Δύσκολες απαντήσεις σε αμείλικτα ερωτήματα
Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Από το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» έως την κριτική των Μαρξ και ‘Ενγκελς στα προγράμματα Γκότα και Ερφούρτης, από τις αποφάσεις των τεσσάρων πρώτων συνεδρίων της Κομμουνιστικής Διεθνούς μέχρι το «Μεταβατικό Πρόγραμμα» του Τρότσκι, το ζήτημα του «προγράμματος» είχε πάντα κεντρική θέση στο αριστερό-σοσιαλιστικό κίνημα.
Μιλάμε βέβαια για την εποχή της ανόδου του εργατικού κινήματος και των μεγάλων επαναστάσεων σε Ευρώπη, Ρωσία, Κίνα, Κούβα, όχι την περίοδο της παρακμής και ήττας, μετά τη δεκαετία του 1970 και, ιδίως, την σοβιετική «κατάρρευση-αυτοκτονία», το 1989-91, που βιώθηκε ευρύτατα ως απόδειξη αδυναμίας δημιουργίας εναλλακτικής κοινωνίας.
Στην Ελλάδα ούτε και στην περίοδο της ακμής το επίσημο, κομμουνιστικό, βαθιά σταλινικό ως επί το πλείστον κίνημα, ουδέποτε είχε αξιόλογη πολιτικο-πνευματική παραγωγή, γεγονός όχι άσχετο με τη συντριπτική ήττα του τεράστιου ΕΑΜικού επαναστατικού κινήματος υπό τον έλεγχο των «Κούτβηδων» του ΚΚΕ.
Στην ιστορία της ελληνικής αριστεράς, όπως και της δεξιάς, συναντάμε βαθύτατη ξένη εξάρτηση, αδυναμία αυτόνομης παραγωγής ιδεών, τον ίδιο «μεταπρατικό» χαρακτήρα που βρίσκουμε στην οικονομία και την έλλειψη του απαραίτητου για πνευματική παραγωγή δημοκρατικού πνεύματος, αντίστοιχα προς τον αυταρχισμό που επικρατεί στην πολιτική μέχρι το 1974. Μετά το 1974-81 έρχονται τα λεφτά και αλλάζουν οι … μηχανισμοί της παρακμής! Μόνο σε πολιτικούς και διανοούμενους που βρίσκονται σε αντίθεση με τις εκάστοτε κομματικής ηγεσίες, βρίσκεις πολύ αξιόλογη πνευματική (και «προγραμματική») παραγωγή. Στον Πουλιόπουλο, τον Μάξιμο, τον Ράπτη (Pablo), τον Πουλαντζά κ.α. Υπήρξαν μεταπολεμικά λαμπροί αριστεροί δημοσιογράφοι – όλοι τους έκαναν καριέρα και αναδείχθηκαν στον «αστικό», όχι στον κομματικό τύπο.
Τις τελευταίες δεκαετίες, τα αριστερά προγράμματα όλων των αποχρώσεων «δεν διαβάζονταν». Λίγες έως καθόλου πρωτότυπες, αυθεντικά ριζοσπαστικές ιδέες, καμιά αξιόλογη πρόβλεψη ή προειδοποίηση για την πορεία που έπαιρνε σταδιακά η χώρα, την κρίση χρέους φερ’ ειπείν. Ακόμα και την άνοιξη 2010, ο ΣΥΡΙΖΑ χαρακτήριζε το χρέος «δράκο του παραμυθιού»! ‘Ενας μακρύς κατάλογος «συνδικαλιστικών» διεκδικήσεων, παραλλαγές του «λεφτά υπάρχουν», χωρίς κριτική ανάλυση-τοποθέτηση απέναντι στις ιδιαίτερες διαδρομές της υπεραξίας στον ελληνικό «κλεπτοκρατικό» καπιταλισμό, απέραντο «εργολαβιστάν, λαμογιστάν, ρουσφετιστάν». Ελάχιστα έως καθόλου κριτική στάση απέναντι στο περίπλοκο «υφαντό» της ξένης εξάρτησης.
