ΕΣΣΔ 1990: Η «δημοκρατική αντεπανάσταση» της νομενκλατούρας

Τρίτο από μια σειρά άρθρων για τον Αλεξάντρ Μπουζγκάλιν και την περεστρόικα που έγινε καταστρόικα.

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
14 Ιανουαρίου 2024

Τρίτο από μια σειρά άρθρων για τον Αλεξάντρ Μπουζγκάλιν και την περεστρόικα που έγινε καταστρόικα.

Η Ρωσία γνώρισε μια γιγαντιαία «δημοκρατική αντεπανάσταση» στο τέλος της δεκαετίας του 1980 και τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Την περιέγραψε με πολύ διεισδυτικό τρόπο, η Ντιμίτρινα Πετρόβα, υπουργός της πρώτης μετακομμουνσιτικής κυβέρνησης της Βουλγαρίας: «Η μόνη επανάσταση που συνέβη στην Ανατολική Ευρώπη ήταν η επανάσταση της νομενκλατούρας, μέσω της οποίας απελευθέρωσε τον εαυτό της από οποιαδήποτε ηθική ευθύνη». Επρόκειτο για τον μετασχηματισμό της «κομμουνιστικής γραφειοκρατίας» (και ιδίως ορισμένων τμημάτων της, που ήταν η «γέφυρα» με τον ταχέως αναπτυχθέντα «κόσμο του εγκλήματος», σε συμμαχία με τη Δύση, τα ινστιτούτα της και τις μυστικές της υπηρεσίες) από διαχειρίστρια σε ιδιοκτήτρια τάξη.

Η «Δημοκρατία» χρησίμευσε ως σύνθημα για το γκρέμισμα του παλιού καθεστώτος, αλλά η Δημοκρατία, όπως συνήθιζε να τονίζει ο Αλεξάντρ Μπουζγκάλιν, είναι μια ελληνική λέξη που σημαίνει κράτος, εξουσία του Δήμου, του λαού, της συνέλευσης των πολιτών. Ο σκοπός όσων ηγήθηκαν αυτής της διαδικασίας δεν ήταν ασφαλώς να δώσουν οποιαδήποτε εξουσία και ιδιοκτησία στον λαό, αλλά να την κρατήσουν για δικό τους λογαριασμό. Το κακοσχεδιασμένο και εξ αρχής στηριζόμενο σε εσφαλμένες υποθέσεις πείραμα «εκδημοκρατισμού» της ΕΣΣΔ, με τις δυνάμεις που κυριάρχησαν τελικά σε αυτό, δεν μπορούσε να καταλήξει παρά στο δραματικό τέλος του με τον βομβαρδισμό του Συνεδρίου των Λαϊκών Βουλευτών τον Οκτώβριο του 1993, υπό την ενθάρρυνση και την ενθουσιώδη υποστήριξη των Δυτικών – βομβαρδισμός που άνοιξε τον δρόμο στη λεηλασία της τεράστιας σοβιετικής δημόσιας περιουσίας. Στην ΕΣΣΔ δεν πήγαμε το 1991 σε καμιά δημοκρατία: πήγαμε από την δήθεν προλεταριακή δικτατορία στη δήθεν δημοκρατία της μαφίας και της γραφειοκρατίας.

Το όλο συνοδεύτηκε από τη βίαιη διάρρηξη του σοβιετικού «κοινωνικού συμβολαίου», την αποδιοργάνωση του κράτους, τη διάλυση της ΕΣΣΔ, τη βίαιη καταστροφή των κοινωνικών και των σχέσεων ανάμεσα στις σοβιετικές εθνότητες και μια ιστορικά πρωτοφανή οικονομική, κοινωνική, δημογραφική, αλλά και πολιτιστική καταστροφή, καθώς σε ελάχιστο διάστημα η σοβιετική Ρωσία πραγματοποιούσε (με τον χειρότερο τρόπο) ένα βασικό μετασχηματισμό που ο δυτικός καπιταλισμός χρειάστηκε μερικούς αιώνες για να πραγματοποιήσει: την απόσπαση της σφαίρας της οικονομίας από τη σφαίρα της ηθικής.

