του Μανώλη Κοζαδίνου,
συνδικαλιστή, παιδαγωγού υγείας και κοινωνικής αποκατάστασης
Η Πρόταση Μομφής και το Παλλαϊκό Κίνημα για Δικαιοσύνη
Με φόντο τη συζήτηση στη Βουλή για την πρόταση μομφής και ενώ το μεγαλειώδες παλλαϊκό κίνημα συνεχίζει να ξεδιπλώνεται, να κατακλύζει τους δρόμους των πόλεων της Ελλάδας και του εξωτερικού, να ξεχειλίζει από οργή και αποφασιστικότητα, ενωμένο κάτω από μία κραυγή, ένα αίτημα: Δικαιοσύνη.
Δικαιοσύνη για τους αδικοχαμένους νεκρούς των Τεμπών, θύματα μιας εγκληματικής πολιτικής, την οποία σήμερα εκφράζει ξεκάθαρα η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη. Αυτή ακριβώς η κυβέρνηση κρίνεται από την ψηφοφορία στη Βουλή. Και μαζί της θα κριθούν όλοι οι βουλευτές, με την ψήφο τους υπέρ ή κατά της μομφής, ενώπιον της Ιστορίας και της κοινωνίας.
Ο στόχος αυτού του άρθρου είναι να αναζητήσει, μέσα στον αναβρασμό της πολιτικής κρίσης, εκείνες τις δυνάμεις που μπορούν να καταστήσουν το λαϊκό κίνημα και πάλι καθοριστικό παράγοντα στις πολιτικές εξελίξεις και στις αποφάσεις που θα διαμορφώσουν την πορεία της χώρας.
Εδώ και δέκα χρόνια, από το 2015 και μετά, το λαϊκό κίνημα στην Ελλάδα διανύει μια περίοδο ήττας και βαθιάς κρίσης. Μια κρίση που πυροδοτήθηκε από την επονείδιστη συνθηκολόγηση της κυβέρνησης Τσίπρα το 2015 και την πλήρη υποταγή των πολιτικών επιλογών της χώρας—τόσο στο εσωτερικό όσο και στη διεθνή σκηνή—στα συμφέροντα των πατρώνων της: της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του ΝΑΤΟ και, ευρύτερα, της Δύσης.
Η συνεχής υποβάθμιση του κοινωνικού κράτους, η διεύρυνση της επισφάλειας και της φτώχειας, καθώς και η συρρίκνωση του γεωπολιτικού ρόλου της Ελλάδας αποτελούν τις βασικές συνέπειες της πολιτικής κατεύθυνσης που ακολουθεί η χώρα από το 2015 και έπειτα.
Το έγκλημα των Τεμπών, με τις δεκάδες νεκρούς, τους τραυματίες, τις ζωές και τις οικογένειες που σημάδεψε ανεπανόρθωτα, καθώς και με τον διεθνή διασυρμό που επέφερε στη χώρα, αποτελεί το τραγικό επιστέγασμα μιας καταστροφικής πορείας. Μιας πορείας στην οποία την έχουν οδηγήσει οι πολιτικές επιλογές των εκάστοτε κυβερνήσεων.
Η Απαξιωμένη Κυβέρνηση και η Έλλειψη Νομιμοποίησης στην Εξουσία
Τολμώ, μέσα από αυτές τις στήλες, να εκφράσω την άποψη πως, όποια κι αν είναι τα συμπεράσματα της δικαστικής ή τεχνικής διερεύνησης του δυστυχήματος των Τεμπών, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη—μαζί με όλα τα κεντρικά και περιφερειακά στελέχη της, καθώς και τον κομματικό μηχανισμό που τη στηρίζει—είναι και θα παραμείνει ένοχη στη συνείδηση του ελληνικού λαού, ένοχη μπροστά στην κοινωνία και την Ιστορία.
