Η επιστροφή του Ένγκελς

Σαν σήμερα, πριν από 200 χρόνια, γεννήθηκε ο Φρίντριχ Ένγκελς, αχώριστος σύντροφος του Καρλ Μαρξ, πρωτεργάτης του κομμουνιστικού κινήματος και θεμελιωτής -μαζί με τον Μαρξ- της επαναστατικής θεωρίας. Αναδημοσιεύουμε σήμερα από το 12ο τεύχος του θεωρητικού-πολιτικού περιοδικού Τετράδια Μαρξισμού – για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση το άρθρο του John Bellamy Foster, αρθρογράφου στο περιοδικό Monthly Review, με τίτλο η Επιστροφή του Ένγκελς.Μετάφραση του άρθρου Δήμητρα Μαυροειδή, επιμέλεια Αλέξανδρος Χρύσης. Το 12ο τεύχος του πολύ καλού περιοδικού Τετράδια Μαρξισμού βρίσκεται σε κυκλοφορία.

Του John Bellamy Foster
28 Νοεμβρίου 2020

Στα τέλη του 1870, όταν οι δύο επιστήμονες κοινωνιολόγοι μπόρεσαν επιτέλους να ζουν κοντά και να συνδιασκέπτονται καθημερινά, συνήθιζαν να βηματίζουν πάνω κάτω στο μελετητήριο του Μαρξ, ο καθένας στη δική του πλευρά του δωματίου, χαράζοντας το πάτωμα με τα τακούνια τους, συζητώντας τις διάφορες ιδέες τους, τα σχέδια και τα προγράμματά τους.

Συχνά διάβαζαν ο ένας στον άλλον τμήματα από τα εν εξελίξει έργα τους. Ο Ένγκελς διάβασε στον Μαρξ ολόκληρο το χειρόγραφο του Αντι-Ντίρινγκ (στο οποίο ο Μαρξ συνεισέφερε με ένα κεφάλαιο) πριν την δημοσίευσή του. Ο Μαρξ έγραψε μια εισαγωγή στο Σοσιαλισμός: Ουτοπία και Επιστήμη του Ένγκελς. Μετά το θάνατο του Μαρξ το 1883, ο Ένγκελς προετοίμασε τον δεύτερο και τον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου για δημοσίευση από τα πρόχειρα που είχε αφήσει ο φίλος του. Ακόμη και αν ο Ένγκελς, όπως είχε πρώτος ο ίδιος παραδεχτεί, βρισκόταν στη σκιά του Μαρξ, ήταν και ο ίδιος αδιαμφισβήτητα ένας διανοούμενος και πολιτικός γίγαντας.

Εν τούτοις, για δεκαετίες οι ακαδημαϊκοί υποστήριζαν ότι ο Ένγκελς υποτιμούσε και αλλοίωνε την σκέψη του Μαρξ. Όπως παρατηρούσε ο πολιτικός επιστήμονας John L. Stanley στο μεταθανάτιο Mainlining Marx το 2002, οι απόπειρες να διαχωριστεί ο Μαρξ από τον Ένγκελς -εκτός από το προφανές γεγονός ότι ήταν δύο διακριτά άτομα με διαφορετικά ενδιαφέροντα και ταλέντα- έχουν πάρει όλο και περισσότερο τη μορφή αποσύνδεσης του Ένγκελς από τον Μαρξ. Ο Ένγκελς στιγματίζεται σαν η πηγή όλων αυτών που είναι κατακριτέα στον Μαρξισμό και δοξάζεται ως η επιτομή του ευγενούς ανθρώπου των γραμμάτων, και όχι ως ένας μαρξιστής ο ίδιος.

Περισσότερα από σαράντα χρόνια πριν, στις 12 Δεκεμβρίου του 1974, παρακολούθησα μια διάλεξη από τον David McLellan με θέμα «Καρλ Μαρξ: Οι περιπέτειες μιας φήμης», στο Evergreen State College στην Ολύμπια της Ουάσινγκτον. Την προηγούμενη χρονιά ο McLellan είχε δημοσιεύσει το Karl Marx: His Life and Thought, το οποίο είχα μελετήσει προσεκτικά. Επομένως, εισήλθα στον χώρο της διάλεξης εκείνο το απόγευμα περιμένοντας με ανυπομονησία την ομιλία του. Παρόλα αυτά, αυτά που άκουσα με αναστάτωσαν βαθιά. Το κύριο μήνυμα του McLellan εκείνη την ημέρα ήταν το εξής απλό: ότι ο Καρλ Μαρξ δεν ήταν ο Φρίντριχ Ένγκελς. Για να ανακαλύψουμε τον αυθεντικό Μαρξ, ήταν απαραίτητο να διαχωρίσουμε το «σιτάρι» του Μαρξ από την «ήρα» του Ένγκελς. Ήταν ο Ένγκελς, υποστήριξε ο McLellan, που είχε εισαγάγει τον θετικισμό στον Μαρξισμό, που οδήγησε στην Δεύτερη και Τρίτη Διεθνή και τελικά στον Σταλινισμό. Λίγα χρόνια μετά, ο McLellan ενέταξε ορισμένα στοιχεία αυτής της κριτικής στην σύντομη βιογραφία του, Frederick Engels.

