Γεννήθηκα το 1941.
Μετά το Δημοτικό πήγα στη σχολή
ηλεκτρολόγων, στη Διπλάρειο Σχολή.
Αποφοίτησα αριστούχος
και σύμφωνα με τον κανονισμό
είχα δικαίωμα να κάνω αίτηση
για υποτροφία στη Γερμανία.
Όμως απέρριψαν την αίτησή μου
γιατί ήμουν γιος κομμουνιστή.
Στεναχωρήθηκα, αλλά αν είχα φύγει
δε θα είχα μπει στο σινεμά.
Δούλεψα ηλεκτρολόγος στις οικοδομές.
Άρχισα να βλέπω κινηματογράφο.
Επειδή στο Δημοτικό έπαιζα
στα σκετσάκια εθνικών εορτών,
και όλοι έλεγαν ότι ήμουν καλός,
μου τη σβούριξε να πάω να γίνω
ηθοποιός.
Στη σχολή είχα συμμαθητή
έναν ηλεκτρολόγο κινηματογράφου
και τον ρώτησα αν θα μπορούσα
να πάω να δουλέψω κι εγώ εκεί.
Με έφερε σε επαφή.
Μάζευα τα καλώδια, σκούπιζα
το πλατό, πήγαινα τους καφέδες,
αλλά με το που είδα την κάμερα,
κόλλησα.
Μια μέρα, ένας οπερατέρ,
ο Γιώργος Καβάγιας,
με ρώτησε αν ήθελα
να δουλέψω βοηθός του. Δέχτηκα.
Ο Γιώργος έπαιξε μεγάλο ρόλο
στη διαμόρφωσή μου γιατί,
καθώς πολλές φορές έμενα σπίτι του
για να προλάβουμε το πρωινό γύρισμα,
μου έδινε να διαβάσω βιβλία
και άκουγα κλασσική μουσική.
Επίσης, τραβούσαμε φωτογραφίες
και τυπώναμε μαζί.
Προσπαθούσα να μάθω
όσα περισσότερα μπορούσα και ό,τι
μου αναθέτανε να το κάνω τέλεια.
Στο σπίτι του είχαν μια υπηρέτρια.
Πηγαινοερχόταν σαν σκιά.
Πάντοτε αθόρυβα, με το κεφάλι σκυφτό.
Δεν διακρινόταν το πρόσωπό της,
ήταν στο ημίφως. Ήταν μια φιγούρα,
ενώ η κυρία του σπιτιού, η μητέρα
του Γιώργου, ήταν ορατή, την έβλεπες.
Και λέω κοίτα να δεις,
πώς κινείται μέσα στο ίδιο φως η μία,
που είναι αρχόντισσα,
και πώς κινείται η άλλη, η υπηρέτρια.
Σκεφτόμουν,
για να ερμηνεύσει ο φωτογράφος
τον χαρακτήρα της υπηρέτριας,
δεν πρέπει να τη φωτίσει.
Αν τη φωτίσει, την έχασε.
Έχασε το συναίσθημα
που πρέπει να δώσει στον θεατή.
Πρέπει να την αφήσει στη σκιά.
Είδα τη σχέση
του φωτός με τον άνθρωπο
και πόσο μπορεί να τον επηρεάσει.
Και άρχισα να καταλαβαίνω
ότι με το φως μπορείς να ερμηνεύσεις
χαρακτήρες, καταστάσεις, συναισθήματα.
Μετά πήγα βοηθός του Νίκου Γαρδέλη,
δίπλα στον οποίο έμαθα επίσης πολλά.
Στον ”Φόβο” του Κώστα Μανουσάκη
ανακάλυψα έναν άλλο κινηματογράφο
και μια εντελώς άλλη οπτική
τόσο θεματικά όσο και σκηνοθετικά.
Είχε πια ακουστεί ότι ήμουν καλός βοηθός
και μια μέρα με καλούν από τη Φίνος Φιλμ,
το όνειρο κάθε Έλληνα τεχνικού
του κινηματογράφου.