Άλλωστε, οι ίδιες οι αντιδράσεις των εκπροσώπων της κυβέρνησης φανερώνουν ένα και μόνο πράγμα: ενοχή. Ενοχή και πάλι ενοχή. Οι υστερικές κορώνες, οι παρανοϊκές εξάρσεις, οι ύβρεις κατά του ελληνικού λαού και της αντιπολίτευσης, οι διαρκείς αντιφάσεις και αυτοαναιρέσεις τους, μαρτυρούν ξεκάθαρα πως οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν καθαρή τη συνείδησή τους, ίσως να μην έχουν πια καν καθαρό νου.
Και αν ακόμη η Δικαιοσύνη δεν τους έχει καταδικάσει, τους έχει ήδη καταδικάσει η κοινή γνώμη—και, το πιο βαρύ, η ίδια τους η συνείδηση.
Η παραμονή στην εξουσία μιας τόσο απαξιωμένης κυβέρνησης αποτελεί μόνο πηγή δεινών για τη χώρα: πηγή αστάθειας, διεθνούς διασυρμού, κοινωνικής και οικονομικής παραλυσίας. Αυτή η κυβέρνηση δεν έχει πλέον καμία νομιμοποίηση να κυβερνά. Είναι ανήθικη, αθέμιτη και οφείλει να αποχωρήσει, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας στο Κοινοβούλιο.
Ο μόνος λόγος για τον οποίο αυτό το συνονθύλευμα παλαιών και νέων πολιτικάντηδων εξακολουθεί να νέμεται την εξουσία στις πλάτες του ελληνικού λαού είναι η βαθιά, δομική πολιτική και ιδεολογική ανεπάρκεια της αντιπολίτευσης.
Όμως, το πλατύ λαϊκό κίνημα για δικαιοσύνη και δημοκρατία, που αυτή τη στιγμή πλημμυρίζει τις πόλεις και τις κωμοπόλεις της Ελλάδας αλλά και του εξωτερικού, αποτελεί τον παράγοντα που, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, θα μπορούσε να ανοίξει μια νέα προοπτική για τον τόπο μας. Μια εναλλακτική πορεία, η οποία, με τη σύμπραξη όλων των προοδευτικών λαϊκών δυνάμεων, θα μπορούσε να οδηγήσει την Ελλάδα έξω από το βαθύ και δύσοσμο τέλμα στο οποίο βυθίζεται τα τελευταία χρόνια.
Το εύρος, η μαζικότητα και ο δυναμισμός των λαϊκών κινητοποιήσεων στους δρόμους τις τελευταίες ημέρες ξεπερνούν οτιδήποτε έχει καταγράψει η Ιστορία της χώρας μας τον 20ό αιώνα, τόσο σε συμμετοχή όσο και σε ένταση.
Οι διαδηλώσεις αυτές ξεπερνούν σε μαζικότητα εκείνες των πλατειών του 2011. Υπερβαίνουν τις κινητοποιήσεις που ακολούθησαν την πτώση της δικτατορίας, ιδιαίτερα στις πρώτες επετείους της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Ξεπερνούν τις διαδηλώσεις του Ανένδοτου Αγώνα της δεκαετίας του 1960, καθώς και εκείνες του 114. Θα έλεγα μάλιστα πως υπερβαίνουν ακόμη και τις συγκεντρώσεις που πραγματοποιήθηκαν μετά την απελευθέρωση της Αθήνας το 1944, καθώς και τις λαϊκές κινητοποιήσεις του 1936.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης, που τοποθετούνται στα αριστερά της Νέας Δημοκρατίας, δεν μπορούν να αγνοούν το ηχηρό μήνυμα που αντηχεί καθημερινά μέσα από τις μεγαλειώδεις διαδηλώσεις και τα συλλαλητήρια του ελληνικού λαού. Αυτό το μήνυμα δεν περιορίζεται σε μια γενική έκφραση συμπαράστασης προς τις οικογένειες των θυμάτων. Οι συγκεντρώσεις αυτές δεν είναι μνημόσυνα· είναι κινητοποιήσεις διεκδίκησης. Και η απαίτηση που εκφράζεται αυθόρμητα, δυνατά και ξεκάθαρα από τις λαϊκές συγκεντρώσεις είναι μία και μοναδική: η άμεση απομάκρυνση της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας.
