Ο Εμίρ Κουστουρίτσα είναι πολύ θυμωμένος!

«Ακόμα και γνωστοί για τα πολιτικά τους φιλμ και μεγαλύτερης ηλικίας σκηνοθέτες, όπως ο Βιμ Βέντερς, έχουν γίνει δέσμιοι της πολιτικής ορθότητας. Δεν υπάρχει χώρος για το ελεύθερο σινεμά», είπε χθες ο πολυβραβευμένος Σερβοβόσνιος σκηνοθέτης, που βρίσκεται ξανά στην Αθήνα με αφορμή τη ρετροσπεκτίβα στο έργο του που ήδη ξεκίνησε στο Studio.

Της Νόρας Ράλλη
24 Νοεμβρίου 2023

Επίσημος καλεσμένος του φετινού Ευρωπαϊκού Πανοράματος και του καλλιτεχνικού του διευθυντή Νίνου Φένεκ Μικελίδη, του οποίου είναι και προσωπικός φίλος, είναι ο πολυβραβευμένος σκηνοθέτης Εμίρ Κουστουρίτσα. Ο Σερβοβόσνιος δημιουργός είναι βραβευμένος δύο φορές με τον «Χρυσό Φοίνικα» στις Κάνες (για τις ταινίες του «Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές» και «Underground») καθώς και με μεγάλα βραβεία στην Μπερλινάλε, στo Φεστιβάλ Βενετίας και αλλού.

Αρχές του 1990, ο Κουστουρίτσα αποδέχθηκε την πρόσκληση του άλλου σπουδαίου σκηνοθέτη, του Τσέχου Μίλος Φόρμαν, και ανέλαβε τη θέση καθηγητή στο Τμήμα Κινηματογράφου του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης, ενώ τρία χρόνια αργότερα έκανε την πρώτη αγγλόφωνη ταινία του με πρωταγωνιστές του τους χολιγουντιανούς ηθοποιούς Τζόνι Ντεπ, Φέι Νταναγουέι και Τζέρι Λιούις. Το «Arizona Dream» δεν «χώρεσε» στη λογική και την αισθητική του κέντρου της βιομηχανίας του σινεμά, ωστόσο κέρδισε την «Αργυρή Αρκτο» του Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου και η μουσική της (από τους Γκόραν Μπρέγκοβιτς και Ιγκι Ποπ) έγινε εξαιρετικά δημοφιλής.

Μιλάμε, δηλαδή, για έναν σκηνοθέτη ο οποίος όχι μόνο έζησε αλλά ήταν στο απόγειο της καριέρας του κατά τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, την πατρίδα του, βραβεύτηκε ποικιλοτρόπως, δημιούργησε στην Αμερική και ξεκίνησε και ακόμη μια καριέρα, αυτή του μουσικού: από τα τέλη της δεκαετίας του ‘90 και έως τώρα σχεδόν (μόλις πριν από λίγους μήνες σταμάτησε να κάνει συναυλίες με τη «No Smoking Orchestra» που είχε δημιουργήσει και στην οποία συμμετείχε και ο γιος του) έδωσε πάνω από 1.000 συναυλίες, γράφοντας ταυτόχρονα μουσική για ταινίες άλλων.

«Η Ελλάδα έχει αγαπήσει το κινηματογραφικό μου έργο, αλλά όχι εμένα ως μουσικό. Ούτε στη Σερβία έγινα δημοφιλής με τη δεύτερη ιδιότητά μου» μας είπε σε σχετική συνέντευξη Τύπου, που δόθηκε χθες στον κινηματογράφο Studio New Star Art Cinema, όπου θα προβληθούν και όλες του οι ταινίες (μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ), καθώς το Ευρωπαϊκό Πανόραμα κάνει ρετροσπεκτίβα για το έργο του. Ο ίδιος μίλησε για περισσότερο από μία ώρα, ήρεμος, δίνοντας εκτενέστατες απαντήσεις, αν και όλες εμπεριέχονταν σε μία λέξη: θυμός. «Ναι, είμαι πολύ θυμωμένος» μας είπε. «Οταν ήμουν ακόμη νέος κινηματογραφιστής, πιστεύαμε πως μέσω του σινεμά, της Αριστεράς και των κινημάτων, μπορούσαμε πράγματι να αλλάξουμε τον κόσμο. Κανείς από τους τωρινούς νέους δημιουργούς δεν έχει πια αυτή την πίστη ή την ψευδαίσθηση. Ακόμα και γνωστοί για τα πολιτικά τους φιλμ και μεγαλύτερης ηλικίας σκηνοθέτες, όπως ο Βιμ Βέντερς, έχουν γίνει δέσμιοι της πολιτικής ορθότητας. Δεν υπάρχει χώρος για το ελεύθερο σινεμά. Μας έχει φάει η πολιτική ορθότητα. Φαντάζει πια αδύνατον το να θέτει κάποιος ερωτήσεις μέσα από την ταινία του ή να σχολιάζει καταστάσεις ή πρόσωπα δηκτικά ή πιο βαθιά.