Το μνημόνιο αλλάζει τα δεδομένα
Τα προγράμματα γραφόντουσαν για να μην εφαρμοστούν και ουδείς τους απέδιδε πολύ σημασία. Μετά το 2012 το ζήτημα του προγράμματος απέκτησε άλλη διάσταση. Το κύριο επιχείρημα επί του οποίου κρίνεται η εκλογική επίδοση του ΣΥΡΙΖΑ είναι η αξιοπιστία. ‘Ολοι προτιμούν Ελλάδα χωρίς περικοπές, με περισσότερες κοινωνικές δαπάνες και μεγαλύτερες αμοιβές. Το μνημονιακό επιχείρημα είναι ότι αυτό δεν γίνεται, δεν υπάρχουν λεφτά, θα μας διώξουν από το ευρώ αν επιμείνουμε. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατόρθωσε μέχρι τώρα να το ανατρέψει επαρκώς και πειστικά, γι’ αυτό καθηλώθηκε εκλογικά σε μια κατάσταση που θα μπορούσε να αποσπάσει όχι 27% αλλά 47% ή 57%.
Η εκτόξευση την περίοδο 2011-12 που ούτε περίμεναν, ούτε προέβλεπαν τα ηγετικά στελέχη του (άλλο αν οικοδόμησαν εκ των υστέρων τον ψυχολογικής μάλλον παρά πολιτικής χρησιμότητας «μύθο» τους) οφείλεται σε σειρά παράγοντες. Ο Αλέξης Τσίπρας, αγνοώντας τις απόψεις των οικονομολόγων και γραφειοκρατών του κόμματος, υιοθέτησε τότε τις κάπως «επαναστατικές», «εθνικοαπελευθερωτικής» λογικής ιδέες του Κινήματος Ανεξαρτήτων Πολιτών «Σπίθα» για το αγγλικό δίκαιο ως εργαλείο υποδούλωσης της χώρας, επηρεάστηκε στην πολιτική του από το σύνθημα της «Σπίθας», για «ενιαίο μέτωπο από τον Καμμένο μέχρι την ΑΝΤΑΡΣΥΑ» για να σωθεί η χώρα, υιοθέτησε τη ριζοσπαστική κριτική στην «Ευρώπη του Χρήματος», τις προτάσεις της «’Εκκλησης για τη σωτηρία των ευρωπαϊκών λαών». Στάθηκε επίσης ικανός να αναπτύξει «αυθορμητισμό», πηγαία ανάδραση με τη λαϊκή βάση, συνδυάζοντας νεανικό «ακτιβιστικό» και αντιγραφειοκρατικό πνεύμα με βαθειά ριζοσπαστική κριτική. Η «Σπίθα» του πρότεινε μάλιστα να αναλάβει την ηγεσία, μαζί με τον Θεοδωράκη και τον Καμμένο, για να συμβολίσει τον χαρακτήρα «εθνικού μετώπου», μαζικού κινήματος που θα δοκίμαζε να ανατρέψει στο δρόμο την εφαρμογή του αγγλικού δικαίου, αντί να περιμένει τις εκλογές για να κερδίσει τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Μια πρόταση που, αν συμφωνούσαν οι γραφειοκράτες, ή οι όποιοι επηρεάζοντες, θα μπορούσε να αλλάξει τον ρου των πραγμάτων.
Τα γράφουμε αυτά όχι για ιστορικούς λόγους, θα χρειαστεί κάποτε να γίνει κι αυτό, αλλά για να φωτίσουμε δια της αντιπαραβολής τους λόγους ορμητικής ανόδου και στασιμότητας.
