Φαίνεται ότι η προσέγγιση των εκλογών έχει προκαλέσει στην κυβέρνηση, εν μέσω μιας σοβαρότατης κοινωνικής και ηθικής κρίσης στη χώρα, έναν ξαφνικό πυρετό «πατριωτισμού».
Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Η κυβέρνηση, αδιαφορώντας για τις συνέπειες στην άμυνα της χώρας απέναντι στην Τουρκία, πήρε μια πυροβολαρχία Πάτριοτ που προστάτευε το πιο κρίσιμο σημείο της ελληνικής αντιαεροπορικής άμυνας και την έστειλε στη Σαουδική Αραβία, πιθανότατα για να ικανοποιήσει αίτημα του Νετανιάχου. Όταν βέβαια ξέσπασε η κρίση με το πρώτο τουρκολιβυκό μνημόνιο, οι υπουργοί του Ισραήλ αποσαφήνισαν δημοσίως ότι δεν πρόκειται να βγει στη Μεσόγειο ο στόλος τους να αντιμετωπίσει τον τουρκικό.
Η ίδια κυβέρνηση πήρε από τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου όπλα εντελώς απαραίτητα για την άμυνα της χώρας και τα έστειλε στην Ουκρανία. Μάλιστα σκέπτεται τώρα να απομακρύνει από και το εξόχως σημαντικό ρωσικό αντιαεροπορικό σύστημα μικρού βεληνεκούς που σταθμεύει εκεί από την εποχή Τζοχατζόπουλου.
Οι ενέργειες αυτές εξασθένησαν διπλά την ελληνική άμυνα και άμεσα, αφαιρώντας πολύτιμη αμυντική ισχύ από το Αιγαίο, και έμμεσα. Γιατί ο αντιρωσικός «πρωταθλητισμός» της Αθήνας δημιουργεί κίνητρα για τη Μόσχα να ταχθεί με την Άγκυρα ή να κρατήσει ουδέτερη στάση σε μια ελληνοτουρκική κρίση. (Ελπίζουμε να μην το κάνει η Ρωσία, αλλά δεν υπάρχει βέβαια λόγος να το προσπαθούμε!).
Η ίδια κυβέρνηση απέφυγε να περιλάβει την Κύπρο στην ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία, λες και είναι δυνατό να διαχωρισθεί η άμυνα του Αιγαίου και της Θράκης από την άμυνα της Κύπρου!
Η ίδια κυβέρνηση παραιτήθηκε από σχεδόν όλα τα διεκδικούμενα, έναντι της Τουρκίας, δικαιώματα της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο, αναγνωρίζοντας στην Κρήτη μόνο 70% επήρεια στον καθορισμό θαλασσίων ζωνών, που σημαίνει καθόλου στο Καστελόριζο (συμφωνία με την Αίγυπτο), ενώ έκανε τεράστιες και αδικαιολόγητες παραχωρήσεις στην Ιταλία σε θέματα αλιείας.
Η ίδια κυβέρνηση έδωσε πρακτικά όλη την επικράτεια για την τοποθέτηση αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων, που συνιστούν θανάσιμη παγίδα για τη χώρα, σε περίπτωση κλιμάκωσης της σύγκρουσης ΝΑΤΟ και Ρωσίας στην Ευρώπη. Και το έπραξε χωρίς καμιά σοβαρή διαβεβαίωση ότι θα έχει τη συμπαράσταση των ΗΠΑ σε περίπτωση διένεξης με την Τουρκία, όπως άλλωστε αποδεικνύει περίτρανα το ότι ο Ερντογάν έφτασε να απειλήσει με βομβαρδισμό της Αθήνας, χωρίς να βγάλει ούτε μια τοσοδούλα καταδικαστική ανακοίνωση το Στέιτ Ντηπάρτμεντ.
Είναι τραγικό, αλλά η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει καταστήσει εντελώς δεδομένη και άρα ασήμαντη τη χώρα για τις δυνάμεις με τις οποίες τη συνέδεσε ασφυκτικά (ΗΠΑ, Ισραήλ, Ε.Ε.), καταστρέφοντας ταυτόχρονα τις σχέσεις που χρησίμευαν παραδοσιακά ως αντίβαρα στις δυτικές πιέσεις και την τουρκική επιθετικότητα (Ρωσία, Ιράν, Συρία κ.ά.). Η Τουρκία έχει πολύ καλύτερες σχέσεις από την Ελλάδα με περίπου όλη την υφήλιο, εξαιρουμένης ίσως της Γαλλίας.