Υλική και πνευματική παρακμή

Όπως ήταν φυσικό, μια τέτοια μεταβολή προϋπέθεσε και προκαλούσε ένα βαθειά παρακμιακό πνευματικό κλίμα. Αυτό είχε αρχίσει ήδη στη διάρκεια της περεστρόικα με την εμφάνιση διαφόρων θαυματουργών μάγων τύπου Κασπιρόφσκι, με την ασύστολη δημαγωγία του Γέλτσιν και των φίλων του, με τη θεοποίηση της Δύσης (την οποία όλοι οι σοβιετικοί βουλευτές έφτασαν να αποκαλούν «πολιτισμένο κόσμο», θεωρώντας δηλαδή τη χώρα τους και τους εαυτούς τους απολίτιστους), την έκρηξη του εγκλήματος. Οι πιο ακραίοι από τους φιλελεύθερους δημοκράτες, αφού είχαν κάνει όλη την καριέρα τους στο Κομμουνιστικό Κόμμα, περίμεναν να ιδιωτικοποιήσουν τα σπίτια τους και ευθύς αμέσως χαρακτήριζαν ως εγκληματική όχι μόνο την Επανάσταση των Μπολσεβίκων αλλά και κάθε μορφής ουτοπία, ενώ θεοποιούσαν τη Θάτσερ και τον Πινοτσέτ. Μέλος του Πολιτικού Γραφείου, ο Αλεξάντρ Γιάκοβλεφ χαιρέτιζε ενθουσιωδώς το… άνοιγμα του μεγαλύτερου McDonald στον κόσμο ως σύμβολο της νέας εποχής – μερικά χρόνια αργότερα θα ζητούσε μια «δίκη της Νυρεμβέργης» για τους κομμουνιστές, χωρίς να διευκρινίσει αν θα έπρεπε να δικαστεί κι ο ίδιος. Οι αντίπαλοί όλων αυτών δεν μπορούσαν να αντιτάξουν με τη σειρά τους κάποιο εναλλακτικό σχέδιο για τη χώρα και προτιμούσαν απλώς να εξωραϊζουν, πέραν κάθε σοβαρότητας, το σταλινικό και τσαρικό ακόμα παρελθόν της.

Τα γράφω αυτά, διότι μόνο παίρνοντας υπόψιν το κλίμα πνευματικού σκοταδισμού, ηθικής παρακμής, κοινωνικής διάλυσης και πλήρους κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού, που επικράτησε στη Ρωσία και τις άλλες σοβιετικές δημοκρατίες, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί ήταν τόσο δύσκολη και τόσο σημαντική η προσπάθεια ανθρώπων, όπως ο Αλεξάντρ Μπουζγκάλιν, να διατηρήσουν και να αναπτύξουν όσο ήταν δυνατό την παράδοση της ορθολογικής, κριτικής και μαρξιστικής σκέψης και δράσης. Μπορεί η απήχηση των ιδεών τους να ήταν περιορισμένη (και δεν μπορούσε να είναι διαφορετικά σε τόσο αντίξοες συνθήκες), δεν έπαυσαν όμως να έχουν μια επιρροή πολύ ευρύτερη με το παράδειγμά τους, να αποτελούν ένα στοιχείο «ομοιοστασίας» σε έναν κοινωνικό και πνευματικό οργανισμό που βρισκόταν σε χαοτική περιδίνηση, θυμίζοντας ότι υπάρχει και άλλο πνευματικό υπόδειγμα, ότι οι άνθρωποι δεν είναι υποχρεωμένοι να διαλέξουν μεταξύ ανοησιών. Η ύπαρξη έστω και ενός μικρού σοβαρού μαρξιστικού σοσιαλιστικού ρεύματος έθετε ένα υπόδειγμα και ανάγκαζε όλα τα υπόλοιπα ιδεολογικά ρεύματα να μην ξεφεύγουν πέραν ενός ορίου. Μεταβίβαζε ταυτόχρονα στις επόμενες γενιές έναν αριθμό από σημαντικές, κρίσιμες ιδέες που θα τις χρειαστεί οπωσδήποτε στις μελλοντικές μάχες του και ο ρωσικός λαός και οποιοδήποτε αριστερό κίνημα άξιο του ονόματος θα υπάρξει στο μέλλον. Ήδη εδώ και αρκετά χρόνια εμφανίζεται στη Ρωσία ένα σημαντικό ρεύμα στη νεολαία που αρχίζει ξανά να ψάχνει τον μαρξισμό και τις ιδέες της αριστεράς και σε αυτούς κυρίως βάσιζε τις ελπίδες του και τους έκανε και πολλά μαθήματα ο Μπουζγκάλιν.

