Μακρον: Μια Μαργκαρετ Θατσερ για τη Γαλλια

του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

Ο Μακρόν “τα πήρε όλα κι έφυγε” στον δεύτερο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών, καταγάγοντας μια εύκολη νίκη εναντίον της Μαρίν Λεπέν. Oι επιδόσεις της τελευταίας ήταν  άλλωστε τόσο κακές την τελευταία βδομάδα της προεκλογικής εκστρατείας, που οδήγησαν μερικούς σχολιαστές να σκεφτούν ότι το “Εθνικό Μέτωπο” δεν ήθελε την εξουσία.

Απομένουν βέβαια δύο ακόμα μάχες για τον κ. Μακρόν. Η πρώτη είναι οι βουλευτικές εκλογές του ερχόμενου μήνα και η δεύτερη και πιο σημαντική η επίθεση που έχει ήδη προαναγγείλει κατά του γαλλικού εργατικού δικαίου, μέσα στο καλοκαίρι.

Θα ήταν πάντως έκπληξη αν δεν ολοκληρώσει τη νίκη του και στις βουλευτικές εκλογές, πόσο μάλλον που τόσο το Σοσιαλιστικό Κόμμα, όσο και η Δεξιά, τα δύο παραδοσιακά κόμματα εξουσίας της χώρας, εμφανίζουν εικόνα απόλυτης διάλυσης και αποσύνθεσης, με τα στελέχη τους να πηδάνε όπως τα ποντίκια στο νερό κολυμπώντας προς το καράβι του Μακρόν.

Συμπύκνωση του εξευτελισμού της πολιτικής τάξης της Γαλλίας, ο πρώην “σοσιαλιστής” Πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς δήλωσε ότι το Σοσιαλιστικό Κόμμα πέθανε και ότι προσχωρεί και κατεβαίνει υποψήφιος με το κόμμα του Μακρόν. Για να λάβει από το κόμμα του πρώην Υπουργού του δημοσίως την απάντηση ότι πρέπει να υποβάλλει αίτηση μέσω του ‘Ιντερνετ που θα κριθεί με τις διαδικασίες που ισχύουν για όλους. Τελικά, του ανακοίνωσαν ότι δεν χρειάζονται τις υπηρεσίες του.

Ακόμα κι αν πετύχει όμως τη θεσμική παντοδυναμία που ονειρεύεται στις βουλευτικές, ο Μακρόν και οι ιδέες του παραμένουν απομονωμένες και μειοψηφικές στη γαλλική κοινωνία, όπως δείχνει η ανάλυση των αποτελεσμάτων και του πρώτου και του δεύτερου γύρου των προεδρικών εκλογών. Η κατάληψη άλλωστε του εργοστασίου της GS&Μ από τους εργάτες του, που απειλούν να το ανατινάξουν την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, υπενθυμίζει σε όλους ότι το “έργο” του νέου Προέδρου δεν θα είναι καθόλου εύκολο.

Ένας άνθρωπος των “Αγορών” και του “Χρήματος”

Δεν πρέπει να έχει κανείς αμφιβολίες για την αποφασιστικότητα του πρώην τραπεζίτη των Ρότσιλντ να φέρει σε πέρας την αποστολή του, που δεν είναι άλλη από το να γίνει η Μάργκαρετ Θάτσερ της Γαλλίας. Αν άλλωστε επελέγη για τον ρόλο αυτό, μερικοί πιστεύουν με τη φροντίδα του Ζακ Ατταλί, είναι ακριβώς γιατί έχει εκπαιδευτεί επί δεκαετίες στην πιο απόλυτη πειθαρχία και γιατί δεν δείχνει να έχει ιδιαίτερους συναισθηματικούς δεσμούς με τη χώρα του. Δεν είναι επαγγελματίας πολιτικός αλλά ο άνθρωπος των Αγορών και του Χρήματος που ήρθε να κυβερνήσει τη Γαλλία. Αν υπάρχει κάποιος αποφασισμένος να δείξει όση σκληρότητα και να πάρει όσα ρίσκα χρειάζεται για να την “αναμορφώσει”, είναι ο Μακρόν.