Τα έωλα και ψευτονομικίστικα επιχειρήματα του Μητσοτάκη δεν μπορούν να καλύψουν το ηχηρό μήνυμα των λαϊκών συγκεντρώσεων, που απαιτούν την απομάκρυνση της Νέας Δημοκρατίας από την κυβέρνηση και την εξουσία. Γιατί πέρα από κάθε νομικίστικη σοφιστεία, πέρα από κάθε δικολαβίστικη τακτική του μεγάλου αυτού ταχυδακτυλουργού και πολιτικού κωμικoύ, που ακούει στο χαϊδευτικό «Κούλης», υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη αρχή. Η θεμελιώδης αρχή του ελληνικού Συντάγματος, όλων των δημοκρατικών συνταγμάτων, αλλά και της ίδιας της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη: Κάθε εξουσία πηγάζει από τον λαό.
Και όταν ο λαός, τόσο ξεκάθαρα και μαζικά, φωνάζει ότι «δεν σε θέλει, κύριε Μητσοτάκη», τότε καμία νομικίστικη σοφιστεία και καμία κοινοβουλευτική ακροβασία δεν μπορεί να σε καταστήσει νόμιμο πρωθυπουργό της χώρας. Όποια και να είναι η απόληξη της πρότασης μομφής, η νομιμοποίηση μιας κυβέρνησης απορρέει από τη λαϊκή βούληση – και αυτή έχει εκφραστεί εκκωφαντικά με καταδικαστικό τρόπο για την Νέα Δημοκρατία.
Θα πρέπει, λοιπόν, να περιμένουμε ένα ελληνικό Μαϊντάν; Μια «ελληνική άνοιξη», στα πρότυπα της Αραβικής; Θα πρέπει να περιμένουμε το τσουνάμι της λαϊκής οργής να φουσκώσει τόσο, ώστε να πλημμυρίσει ακόμα και την αίθουσα συνεδριάσεων του Κοινοβουλίου;
Όχι, κύριε Μητσοτάκη.
Αν, όπως διαρκώς και κουραστικά επαναλαμβάνετε, είστε υπέρμαχος της σταθερότητας και της ομαλότητας, αν πράγματι σας απασχολεί η κατάσταση και το μέλλον αυτής της χώρας – την οποία ήδη έχετε ταλαιπωρήσει υπερβολικά – τότε ο μόνος έντιμος δρόμος για εσάς είναι να φύγετε. Να σηκωθείτε και να αποχωρήσετε, παίρνοντας μαζί σας και τη συμμορία των πολιτικών ανδρεικέλων με την οποία κυβερνάτε.
Ποια Στρατηγική προτείνεται για την Επόμενη Ημέρα και η Υλοποίηση του Προγράμματος Ειδικού Σκοπού
Ανακύπτει, φυσικά, το ερώτημα της διακυβέρνησης της χώρας μετά την αποχώρηση της Νέας Δημοκρατίας. Όχι, βέβαια, επειδή δεν υπάρχουν, ανάμεσα στα δέκα εκατομμύρια Ελλήνων της χώρας και τα άλλα δύο, τρία ή τέσσερα εκατομμύρια της παγκόσμιας διασποράς, άνθρωποι ικανοί να στελεχώσουν όχι μόνο μία κυβέρνηση, όχι μόνο το σύνολο του κρατικού μηχανισμού, αλλά πολλαπλάσιες διοικητικές θέσεις.
Καλώς ή κακώς, όμως, το κοινοβουλευτικό μας σύστημα λειτουργεί στη βάση της συμμετοχής και της σύμπραξης πολιτικών οργανισμών που ονομάζονται κόμματα. Επομένως, είναι απαραίτητο να σχεδιαστεί ένα συγκεκριμένο σχέδιο εξόδου από την κρίση, το οποίο θα διαθέτει κοινοβουλευτική υποστήριξη. Αυτό πιθανότατα συνεπάγεται πρόωρες εκλογές και τη συγκρότηση μιας νέας κυβέρνησης, βασισμένης στη συμμετοχή πολιτικών κομμάτων.