Ο πραγματικός συσχετισμός δυνάμεων, να σημειώσουμε, μεταξύ δύο κρατών, δεν είναι μόνο τα οπλικά συστήματα που διαθέτουν, είναι και πολλά άλλα, η οικονομική ισχύς ενός εκάστου, η κοινωνική κατάσταση και το ηθικό του πληθυσμού, το διεθνές πολιτικό βάρος του.
Αυτός είναι ο απολογισμός της κυβερνητικής θητείας. Φαίνεται όμως ότι η προσέγγιση των εκλογών έχει προκαλέσει τώρα στην ίδια κυβέρνηση, εν μέσω μιας σοβαρότατης κοινωνικής και ηθικής κρίσης στη χώρα, ένα ξαφνικό πυρετό «πατριωτισμού». Ο κ. Μητσοτάκης επεσκέφθη τη Χειμάρρα και θα πάει στη Γαύδο, εγκαινιάζοντας, στην πραγματικότητα, την προεκλογική του εκστρατεία και τώρα θέλει, όπως γράφουν οι εφημερίδες της παράταξής του, να επεκτείνει, σε μια έξαρση «πατριωτισμού», τα χωρικά ύδατα στην Κρήτη, γεγονός που, κοινοποιούμενο, προκάλεσε ήδη ένα μπαράζ εντελώς απαράδεκτων τουρκικών απειλών και προκλήσεων.
Υπάρχει όμως πράγματι σπουδαίος λόγος επέκτασης των χωρικών υδάτων στην Κρήτη και μάλιστα άμεσα; Αμφιβάλλουμε. Από το 1995, που η Ελλάδα απέκτησε το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών της υδάτων στα 12 μίλια, κυβέρνησαν ένα σωρό πρωθυπουργοί, περιλαμβανομένου του Ανδρέα Παπανδρέου και κανείς δεν αισθάνθηκε την ανάγκη, ή θεώρησε δυνατή χωρίς σοβαρούς κινδύνους και προβλήματα την επέκταση των χωρικών υδάτων. Πώς έγινε και αυτή η κυβέρνηση είναι η πρώτη που αντιλαμβάνεται – και μάλιστα τρεισήμισι χρόνια από την ανάληψη της εξουσίας και λίγο πριν τις εκλογές – τη σημασία της ανακήρυξης των 12 μιλίων έξω από την Κρήτη;
Σημειωτέον ότι νοτίως της Κρήτης διεξάγονται εδώ και πολλά χρόνια σεισμικές έρευνες, χωρίς να τους δημιουργηθεί κάποιο εμπόδιο από την απουσία 12 μιλίων χωρικών υδάτων (ή ΑΟΖ). Η ίδια άλλωστε η ΝΔ επέκρινε προ ετών έντονα τον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά (πολύ φιλοαμερικανικών και φιλοϊσραηλινών προσανατολισμών) γιατί σχεδίαζε μερική επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων, αυτό δηλαδή που θέλει να κάνει τώρα η ΝΔ!
Το επιχείρημα της ΝΔ τότε, που δεν στερούνταν κάποιας βάσης, ήταν ότι η μερική επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων εμμέσως αναγνωρίζει τη θέση της Τουρκίας για την ιδιαιτερότητα του Αιγαίου.
Ούτε κάποιος κυβερνητικός παράγοντας ή φιλοκυβερνητικός αρθρογράφος εξήγησε πειστικά κάποιο σπουδαίο όφελος για τη χώρα από την επέκταση των χωρικών υδάτων της Κρήτης.
Αναμφισβήτητα, η Ελλάδα έχει δικαίωμα να επεκτείνει οπουδήποτε τα χωρικά ύδατα και οι τουρκικές αντιδράσεις είναι απαράδεκτες. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι τέτοιες αποφάσεις πρέπει να παίρνονται χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν η γενικότερη κατάσταση, ο συσχετισμός δυνάμεων και η χρονική συγκυρία και, χωρίς υπολογισμό των συνεπειών κάθε κίνησης. Γιατί αυτό που έχει κυρίως σημασία- σε τελική ανάλυση – για τη χώρα είναι να βρεθεί σε καλύτερη και όχι σε χειρότερη κατάσταση ασκώντας τα δικαιώματά της. Αυτό προφανώς πρυτάνευσε και σε τόσες κυβερνήσεις που δεν επέκτειναν τα ελληνικά χωρικά ύδατα από το 1995 έως σήμερα.
