Το μακρύ χέρι της Χούντας έφτανε και στους Ιταλούς νεοφασίστες

Αξίζει να φωτίσουμε τους σφιχτούς δεσμούς ανάμεσα στον ιταλικό εγκληματικό νεοφασισμό και την εξαγωγή ιδεολογικής και δικτατορικής εμπειρίας από το παρακράτος της Επταετίας.

Γράφει ο Γιώργης – Βύρων Δάβος
17 Νοεμβρίου 2023

Με την επέτειο του Πολυτεχνείου, σχεδόν κάθε χρόνο, παρουσιάζεται εκ νέου η ευκαιρία να επαναξιολογηθούν οι επεμβάσεις και η εμπλοκή του αμερικανικού παράγοντα στην επιβολή της δικτατορίας των Συνταγματαρχών και στα έργα και τις ημέρες της Επταετίας.

Στο πλαίσιο, που αντιστοιχούσε στη βούληση της Ουάσιγκτον να κρατήσει μακριά από μία πιθανή επιρροή της Μόσχας τη στρατηγικής σημασίας νότια Ευρώπη μέσα από μια Μαύρη (δεξιά) Διεθνή και την επιβολή δικτατορικών καθεστώτων (Πορτογαλία, Ισπανία, Ελλάδα) η Ιταλία αποτελούσε μία εξαίρεση -μάλλον τυχαία παρά την αποδεδειγμένη σύμπραξη των Ιταλών νεοφασιστών με τους Έλληνες χουντικούς. Και αυτό γιατί οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, ανήσυχες για τις κυβερνήσεις συνεργασίας του Χριστιανοδημοκράτη Άλντο Μόρο με τους Σοσιαλιστές του Πιέτρο Νένι, πλειστάκις προσπάθησαν να παρέμβουν και να αποσταθεροποιήσουν την κατάσταση.

Από το Piano Solo έως το θνησιγενές πραξικόπημα Μποργκέζε και το Golpe Bianco (για εγκαθίδρυση ενός γκωλικού τύπου καθεστώτος) και στην Ιταλία υπήρχαν σχέδια για πραξικόπημα. Και σε πολλά από αυτά το χέρι τους είχαν βάλει και οι Έλληνες δικτάτορες, σε συνεργασία με τις νεοφασιστικές οργανώσεις της Ιταλίας και το επίσημο κόμμα τους, το MSI του Τζόρτζο Αλμιράντε, από τους κόλπους του οποίου προέρχεται και η νυν πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζόρτζια Μελόνι.

Μάλιστα, οι «εκλεκτικές συγγένειες» ανάμεσα στην Αθήνα των Συνταγματαρχών, του Αλμιράντε και των ομοίων του ήταν τέτοιες, που κάποιος θα τολμούσε να ισχυρισθεί πως πίσω από την εγκληματική δράση των νεοφασιστών στην Ιταλία του ‘70 βρισκόταν η ελληνική Χούντα -όπως πολύ εύγλωττα παρουσιάζει στο βιβλίο του «Colonnelli. Il regime militare greco e la strategia della terrore in Italia» (σ.σ. Συνταγματάρχες. Η ελληνική χούντα και η στρατηγική του τρόμου στην Ιταλία) ο ακάματος ερευνητής και χαλκέντερος δημοσιογράφος, Δημήτρης Δεληολάνης.

Άλλωστε οι δύο παρατάξεις ήταν ενωμένες στον λυσσαλέο αντικομμουνισμό τους με τα ίδια συμφέροντα, που ταυτίζονταν με τα ΝΑΤΟϊκά και αμερικανικά σχέδια εκείνης της εποχής (όπως ταυτίζονται ακριβώς και σήμερα). Και φυσικά, στηρίζονταν και τα δύο (Χούντα και Ιταλοί νεοφασίστες) από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Αυτούς τους σφιχτούς δεσμούς ανάμεσα στον ιταλικό εγκληματικό νεοφασισμό και την εξαγωγή ιδεολογικής και δικτατορικής εμπειρίας από τις αρχές και το παρακράτος της Επταετίας, αξίζει να τους φωτίσουμε, έστω και ακροθιγώς.