Η κοινή πρόταση μομφής που κατατέθηκε από το ΠΑΣΟΚ, τον ΣΥΡΙΖΑ, τη Νέα Αριστερά και την Πλεύση Ελευθερίας αποδεικνύει ότι, έστω και σε κάποιο βαθμό, το μήνυμα του ελληνικού λαού έχει φτάσει στα αυτιά των ηγεσιών αυτών των κομμάτων. Κάτι από την οργή και τις σκέψεις των πολιτών—στον δρόμο, στη δουλειά, στο σπίτι τους—φαίνεται να έχει γίνει αντιληπτό, έστω και καθυστερημένα.
Η διεύρυνση της πρότασης μομφής πέρα από το έγκλημα των Τεμπών, ώστε να συμπεριλάβει τη συνολική καταστροφική πολιτική του «μητσοτακισμού» σε βάρος της χώρας, καθώς και η κοινή της κατάθεση από τα τέσσερα αυτά κοινοβουλευτικά κόμματα, υποδεικνύουν—έστω και αμυδρά—έναν πιθανό δρόμο εξόδου από τη βαθιά πολιτική κρίση που μαστίζει την Ελλάδα.
Η κατάσταση της αγαπημένης μας χώρας είναι εξαιρετικά σοβαρή, αν όχι τραγική. Όταν το κράτος δικαίου καταπατάται συστηματικά εδώ και έξι χρόνια, όταν το ρουσφέτι, ο νεποτισμός και η διαφθορά έχουν αναχθεί σε τρόπο διακυβέρνησης, όταν τα προαιώνια εθνικά δίκαια του Ελληνισμού εκποιούνται σε παζάρια χωρίς αρχές, όταν το θεμελιώδες δικαίωμα των πολιτών στην ασφάλεια καταπατάται βάναυσα με αμέτρητους τρόπους, όταν τα σώματα ασφαλείας βρίσκονται σε κατάσταση βαθιάς διάβρωσης και ανεπάρκειας, τότε αυτό που διακυβεύεται σήμερα δεν είναι απλώς η παρούσα πορεία της χώρας, αλλά η ίδια η επιβίωση της Ελλάδας και του Ελληνισμού.
Κατά συνέπεια, η διεξαγωγή πρόωρων κοινοβουλευτικών εκλογών αποτελεί πλέον επιτακτική ανάγκη. Σε αυτές, τα κόμματα της λεγόμενης δημοκρατικής αντιπολίτευσης οφείλουν να αντιπαραθέσουν στον μητσοτακισμό ένα συνεκτικό εναλλακτικό σχέδιο διακυβέρνησης.
Είναι όμως ρεαλιστικό να περιμένουμε ότι τόσο διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, η Πλεύση Ελευθερίας, το ΚΚΕ, η Ελληνική Λύση,το ΠΑΣΟΚ καθώς και άλλοι πολιτικοί οργανισμοί εκτός κοινοβουλίου, θα μπορούσαν να συμφωνήσουν σε ένα κοινό πολιτικό πρόγραμμα; Το ερώτημα είναι, φυσικά, ρητορικό.
Η λύση, επομένως, έγκειται στη διαμόρφωση από τα κόμματα της λεγόμενης δημοκρατικής αντιπολίτευσης ενός προγράμματος ειδικού σκοπού, το οποίο θα επικεντρώνεται αποκλειστικά σε τέσσερις βασικούς άξονες:
- Αποκατάσταση του Κράτους Δικαίου
- Ριζική μεταρρύθμιση της Δικαιοσύνης
- Σύσταση ισχυρού νομικού πλαισίου για την πάταξη της διαφθοράς
- Τιμωρία των ενόχων και εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από διεφθαρμένα στελέχη
Μόνο μέσα από ένα τέτοιο πλαίσιο μπορεί να τεθούν οι βάσεις για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών και την ανασυγκρότηση της χώρας.
