Ο διακεκριμένος αριστερός οικονομολόγος εξηγεί γιατί η ραγδαία άνοδος της Ακροδεξιάς δεν είναι ανεξήγητη, πώς συνδέεται ο οικονομικός φιλελευθερισμός με τον εθνικισμό και ποιες είναι οι (βαριές) ευθύνες του προέδρου
Του Μανώλη Σπινθουράκη
7 Ιουλίου 2024
Ο Τομά Πικετί -από τους επιφανέστερους αριστερούς οικονομολόγους στον κόσμο, αναγνωρισμένος και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού- εγκατέλειψε αυτή την εβδομάδα τα πανεπιστημιακά έδρανα και, όπως και πολλοί άλλοι Γάλλοι ακαδημαϊκοί, κατέβηκε στις διαδηλώσεις και τις συγκεντρώσεις κατά της Ακροδεξιάς που λίγο πολύ έγιναν σε όλες τις πόλεις της Γαλλίας.
Σφοδρός πολέμιος της οικονομικής πολιτικής του Μακρόν και υπέρμαχος της φορολόγησης του μεγάλου πλούτου, της μόνης -κατά τη γνώμη του- υπαρκτής πηγής άντλησης εσόδων για την κάλυψη των πελώριων κρατικών δαπανών που θα απαιτηθούν τα επόμενα χρόνια για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ο Πικετί είναι μία από τις προσωπικότητες που σύμφωνα με δημοσιεύματα του γαλλικού Τύπου θα μπορούσε να αναλάβει το υπουργείο Οικονομικών στην περίπτωση που δημιουργηθεί μετεκλογικά στη Γαλλία μια κυβέρνηση κορμός της οποίας θα είναι το Νέο Λαϊκό Μέτωπο της Αριστεράς. Κάτι που οι δημοσκοπήσεις δεν αποκλείουν, ούτε όμως και πιθανολογούν. Δημοσκοπήσεις που ούτως ή άλλως είναι υψηλού κινδύνου και που στη Γαλλία είθισται στον δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών πολύ συχνά να πέφτουν έξω. Οπως το 2022 που προέβλεπαν ότι το κόμμα της Μαρίν Λεπέν θα έχει περίπου 30 βουλευτές και τελικά έβγαλε 90.
Μιλώντας στην «Εφ.Συν.» ο Τομά Πικετί δεν έκρυψε τη βαθιά ανησυχία του έναντι μιας ενδεχόμενης επικράτησης της Ακροδεξιάς στον αυριανό δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών στη Γαλλία. Ανησυχία τόσο για το τι μέλλει γενέσθαι με τις ακαδημαϊκές ελευθερίες και την ελευθερία του λόγου στα Πανεπιστήμια, κυρίως όμως για τις οικονομικές επιπτώσεις που θα υπάρξουν στα λαϊκά στρώματα της Γαλλίας.
«Ο οικονομικός φιλελευθερισμός πολύ συχνά πάει μαζί με τον εθνικισμό, τον εθνοκεντρισμό και την απολυταρχία» επισημαίνει ο Πικετί, δηλώνοντας πεπεισμένος ότι αν η Ακροδεξιά έρθει στην κυβέρνηση «θα έρθουν δύσκολες μέρες για τα λαϊκά στρώματα με μειώσεις μισθών, αυξήσεις στους έμμεσους φόρους, περικοπές στα επιδόματα και συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους». Η ευθύνη για την εκτίναξη των ποσοστών της Ακροδεξιάς τα τελευταία χρόνια στη Γαλλία «ανήκει χωρίς αμφιβολία στον Μακρόν και στις εμμονές του να θέλει να κυβερνήσει με κάποια ιδιότυπη κεντρώα παράταξη, υποτίθεται λογικών ανθρώπων, που φυσικά δεν υπάρχει» λέει ο Πικετί.
Συνεχίζοντας αναφέρει ότι «η παράταξη Μακρόν δεν φαίνεται να έχει διδαχθεί τίποτα από την τροπή των πραγμάτων και συμπεριφέρεται ανεύθυνα, αφού ακόμα και τώρα, που η Ακροδεξιά βρίσκεται ένα βήμα πριν από την εξουσία, δηλώνει ότι δεν είναι διατεθειμένη να συγκυβερνήσει με την Αριστερά, πολλούς βουλευτές της οποίας φρόντισε ωστόσο να βοηθήσει να εκλεγούν αποσύροντας τους δικούς της υποψήφιους. Και αντιστρόφως, άλλωστε».