Η ημερομηνία αυτής της συνεργασίας είναι επακριβώς καθορισμένη: αμέσως μετά τη δικτατορία στην Ελλάδα. Ήδη από τα τέλη του ‘66, ένα τμήμα του «πεφωτισμένου» ιταλικού κεφαλαίου είχε συλλάβει το σχέδιο να προωθηθεί μία ακόμη μεγαλύτερη συνεργασία ανάμεσα στις δυνάμεις εκείνες που συμφωνούσαν στη συγκυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλιστών. Άλλωστε, αυτή είχε συμβάλλει ώστε να εξομαλυνθούν κάποιες εργασιακές εντάσεις. Το σχέδιο επίσης προέβλεπε την αποκοπή των οπισθοδρομικών στοιχείων της Δεξιάς και μία μεγαλύτερη συνεργασία Καθολικών και Κεντροαριστερών στοιχείων, καθώς και μία πολιτική προωθημένων μεταρρυθμίσεων.

Αργότερα, η περιπέτεια της Χιλής του Αλιέντε, πρόσθεσε ακόμη έναν παράγοντα που θα υπονόμευε την αμερικανική πολιτική: αυτός ο παράγοντας ήταν η προσέγγιση που προωθούσαν οι Άλντο Μόρο και Ενρίκο Μπερλινγκουέρ μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και Κομμουνιστικού Κόμματος. Κάτι που όμως δεν συνέπιπτε με τα σχέδια των Αμερικανών για την Ιταλία, που όφειλε να παραμένει αμετακίνητη στον δορυφορικό ρόλο που οι ΗΠΑ της επεφύλασσαν για τη διεξαγωγή του Ψυχρού Πολέμου, ιδίως στην ευαίσθητη περιοχή των Βαλκανίων, όπου τη θεωρούσαν ένα προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης. Έτσι, η CIA ανέλαβε δράση: τη στιγμή που στην ιταλική κατσαρόλα μαγειρεύονταν τα «μακαρόνια με σάλτσα Χιλής» του «ιστορικού συμβιβασμού» (κυβερνητική συνεργασία Χριστιανοδημοκρατών και Κομμουνιστών), οι μυστικοί πράκτορες της CIA δημιούργησαν σχέσεις με το φασιστικό MSI (Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα), το μοναδικό κόμμα, που κατά την αμερικανική υπηρεσία, ήταν ικανό να δημιουργήσει συνθήκες αποσταθεροποίησης.

Ένας από τους πρώτους συνδέσμους της με τον ιταλικό νεοφασισμό ήταν ο Λουΐτζι Τούρκι, ένας όχι τόσο λαμπρός, αλλά πρόθυμος και φιλόδοξος πολιτικός, που γαντζώθηκε αμέσως στο άρμα της CIA και ανταπέδωσε ουκ ολίγες χάρες. Αμέσως άρχισαν να φθάνουν στο MSI σημαντικές χρηματοδοτήσεις μέσα από τρεις πηγές: από την Continental Illinois Bank of Chicago, η οποία λειτουργούσε στην Ιταλία μέσω της ιδιωτικής χρηματοπιστωτικής τράπεζας του Μικέλε Σιντόνα (ο οποίος συνδέεται και με τα οικονομικά σκάνδαλα του Βατικανού) και από τη Merrill Lynch Pierce Fenner & Smith, του διάσημου συμβουλευτικού χρηματιστηριακού οργανισμού, που διέθετε πολυτελές υποκατάστημα στο κέντρο της Ρώμης, με τεράστια ενδιαφέροντα για ακίνητα και πολλές επαφές με το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ. Η τρίτη πηγή χρηματοδότησης, η οποία λειτουργούσε και για άλλα κόμματα, συμπεριλαμβανομένων των Χριστιανοδημοκρατών, ήταν το Feed Grains Council, ένα αμερικανικό όργανο που ασχολείται επίσημα με αγροτικές συναλλαγές. Φυσικά, η CIA δεν παρέλειπε να εξοπλίζει τα δυναμικά στοιχεία του νεοφασισμού και τις οργανώσεις τους με οπλισμό, διευκολύνσεις και επιμελητειακή βοήθεια, ακόμη και με τη συνδρομή των ιταλικών μυστικών υπηρεσιών και του επίσημου στρατού.