Βασισμένη σε ένα πρόγραμμα ειδικού σκοπού, και αφού εξασφαλιστεί η απαιτούμενη λαϊκή και κοινοβουλευτική πλειοψηφία, θα πρέπει να συγκροτηθεί μία κυβέρνηση ειδικού σκοπού. Τέτοιες κυβερνήσεις δημιουργούνται μόνο σε εξαιρετικά κρίσιμες καταστάσεις, όπως μετά από μια πολεμική ήττα, ένα στρατιωτικό πραξικόπημα ή γενικότερες καταρρεύσεις πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές ή γεωπολιτικές. Δυστυχώς, η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα ακριβώς μπροστά σε μία τέτοια απειλή κατάρρευσης.
Κυβερνήσεις ειδικού σκοπού έχουν συγκροτηθεί σε πολλές χώρες και σε διάφορες ιστορικές περιόδους, τόσο στην Ευρώπη όσο και εκτός αυτής. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η Ιταλία, η Αργεντινή, η Ιαπωνία, η Νιγηρία, η Αίγυπτος, αλλά και η Ελλάδα, τουλάχιστον σε δύο περιπτώσεις, με τις κυβερνήσεις Λουκά Παπαδήμου και Τζανή Τζανετάκη.
Το έργο μιας κυβέρνησης ειδικού σκοπού θα πρέπει να επικεντρωθεί – αν όχι να περιοριστεί – στους τέσσερις βασικούς άξονες που έχουμε ήδη αναφέρει: αποκατάσταση του κράτους δικαίου, πάταξη της διαφθοράς, κάθαρση του κρατικού μηχανισμού και βαθιά μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης. Παράλληλα, η κυβέρνηση αυτή θα πρέπει να αντιμετωπίσει και τις τρέχουσες υποθέσεις που δεν επιδέχονται αναβολής. Ζητήματα όμως που αφορούν κρίσιμες επιλογές της χώρας, όπως κοινωνικο-οικονομικές ή πολιτικές μεταρρυθμίσεις, καθώς και γεωπολιτικές διαπραγματεύσεις σε εθνικά θέματα, θα πρέπει προσωρινά να τεθούν σε αναστολή. Αυτό θα διασφαλίσει τη σταθερότητα και την επιβίωση της κυβέρνησης ειδικού σκοπού, επιτρέποντας της να εστιάσει στην εκπλήρωση του καθορισμένου έργου της.
Το έργο που θα αναλάβει η κυβέρνηση, η οποία θα επωμιστεί την υλοποίηση ενός τέτοιου προγράμματος ειδικού σκοπού, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο και απαιτητικό. Όπως επίσης, τεράστιες θα είναι και οι προκλήσεις και τα προβλήματα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει.
Εκτιμώ ότι μια κυβέρνηση ειδικού σκοπού θα χρειαστεί να φέρει τουλάχιστον 50 (πενήντα) σημαντικά νομοσχέδια προς ψήφιση στη Βουλή, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι για τους οποίους θα έχει εκλεγεί και να διασφαλιστεί η επιτυχία του έργου της.
Μία τέτοια κυβέρνηση θα πρέπει να απολαμβάνει όσο το δυνατόν ευρύτερη αποδοχή. Η σύμπραξη των τεσσάρων κοινοβουλευτικών κομμάτων που αναφέρθηκαν προηγουμένως θα μπορούσε να αποτελέσει, ενδεχομένως, τον πυρήνα για τη συγκρότηση μιας ευρύτερης πολιτικής συμμαχίας ειδικού σκοπού.
