να ζουν όπως ο ελληνικός λαός του οποίου θέλουν να ηγηθούν, πρέπει να παρθούν και να εφαρμοστούν τα πιο αυστηρά μέτρα εναντίον των «επαγγελματικών κινδύνων της εξουσίας», όπως τους ονόμαζε ο Ρακόφσκι, του τελείως αναπόφευκτου κινδύνου στελέχη της αριστεράς να μπουν στον πειρασμό του πλούτου.

Νομική και διεθνής προετοιμασία

Το καλοκαίρι του 2012, ο ΣΥΡΙΖΑ απηύθυνε μια επιστολή στον Μπαρόζο, λέγοντας ότι το εκλογικό αποτέλεσμα του Μαίου «απονομιμοποίησε» το Μνημόνιο. Δυστυχώς τα επιχειρήματα δεν ήταν καθόλου πειστικά, και από νομική και από πολιτική άποψη. Η Ελλάδα έχει υπογράψει «τα κέρατά της». Για να αρνηθεί την υπογραφή της, οφείλει να ξαναδιαβάσει προσεκτικά όλες τις συνθήκες της ΕΕ και του ΟΗΕ, εντοπίζοντας και το παραμικρό επιχείρημα για να στηριχθεί, να υπενθυμίσει ότι το αρχικό Μνημόνιο στηρίχτηκε στη μεγαλύτερη πολιτική απάτη όλης της ευρωπαϊκής ιστορίας (το Λεφτά Υπάρχουν του Γιώργου Παπανδρέου) και ότι η κυβέρνηση Παπανδρέου- Παπακωνσταντίνου και πολύ περισσότερο Παπαδήμου δεν είχε νόμιμη εντολή να υπογράψει τα όσα υπέγραψε. Οφείλει επίσης να καταγγείλει τις όποιες συμφωνίες υπέγραψε η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου ως αποτέλεσμα ωμού εκβιασμού του εκλογικού σώματος από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις (Ιούνιος 2012) και ως αποτέλεσμα νέας παραπλάνησης του εκλογικού σώματος («επαναδιαπραγμάτευση»). Ελπίζουμε ότι θα συγκροτηθεί τελικά αυτή η επιτροπή για το χρέος που ακούγεται εδώ και καιρό, και ότι θα κληθούν να συμμετάσχουν οι καλύτεροι τεχνοκράτες από το εσωτερικό και διεθνώς. Το ίδιο πρέπει να γίνει με την μελέτη των ενδεχομένων μιας σύγκρουσης, του τρόπου λειτουργίας της ΕΚΤ κλπ. Μια γκαρσονιέρα θέλεις να πουλήσεις και ρωτάς ένα δικηγόρο, ένα συμβολαιογράφο, ένα μηχανικό. Είναι δυνατόν να παίζεις την τύχη της χώρας στα ζάρια, να παίρνεις αποφάσεις για το έθνος στο γόνατο;

‘Εχουμε επίσης αναφερθεί επανειλημμένα στην ανάγκη πανευρωπαϊκής και παγκόσμιας καμπάνιας υπέρ της Ελλάδας, πολύ σοβαρότερης και με πολύ πιο διεισδυτικά επιχειρήματα από οτιδήποτε έχει γίνει μέχρι τώρα. Χωρίς μια τέτοια, γιγάντια προσπάθεια να αλλάξει τα κλίμα για την Ελλάδα στην Ευρώπη και διεθνώς, με σοβαρά επιχειρήματα. Πρέπει σε κάθε ευκαιρία να υπενθυμίζεται η τρομερή καταστροφή Ελλάδας και Κύπρου, αλλά και να μην περιορίζεται η αριστερά σε μια μονότονη «αντιλιτότητα» με όρκους πίστης στον Κέινς και – πολύ λιγότερο δικαιολογημένους και πάντως καθόλου αποτελεσματικούς – στον Ομπάμα. Χρειάζεται η εκπόνηση ενός ολοκληρωμένου πολιτικο-οικονομικού προγράμματος για την Ευρώπη, με απάντηση και στο ευρωπαϊκό ερώτημα «που θα βρεθούνε τα λεφτά». Χωρίς αυτά, η Αθήνα και μια αριστερή κυβέρνηση κινδυνεύουν να χάσουν 10-0 προτού μπουν στο γήπεδο.

Μόνο αντιτάσσοντας στον καταθλιπτικό συσχετισμό δύναμης μιας πολιτική πρόκληση ισχυρότερη, ένα διεθνή πολιτικό λόγο υπέρτερο αυτού που εκπέμπουν Βερολίνο, Παρίσι, Φραγκφούρτη, μπορεί να έχει ελπίδα νίκης, ή τουλάχιστον ικανοποιητικού συμβιβασμού, η Ελλάδα

Στους μήνες πούρχονται θα ξέρουμε αν η αριστερά, οι λοιποί αντιμνημονιακοί και η χώρα στο σύνολό της έχει τις δυνάμεις, τους ανθρώπους, τις ιδέες που χρειάζεται για μια τέτοια σύγκρουση, αποφασιστικής σημασίας για την ίδια την ύπαρξη και το μέλλον της Ελλάδας.

20 Ιανουαρίου 2014

Δημοσιεύτηκε στο “Hellenic Nexus”, τεύχος Φεβρουαρίου 2014