Του Selim Kuneralp
25 Απριλίου 2025
Γιατί οι χώρες της Κεντρικής Ασίας αισθάνθηκαν την ανάγκη να προσεγγίσουν την Ευρωπαϊκή Ένωση; Σίγουρα όχι για ένα δάνειο ύψους 12 δισ. ευρώ. Η απειλή ότι ο Πούτιν θα μπορούσε να επιτεθεί και σε άλλες χώρες, όπως έκανε στη Γεωργία και την Ουκρανία, χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα τη ρωσική μειονότητα στις πρώην σοβιετικές περιοχές, έχει προκαλέσει σοβαρή ανησυχία στα κράτη της Κεντρικής Ασίας.
Λέγεται πως κάθε συμφορά κρύβει και κάτι καλό. Μετά την ήττα της Σαμαρκάνδης, έχει γίνει πλέον σαφές ότι η προσπάθεια αναγνώρισης της ανεξαρτησίας της «ΤΔΒΚ» αποτελεί ματαιοπονία.
Έχει φτάσει η ώρα να εγκαταλειφθεί η αυταπάτη των «δύο κυρίαρχων κρατών» και να επιστρέψουμε στη λύση της ομοσπονδίας.
Οι διαδοχικά πραγματοποιηθείσες ταξιδιωτικές υποχρεώσεις μου προκάλεσαν προσωρινή διακοπή στις αρθρογραφικές μου δραστηριότητες. Η αγωνία ορισμένων αναγνωστών μου για την απουσία μου με χαροποίησε και με ενθάρρυνε να συνεχίσω να γράφω. Το πρώτο ταξίδι μας ήταν στις Βρυξέλλες, όπου παρουσιάσαμε μια έκθεση του Φόρουμ Παγκόσμιων Σχέσεων –στο οποίο συμμετέχω– με προτάσεις για την αναθέρμανση των σχέσεων ΕΕ–Τουρκίας. Η αποστολή μας, υπό την ηγεσία του αγαπητού συναδέλφου και συνταξιούχου πρέσβη Selim Yenel, έγινε δεκτή με θερμότητα. Ίσως επειδή κατά τη διάρκεια της θητείας μας στις Βρυξέλλες είχαμε αφήσει θετικές εντυπώσεις, όλα τα αιτήματά μας για συναντήσεις έγιναν αποδεκτά.
Σε εκείνο το χρονικό πλαίσιο, που οι συνομιλίες για το Κυπριακό διεξάγονταν στη Γενεύη και υπήρχε ελπίδα για πρόοδο, υπήρξαν φήμες ότι ενδεχομένως να αρθεί το εμπόδιο που είχαν θέσει οι Ελληνοκύπριοι στην ανανέωση της Τελωνειακής Ένωσης. Όμως, την τελευταία ημέρα των επαφών μας, η σύλληψη του δημάρχου Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου, άλλαξε το κλίμα. Ορισμένοι συνομιλητές μας υπογράμμισαν ότι η τουρκική κυβέρνηση υπερεκτιμά τη στρατηγική της σημασία, τη στιγμή που στην ΕΕ κυριαρχεί η άποψη πως η Τουρκία δεν μοιράζεται τις ίδιες αξίες, γεγονός που θέτει όρια στη συνεργασία στον τομέα της άμυνας.
Αργότερα, πληροφορηθήκαμε πως ο Ούγγρος πρωθυπουργός Όρμπαν, γνωστός για τη φιλοτουρκική του στάση, άσκησε βέτο σε ψήφισμα του Συμβουλίου της ΕΕ που καταδίκαζε τη σύλληψη Ιμάμογλου. Την ίδια ώρα, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, η οποία σχεδίαζε να ξαναρχίσει τη χρηματοδότηση στην Τουρκία μετά από σχεδόν δέκα χρόνια, ανέστειλε εκ νέου τη χορήγηση δανείων. Μια πιθανή εξήγηση για τη χρόνια καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της σιδηροδρομικής γραμμής Αριφίγιε–Μποζουγιούκ ίσως βρίσκεται σε αυτή την απόφαση.
Η κανονικοποίηση των σχέσεων Τουρκίας–ΕΕ στο άμεσο μέλλον δεν φαίνεται ρεαλιστική.