Οι “αγιογράφοι” του πολλαπλασιάζονται τώρα στον γαλλικό τύπο όπως τα μανιτάρια στο δάσος μετά από τη βροχή. Θα ήθελαν πολύ να τον συγκρίνουν με τον Ναπολέοντα. Γνωρίζοντας όμως ότι διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο να γελοιοποιηθούν, περιορίζονται να θυμίσουν ότι δεν υπήρξε μετά τον Αυτοκράτορα άλλος τόσο νέος ηγέτης στη χώρα.

Μόνο που αυτός ο Ναπολέων, δεν σκοπεύει να ξεκινήσει κανέναν πόλεμο με τους Βασιληάδες της Ευρώπης, που συνασπίστηκαν, με τη χρηματοδότηση λέγεται των Ρότσιλντ, για να πνίξουν την επαναστατημένη Γαλλία. Οι εκστρατείες του μάλλον εσωτερικές θα είναι, όπως εκείνες του Θιέρσου. Η Κομμούνα του Παρισιού άλλωστε μας προέκυψε από την άρνηση του λαού του να αποδεχτεί τη συνθηκολόγηση των κυβερνητών του απέναντι στη Γερμανία.

Η εμφάνισή του Μακρόν, την ημέρα που κέρδισε τις εκλογές, ήταν άψογη, ακόμα και η αλαζονεία του έμοιαζε μελετημένη να υπενθυμίσει στους Γάλλους ότι προέρχεται από την τάξη που είναι προορισμένη να κυβερνά. Η ομιλία του ήταν μια γενικολογία, που θα μπορούσε να εκφωνηθεί πριν ή μετά από έναν αιώνα. Εκτός από ένα σημείο. ‘Οταν τσουβάλιασε με τον όρο “εξτρεμισμοί” την αριστερά και την άκρα δεξιά, ανακοινώνοντας ότι σκοπός του είναι να τις πολεμήσει.

Το μόνο κάπως “ανθρώπινο”, αυθόρμητο στοιχείο του κ. Μακρόν τη μέρα της νίκης ήταν στο τέλος των πανηγυρισμών, το αμήχανο γελάκι του καθώς απέμεινε μόνος στην ομάδα να μην τραγουδάει τη Μασσαλιώτιδα. Είτε δεν ήξερε τους στοίχους, είτε δεν μπορούσε να τους τραγουδήσει.

Αν υπάρχει ένα τραγούδι που μισεί η άρχουσα τάξη της Γαλλίας είναι ο εθνικός ύμνος της χώρας της που καλεί “στα όπλα τους πολίτες”. Όπως και το εθνικό της σύμβολο, που βλέπει κανείς σε όλα τα δημόσια κτίρια: Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα.

Με αυτά ήρθε να ξεμπερδέψει ο Τραπεζίτης-Πρόεδρος. Η εκπληκτική επιτυχία του, να μπει στην πολιτική και να γίνει Πρόεδρος της Γαλλίας σε τρία χρόνια, αντανακλά την τεράστια ισχύ, επιρροή και δυνατότητες του χρηματιστικού κεφαλαίου, της Αυτοκρατορίας του Νταβός, στην εποχή μας.

Σε διεθνές επίπεδο, η νίκη του Μακρόν ανακόπτει, τουλάχιστον προσωρινά, τον κύκλο επιτυχιών της πιο ριζοσπαστικής πτέρυγας του δυτικού  κατεστημένου, εκείνης δηλαδή που, πεπεισμένη ότι δεν προχωράει μακριά η “ευτυχής παγκοσμιοποίηση” τύπου Φουκουγιάμα, αποφάσισε να ποντάρει στο “μοντέλο Χάντιγκτον”, του “πολέμου των πολιτισμών”.

Είναι πιθανότατα το “Plan Β” του Χρήματος. Μετά την εκλογή του Τραμπ και το Brexit, ήρθαν όμως οι ολλανδικές και τώρα οι γαλλικές εκλογές να ανακόψουν (προσωρινά;) τις επιτυχίες του.