Ο Ταραντίνο δεν κάνει ερωτήσεις για το γιατί πρέπει να πεθάνει ο ένας εργάτης ή ο άλλος μαύρος. Τον ενδιαφέρει μόνο τι μουσική θα παίζει εκείνη τη στιγμή. Κάνεις μια ταινία που δίνει τη δυνατότητα στον θεατή να σκεφτεί και να προβληματιστεί πάνω στο τι πραγματικά ισχύει τώρα, στην παρούσα στιγμή, με την καθημερινότητα των ανθρώπων, των εργατών, και σου τη χαρακτηρίζουν “αμφιλεγόμενη”. Ο Σπίλμπεργκ δεν κάνει “αμφιλεγόμενες” ταινίες – λέει τρυφερές και απλές ιστοριούλες. Οταν όμως έγινε μία ταινία για τον συγγραφέα Πέτερ Χάντκε, θεωρήθηκε αμφιλεγόμενη και δεν προβλήθηκε ούτε σε φεστιβάλ!». Σε ερώτηση του συναδέλφου Γ. Ζουμπουλάκη πώς το εξηγεί αυτό, τη στιγμή που ο Χάντκε έχει βραβευτεί με Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο Κουστουρίτσα απάντησε: «Ξέρουμε πολύ καλά πώς λειτουργεί όλο αυτό το σύστημα: του έδωσαν το Νόμπελ αλλά μια ταινία για τον ίδιο δεν αφήνουν να προβληθεί ούτε σε φεστιβάλ. Χρειάζεται να πω κάτι παραπάνω;».

«Δεν υπάρχουν πια δημιουργοί στο σινεμά. Ο πραγματικός δημιουργός είναι πάντα με την πλευρά του δικαίου. Οχι με την πλευρά της πλουτοκρατίας, ούτε συμβιβάζεται με τα δικά της καπρίτσια. Οι νέοι σταρ δεν είναι ο Κλούνεϊ και ο Μπραντ Πιτ, αλλά ο Τζεφ Μπέζος και ο Μπιλ Γκέιτς. Αυτοί καθορίζουν το παιχνίδι και στο σινεμά: αν μου έδιναν εκατομμύρια αυτοί, δεν θα τα δεχόμουν. Μία φορά το έκανα με έναν εκατομμυριούχο που είχε όραμα για το σινεμά και έκανα τις καλύτερες ταινίες μου. Αντί να αγοράσει ένα ξενοδοχείο στις Κάνες, έδωσε τα χρήματα για ταινίες. Και εμπιστεύτηκε τον σκηνοθέτη. Ούτε αν μου έδιναν Οσκαρ θα το δεχόμουν. Δεν εξηγώ το γιατί: θα έλεγα απλά όχι.

Οπως “όχι” είπα και στις Κάνες όταν δεν μου απάντησαν καν όταν έστειλα το “Μilky road”, αλλά με κάλεσαν στην επετειακή 75η διοργάνωση, καθώς έχω δύο “Χρυσούς Φοίνικες”. Τότε σκέφτηκα πως αν δεχόμουν, θα ήταν σαν να αποδεχόμουν πως η ταινία μου ήταν κακή, γι’ αυτό δεν την πήραν. Δεν πήγα. Ευτυχώς, γιατί έβγαλαν τον Ζελένσκι, που είναι απλά ένας γελοίος τύπος. Δεν αντέχω τη ρωσοφοβία – είναι απίστευτη η προπαγάνδα που γίνεται σε σχέση με τον ρωσικό πολιτισμό. Τη Δύση δεν την ενδιαφέρει ο πόλεμος: τα πλουτοπαραγωγικά κοιτάσματα της Ρωσίας την ενδιαφέρουν. Πλέον ο κόσμος δεν εδράζεται στην ταξική διαφοροποίηση, αλλά στην αντίδραση (ή μάλλον στη μη αντίδραση) απέναντι σε αυτήν».

Πηγή: www.efsyn.gr

Τα άρθρα που δημοσιεύουμε δεν απηχούν αναγκαστικά τις απόψεις μας και δεν δεσμεύουν παρά τους συγγραφείς τους. Η δημοσίευσή τους έχει να κάνει όχι με το αν συμφωνούμε με τις θέσεις που υιοθετούν, αλλά με το αν τα κρίνουμε ενδιαφέροντα για τους αναγνώστες μας.