Αυτή ήταν η πρώτη μου εισαγωγή στην αντι-Ένγκελς άποψη που προέκυψε ως καθοριστικό χαρακτηριστικό της δυτικής ακαδημαϊκής αριστεράς, και η οποία ήταν στενά συνδεδεμένη με την άνοδο του «Δυτικού Μαρξισμού» ως μιας διακριτής φιλοσοφικής παράδοσης -σε αντίθεση με αυτό που ορισμένες φορές καλούταν επίσημος ή Σοβιετικός Μαρξισμός. Ο Δυτικός Μαρξισμός, με αυτή την έννοια, είχε ως πρωταρχικό του αξίωμα την απόρριψη της διαλεκτικής της φύσης του Ένγκελς, ή «απλώς αντικειμενικής διαλεκτικής», όπως την αποκάλεσε ο Georg Lukács.

Για τους περισσότερους Δυτικούς Μαρξιστές η διαλεκτική ήταν μια σχέση ταυτόσημου υποκειμένου-αντικειμένου: μπορούμε να κατανοήσουμε τον κόσμο στο βαθμό που τον έχουμε φτιάξει. Αυτή η κριτική άποψη αποτέλεσε μια ευπρόσδεκτη διόρθωση στον ωμό θετικισμό που είχε μολύνει μεγάλο μέρος του Μαρξισμού, και είχε εξορθολογιστεί στην επίσημη σοβιετική ιδεολογία. Εν τούτοις, είχε επίσης ως αποτέλεσμα να πιέσει τον Μαρξισμό σε μια πιο ιδεαλιστική κατεύθυνση, οδηγώντας στην εγκατάλειψη της μακράς παράδοσης που έβλεπε τον ιστορικό υλισμό να σχετίζεται όχι μόνο με τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες -και φυσικά την πολιτική- αλλά και με τις υλιστικές φυσικές επιστήμες.

Η δυσφήμιση του Ένγκελς έγινε μια δημοφιλής ασχολία μεταξύ των αριστερών ακαδημαϊκών, με κάποιους, όπως ο πολιτικός θεωρητικός Terrell Carver, να κτίζουν ολόκληρες καριέρες σε αυτή τη βάση. Ένας κοινός χειρισμός ήταν να χρησιμοποιείται ο Ένγκελς ως μέσο για να αποσπαστεί ο Μαρξ από τον μαρξισμό. Όπως έγραψε ο Carver το 1984: «Ο Καρλ Μαρξ αρνήθηκε ότι ήταν μαρξιστής. Ο Φρίντριχ Ένγκελς επανέλαβε το σχόλιο του Μαρξ αλλά απέτυχε να πιάσει το νόημα του. Πράγματι, είναι πλέον εμφανές ότι ο Ένγκελς ήταν ο πρώτος μαρξιστής, και είναι αποδεκτό όλο και ευρύτερα ότι αυτός με κάποιο τρόπο επινόησε τον μαρξισμό». Για τον Carver, ο Ένγκελς όχι απλά διέπραξε το κύριο αμάρτημα της επινόησης του Μαρξισμού, αλλά διέπραξε και πληθώρα άλλων αμαρτιών, όπως η προώθηση του οιονεί-Χεγκελιανισμού, του υλισμού, του θετικισμού και της διαλεκτικής -που φέρονται να είναι «μίλια μακριά από τον προσεκτικό εκλεκτισμό του Μαρξ».

Η ίδια η ιδέα ότι ο Μαρξ είχε «μια μεθοδολογία» αποδόθηκε στον Ένγκελς, και επομένως, θεωρήθηκε λανθασμένη. Διαχωρισμένος από τον Ένγκελς και απογυμνωμένος από κάθε συγκεκριμένο περιεχόμενο, ο Μαρξ έγινε εύκολα αποδεκτός από το status quo, σαν ένα είδος διανοητικού προδρόμου. Όπως το έθεσε πρόσφατα ο Carver, χωρίς προφανή αίσθηση της ειρωνείας, «Ο Μαρξ ήταν ένας φιλελεύθερος στοχαστής».

