Η νέκρωση του Εργατικού Δικαίου

Του Χάρη Βεργούλη*
7 Ιουλίου 2025

Αποτελεί πασίδηλο γεγονός και γενική παραδοχή ότι ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η έννοια της εξάρτησης έχει αποκρυσταλλωθεί και οριοθετηθεί με αλλεπάλληλες αποφάσεις του Αρείου Πάγου. Ετσι έχει κρίνει ότι η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου (του εργοδότη) να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του αποτελεί το βασικό γνώρισμα της εξάρτησης, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων.

Με το δεδομένο αυτό ο ηχηρός και γοητευτικός τίτλος του κυοφορούμενου νομοσχεδίου και σε λόγο «νόμου» της υπουργού Εργασίας «Δίκαιη εργασία για όλους», είναι όντως ψευδεπίγραφος (βλ. «Εφ.Συν.» 1η Ιουλίου 2025, σελ. 40) και τούτο διότι άδικη εργασία δεν υφίσταται, αλλά εξαρτημένη εργασία αόριστης διάρκειας ή ορισμένου χρόνου, η οποία μάλιστα προστατεύεται από το ισχύον Σύνταγμα, το οποίο στο άρθρο 22 παρ. 1 ορίζει ότι: «Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών…» –όχι μόνο των «γαλάζιων»– και στην παράγραφο 2 του αυτού άρθρου ορίζεται ότι: «Με νόμο καθορίζονται οι γενικοί όροι εργασίας, που συμπληρώνονται από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, συναπτόμενες με ελεύθερες διαπραγματεύσεις και αν αυτές αποτύχουν με τους κανόνες που θέτει η διαιτησία».

Σε καμία περίπτωση η προστασία αυτή δεν έχει τη μορφή ατομικής σύμβασης εργασίας στην οποία ομνύει η υπουργός Εργασίας και η οποία αποτελεί μορφή επιβολής και βίας του πανίσχυρου οικονομικά –και όχι μόνο– εργοδότη προς τον αδύναμο εργαζόμενο, ο οποίος αντιμετωπίζει και το πρόβλημα επιβίωσης.

Δεν διαλύονται οι εργασιακές σχέσεις, αλλά οδηγούνται μεθοδικά και αργόσυρτα στον θάνατο. Το εργατικό δίκαιο (το πλέον ζωντανό κύτταρο του όλου αστικού Δικαίου), κατάκτηση αιματηρών και μακροχρόνιων αγώνων των εργαζομένων, πλήττεται στον σκληρό πυρήνα του, όπως είναι ο ν. 2112/1920, ο οποίος άντεξε σχεδόν έναν αιώνα (και δεν τον «πείραξαν» ούτε δικτατορικές κυβερνήσεις) και άρχισε να ξηλώνεται από το 2010 και μέχρι σήμερα, με την πρωτοβουλία διάφορων δοκησίσοφων, στρουθοκάμηλων και άσχετων εκπροσώπων της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, οι οποίοι νομοθετούν και εκτελούν ενάντια στο Σύνταγμα και προσηλωμένοι στο παρασύνταγμα των μνημονίων και των ιδεολογικών εμμονών τους.

Στην προσπάθειά τους να εμφανίσουν τις νομοθετικές πρωτοβουλίες τους ως τομές, κακοποιούν όχι μόνο το Σύνταγμα και τις ευρωπαϊκές Οδηγίες, αλλά και την κοινή λογική και την ελληνική γλώσσα. Δυστυχώς στην προσπάθειά τους αυτή έχουν την αμέριστη αρωγή της Δικαιοσύνης, ιδίως στα Ανώτατα Δικαστήρια. Δεν διστάζουν να ερμηνεύσουν το «απαγορεύεται» σε επιτρέπεται, το 13ωρο σε οκτάωρο, τον βάσιμο λόγο απόλυσης, ως ανύπαρκτο θέμα το οποίο ήταν όμως από τα πρώτα νομοθετήματά τους, την υποταγή ως «ευελιξία» και την κατακρεούργηση του χρόνου εργασίας ως κανονικότητα.

Ετσι, η απο-προστασία, η συνεχής εκμετάλλευση του ασθενέστερου και η αδικία εμφανίζονται ως νόμος και μάλιστα «φιλεργατικός».

Τα δικαστήριά μας υιοθετούν, συνήθως άκριτα, τις αιτιολογικές εκθέσεις της εκτελεστικής εξουσίας, με τις οποίες επιχειρείται μεταξύ άλλων και η δικαιολόγηση νομοθετικών μέτρων που πλήττουν συνταγματικά δικαιώματα. «Το δικαίωμα απεργίας είναι το πιο κακοποιημένο δικαίωμα» (Δημ. Λινός, πρώην εισαγγελέας του Αρείου Πάγου), διότι οι δικαστικές αποφάσεις ιδία του Α.Π. ταυτίζουν τις απεργίες με παράνομες πράξεις και βέβαια για τις ΣΣΕ ούτε λόγος, παρά την ευρωπαϊκή Οδηγία.

Οπότε μας θυμίζουν τον Τζ. Οργουελ ότι: «Η σκλαβιά είναι ελευθερία».

*Δικηγόρος, τ. γ.γ. ΔΣΘ

Πηγή: www.efsyn.gr

Τα άρθρα που δημοσιεύουμε δεν απηχούν αναγκαστικά τις απόψεις μας και δεν δεσμεύουν παρά τους συγγραφείς τους. Η δημοσίευσή τους έχει να κάνει όχι με το αν συμφωνούμε με τις  θέσεις που υιοθετούν, αλλά με το αν τα κρίνουμε ενδιαφέροντα για τους αναγνώστες μας.