Προσπάθειες «καθησυχασμού»
Μετά το 2012, ο πολιτικός λόγος μετατοπίζεται σταδιακά και ανεπαίσθητα από τον «επαναστατικό», «εθνικοαπελευθερωτικό» προηγούμενο πυρήνα, με σοβαρό βέβαια, όχι «τσαρλατανικό» περιεχόμενο, σε λόγο αριστερής σοσιαλδημοκρατίας, αβάσιμο όταν έχεις να μοιράσεις πείνα αντί πλεονάσματος. Υιοθετείται στυλ «καθώς πρέπει» κοινοβουλευτικού κόμματος που θέλει να πείσει ότι μπορεί κι αυτό να κυβερνήσει, λόγος που, για να «καθησυχάσει», καταλήγει να λειτουργεί ως γιγαντιαίο Lexotanil για την κοινωνία, ενισχύοντας τη μετάπτωση από «εξεγερσιακή» σε «υπναλέα» κατάσταση. «Καθωσπρεπισμός» και «σοσιαλδημοκρατία» συνδυάζονται δυστυχώς με έλλειψη φαντασίας. Εξαφανίζονται η αυθεντικότητα και ο αυθορμητισμός της προηγούμενης περιόδου, δεν αντανακλάται στις δηλώσεις η έκφραση πόνου και πάθους για τη χώρα και τους ανθρώπους της.
Τέτοιος πολιτικός λόγος «αντιστοιχεί», στην καλύτερη περίπτωση, σε σταθερή κατάσταση, όχι σε χώρα σε «σπείρα θανάτου». Αντί να καθησυχάσει τους μικροαστούς, τους αφαιρεί λόγους να δοκιμάσουν ίσως πιο ριζοσπαστικά «πειράματα». Και με δεδομένη τη «νεαντερντάλεια» πολιτική της υπόλοιπης αριστεράς (ΚΚΕ, Ανταρσία κ.α.), στέλνει στη ΧΑ τα πιο εξοργισμένα στρώματα. Πόσο μάλλον που η τελευταία έχει, εκτός του αντιμνημονιακού, ξεκάθαρο «εθνικό» σήμα, ενώ υπόσχεται και Νέμεσι.
Η σταθερότητα/αξιοπιστία συνιστούν την αχίλλειο πτέρνα του ΣΥΡΙΖΑ αυτή την περίοδο, με τους οικονομολόγους του να αντιφάσκουν και το κόμμα να μην απαντάει συνολικά τι θα κάνει αν οι πιστωτές δεν ικανοποιήσουν τα αιτήματά του. Σε περιόδους βαθειάς κρίσης είναι συχνό φαινόμενο μαζικές μετατοπίσεις από την άκρα αριστερά στην άκρα δεξιά και τανάπαλιν και έλξη του λαού προς όποιον δείχνει σταθερός. Τα μεσοστρώματα π.χ. μετατοπίστηκαν μαζικά από το ΕΑΜ/ΚΚΕ το 1944 στα αστικά κόμματα το 1945, όταν διαπίστωσαν ότι το ΚΚ δεν ξέρει τι θέλει και παίζει με την εξουσία. «Θα μπορέσει ο Τσίπρας να κρατήσει σταθερό το τιμόνι του κινήματος εναντίον της λιτότητας;», ήταν το ερωτηματικό που έθεσαν τρεις αμερικανοί δημοσιογράφοι που ήρθαν στην Αθήνα μεταξύ Μαίου και Ιουνίου 2012, για να «ακτινογραφήσουν» Τσίπρα και ΣΥΡΙΖΑ για τους New York Times. Το δεύτερο ερώτημα που έθεσαν ήταν «έχει ο ΣΥΡΙΖΑ ιδέες για την Ελλάδα;»
‘Εχει λοιπόν μεγάλο ενδιαφέρον και σημασία το Πρόγραμμα που ετοιμάζει η υπό τον Γιάννη Δραγασάκη επιτροπή και ιδίως οι απαντήσεις που θα δώσει στο κρίσιμο ερώτημα τι θα γίνει με το χρέος, τι θα κάνει μια αντιμνημονιακή κυβέρνηση αν ο Ευρωπαίοι αρνηθούν ουσιαστική αναδιάρθρωση του χρέους και ρήτρα ανάπτυξης, ποιό είναι το σχέδιο Β. Αλλά και τις όποιες ιδέες του ΣΥΡΙΖΑ για την αναμόρφωση της χώρας. Ελπίζουμε το νέο πρόγραμμα να μην ακολουθήσει την πεπατημένη του αόριστου ευχολογίου.