Η νίκη του Μακρόν δίνει μια “ανάσα” στην ΕΕ, απομακρύνοντας κάπως το ενδεχόμενο ενός ξαφνικού θανάτου της, αν και θα ήταν λάθος να υποθέσει κανείς ότι ξεπέρασε την κρίση της.

Και πως θα μπορούσε να την ξεπεράσει, όταν οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις στην ήπειρο, το Βερολίνο και η Κομισιόν, επιμένουν, με άγνοια Μαρίας Αντουανέττας, στις ίδιες πολιτικές, ποτίζοντας τον “άρρωστο” με το “φάρμακο” που τον σκοτώνει;

Ενας Πρόεδρος μειοψηφίας

Τον νέο Πρόεδρο εξέλεξε μια μειοψηφία των Γάλλων εκλογέων σε απόλυτους αριθμούς και αρκετοί που τον ψήφισαν δεν προσχώρησαν στο πρόγραμμά του, αλλά θέλησαν να εμποδίσουν την Λεπέν. Ειδικότερα:

– Σε αντίθεση με τον Σιράκ, που πήρε 82% έναντι του πατρός Λεπέν το 2002, ο Μακρόν απέσπασε μόνο 65%

– Για πρώτη φορά μετά το 1969, η συμμετοχή στον δεύτερο γύρο ήταν μικρότερη κατά 3% του πρώτου

– Το ποσοστό 12% ακύρων ψηφοδελτίων ήταν απόλυτο ρεκόρ για την Πέμπτη Δημοκρατία (το 2012 ήταν 5,8%)

– Υπέρ του Μακρόν ψήφισε το 42% των εχόντων δικαίωμα ψήφου και από αυτούς, κατά τις δημοσκοπήσεις, μόνο το 55% συμμεριζόταν τις ιδέες του

Τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου είναι τα αληθινά αντιπροσωπευτικά των πολιτικών προτιμήσεων των Γάλλων, οι μισοί από τους οποίους ψήφισαν πολιτικές δυνάμεις που τάσσονται εναντίον της Ευρωπαiκής ‘Ενωσης με την τωρινή μορφή της.

Αν συνυπολογίσουμε τις ψήφους της “Ανυπότακτης Γαλλίας” του Μελανσόν, του “αριστερού σοσιαλιστή” Αμόν και των δύο τροτσκιστών υποψηφίων βλέπουμε ότι αποσπούν  το 27% των ψήφων στον πρώτο γύρο, λίγο περισσότερους από τις ψήφους που απέσπασε η άκρα δεξιά και οι αντισυστημικοί Δεξιοί Γκωλικοί του Ντιπόν Αινιάν. Ακόμη κι αν δεν υπολογίσουμε τον Αμόν, μιλάμε πάλι για πάνω από 50% καθαρά “αντισυστημικών” ψήφων, σε μια από τις πιο κεντρικές ευρωπαϊκές χώρες.

Ο Αμόν, να σημειωθεί, υποστήριξε πολιτικές προτάσεις που, υλοποιούμενες, θα οδηγούσαν σε σύγκρουση με τις Βρυξέλλες. Ο λόγος που τον εντάσσουμε σε μια ενδιάμεση κατηγορία είναι ότι προφανώς δεν ήθελε ρήξη με την ΕΕ για να τις επιβάλλει.

Δηλαδή ένα 50-55% περίπου των ψηφισάντων τάσσεται υπέρ “αντισυστημικών” κομμάτων, είτε της αριστεράς, είτε της δεξιάς και της άκρας δεξιάς.

55% ήταν και το ποσοστό των Γάλλων που καταψήφισαν το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Συνταγματικής Συνθήκης (κατ’ ουσίαν το οικοδόμημα του Μάαστριχτ) στο δημοψήφισμα του 2005. Μόνο που τότε, δεν υπήρχαν πολιτικά υποκείμενα στη Γαλλία να εκφράσουν αυτό το ‘Οχι, ούτε είχε ξεσπάσει η βαθειά, δομική οικονομική κρίση του 2008.