Συνεχίζοντας ο Πικετί επισημαίνει ότι «η υποτιθέμενη σύμπραξη κεντροδεξιών και κεντροαριστερών επί της ουσίας οδήγησε στη δημιουργία ενός κόμματος που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των προνομιούχων στρωμάτων της κοινωνίας», αναφέροντας μάλιστα πως «σύμφωνα με ακαδημαϊκές μελέτες, για πρώτη φορά στην ιστορία της σύγχρονης Γαλλίας η αστική τάξη της έχει υποστηρίξει με τόσο μεγάλη ομοψυχία ένα κόμμα όπως αυτό του Μακρόν. Ακόμα και τα παραδοσιακά δεξιά κόμματα, που είχαν βεβαίως κατά το παρελθόν τη στήριξη της αστικής τάξης, διατηρούσαν και ισχυρές προσβάσεις στις αγροτικές περιοχές καθώς και στα λαϊκά στρώματα».
Κατά τον Πικετί, η αποτυχία του Μακρόν οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι «η κοινωνική βάση που τον στήριξε ήταν περιορισμένη», σημειώνοντας ωστόσο ότι ο λόγος για τον οποίο κατάφερε να παραμείνει στην εξουσία είναι ότι «τα λαϊκά στρώματα των μεγάλων γαλλικών πόλεων στράφηκαν προς την Αριστερά, ενώ των αγροτικών περιοχών προς την Ακροδεξιά». Σημειώνει δε ότι «ο Ζαν-Λικ Μελανσόν δεν κατάφερε να αντιληφθεί το μέγεθος αυτού του προβλήματος» και «ότι όπως ιστορικά έχει αποδειχτεί, η Αριστερά για να έρθει στην εξουσία πρέπει να έχει μαζί της και τα λαϊκά στρώματα των αγροτικών περιοχών και ευρύτερα της επαρχίας».
Σχολιάζοντας εξάλλου το σενάριο που κυκλοφορεί στη Γαλλία και που σύμφωνα με το οποίο θα ήταν ίσως προτιμότερο στην παρούσα φάση να σχηματιστεί μία ακροδεξιά κυβέρνηση, η οποία υπό την πίεση των Βρυξελλών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θα αναγκαζόταν να εφαρμόσει περιοριστικές δημοσιονομικές πολιτικές αναλαμβάνοντας το σχετικό πολιτικό κόστος, ο Τομά Πικετί δηλώνει πως δεν έχει μεγάλη εμπιστοσύνη στους τεχνοκράτες των Βρυξελλών και της Φρανκφούρτης.
«Από τη μία πλευρά κλείνουν τα μάτια στην περίπτωση της Ιταλίας επειδή η Μελόνι δηλώνει ότι τάσσεται υπέρ της ελεύθερης αγοράς, ενώ από την άλλη έδειξαν ακαμψία στην Ελλάδα όταν ήρθε στην κυβέρνηση η ριζοσπαστική Αριστερά και αυτό παρά το γεγονός ότι είχε ήδη υπάρξει συμφωνία για την επαναδιαπραγμάτευση του ελληνικού δημόσιου χρέους» σημειώνει ο Πικετί, τονίζοντας ταυτόχρονα «τη μεγάλη ευθύνη που φέρει η Γαλλία για τη στάση της εκείνη την εποχή και προσωπικά ο τότε πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ, ο οποίος επί της ουσίας ταυτίστηκε με τις απόψεις της Ανγκελα Μέρκελ».
Πηγή: www.efsyn.gr
Τα άρθρα που δημοσιεύουμε δεν απηχούν αναγκαστικά τις απόψεις μας και δεν δεσμεύουν παρά τους συγγραφείς τους. Η δημοσίευσή τους έχει να κάνει όχι με το αν συμφωνούμε με τις θέσεις που υιοθετούν, αλλά με το αν τα κρίνουμε ενδιαφέροντα για τους αναγνώστες μας.