Αμέσως μετά την πρώτη Σύνοδο Κορυφής ΕΕ–Κεντρικής Ασίας στις 3–4 Απριλίου στη Σαμαρκάνδη, οι χώρες αυτές –τις οποίες η Άγκυρα έχει χαρακτηρίσει «αδελφές»– αναγνώρισαν την Κυπριακή Δημοκρατία μέσω του ανοίγματος πρεσβειών ή της διαπίστευσης των πρέσβεών τους από άλλες χώρες. Πρόκειται για βαρύτατο πλήγμα κατά της τουρκικής πολιτικής στο Κυπριακό. Ορισμένοι πολιτικοί και μέσα ενημέρωσης στη χώρα μας το ερμήνευσαν ως «προδοσία», κατηγορώντας τις εν λόγω χώρες ότι «πούλησαν» τους Τουρκοκυπρίους για 12 δισ. ευρώ.
Ωστόσο, οποιοσδήποτε έχει επισκεφτεί τις πλούσιες σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο πρωτεύουσες Αστάνα και Ασγκαμπάτ, γνωρίζει πως ούτε το Καζακστάν ούτε το Τουρκμενιστάν έχουν ανάγκη τέτοιου είδους δανεισμού. Εξάλλου, τα εν λόγω κονδύλια προορίζονται για την ανάπτυξη του Διακαυκάσιου διαδρόμου, που θα συνδέει την Κεντρική Ασία με τη Δύση, παρακάμπτοντας τη Ρωσία.
Η αλήθεια είναι πως η «ΤΔΒΚ», που φέτος συμπληρώνει 42 χρόνια από την ανακήρυξή της, δεν έχει αναγνωριστεί από καμία χώρα της Κεντρικής Ασίας, ούτε καν από το Αζερμπαϊτζάν. Οι απευθείας πτήσεις προς το αεροδρόμιο Ερκάν παραμένουν ανύπαρκτες. Όσοι έζησαν εκείνη την εποχή γνωρίζουν πως η ανακήρυξη της «ΤΔΒΚ» δεν είχε σκοπό την αναγνώρισή της ως ανεξάρτητου κράτους, αλλά κυρίως τη διατήρηση του Ραούφ Ντενκτάς στην εξουσία, αφού δεν μπορούσε να επανεκλεγεί βάσει του τότε Συντάγματος.
Το σχέδιο Ανάν του 2004, το οποίο προέβλεπε τη σύσταση μιας νέας κοινής Κυπριακής Δημοκρατίας, έγινε δεκτό με συντριπτική πλειοψηφία από τους Τουρκοκυπρίους. Αυτό αποδεικνύει ότι η προσήλωσή τους στην «ανεξαρτησία» της «ΤΔΒΚ» είναι μάλλον επιφανειακή.
Οι αναγνώστες των άρθρων μου θα θυμούνται ότι θεωρώ πως η απόρριψη του Σχεδίου Ανάν από την τουρκική πλευρά την περίοδο 2001–2003 υπό τον Ετζεβίτ και τον Ντενκτάς ήταν ίσως το μεγαλύτερο διπλωματικό λάθος της σύγχρονης ιστορίας μας. Αν η Τουρκία το είχε αποδεχθεί πριν από την υπογραφή της Συνθήκης Προσχώρησης της Κύπρου στην ΕΕ στις 14 Απριλίου 2003, τότε θα ήταν αναπόσπαστο μέρος της συμφωνίας και οι Ελληνοκύπριοι δεν θα μπορούσαν να το απορρίψουν χωρίς να απορρίψουν την ίδια τη Συνθήκη. Αυτή ήταν μια ιστορική ευκαιρία – όχι η μοναδική – που χάσαμε.
Η προσέγγιση των χωρών της Κεντρικής Ασίας με την ΕΕ σημαίνει, αναπόφευκτα, σύναψη σχέσεων με την Κυπριακή Δημοκρατία – την κυβέρνηση που αναγνωρίζεται από ολόκληρο τον κόσμο πλην της Τουρκίας. Όπως σωστά επεσήμανε ο Τύπος μας, η κοινή δήλωση της Συνόδου κάνει ρητή αναφορά στα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που αγνοούν την ύπαρξη της «ΤΔΒΚ».