Όταν μπήκα στο γραφείο
του Φιλοποίμενος Φίνου, μου λέει:
”Σε θέλω για μια ταινία.”
”Μάλιστα”, του λέω, και τον ρωτάω
ποιος θα είναι ο οπερατέρ. Μου λέει:
”Εσύ θα είσαι.”
Δεν το φοβήθηκα
γιατί είχα πάρει τις βάσεις.
Κι έτσι έκανα την πρώτη μου ταινία,
”Ξυπόλητος Πρίγκιπας”, έγχρωμο
σινεμασκόπ του Γιάννη Δαλιανίδη.
Ακολούθησαν
η μία ταινία μετά την άλλη,
πολλές με τον Ντίνο Δημόπουλο
αλλά και με τον Σταύρο Τσιώλη
το ”Κατάχρησις Εξουσίας”.
Είχα την τύχη να βρίσκομαι πάντα την
κατάλληλη στιγμή στο κατάλληλο μέρος
κι εν τέλει να περάσω απ’ όλα τα είδη.
Η πρώτη μου ταινία εκτός Φίνου
ήταν ο ”Ιωάννης ο Βίαιος”
της Τώνιας Μαρκετάκη.
Με σημάδεψε,
φοβόμουν ότι δε θα τα βγάλω πέρα,
ότι δεν ήμουν στο ύψος της.
Είχα δει μια ξένη ταινία εποχής
κι αυτό με οδήγησε στην Πινακοθήκη.
Σκέφτηκα ότι οι ζωγράφοι
ήταν οι πρώτοι φωτογράφοι.
Μελετώντας πίνακες συνειδητοποίησα
ότι η προσοχή μου πήγαινε σ’ ένα σημείο
κι έλεγα γιατί δεν πάει παραπέρα;
Εκεί ανακάλυψα ότι το φως,
το χρώμα και η σύνθεση του κάδρου,
ήταν τα στοιχεία που οδηγούσαν
το βλέμμα μου.
Κάτι που μπορούσα να εφαρμόσω
στον κινηματογράφο.
Κάτι διέκρινε σε μένα ο Θόδωρος
Αγγελόπουλος και μου ζήτησε να κάνω
τη φωτογραφία στη μικρού μήκους
ταινία του ”Η Εκπομπή”.
Δέσαμε και μου πρότεινε
την ”Αναπαράσταση”.
Όταν γυρίζαμε την ταινία
”Μέρες του ’36” συνέβη το εξής:
Ο Φίνος έλεγχε τα φίλτρα που του
έστελνε η Κόντακ το καθένα ξεχωριστά.
Είχε πετάξει στο καλάθι ένα που
έβγαζε περισσότερα καφέ και κίτρινα.
Το πήρα κι έκανα μια δοκιμή
που ενθουσίασε τον Θόδωρο.
Με αυτό το φίλτρο
κάναμε όλη την ταινία και όλοι
αναρωτιόντουσαν πώς το πέτυχα.
Ένα βράδυ χτύπησε το τηλέφωνο
και ήταν ο Τσαρούχης από το Παρίσι.
Είχε δει τις ”Μέρες του ’36” και ήθελε
να αναλύσει μαζί μου το φως της ταινίας,
Αργότερα του φώτισα
τις ”Τρωάδες”.
Είχα βρει ένα ημερολόγιο
των τσιμέντων ΗΡΑΚΛΗΣ
με ζωγραφιές του Τσαρούχη.
Το Λαύριον, το καφενείο Το Νέον,
και συνειδητοποιώ ότι αυτά είναι
ο ”Θίασος”.
Ο Θόδωρος δεν ήθελε ήλιο,
ίσως και κάπως συμβολικά,
ήθελε να δείξει την Ελλάδα σκοτεινή.
Η παλέτα χρωμάτων του Τσαρούχη,
ήταν καθοριστική.
Βλέπω τώρα τον ”Θίασο”
και λόγω έλλειψης μέσων
έχει πολλά τεχνικά προβλήματα.
Αλλά εξακολουθώ
να βλέπω την Ελλάδα του Τσαρούχη.
Μια πραγματική Ελλάδα.