Η Γαλλία έγινε έτσι η δεύτερη χώρα της ΕΕ, μετά την Ελλάδα, όπου η πλειοψηφία των πολιτών προσχώρησε εκλογικά σε κόμματα που δηλώνουν “αντισυστημικά”. Επιβεβαιώνοντας ότι βρισκόμαστε στο περιβάλλον εντεινόμενης, βαθιάς, δομικής και όχι συγκυριακής κρίσης του δυτικού καπιταλισμού και του πολιτικού του συστήματος, βάθους, αν και όχι έντασης, ανάλογων με της κρίσης του 1929.

Οπως συνέβη και στη δεκαετία του 1930, η κρίση τείνει να παράγει ριζοσπαστικά πολιτικά υποκείμενα προς τα αριστερά και προς τα ακροδεξιά, ιδίως σε χώρες σχετικά ισχυρότερες, όπως η Γαλλία, η Βρετανία και οι ΗΠΑ, που μπορούν ευκολότερα να σκεφτούν να στηριχτούν στις δικές τους δυνάμεις. Σε χώρες πιο αδύναμες, η ριζοσπαστικοποίηση εκδηλώθηκε κυρίως προς αριστερά, όπως με τον ΣΥΡΙΖΑ και τους Ποδέμος.

Μια γεωπολιτική Βαϊμάρη

Οχι μόνο υπάρχουν σημαντικές δομικές ομοιότητες ανάμεσα στην κοινωνικο-πολιτική κρίση της σημερινής Ευρώπης με εκείνη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1919-33) στη μεσοπολεμική Γερμανία. Και γεωπολιτικά η σημερινή Ευρώπη θυμίζει τη δεκαετία του 1930 και τις αρχές της δεκαετίας του 1940. Ολόκληρη μοιάζει υπό γερμανική ηγεμονία, με μόνο δύο χώρες στις άκρες της να αμφισβητούν τα desiderata του Βερολίνου. Τη Ρωσία του Πούτιν ανατολικά,  υποχρεωμένη, σχεδόν παρά τη θέλησή της, να αντιστέκεται στη Δύση. Τη Βρετανία στα δυτικά, η άρχουσα τάξη της οποίας ονειρεύεται ισχυρότερο ρόλο για το Λονδίνο, για λογαριασμό βέβαια πάντα της ανερχόμενης “Αυτοκρατορίας του Χρήματος” και των ΗΠΑ.

Η Ιταλία μοιάζει πάντα να ταλαντεύεται και να “καιροσκοπεί”, όπως τον καιρό του Μουσσολίνι, πριν πάρει την τελική απόφαση να πάει με τον Χίτλερ. Η Πολωνία θυμίζει κάπως την εποχή του Πιλσούντσκι, η Ισπανία μοιάζει να έχει αποτραβηχτεί στη δική της χερσόνησο, όπως και τότε. Στην ευρωπαϊκή περιφέρεια ιδιαίτερος παραμένει πάντα ο ρόλος της Τουρκίας, που παζαρεύει τη διεθνή της θέση, αλλά και μιας μη ευρωπαϊκής χώρας, που δεν υπήρχε στον μεσοπόλεμο, του Ισραήλ, με τεράστια επιρροή στις ευρωπαϊκές και ιδίως τις μεσογειακές υποθέσεις.

Βεβαίως, η “γερμανική ηγεμονία” επί της Ευρώπης παραμένει πάντα υπό την επίβλεψη του Χρήματος, του ΔΝΤ, των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, που φροντίζουν, από καιρού εις καιρό, να υπενθυμίζουν και να επιβάλουν στο Βερολίνο το όριά της.

Η Γαλλία έχει τοποθετήσει εδώ και καιρό τον εαυτό της σε μια θέση υποτελή και υποδεέστερη έναντι της Γερμανίας, που θυμίζει κάπως, τηρουμένων ασφαλώς των αναλογιών και σε πολύ διαφορετικές συνθήκες, το Βισύ του στρατάρχη Πεταίν.