Αλλά οι περισσότερες κριτικές εναντίον του Ένγκελς έχουν στοχεύσει στον υποτιθέμενο επιστημονισμό του στο Αντι-Ντίρινγκ και στην ανολοκλήρωτη Διαλεκτική της Φύσης. Ο McLellan στη βιογραφία του για τον Ένγκελς διακήρυξε ότι το ενδιαφέρον του Ένγκελς στις φυσικές επιστήμες «τον έκανε να δίνει έμφαση στην υλιστική αντίληψη της φύσης παρά [σε μιαν αντίστοιχη] της ιστορίας». Ο Ένγκελς κατηγορήθηκε ότι έφερε «την αντίληψη της ύλης» στον Μαρξισμό, η οποία ήταν «εντελώς ξένη με το έργο του Μαρξ». Το βασικό λάθος του ήταν η απόπειρα ανάπτυξης μιας αντικειμενικής διαλεκτικής που εγκατέλειψε «την υποκειμενική πλευρά της διαλεκτικής» και οδήγησε στην «σταδιακή αφομοίωση των απόψεων του Μαρξ σε μια επιστημονική κοσμοαντίληψη».

«Δεν προκαλεί έκπληξη», κατηγόρησε ο McLellan, «ότι, με την εδραίωση του Σοβιετικού καθεστώτος, οι εκχυδαΐσεις του Ένγκελς θα γίνονταν το κύριο φιλοσοφικό περιεχόμενο τον σοβιετικών κειμένων». Όπως ο Μαρξ παρουσιαζόταν ολοένα και περισσότερο ως ο εξευγενισμένος διανοούμενος, ο Ένγκελς φαινόταν όλο και περισσότερο ως ο άξεστος εκλαϊκευτής. Ο Ένγκελς έτσι αξιοποιήθηκε στην ακαδημαϊκή συζήτηση ως ένα βολικό εξιλαστήριο θύμα.

Παρόλα αυτά, ο Ένγκελς έχει επίσης και τους θαυμαστές του. Το πρώτο πραγματικό σημάδι αντιστροφής της παρακμάζουσας μοίρας του στην σύγχρονη μαρξιστική θεωρία εμφανίστηκε στο The Poverty of Theory του ιστορικού E. P. Thompson το 1978, έργο που στρέφονταν κυρίως εναντίον του στρουκτουραλιστικού μαρξισμού του Louis Althusser. Εδώ ο Thompson υπερασπίστηκε τον ιστορικό υλισμό ενάντια σε μια ασαφή και υποστασιοποιημένη θεωρία που είχε πάρει διαζύγιο από κάθε ιστορικό θέμα και από όλα τα εμπειρικά σημεία αναφοράς. Κατά τη διαδικασία, θαρρετά -και με τρόπο που θεωρούσα πάντα ως το σημαντικότερο χαρακτηριστικό στα αγγλικά γράμματα του 20ου αιώνα- υπερασπίστηκε τον «παλιοβλάκα τον Φρίντριχ Ένγκελς» που είχε γίνει τόσο στόχος της κριτικής του Althusser.

Σε αυτή τη βάση, ο Thompson επιχειρηματολόγησε υπέρ ενός τύπου διαλεκτικού εμπειρισμού -αυτού που θαύμαζε περισσότερο στον Ένγκελς- ως απαραίτητου για μια ιστορικο-υλιστική ανάλυση. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Μαρξιανός οικονομολόγος και ιδρυτικός εκδότης του Monthly Review Paul Sweezy, ξεκίνησε το Four Lectures on Marxism επιβεβαιώνοντας θαρραλέα την σημασία της προσέγγισης του Ένγκελς στη διαλεκτική και της κριτικής του στις μηχανιστικές και αναγωγιστικές θέσεις.