Η Ευρώπη με ανακάλυψε
από τον Θόδωρο Αγγελόπουλο,
από την ‘Κραυγή Γυναικών”
του Ζυλ Ντασέν,
αλλά και από μία ταινία που γύρισε
στην Ελλάδα ο Λάζλο Μπένεντεκ.
Με την ταινία ”Australia”
του σκηνοθέτη Ζαν Ζακ Αντριάν,
με τους Τζέρεμι Άιρονς και Φανί Αρντάν,
βραβεύτηκα στη Βενετία. Κατάλαβα
ότι το όνομά μου κυκλοφορούσε πολύ.
Είπα να κάνω μια δοκιμή
και να εργαστώ στη Γαλλία.
Στο φιλμ ”Ιφιγένεια”, του Κακογιάννη,
επειδή το δράμα παιζόταν μεταξύ της
Κλυταιμνήστρας και του Αγαμέμνονα,
ήθελα να γυρίσω τη σκηνή τους στη σκιά
και πίσω να καίγεται το σύμπαν
από το φως.
Δε με άφησε ούτε δοκιμή να κάνω,
κι έσκασα…
Πήγα στην Αμερική
για μια ταινία με τον Χάρβεϊ Καϊτέλ
και την Εμανουέλ Μπεάρ.
Διαπίστωσα ότι το φως
της Νέας Υόρκης ήταν πολύ μπλε.
Έδωσα αυτό που έβλεπα κι έγραψαν
ότι κανείς δεν την είχε φωτογραφίσει
ξανά έτσι.
Στην Ισλανδία, όπου επίσης έκανα
ένα φιλμ, το φως είναι ψυχρό, γυάλινο.
Το φως το χωρίζω σε τρεις κατηγορίες:
Το μεσογειακό, το βορειοευρωπαϊκό
και το αφρικανικό.
Εννοώ της Σαχάρας,
όπου το φως διαλύει τα πάντα.
Νωρίς το πρωί
υπάρχουν κάποιες φωτοσκιάσεις
και βλέπεις τους αμμόλοφους,
αλλά μόλις ανέβει ο ήλιος είναι ένα
ίσιο τοπίο όπου δεν υπάρχει τίποτα.
Προχωράει ο άνθρωπος μέχρι
που χάνεται, γίνεται μια κουκίδα.
Έχω δουλέψει στο Μαρόκο,
στην Τυνησία και στην Αλγερία, όπου
όμως το φως είναι σαν της Ελλάδας.
Παρατηρώντας τους ανθρώπους
καταλαβαίνεις πόσο τους επηρεάζουν
το φως και οι κλιματικές συνθήκες.
Κάθε φορά που τέλειωνα μια ταινία
είχα αγωνία αν τα κατάφερα,
δεν έπαιρνα χαμπάρι τί είχα κάνει.
Με ρώτησε ο Ακίρα Κουροσάβα
στο φεστιβάλ Βενετίας
πώς έβγαλα το μαύρο
στα κοστούμια του ”Μεγαλέξανδρου”
και δεν ήξερα τί να του πω.
Κάτι είχε ωριμάσει μέσα μου
και με οδηγούσε στο σωστό δρόμο.
Αλλά δεν ήξερα τί ήταν αυτό,
κι ακόμα δεν το ξέρω.
19 Αυγούστου
Παγκόσμια Ημέρα Φωτογραφίας
……………………………………………………………….
lifo. gr
Απόσπασμα από συνέντευξη
στον Χρήστο Παρίδη.
Απόσπασμα από το βιβλίο:
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ ΜΙΑ ΖΩΗ ΣΤΟ ΦΩΣ
Πηγή φωτογραφίας: finosfilm. com
Τα άρθρα που δημοσιεύουμε δεν απηχούν αναγκαστικά τις απόψεις μας και δεν δεσμεύουν παρά τους συγγραφείς τους. Η δημοσίευσή τους έχει να κάνει όχι με το αν συμφωνούμε με τις θέσεις που υιοθετούν, αλλά με το αν τα κρίνουμε ενδιαφέροντα για τους αναγνώστες μας.