Μάλιστα, ο περιώνυμος δεύτερος γραμματέας της αμερικανικής πρεσβείας στη Ρώμη, Πίτερ Μπρίτζες όχι μόνο παρείχε χρήματα στο MSI αλλά και «συμβουλές». Ο Μπρίτζες ήρθε σε επαφή με τον νεοφασίστα Στέφανο Ντέλε Κιάιε, ιδρυτή της Avanguardia Nazionale, και με άλλους ανεπίσημους εκπροσώπους του νεοφασιστικού κόμματος. Συμμετείχε σε μια σειρά συναντήσεων που πραγματοποιήθηκαν όλο το 1969 σε ένα σπίτι κοντά στη Via Cristoforo Colombo, στη Ρώμη (σύμφωνα με το συλλογικό βιβλίο που τεκμηρίωνε τη συνωμοσία πίσω από την ειδεχθή επίθεση στην Πιάτσα Φοντάνα, «La Strage di Stato, Avvenimenti», 1993). Σε μία από αυτές τις συναντήσεις αποφασίστηκε η βομβιστική επίθεση στο Μιλάνο στις 12 Δεκεμβρίου 1969 στην Εθνική Αγροτική Τράπεζα που άφησε πίσω της 16 νεκρούς και 88 τραυματίες. Η επίθεση τούτη, επρόκειτο να είναι το απτό αποτέλεσμα μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής, της λεγόμενης «Στρατηγικής της Έντασης», που είχε έναν μόνο στόχο: να δημιουργήσει ένα σοκ στη χώρα που, κουρασμένη από την ατελείωτη σειρά αναταραχών, θα είχε αρχίσει να επιθυμεί μια αλλαγή κατεύθυνσης. Ακριβώς αυτό που επακολούθησε στην επόμενη 10ετία, με το πολιτικό αιματοκύλισμα με πρωτεργάτες τη νεοφασιστική τρομοκρατία, που προκάλεσε την αντίδραση της αυτονομιστικής Αριστεράς, δημιούργησε τις Ερυθρές Ταξιαρχίες και κατέληξε στην απαγωγή και δολοφονία του Άλντο Μόρο και την τελική απηνή κρατική καταστολή.

Στις αρχές του 1970 ο Μπρίτζες, όταν άρχιζε να χύνεται φως στην υπόθεση μεταφέρθηκε βιαστικά στην Πράγα. Οι συνέπειες της βομβιστικής επίθεσης στην Πιάτσα Φοντάνα ήταν πιο σοβαρές από ό,τι περίμεναν οι πράκτορες της CIA. Επιπλέον, μόλις πέρασαν οι πρώτες εβδομάδες της προπαγάνδας κατά των αναρχικών, η οργή από την εκπαραθύρωση του ανακρινόμενου Πίνο Πινέλι και τις διώξεις του Πιέτρο Βαλπρέντα, τα πραγματικά γεγονότα σταμάτησαν να φιλτράρονται πολιτικά και σύντομα εντοπίστηκαν τα κίνητρα πίσω από τους νεκρούς αυτούς, στις βόμβες στα τρένα αλλά και στην Φιέρα (σ.σ. έκθεση) του Μιλάνου. Αποκαλύφθηκαν αυτά που ήταν καθαυτά: ένα αιματηρό σχέδιο πρόκλησης με προφανή πολιτικό στόχο να μετακινηθεί η χώρα προς τα δεξιά.

Οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες αποτραβήχτηκαν από την επιφάνεια, αλλά εξακολούθησαν να κινούν τα νήματα μέσω των ενεργούμενων της στα παρασκήνια της πολιτικής, στον στρατό και τις ιταλικές μυστικές υπηρεσίες. Κι όχι μόνον. Αν οι Αμερικανοί έγιναν ξαφνικά επιφυλακτικοί, οι Έλληνες συνέχισαν να διατηρούν πολύ εγκάρδιες σχέσεις και ουσιαστικά να κάνουν δημόσιες παρουσίες με τους Ιταλούς φασίστες. Φυσικά η ελληνική αρωγή στον ιταλικό νεοφασισμό δεν μεταφράζεται σε χρήματα, αλλά σε μία ιδεολογική στήριξη και νομιμοποίηση της θέσης τους μέσα από τις απευθείας σχέσης τους με μία ξένη κυβέρνηση.

Σχέση αμφίδρομη, καθώς οι Συνταγματάρχες, περιθωριοποιημένοι σε διεθνές επίπεδο, διαφήμιζαν την επαφή τους με τους Ιταλούς ομοϊδεάτες τους, παρουσιάζοντάς την ως αναγνώριση από ξένους παράγοντες. Άλλωστε, οι ιδεολόγοι της Χούντας βλέπουν σαφώς πως, μέσα στα πλαίσια του ΝΑΤΟ και με τον Ψυχρό Πόλεμο σε μία αποφασιστική καμπή του, η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να ζητήσει μία εδαφική επέκτασή της, ούτε καν να καταστεί μία σημαντική δύναμη στην περιοχή. Για την Ελλάδα, οι προπαγανδιστές αυτοί βλέπουν τον ρόλο του εξαγωγέα «εθνικοπατριωτικών και αντικομουνιστικών ιδεωδών», που εμπνέουν το καθεστώς, δημιουργώντας τις ίδιες καταστάσεις (βλέπε τις προβοκάτσιες και τα έκτροπα πριν το πραξικόπημα) που έφεραν μία δικτατορική κυβέρνηση και σε γειτονικές χώρες. Οι στρατιωτικές και διπλωματικές πηγές της Χούντας που σχετίζονταν με την Ιταλία, είχαν εμπλοκή ακόμη και στην πολύνεκρη επίθεση στην Πιάτσα Φοντάνα, όπως προκύπτει από ντοκουμέντα στον Τύπο, που τεκμαίρουν τις συναντήσεις επιτετραμμένων του καθεστώτος της Αθήνας με νεοφασιστικούς κύκλους, που οργάνωναν την επίθεση και σημειώνεται «η σύμφωνη γνώμη της ελληνικής πρεσβείας».

Σημαιοφόρος στη στρατηγική αυτή αναδεικνύεται ο γνωστός και μη εξαιρετέος απολογητής του φασισμού στην Ελλάδα, Κωνσταντίνος Πλεύρης, ένας από τους πρωτεργάτες της Στρατηγικής της Έντασης στην Ελλάδα (La Strage di Stato, σελ. 73), στον οποίον ο πραξικοπηματίας Γ. Λαδάς -συνομιλητής ο ίδιος του signor P. του συνδέσμου με την Ιταλία, που απεκάλυψε σε δημοσίευμά του ο Observer- ανέθεσε «το ιταλικό ζήτημα». Ήδη συγγραφέας τριών βιβλίων (ένα από αυτά διδασκόταν στην Αστυνομία), όπου αναπαράγονται οι γνωστές φασιστικές θεωρίες για τους «εκλεκτούς», τον ζωτικό χώρο, τη φυλή, την αντίθεση στη δημοκρατία, ο Πλεύρης ως επικεφαλής του κινήματος της «4ης Αυγούστου» ήταν ο ιδανικός άνθρωπος για να υφάνει ένα πλέγμα πρακτόρων της ΚΥΠ για να συνεργάζεται με τους νεοφασίστες στις ανατρεπτικές τους επιχειρήσεις, αλλά και για να εντοπίζει και να καταστέλλει εν τη γενέσει τους τα αντιδικτατορικά κινήματα στα πανεπιστήμια της Ιταλίας, μέσω της φοιτητικής (!) παράταξης ΕΣΕΣΙ (Εθνικός Σύνδεσμος Ελλήνων Σπουδαστών Ιταλίας) (La Strage di Stato, σελ.70).