Ο φόβος απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα, ορατός ήδη από το 2022, ήταν ο κύριος λόγος για την ενίσχυση των δεσμών με την ΕΕ.
Η φιλοδοξία του Πούτιν να ανασυστήσει τη Ρωσική Αυτοκρατορία απειλεί όχι μόνο τη Βαλτική αλλά και την Κεντρική Ασία. Αν και η ΕΕ δεν αποτελεί στρατιωτική δύναμη, μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά. Παράλληλα, είναι σημαντική η δέσμευση των χωρών της Κεντρικής Ασίας να μη χρησιμοποιούνται για την καταστρατήγηση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας – όπως συνέβη μέσω Τουρκίας, Καζακστάν και ΗΑΕ.
Επιπλέον, η ύπαρξη ρωσικών μειονοτήτων στην Κεντρική Ασία επιδρά αρνητικά στην προσέγγισή τους προς το Κυπριακό. Τα παραδείγματα των «κρατιδίων» της Νότιας Οσετίας, του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ –δημιουργημάτων της Ρωσίας και διεθνώς μη αναγνωρισμένων, ακόμα και από την Τουρκία– καθιστούν την «ΤΔΒΚ» ένα εξαιρετικά απωθητικό μοντέλο για αυτές τις χώρες. Συνεπώς, ποτέ δεν δέχθηκαν να της αποδώσουν ισότιμο καθεστώς στους οργανισμούς που συμμετέχουν με την Τουρκία.
Κάποιοι θα επιμείνουν ότι το νομικό έρεισμα της «ΤΔΒΚ» είναι η Συνθήκη Εγγυήσεως του 1960. Όμως το άρθρο IV της εν λόγω Συνθήκης δεν επιτρέπει στις εγγυήτριες δυνάμεις (Τουρκία, Ελλάδα, Ηνωμένο Βασίλειο) να διαμορφώσουν οποιοδήποτε νέο καθεστώς, αλλά μόνο να επαναφέρουν το προϋπάρχον καθεστώς του 1960. Η Τουρκία, προχωρώντας το 1974 πέρα από αυτό, αποδυναμώνει την επιχειρηματολογία της. Ωστόσο, οι πολιτικοί και οι αναλυτές στη χώρα μας επιλέγουν να αγνοούν αυτή την πραγματικότητα.
Κι όμως, μέσα από αυτή τη νέα ήττα της Σαμαρκάνδης, έχει γίνει σαφές ότι η επιμονή στην αναγνώριση της «ΤΔΒΚ» είναι μάταιη. Η επιστροφή στη λύση της ομοσπονδίας είναι επιβεβλημένη – η διαδικασία της Γενεύης το επιτρέπει. Δυστυχώς, η ευκαιρία του Σχεδίου Ανάν έχει χαθεί ανεπιστρεπτί, και κάθε μέρα που περνά, όσο η τουρκική κυβέρνηση απομακρύνεται από την ΕΕ, η ελληνοκυπριακή πλευρά ενισχύει τη θέση της.
Χρειάζεται περισσότερη πολιτική τόλμη απ’ όση έχει δείξει ποτέ μέχρι σήμερα οποιαδήποτε κυβέρνηση στην Τουρκία. Δυστυχώς, δεν θεωρώ πιθανή μια τέτοια αλλαγή στάσης. Το πιο πιθανό είναι η διατήρηση του σημερινού στάτους κβο, με τους Τουρκοκυπρίους να αποξενώνονται όλο και περισσότερο από την παραδοσιακή τους ταυτότητα και να απομονώνονται από τον υπόλοιπο κόσμο. Παρατηρώ πως όλο και περισσότεροι εξ αυτών αποδίδουν την ευθύνη για την κατάσταση αυτή στην Τουρκία – κάτι ιδιαίτερα ανησυχητικό και προβληματικό.
Πηγή: serbestiyet.com / www.anixneuseis.gr
Τα άρθρα που δημοσιεύουμε δεν απηχούν αναγκαστικά τις απόψεις μας και δεν δεσμεύουν παρά τους συγγραφείς τους. Η δημοσίευσή τους έχει να κάνει όχι με το αν συμφωνούμε με τις θέσεις που υιοθετούν, αλλά με το αν τα κρίνουμε ενδιαφέροντα για τους αναγνώστες μας.