Κατανοούμε ότι υπάρχουν πολιτικά κόμματα που συμφωνούν με το πλαίσιο που αναφέραμε, με τους στόχους για την αποκατάσταση του κράτους δικαίου, την κάθαρση και τη μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης. Ωστόσο, οι πολιτικές και ιδεολογικές τους θέσεις ενδέχεται να εμποδίζουν αυτά τα κόμματα από το να συμμετάσχουν σε έναν ευρύτερο κυβερνητικό σχηματισμό . Παρά ταύτα, θεωρούμε τη στάση τους τόσο καθαρή όσο και έντιμη και τη σεβόμαστε απολύτως.
Τα κόμματα αυτά, παρά τις διαφορές τους, θα μπορούσαν όμως να προσφέρουν τη στοιχειώδη κοινοβουλευτική ή εξωκοινοβουλευτική ανοχή που θα επέτρεπε στην κυβέρνηση ειδικού σκοπού να εκτελέσει το έργο της. Θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την κυβέρνηση αυτή, ψηφίζοντας νομοσχέδιο προς νομοσχέδιο και άρθρο προς άρθρο, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η ομαλή πορεία της και να αποφευχθεί η ανατροπή της από το κοινοβούλιο. Η επιτυχία μιας τέτοιας κυβέρνησης εξαρτάται από την ανοχή που θα της παράσχουν κόμματα τόσο από τα αριστερά όσο και από τα δεξιά της.
Πιστεύω ότι στην κυβέρνηση ειδικού σκοπού δεν θα πρέπει να συμμετέχουν αρχηγοί πολιτικών σχηματισμών ή, ειδικότερα, εμβληματικά πολιτικά στελέχη, αν επιτρέπετε την έκφραση. Η κοινωνία μας, ο τόπος μας, ο δημοκρατικός και πνευματικός χώρος της Ελλάδας είναι γεμάτος με ικανούς ανθρώπους που θα μπορούσαν να αναλάβουν υπεύθυνες θέσεις. Όπως έχω ήδη αναφέρει, αλλά δεν θα σταματήσω να τονίζω γιατί αυτή είναι η αλήθεια. Οι άνθρωποι που θα στελεχώσουν την κυβέρνηση ειδικού σκοπού θα προέρχονται φυσικά από πολιτικά κόμματα και θα εκφράζουν συγκεκριμένες πολιτικές, ίσως και έντονες απόψεις. Ωστόσο, θα πρέπει να βρουν τον τρόπο να συνεργαστούν αποτελεσματικά, στο πλαίσιο μιας κυβέρνησης που θα λειτουργήσει ως αυτόνομος οργανισμός, ανεξάρτητος από τα πολιτικά κόμματα που θα την στηρίζουν, δεσμευμένος μόνο από το ειδικό πρόγραμμα δράσης και την εντολή του λαού.
Η κυβέρνηση ειδικού σκοπού, φυσικά, δεν πρόκειται να εξαντλήσει μια τετραετία και θα έχει μια σχετικά βραχύβια παρουσία στην εξουσία. Θα πρέπει να παραμείνει στην εξουσία μόνο όσο απαιτείται για να υλοποιήσει τις κρίσιμες μεταρρυθμίσεις που διεκδικεί ο λαός μας, εκείνες που ακούγονται δυνατά σήμερα στους δρόμους και τις πλατείες της χώρας μας.
Η Λαϊκή Αυτο–Οργάνωση και η Παρουσία του Λαϊκού Κινήματος στο Πολιτικό Προσκήνιο
Πίσω από την κυβέρνηση ειδικού σκοπού, για την υποστήριξη αλλά και τη διεύρυνση του προγράμματος της, για την ενίσχυση των πολιτικών κατακτήσεων που ελπίζουμε ότι θα φέρει στον τόπο μας, δεν πρέπει να βρίσκεται απλά μια εκτελεστική εξουσία και ένας κρατικός μηχανισμός, αλλά μπροστά, στο προσκήνιο, θα πρέπει να βρίσκεται ο οργανωμένος λαός. Αυτός που κατέβηκε μαζικά στους δρόμους και έκανε αισθητή την παρουσία του. Το κίνημα διεκδίκησης της δικαιοσύνης, της διαφάνειας και της δημοκρατίας δεν πρέπει να παύσει να υπάρχει και να δρα με την πτώση του μητσοτακισμού. Αντιθέτως, πρέπει να συνεχίσει να κάνει αισθητή την παρουσία του και να στηρίζει το πρόγραμμα και τις κατακτήσεις που θα προκύψουν από μια κυβέρνηση ειδικού σκοπού, ενισχύοντας και διευρύνοντας την εμβέλεια και τη βιωσιμότητά τους.