Το πρώτο νεοφασιστικό στοιχείο από την Ιταλία που ήρθε σε επαφή με το δικτατορικό καθεστώς των Συνταγματαρχών, την επομένη κιόλας του πραξικοπήματος του 1967, ήταν η Τζάνα  Πρέντα, υποδιευθύντρια της εβδομαδιαίας εφημερίδας «Il Borghese», η οποία ανήκε στον γερουσιαστή του MSI Γκαστόνε Νεντσιόνι, υπεύθυνου για τα οικονομικά του κόμματος του Αλμιράντε. Με τους Έλληνες ομοϊδεάτες της, η Πρέντα δημιούργησε επιχειρηματικές και πολιτικές σχέσεις: έφερε επίσης ορισμένους Ιταλούς επιχειρηματίες σε επαφή με την Αθήνα για «επενδύσεις».

Πλεύρης-Λαδάς στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης

Αλλά είναι ο Πίνο Ραούτι, ιδρυτής της αιμοσταγούς οργάνωσης «Ordine Nuovo» και φυλακισμένος από τον δικαστή του Τρεβίζο Τζιανκάρλο Στιτζ για τις βόμβες στο Μιλάνο το 1969 και κατόπιν επίσημο  μέλος του MSI, που είχε πολλές επαφές με την Ελλάδα. Ο ίδιος ο Πλεύρης (La Strage, σελ. 73-74) είχε αποκαλύψει σε Ιταλό δημοσιογράφο (που παρίστανε τον συνεργάτη του νεοφασιστικού οργάνου Lo Specchio) πως γνώριζε τον Ράουτι και αντάλλασσε μαζί του συχνά απόψεις και πως τον είχε δει μάλιστα πρόσφατα. Πότε; Αρχές Δεκεμβρίου στη Ρώμη, μαζί με την Πρέντα, λίγες ημέρες πριν από τη βόμβα στην Πιάτσα Φοντάνα και τους άλλους στόχους. Ο Ραούτι ήρθε επίσης στην Ελλάδα το 1968 με μια ομάδα πιστών του συντρόφων και πέρασαν τις διακοπές του επισκεπτόμενοι, τι άλλο; Στρατώνες και ειδικές μονάδες. Μετά τον Ραούτι, ο ένας μετά τον άλλον, ήρθαν ο Πίνο Ρομουάλντι (που έλαβε χρηματοδότηση 10 εκατομμυρίων από τους Συνταγματάρχες  για το περιοδικό του, «L’ Italiano», του οποίου ανταποκριτής στην Αθήνα ήταν φυσικά ο Πλεύρης) και ο Τζούλιο Καραντόνα, που το 1970 ήλθε στην Ελλάδα τρεις φορές μέσα σε λίγους μήνες. Τον Καραντόνα, που είχε επαφές και με τον επίδοξο πραξικοπηματία Γιούνιο Βαλέριο Μποργκέζε, εισήγαγε σε σημαντικούς κύκλους ο Πέτρος Μαυρομάτης, επικεφαλής του 2ου Γραφείου του Ναυτικού και κατόπιν αντιπρόεδρος της Esso Pappas. Ένας άνθρωπος πολύ κοντά στους Αμερικανούς και έμπιστος σύμβουλο του πρωθυπουργού Γιώργου Παπαδόπουλου. Τον Λαδά, με επιστολή του Αλμιράντε, επισκέφθηκε και ο βουλευτής του MSI Φράνκο Μαρία Σερβέλο, από τον οποίο ζήτησε τρία εκατ. δραχμές της εποχής.Τον Πλεύρη με αιτήματα «για πολλά πράγματα, κυρίως οικονομική βοήθεια και όπλα» επισκέφθηκαν και οι Πιέτρο Τσερνίλο, Τζούλιο Μερκατίνι και Μάσσιμο Άντερσεν. Τελευταίος, αλλά όχι έσχατος, το καλοκαίρι του 1971 και του 1972, την Ελλάδα επισκέφθηκε και ο ίδιος ο  Τζόρτζο Αλμιράντε, αλλά διακριτικά, χωρίς δημοσιότητα.