Ας υποθέσουμε όμως ότι όντως, πολύ σπουδαίοι λόγοι, που εμείς δεν τους ξέρουμε, αλλά που γνωρίζει η κυβέρνηση, επιβάλλουν την επέκταση των χωρικών υδάτων. Για ποιο λόγο, διερωτάται κανείς, πρέπει όλα αυτά να γίνουν τώρα, στη διάρκεια των προεκλογικών εκστρατειών στην Ελλάδα και στην Τουρκία;
Μεταξύ των δύο χωρών επικρατεί τώρα η εντονότερη και πιο επικίνδυνη ένταση εδώ και δεκαετίες. Ακόμα και ένα λάθος, π.χ. μια σύγκρουση αεροσκαφών στο Αιγαίο, που παρολίγον να γίνει προ ημερών, μπορεί να προκαλέσει ανάφλεξη. Και σε προεκλογική περίοδο είναι πολύ πιο δύσκολο και για την Αθήνα και για την Άγκυρα να αποκλιμακώσουν οποιοδήποτε ζήτημα προκύψει. Αν ένα αεροπλάνο καταρριφθεί ή ένα πλοίο βυθιστεί, η πλευρά που θα το χάσει θα βρεθεί σε εντονότατη πολιτική πίεση να απαντήσει κλιμακώνοντας. Και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει ποια θα είναι η συνέπεια αυτής της κλιμάκωσης.
Κανείς δεν εμπόδιζε την κυβέρνηση, αν ήθελε να προχωρήσει στην επέκταση στην Κρήτη να το κάνει πολύ πριν τις εκλογές. Κανείς δεν την εμποδίζει να το κάνει μετά, εφόσον εκλεγεί. Προς τι η βιασύνη;
Σε κάθε περίπτωση δεν φαίνεται καθόλου καλή ιδέα η ανάμειξη της ελληνικής πολιτικής έναντι της Τουρκίας με τις προεκλογικές εκστρατείες στις δύο χώρες. Και θα ήταν καλό επίσης να βγουν τα ελληνοτουρκικά από τον κομματικό ανταγωνισμό πριν μας βρει κάποια καταστροφή. Αφού όλα τα κόμματα λένε ότι εμφορούνται από πατριωτισμό, θα πρέπει να τους είναι εύκολο να συνεννοηθούν επί των μειζόνων εθνικών θεμάτων. Μήπως να προσπαθήσουν να το κάνουν;
Η συνεργασία των κομμάτων, ή τουλάχιστο των περισσότερων, δεν είναι ασφαλώς εγγύηση για την ορθότητα της πολιτικής που θα ακολουθήσουν, δεδομένης της απουσίας σοβαρών επεξεργασιών και του τρομακτικού βαθμού εξάρτησης του ελληνικού πολιτικού συστήματος.
Ίσως όμως μπορεί να μας προστατεύσει από επικίνδυνους τυχοδιωκτισμούς, σε μια προσπάθεια εκμετάλλευσης των εθνικών θεμάτων για κομματικές σκοπιμότητες και να αποτελέσει μια αρχή «σοβαροποίησης» της χώρας. Ίσως.
ΥΓ. Εκτιμήσεις από καλά πληροφορημένους πάντως διπλωματικούς κύκλους αναφέρουν ότι ήδη η κυβέρνηση το «ξανασκέφτεται» και δεν θα προχωρήσει τελικά στην επέκταση των χωρικών υδάτων. Μπορεί να φαίνεται δυσάρεστο αυτό σε ένα τμήμα της κοινής γνώμης που επιθυμεί – όχι αδικαιολόγητα – πιο μαχητική αντιμετώπιση της Τουρκίας και δεν είναι εξοικειωμένο με τα θέματα της εξωτερικής και διεθνούς πολιτικής, υποκείμενο στη δημαγωγία των πολιτικών και στην «μη ενημέρωση» ή διαστρεβλωμένη «ενημέρωση» των «ΜΜΕ». Όμως θα του είναι πολύ πιο δυσάρεστες οι πιθανές συνέπειες μιας μη συγκροτημένης, ασυνάρτητης, μη «δουλεμένης» πολιτικής σε ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα. Και δυστυχώς η Αθήνα δεν μας έχει συνηθίσει σε σχεδιασμένη και μελετημένη πολιτική, εκτός του ότι εξαρτάται από τις πληροφορίες (ιδιοτελών) τρίτων για να καταλαβαίνει τι γίνεται στην Τουρκία.
Πηγή: kosmodromio.gr
Διαβάστε επίσης