Λαϊκές επιτροπές έχουν ήδη αρχίσει να σχηματίζονται σε γειτονιές και πόλεις. Αυτή η δυναμική πρέπει να ενισχυθεί και να επεκταθεί, με τη δημιουργία λαϊκών επιτροπών αυτοοργάνωσης, δράσης και διεκδίκησης σε κάθε χώρο δουλειάς, κάθε σχολή, κάθε σχολείο, κάθε γειτονιά, κάθε χωριό και κωμόπολη. Η διάχυση αυτής της δυναμικής σε κάθε γωνιά της χώρας είναι κρίσιμη για την ενίσχυση του κινήματος και την υλοποίηση των στόχων του.
Φυσικά, δίπλα στις νέες μορφές οργάνωσης και λαϊκής κινητοποίησης, θα πρέπει να παραμείνουν ενεργές οι παραδοσιακές μορφές κοινωνικής οργάνωσης που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα. Αυτό περιλαμβάνει τα εργατικά συνδικάτα, τις ομοσπονδίες, τους φοιτητικούς συλλόγους, τις διάφορες επιστημονικές εταιρείες και τα μαθητικά συμβούλια, τα οποία θα συνεχίσουν να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο. Παράλληλα, η οργανωμένη κοινωνία πολιτών θα πρέπει να παραμείνει ενεργή και παρούσα στην προσπάθεια για κοινωνική αλλαγή και διεκδίκηση των δικαιωμάτων του λαού.
Σήμερα, φαίνεται πως απέχουμε πολύ από την ευελπιστούμενη ελληνική άνοιξη. Άλλες πάλι στιγμές, μοιάζει σαν να βρισκόμαστε κοντά. Ανάμεσα σε αυτά τα δύο σημεία προοπτικής πρέπει να μεσολαβήσει δράση: συνεχής, ακούραστη και συντονισμένη προς τα πολιτικά κόμματα και κάθε φορέα εξουσίας.
Ήδη, ο τρόπος με τον οποίο κατατέθηκε η πρόταση μομφής σηματοδοτεί ένα πρώτο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση.
Ας προχωρήσουμε, λοιπόν.
Η σύνταξη ενός ψηφίσματος για τη συλλογή υπογραφών και η διακίνησή του μέσω του διαδικτύου μπορεί να αποτελέσει μια εξαιρετικά αποτελεσματική μέθοδο για την προώθηση μιας νέας εναλλακτικής πολιτικής πρότασης για την Ελλάδα. Ας θυμηθούμε πως στη Γαλλία, το Νέο Λαϊκό Μέτωπο συγκροτήθηκε με αυτόν ακριβώς τον τρόπο: μέσω καμπάνιας συλλογής υπογραφών στο διαδίκτυο. Ας το δοκιμάσουμε κι εμείς. Δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε, μόνο να κερδίσουμε. Ίσως η ελληνική άνοιξη να είναι πολύ πιο κοντά από ό,τι μπορούμε σήμερα να φανταστούμε.
Τα άρθρα που δημοσιεύουμε δεν απηχούν αναγκαστικά τις απόψεις μας και δεν δεσμεύουν παρά τους συγγραφείς τους. Η δημοσίευσή τους έχει να κάνει όχι με το αν συμφωνούμε με τις θέσεις που υιοθετούν, αλλά με το αν τα κρίνουμε ενδιαφέροντα για τους αναγνώστες μας.