Εάν οι Ιταλοί έφευγαν για την Ελλάδα με την ελπίδα να κάνουν επιχειρήσεις και κυρίως αναζητώντας προσωπικές επαφές, οι Έλληνες φασίστες έρχονταν στην Ιταλία με ένα συγκεκριμένο σχέδιο: να δημιουργήσουν μια ευρεία και αποτελεσματική οργάνωση, ικανή να συλλέγει νέα, να σπέρνει γόνιμη προπαγάνδα και να επιβλέπει τους φοιτητές. Υπόθεση εύκολη. Μόλις τέσσερις εβδομάδες μετά το πραξικόπημα (στις 22 Ιουνίου), ιδρύθηκε η ΕΣΕΣΙ και κατάφερε επίσης να πραγματοποιήσει ένα συνέδριο χρησιμοποιώντας τις εγκαταστάσεις της Civis, ιδιοκτησίας του ιταλικού υπουργείου Εξωτερικών, με τη συμμετοχή στελεχών της Χούντας (La Strage, σελ. 70). Με απόφαση του Παπαδόπουλου, πρώτος πρόεδρος ήταν ο Χρήστος Λιάκος και από τους πρωτεργάτες της ίδρυσής του ήταν ο πράκτορας του Πλεύρη, Ανδρέας Καλησπεράκης. Ο Σύνδεσμος έφθασε να απαριθμεί περίπου 800 μέλη από τους σχεδόν 3.000 Έλληνες φοιτητές στην Ιταλία, είχε καλά οργανωμένα γραφεία στη Ρώμη, την Περούτζα, το Ουρμπίνο, τη Μεσίνα, τη Μόντενα και ένα κέντρο στη Νάπολη, το οποίο διευθύνει ο Τζενάρο Ριτζιέρο, ακραιφνής φασίστας και πιστός στον Τζούλιο Καραντόνα. Από το 1969 το ιταλικό υπουργείο Εσωτερικών αναγνώρισε τον Σύνδεσμο ως «πολιτιστικό οργανισμό» επιτρέποντας στα μέλη του πλέον ανοικτά να διοργανώνουν εκδηλώσεις και συναντήσεις υπέρ του δικτατορικού καθεστώτος. Μάλιστα (La Strage, σελ. 72) πολλά στελέχη της ΕΣΕΣΙ από το 1968 είχαν αρχίσει να συμμετέχουν στις ιταλικές φοιτητικές εκλογές με τα ψηφοδέλτια της παράταξης FUAN-Caravella (ΓΓ της FUAN ήταν πολύ αργότερα ο Τζανφράνκο Φίνι, ηγέτης της Alleanza Nazionale και μέντορας της Μελόνι).