Γαλλία, Γερμανία και ΕΕ

Στο Βερολίνο, αναστεναγμοί ανακούφισης υποδέχτηκαν την εκλογή Μακρόν απέναντι στη Λεπέν. Πολύ γρήγορα όμως τους διαδέχθηκαν προειδοποιήσεις και της Γερμανίας και του Γιούνκερ προς τον νεοεκλεγέντα Πρόεδρο να μην περιμένει χαλάρωση της “δημοσιονομικής σταθερότητας”.

Ο Μακρόν έχει τη συμπαράσταση της “Διεθνούς του Χρήματος”, που άλλωστε εκπροσωπεί. Παρόλο όμως που το Βερολίνο συμμάχησε με αυτή τη “Διεθνή” για να επιβληθεί στην Ευρώπη, η γερμανική Δεξιά δεν επιθυμεί να ξοδέψει τα γερμανικά πλεονάσματα για να βοηθήσει τους συμμάχους της ή την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής και διεθνούς οικονομίας, παρά το ότι ο κ. Γκάμπριελ (όχι όμως ο κ. Σουλτς) και ορισμένοι Πράσινοι, αρχίζουν να φλερτάρουν με την ιδέα, θεωρώντας ότι η γερμανική ηγεμονία επιβάλλει μια λίγο μεγαλύτερη ευελιξία.

Απομένει να δούμε τι θα κάνει ο Μακρόν, που από τη μια έχει να αντιμετωπίσει τον συγκεκαλυμμένο, πλην πολύ υπαρκτό γερμανικό εθνικισμό, από την άλλη ετοιμάζεται να προχωρήσει στην “κατεδάφιση” του εργατικού δικαίου στη δική του χώρα.

Η νεκρανάσταση της αριστεράς 

Η Γαλλία είναι μια χώρα που έχει κάνει δέκα επαναστάσεις σε δύο αιώνες. Από το Λαϊκό Μέτωπο στην μεταπολεμική παντοδυναμία του ΚΚ, από τον αγώνα των τροτσκιστών υπέρ της αλγερίνικης επανάστασης στον Μάη του 1968, μέχρι τον θρίαμβο του Σοσιαλιστικού Κόμματος το 1981, η Αριστερά σφράγισε την ιστορία της χώρας.

Αλλά πολλοί πίστεψαν ότι αυτή η παράδοση πέθανε, μαζί με τη διάκριση αριστεράς-δεξιάς, μετά την πλήρη συνθηκολόγηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος με τον νεοφιλελευθερισμό, σε συνθήκες προϊούσας πολιτιστικής παρακμής και “αμερικανοποίησης”. Η παραδοσιακή, σοσιαλιστική κουλτούρα των λαϊκών τάξεων επεβίωνε, αλλά σε διαρκή άμυνα, χωρίς ιδεολογικο-πολιτικούς εκπροσώπους ή παρουσία στα Μέσα. ‘Οτι απέμενε από την κοινωνική αμφισβήτηση άρχισε να μεταναστεύει στην ακροδεξιά. το “Εθνικό Μέτωπο” της Μαρίν Λεπέν.

Ωσπου η υποβόσκουσα κοινωνική ζήτηση για πραγματική, αυθεντική αριστερά συνάντησε το πολιτικό διάβημα του Μελανσόν και εγένετο “θαύμα”, μια “νεκρανάσταση” δηλαδή μιας αριστεράς που να έχει κάποια σχέση με το όνομά της.

Το αποτέλεσμα του Μελανσόν στον πρώτο γύρο πρέπει να θεωρηθεί ιστορικό. Κλείνει τον κύκλο της ηγεμονίας του Σοσιαλιστικού Κόμματος που άνοιξε το συνέδριο του Epinay, το 1971, όπως έγινε και στην Ελλάδα με τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ.