Αλλά η πραγματική στροφή που θα επανέφερε την φήμη του Ένγκελς ως κύριου κλασσικού μαρξιστή θεωρητικού μαζί με τον Μαρξ, ήρθε όχι από ιστορικούς και επιστήμονες της πολιτικής οικονομίας, αλλά από τους φυσικούς επιστήμονες. Το 1975 ο Stephen Jay Gould, γράφοντας το Natural History, υπερασπίστηκε ανοιχτά την θεωρία του Ένγκελς για την εξέλιξη του ανθρώπου, η οποία έδινε έμφαση στον ρόλο της εργασίας, περιγράφοντάς την ως την πιο προηγμένη αντίληψη της ανθρώπινης εξελικτικής ανάπτυξης την Βικτωριανή εποχή -άποψη που ήρθε πριν την ανθρωπολογική ανακάλυψη του Australopithecus africanus τον 20ο αιώνα.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1983, ο Gould επέκτεινε το επιχείρημά του στη New York Review of Books, επισημαίνοντας ότι όλες οι θεωρίες της ανθρώπινης εξέλιξης ήταν θεωρίες «συνεξέλιξης γονιδίων-πολιτισμών», και ότι «η καλύτερη υπόθεση του 19ου αιώνα που αφορούσε συνεξέλιξη γονιδίων-πολιτισμών έγινε από τον Φρίντριχ Ένγκελς στην αξιοσημείωτη έκθεσή του το 1876 (δημοσιεύτηκε μετά θάνατον στην Διαλεκτική της Φύσης), «Ο ρόλος που έπαιξε η εργασία στην μετάβαση από τον πίθηκο στον άνθρωπο».

Παρομοίως, ο ιατρικός κοινωνιολόγος και γιατρός Howard Waitzkin αφιέρωσε στο βιβλίο του-ορόσημο το 1983 The Second Sickness ένα μεγάλο μέρος για τον πρωτοποριακό ρόλο του Ένγκελς ως κοινωνικού επιδημιολόγου, δείχνοντας πώς ο 24χρονος Ένγκελς, καθώς έγραφε το Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία το 1844, είχε εξερευνήσει την αιτιολογία της ασθένειας με τρόπους που προεικόνιζαν μεταγενέστερες ανακαλύψεις όσον αφορά την δημόσια υγεία. Το 1985, οι Richard Lewontin και Richard Levins, εμφανίστηκαν με το, πλέον κλασσικό, The Dialectical Biologist, με την δηκτική του αφιέρωση: «Στον Φρίντριχ Ένγκελς, που έκανε λάθος πολλές φορές, αλλά ήταν σωστός εκεί που είχε σημασία».

Στη δεκαετία του 1980 επρόκειτο να κάνει την εμφάνισή της μια οικο-σοσιαλιστική παράδοση εντός του μαρξισμού. Στην πρώτη φάση του οικο-σοσιαλισμού, που εκπροσωπήθηκε από το πρωτοποριακό έργο του Ted Benton, οι Μαρξ και Ένγκελς δέχτηκαν κριτική ότι δεν έλαβαν αρκετά σοβαρά υπόψη τους τα Μαλθουσιανά όρια της φύσης. Παρόλα αυτά, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, οι διαμάχες που προέκυψαν πυροδότησαν μια δεύτερη φάση οικο-σοσιαλισμού, ξεκινώντας από το Marx and Nature του Paul Burkett το 1999, το οποίο επιδίωξε να εξερευνήσει τα οικολογικά στοιχεία που μπορεί να βρει κανείς στις κλασσικές αρχές του ίδιου του ιστορικού υλισμού.

Αυτές οι προσπάθειες εστίασαν αρχικά στον Μαρξ, αλλά έλαβαν επίσης υπόψη τους την οικολογική συνεισφορά του Ένγκελς. Αυτό ενισχύθηκε από το ανανεωμένο MEGA (MarxEngels Gesamtausgabe) project, στο οποίο ξεκίνησαν να δημοσιεύονται για πρώτη φορά τα φυσικο-επιστημονικά τετράδια των Μαρξ και Ένγκελς. Το αποτέλεσμα ήταν μια επανάσταση στην κατανόηση της κλασσικής μαρξιανής παράδοσης, μεγάλο μέρος της οποίας συνηχούσε με τη νέα, ριζοσπαστική, οικολογική πράξη που εξελίσσεται στην παρούσα κρίση στην εποχή μας (τόσο οικονομική όσο και οικολογική).

Η αυξανόμενη αναγνώριση της συνεισφοράς του Ένγκελς στην επιστήμη, μαζί με την άνοδο του οικολογικού μαρξισμού αναζωογόνησαν το ενδιαφέρον για την Διαλεκτική της Φύσης του Ένγκελς, μαζί και με άλλα γραπτά του σχετικά με τις φυσικές επιστήμες. Μεγάλο μέρος της δικής μου έρευνας από το 2000 (για ένα βιβλίο που πρόκειται να ολοκληρωθεί σύντομα -πρόκειται για το Return of Nature: Socialism and Ecology) εστίασε στην σχέση του Ένγκελς -και άλλων επηρεασμένων από αυτόν- με την διαμόρφωση μιας οικολογικής διαλεκτικής. Όχι ότι είμαι ο μόνος αναφορικά με αυτό. Ο πολιτικός οικονομολόγος και οικολογικός μαρξιστής Elmar Altvater δημοσίευσε πρόσφατα ένα βιβλίο στα γερμανικά το οποίο αφορούσε στην Διαλεκτική της Φύσης του Ένγκελς.