Από τις στήλες των «Επικαίρων» επαναλάβαμε άπειρες φορές ότι είναι αδύνατο να γίνει οποιαδήποτε απόπειρα διαπραγμάτευσης με την Ευρώπη, χωρίς προσπάθεια ανάπτυξης κολοσσιαίου κινήματος ενημέρωσης-συμπαράστασης προς την Ελλάδα διεθνώς. Χωρίς αυτό, χωρίς πολύ πιο σύνθετο και ισχυρό διεθνή πολιτικό λόγο από τον υπάρχοντα, όλο το διάβημα του ΣΥΡΙΖΑ είναι στον αέρα. Η αμφισβήτηση δανειακών και μνημονίων, η διεκδίκηση ρητρών ανάπτυξης, η προετοιμασία προσφυγής σε στάση πληρωμών απαιτούν νομική, πολιτική, διεθνοπολιτική προετοιμασία που απέχει ακόμα πολύ από οτιδήποτε έχει κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Λυπούμεθα να τα επαναλαμβάνουμε αυτά, αλλά δεν υπάρχει ίσως ζήτημα πιο κρίσιμο από αυτό για τις τύχες της Ελλάδας και της αριστεράς.
Είναι μείζον σφάλμα να δηλώνεται, σε συνθήκες βαθειάς εθνικής καταστροφής, ότι «ανήκουμε εις την Δύσιν» ότι κι αν γίνει. Σήμερα, η εμφάνιση εναλλακτικού πόλου στο παγκόσμιο σύστημα είναι γεγονός. Η Ελλάδα πρέπει να εξετάσει τις δυνατότητες που έχει. Δυστυχώς, όχι ευτυχώς. Μακάρι να μην ήταν στην ανάγκη. Το «μέτωπο» πρέπει να ανοίξει μέσα στην Ευρώπη, όταν όμως μιλάμε για σωτηρία της χώρας καμμιά εναλλακτική δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται να αποκλείεται.
Είναι επίσης απορίας άξιο γιατί το κόμμα δεν προσπάθησε να αναπτύξει ένα απαραίτητο δίκτυο καταναλωτικών-παραγωγικών συνεταιρισμών. Με δεδομένες άλλωστε τις πολύ περιορισμένες δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ για την αντιμετώπιση εξόχως περίπλοκων, πρωτότυπων και δύσκολων προβλημάτων, υποστηρίξαμε πέρυσι ότι θα έπρεπε να πάρει πρωτοβουλία για την σύγκλιση θεματικών συνδιασκέψεων για επιμέρους προγραμματικές πτυχές, αλλά και για να βρει και να κινητοποιήσει όλες τις δυνάμεις που μπορούν να βοηθήσουν. Την ιδέα υιοθέτησε ο Αλέξης Τσίπρας, δεν πραγματοποιήθηκε όμως. Τώρα υπόσχεται ότι θα πραγματοποιηθεί ο Γιάννης Δραγασάκης. Μακάρι. Μακάρι επίσης ο ΣΥΡΙΖΑ να «ανοίξει», εγκαταλείποντας τη νοοτροπία των «δικών μας», των στελεχών «που αποφασίζουν για όλα» (Στάλιν), συνήθως χωρίς να ξέρουν για τίποτα, για να πάει στην «αλήθεια που βρίσκεται στην αντίφαση» (Ζωρές) και είναι «επαναστατική» (Γκράμσι). Η λογική του ελέγχου πνίγει την ελεύθερη/ανεξάρτητη σκέψη, τη δημοκρατία, τη συλλογικότητα και την αξιοκρατία. Μόνο αναπτύσσοντας τέτοιες ιδιότητες η αριστερά μπορεί (ακόμα) να θριαμβεύσει. Χωρίς αυτές υφίσταται ο κίνδυνος σύντομης και τραγικής αποτυχίας. Λυπούμεθα που ενοχλούμε τους παθολογικά και επικίνδυνα αισιόδοξους – αλλά οι πραγματικοί φίλοι είναι μόνο οι ειλικρινείς.
Επίκαιρα, 4.9.2014