Ταυτόχρονα ο ίδιος και οι σύντροφοί του παρέμειναν και μια γέφυρα με το σοβιετικό παρελθόν, με τους αγώνες των σοβιετικών εργαζομένων και διανοουμένων, ακόμα και κάτω από την εξουσία της γραφειοκρατίας, με τα στοιχεία σοσιαλισμού που ενυπήρχαν ασφαλώς στο σοβιετικό γραφειοκρατικό καθεστώς. Δεν πήγαν στην εξτρεμιστική απόρριψη όλης της σοβιετικής παράδοσης, δεν ήταν αυτή η νοοτροπία τους. O Αλεξάντρ καταλάβαινε βαθιά τη συνύπαρξη πολύ αντιφατικών καταστάσεων στο σοβιετικό καθεστώς, του τεράστιου ενθουσιασμού που προκαλούσε, αλλά και των συχνά αποτρόπαιων καταπιεστικών πτυχών του, και την έχει περιγράψει σε συνεντεύξεις του. Ήταν κριτικός, όχι απορριπτικός για τον «σοβιετικό άνθρωπο», μπορούσε να τον νοιώσει γιατί τέτοιος ήταν και ο ίδιος.

Αλλά βέβαια, το βάρος των απανωτών ηττών που γνώρισε ο ρωσικός λαός και της διάλυσης της χώρας του οδήγησε τελικά στην απάθεια και ανανέωσε τις μακροχρόνιες παραδόσεις αποδοχής του αυταρχισμού της ρωσικής ιστορίας. Θυμάμαι στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1990, όταν έλεγα στον Αλεξάντρ με αγανάκτηση «μα κανένας δεν αντιδρά σε αυτά τα τρομερά πράγματα;», να μου απαντάει συγκρατώντας την πίκρα του, με ήρεμη αποδοχή της πραγματικότητας: «Ο Ρώσος πολίτης το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να πάει να ψηφίσει». Ποιος το περίμενε, η μοίρα μου επεφύλαξε να γνωρίσω πολύ αργότερα, ως αποτέλεσμα διαδοχικών ηττών, την ίδια ατμόσφαιρα αποδοχής και παθητικότητας, που μου φαινόταν τότε αδιανόητη, στην ίδια τη δική μου χώρα. Οι λαοί, όπως και οι άνθρωποι, μπορούν εύκολα να περάσουν από το μεγαλείο στην παρακμή και αντίστροφα.

Αναζητώντας αναλογίες

Για να κρίνουμε ανθρώπους σαν τον Αλεξάντρ, δεν είναι σωστό να χρησιμοποιούμε μόνο το κριτήριο της άμεσης και απτής αποτελεσματικότητας ή της ευρύτερης αποδοχής του. Ούτε μπορούμε να κάνουμε αφαίρεση του γεγονότος ότι δρούσαν «ενάντια στο ρεύμα», ένα τεράστιο ρωσικό και παγκόσμιο «αντεπαναστατικό κύμα», που ξεκίνησε με την έφοδο του Νεοφιλελευθερισμού του Ρέηγκαν και της Θάτσερ, για να κορυφωθεί στη διάλυση του ανατολικού μπλοκ και της ίδιας της ΕΣΣΔ. Αντεπανάσταση υπό την έννοια ότι ερχόταν να αμφισβητήσει το κεντρικό αίτημα όλων των επαναστάσεων της νεώτερης εποχής, να γίνει ο άνθρωπος ελεύθερος και υποκείμενο της Ιστορίας του. Στην καλύτερη περίπτωση (γιατί υπάρχει και χειρότερη, τίποτα δεν είναι εξασφαλισμένο), η περίοδος αυτή παρουσιάζει αναλογίες με το κύμα της αντίδρασης που επικράτησε στην Ευρώπη για σχεδόν τριάντα χρόνια μετά την ήττα του Ναπολέοντα.

Ίσως δεν είναι ολότελα τυχαίο ότι βλέπουμε τώρα, τριάντα χρόνια μετά την κορύφωση αυτής της «αντεπανάστασης», τη Ρωσία, την Κίνα, τον παγκόσμιο Νότο να αμφισβητούν πια την παγκόσμια κυριαρχία του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και του «υπεριμπεριαλισμού» της εποχής μας. Επιβεβαιώνοντας μια προφητεία του Λένιν, που είχε πει, πριν εκατό χρόνια, ότι η νίκη του σοσιαλισμού είναι αναπόφευκτη εξαιτίας του ότι όλοι αυτοί οι λαοί είναι πολύ περισσότεροι από τους δυτικούς. Δεν είμαστε ακόμα μπροστά σε μια νίκη του σοσιαλισμού, διαγράφεται όμως ήδη μια σημαντική εξασθένηση του παγκόσμιου Κεφαλαίου και της γεωπολιτικής του έκφρασης, των συνασπισμένων κρατών της «συλλογικής Δύσης».

Η αξία του Αλεξάντρ Μπουζγκάλιν και ανθρώπων σαν αυτόν έγκειται στο ότι διατήρησαν το «φως που καίει» σε πολύ δύσκολες συνθήκες, με τους αέρηδες να λυσσομανάνε θέλοντας να το σβήσουν.

Πηγή: kosmodromio.gr