Αυτό που καθιστά τον Ένγκελς αναντικατάστατο για την κριτική του καπιταλισμού στην εποχή μας ξεκινά από την διάσημη φράση του στο Αντι-Ντίρινγκ ότι «Η φύση είναι η απόδειξη της διαλεκτικής». Αυτό έχει συχνά χλευαστεί στους κύκλους της δυτικής μαρξιστικής φιλοσοφίας. Παρόλα αυτά, η άποψη του Ένγκελς, η οποία αντικατοπτρίζει την ίδια του τη βαθιά διαλεκτική και οικολογική ανάλυση, μπορεί να μεταφραστεί στην σημερινή διάλεκτο ως εξής: Η οικολογία είναι η απόδειξη της διαλεκτικής -μια πρόταση τη σημασία της οποίας λίγοι θα ήταν προετοιμασμένοι τώρα να αρνηθούν. Εάν το δούμε από αυτή τη σκοπιά, είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί ο Ένγκελς έχει λάβει μια τόσο σημαντική θέση στις σύγχρονες οικο-σοσιαλιστικές συζητήσεις. Έργα του οικολογικού μαρξισμού συχνά επικαλούνται ως μοτίβο τις περίφημες προειδοποιήσεις του στην Διαλεκτική της Φύσης: «Ας μην κολακεύουμε υπερβολικά, παρόλα αυτά, τους εαυτούς μας λόγω των ανθρώπινων νικών επί της φύσης. Για καθεμιά από αυτές τις νίκες η φύση παίρνει την εκδίκησή της. Κάθε νίκη, είναι αλήθεια, στην αρχή φέρνει τα αποτελέσματα που περιμέναμε, αλλά σε δεύτερη και τρίτη φάση έχει πολύ διαφορετικά, απρόβλεπτα αποτελέσματα, τα οποία πολύ συχνά ακυρώνουν τα πρώτα. […] Έτσι, σε κάθε βήμα μας υπενθυμίζεται ότι σε καμία περίπτωση δεν εξουσιάζουμε εμείς τη φύση όπως ένας κατακτητής εξουσιάζει έναν ξένο λαό, σαν κάποιος που στέκεται έξω από τη φύση -αλλά ότι εμείς, με τη σάρκα, το αίμα και το μυαλό μας, ανήκουμε στην φύση και υπάρχουμε μέσα σε αυτή, και ότι όλη μας η κυριαρχία σε αυτή συνίσταται στο γεγονός ότι έχουμε το πλεονέκτημα σε σχέση με όλα τα άλλα πλάσματα να μπορούμε να μαθαίνουμε τους νόμους της και να τους εφαρμόζουμε σωστά».

Για τον Ένγκελς, όπως και για τον Μαρξ, το κλειδί για το σοσιαλισμό ήταν η ορθολογική ρύθμιση του μεταβολισμού της ανθρωπότητας και της φύσης, με τέτοιον τρόπο ώστε να προωθούμε το μέγιστο δυνατό ανθρώπινο δυναμικό, διασφαλίζοντας παράλληλα τις ανάγκες των μελλοντικών γενεών. Δεν είναι να απορεί κανείς συνεπώς, που βλέπουμε, στον 21ο αιώνα, την επιστροφή του Ένγκελς, ο οποίος, μαζί με τον Μαρξ, συνεχίζει να νοηματοδοτεί τους αγώνες και να εμπνέει ελπίδες που καθορίζουν τον, μαστιζόμενο από την κρίση και αναγκαία επαναστατικό, καιρό μας.

Πηγή: prin.gr

Διαβάστε επίσης: Engels’ Letters to Kautsky

Τα άρθρα που δημοσιεύουμε δεν απηχούν αναγκαστικά τις απόψεις μας και δεν δεσμεύουν παρά τους συγγραφείς τους. Η δημοσίευσή τους έχει να κάνει όχι με το αν συμφωνούμε με τις  θέσεις που υιοθετούν, αλλά με το αν τα κρίνουμε ενδιαφέροντα για τους αναγνώστες μας.