Το αποτέλεσμα του Μελανσόν δεν είναι τυχαίο. Αντανακλά την τεράστια ζήτηση για αυθεντική αριστερά σε όλο τον δυτικό κόσμο. Πρόσφατη δημοσκόπηση έδειξε ότι η αμερικανική νεολαία (16-20 ετών) θα ψήφιζε κατά 45% “σοσιαλιστή” και κατά 21% “κομμουνιστή”, αν και Σοσιαλιστές και Κομμουνιστές είναι περίπου ανύπαρκτοι στις ΗΠΑ (ίσως και γι’ αυτό!). Προ ημερών, μια πλειοψηφία Βρετανών τάχθηκε στις δημοσκοπήσεις υπέρ του αριστερού εκλογικού προγράμματος των Εργατικών, που προβλέπει επανεθνικοποίηση των σιδηροδρόμων, των ταχυδρομείων, της ύδρευσης και ανάλογης κατεύθυνσης μέτρα.

Το “εκλογικό παιχνίδι” στη Γαλλία έμοιαζε εξ αρχής σχεδιασμένο να πάει εκεί που πήγε, σε μια αναμέτρηση Μακρόν-Λεπέν. Μόνο απέναντι στη Λεπέν, ο Μακρόν ήταν σίγουρος για τη νίκη. Μόνο απέναντι στον Μακρόν των Ρότσιλντ και μόνο συσπειρώνοντας όλη την αμφισβήτηση πίσω της, η Λεπέν θα μπορούσε να έχει ελπίδα.

Οι επιδόσεις του Μελανσόν, που αμφισβήτησε το μονοπώλιο της Λεπέν ως εκφραστή της κοινωνικής δυσφορίας και εξέγερσης, άλλαξε τα δεδομένα. Και δεν μπορούμε να ξέρουμε τι θα γινόταν αν δεν συνέβαινε η τρομοκρατική επίθεση στις παραμονές του πρώτου γύρου, που ενίσχυσε τον Μακρόν, σταθεροποίησε τον Φιγιόν και συνέβαλε στον αποκλεισμό του Μελανσόν.

Η “Ανυπότακτη Γαλλία” απέσπασε πάνω από το τριπλάσιο των ψήφων του υποψηφίου των Σοσιαλιστών. Η άνοδός της υπήρξε εξίσου ορμητική με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, του Κόρμπιν και του Σάντερς. Βεβαίως, το πολύ καλό ξεκίνημα δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην και καλή συνέχεια – συχνά τα προβλήματα εμφανίζονται αργότερα και η ελληνική τραγωδία και προδοσία το απέδειξε επαρκέστατα. Η “Ανυπότακτη Γαλλία” απέχει ακόμα πάρα πολύ από το να είναι το υποκείμενο που χρειάζεται στις μέρες μας οποιαδήποτε σοβαρή απόπειρα αριστερής, “ριζοσπαστικής” διακυβέρνησης. Στην γαλλική περίπτωση εμφανίστηκαν αμέσως άλλωσε με τον σεχταρισμό και την αδυναμία της γαλλικής αριστεράς να συνασπισθεί στο σύνολό της στις βουλευτικές εκλογές. Με δεδομένο το υπερπλειοψηφικό, δύο γύρων, βαθειά αντιδημοκρατικό εκλογικό σύστημα, αυτή η αποτυχία μπορεί να έχει δυσμενείς συνέπειες ως προς τον τελικό αριθμό βουλευτών της αριστεράς.

Ο Μακρόν κέρδισε γιατί η Γαλλία δεν εμπιστεύτηκε (αυτή τη φορά) μια άκρα δεξιά που της φάνηκε επικίνδυνη, αλλά και γιατί, ίσως, η Αριστερά δεν ήταν ακόμα έτοιμη. Το πιθανότερο όμως είναι ότι αυτή η καθυστέρηση στην εκδήλωση της κρίσης, δεν θα συμβάλει παρά στην πιο ισχυρή της εκδήλωση σε μια ορισμένη χρονική στιγμή.

Το εξασφαλίζουν άλλωστε αυτό οι σημερινές ευρωπαϊκές ελίτ, περισσότερο από ποτέ εξαρτημένες και καθοδηγούμενες από το Χρήμα, με την επιμονή τους στις πολιτικές ακριβώς που προκάλεσαν την κρίση, τη δυσφορία και την εξέγερση.

17.5.2017