Είναι εποχές που η ΚΥΠ βρισκόταν παντού στην Ιταλία: σχεδόν κάθε υπάλληλος της πρεσβείας, κάθε μέλος του ΕΣΕΣΙ, όλοι εργάζονταν για τους Συνταγματάρχες. Και φυσικά έβρισκαν πρόθυμους αρωγούς το αρχηγείο της ιταλικής αστυνομίας και τις υπηρεσίες ασφαλείας. Πέρα από την προπαγάνδα, τον διαφωτισμό και την παρακολούθηση, στην Ιταλία στήθηκε ένας ανελέητος μηχανισμός καταστολής των Ελλήνων φοιτητών. Όταν αποφάσιζαν πως κάποιος ήταν «επικίνδυνος» ή εντοπιζόταν κάποιος εξόριστος, οι ελληνικές αρχές ξεκινούσαν με δόλιους τρόπους την εξαναγκαστική απέλασή του. Πρώτα εμπόδιζαν τα εμβάσματα και την αλληλογραφία του από την Ελλάδα. Κατόπιν ανακαλούσαν την από τη στρατιωτική θητεία και στη συνέχεια τον «προσκαλούσαν» (με το γνωστό «παρακαλείσθε όπως…» να επιστρέψει στην πατρίδα του για να υπηρετήσει. Σε εκείνο το σημείο, αναπόφευκτα, το αρχηγείο της ιταλικής αστυνομίας αφαιρεί την άδεια παραμονής. Ο αντίπαλος παραδίδεται στους Συνταγματάρχες. Και δεδομένου ότι η Ιταλία και η Ελλάδα είναι μέλη της ίδιας Ατλαντικής συμμαχίας, συνηθίζεται η μία χώρα να μην χορηγεί πολιτικό άσυλο σε πολίτες του άλλου κράτους.

Η δραστηριότητα της ΕΣΕΣΙ εκείνην την περίοδο ήταν έντονη. Όπως και του Πλεύρη, ο οποίος πραγματοποίησε πολλά ταξίδια στη Ρώμη. Όπως ο ίδιος παραδέχθηκε έφθασε στην Ιταλία τον Νοέμβριο του 1969, ένα μήνα πριν από τις βόμβες στο Μιλάνο, αλλά επέστρεψε στις αρχές Δεκεμβρίου στην Αθήνα και στη συνέχεια επανήλθε το 1971. Ο σκοπός του Πλεύρη στην Ιταλία είναι σαφής: να μεταλαμπαδεύσει την εμπειρία που πραγμάτωσε πραξικόπημα στην  Ελλάδα το 1967 για να εγκαθιδρύσει μια δικτατορία υποστηριζόμενη από τον στρατό.

Το πνεύμα της δικτατορίας έπνεε άλλωστε και σε άλλα κράτη της Μεσογείου, ελέω Αμερικανών. Και όσο οι μνήμες του Φασισμού ήταν ακόμη νωπές σε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, όσο στελέχη του είχαν ανακυκλωθεί μέσα στους κόλπους της Α’ Δημοκρατίας, όσο το παρακράτος των μυστικών υπηρεσιών και της CIA βυσσοδομούσε στην πολιτική και κοινωνική ζωή, η Ιταλία ίσως μόνον από τύχη και από το ισχυρό κίνημα της Αυτονομίας και των αντιεξουσιαστών μπόρεσε να ξεφύγει από τη μοίρα της Ελλάδας, της Πορτογαλίας και πιο μπροστά της Ισπανίας. Παρόλο που οι συνθήκες επιβεβαίωναν ό,τι είχε πει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στο Panorama αναφερόμενος στα παράκεντρα (Πεντάγωνο, μυστικές υπηρεσίες) που και στην Ιταλία και στην Ελλάδα ευνοούσαν τον Φασισμό: «στην Ιταλία οι παλιές  θεσμικές άμυνες διαλύονται και ανατρέπονται από την παρουσία μιας εξωεθνικής στρατιωτικής και αστυνομικής δύναμης». Τον ρόλο της οποίας στην Ιταλία προσπάθησε με όλες της τις δυνάμεις να παίξει και η ελληνική Χούντα.

Πηγή: kosmodromio.gr

Τα άρθρα που δημοσιεύουμε δεν απηχούν αναγκαστικά τις απόψεις μας και δεν δεσμεύουν παρά τους συγγραφείς τους. Η δημοσίευσή τους έχει να κάνει όχι με το αν συμφωνούμε με τις θέσεις που υιοθετούν, αλλά με το αν τα κρίνουμε ενδιαφέροντα για τους αναγνώστες μας.