Στον ιστό της αράχνης

Του Τάσου Τσακίρογλου
11 Μαρτίου 2022

«…Οι συγχωριανοί δεν τα σκάλιζαν. Προτιμούσαν την μπονάτσα στα πελάγη της καθημερινότητας, να μην ταράζουν τη συναινετική ισορροπία των εχθροτήτων και των ανταγωνισμών, αυτή την παράξενη και ζηλόφθονη αποσιώπηση που σαλεύει κάτω από την ειδυλλιακή ατμόσφαιρα της επαρχιακής γραφικότητας, όπως γίνεται και στους ολάνθιστους κήπους που θέλουν κόπρο κάτω από τα χώματά τους για ν’ αναδώσουν άρωμα τα λουλούδια».

Ετσι περιγράφει ο συνάδελφος Αχιλλέας Φακατσέλης την επαρχιακή ζωή, στο μυθιστόρημά του «Η λίγκα των ευγενών αγροίκων», Εκδόσεις Πηγή. Σ’ αυτό το δεύτερό του έργο, μετά το «Τυφλό φως», ο Φακατσέλης, μ’ έναν αναρχικό, σχεδόν οργιαστικό τρόπο (και έντονο το στοιχείο των σεξουαλικών περιπλοκών) περιγράφει τις μικρότητες, τους συμβιβασμούς και τα δίκτυα των πελατειακών σχέσεων που στήθηκαν από το κράτος των νικητών, δηλαδή της Δεξιάς, σε μια προσπάθεια ενσωμάτωσης τόσο της δυσαρέσκειας όσο και της ανάγκης για επιβίωση εκατομμυρίων ανθρώπων.

Γράφοντας σε μια γλώσσα μεικτή, στην οποία ανακατεύονται αρμονικά στοιχεία της καθομιλουμένης με λόγιες εκφράσεις, αλλά και μαλλιαρής δημοτικής -και πότε πότε με «πειραγμένο» συντακτικό- ο συγγραφέας κατορθώνει να περιγράψει τη μεταπολεμική κοινωνική κινητικότητα και την αστυφιλία. Παράλληλα όμως, και την παλίνδρομη κίνηση πίσω στην ελληνική επαρχία, την οποία σκιαγραφεί με τα μελανά χρώματα μιας καθυστέρησης κοινωνικής, οικονομικής και πολιτισμικής.

Σ’ αυτή την αμφίδρομη κίνηση βρίσκει τον χώρο και τον τρόπο να αποδομήσει φαινόμενα που ταλανίζουν επί δεκαετίες την ελληνική κοινωνία: μια οικογενειοκρατία στη βάση της οποίας κρύβονται βρόμικα μυστικά, οι παθογένειες μιας μικρής και κλειστής κοινωνίας που ξέρει να κάνει ότι δεν βλέπει τις αμαρτίες της (μοιχείες, συνωμοσίες, συναλλαγές κάτω από το τραπέζι κ.λπ.), αλλά και η κυριαρχία μιας επαρχιώτικης ελίτ που θέλει να «μεγαλώσει» και να απλώσει τα πλοκάμια της στην πρωτεύουσα.

Ολα αυτά μέσα από ένα καλοδουλεμένο στόρι, στο οποίο το ντεκόρ είναι –με παραλλαγμένα ονόματα– χωριά της Ηπείρου, ενώ πρωταγωνιστές όχι μόνο τα μέλη μιας πολιτικής «οικογένειας», αλλά και μια «συμμορία» φτωχοδιάβολων που θεωρούν τους εαυτούς τους πιο έξυπνους από τους πρώτους και θέλουν, εκβιάζοντάς τους, να ανέλθουν στην κοινωνική κλίμακα, εξασφαλίζοντας ένα εισόδημα που θα τους επιτρέπει να ζουν χωρίς να δουλεύουν. Η επιθυμία τους αυτή τους τυφλώνει σε βαθμό που να μην αντιλαμβάνονται ότι πίσω από τα πρόσωπα –όσο ψηλά και εάν στέκονται αυτά– υπάρχει «το σύστημα», το οποίο δεν ανέχεται παρείσακτους και εισβολείς, αντίθετα κάνει ό,τι χρειάζεται για να τους τιμωρήσει παραδειγματικά.

Η πλοκή στο μυθιστόρημα του Φακατσέλη είναι εντυπωσιακή και συνδέει απρόβλεπτα τα πρόσωπα με τους τόπους, ακόμα και με εξωτικούς φορολογικούς παραδείσους, όπως τα «νησιά Γκέιμαν», μάλλον παραλλαγμένο όνομα για τις γνωστές νήσους Κέιμαν. Πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλα αυτά έχει μια αστείρευτη διάθεση «προβοκάτσιας» εκ μέρους του συγγραφέα, ο οποίος «παίζει» με έναν τυχοδιωκτισμό που στο τέλος συντρίβει τους ήρωές του, αφού πρώτα τους έχει βάλει να περιπλανηθούν στα πέρατα του κόσμου, πότε με σαπιοκάραβα, πότε με αεροπλάνα και πότε σαν ναυαγούς στον Ινδικό Ωκεανό. Τους αντιμετωπίζει όμως πάντα με κατανόηση και ανθρωπιά, παρότι γνωρίζει ότι για την πορεία τους υπεύθυνη είναι η Τύχη και οι απρόβλεπτες συμπτώσεις που σαν αράχνες στήνουν τον ιστό τους για να παγιδεύσουν όσους νομίζουν ότι γράφουν τη μοίρα τους μόνοι τους

Πηγή: www.efsyn.gr

Τα άρθρα που δημοσιεύουμε δεν απηχούν αναγκαστικά τις απόψεις μας και δεν δεσμεύουν παρά τους συγγραφείς τους. Η δημοσίευσή τους έχει να κάνει όχι με το αν συμφωνούμε με τις θέσεις που υιοθετούν, αλλά με το αν τα κρίνουμε ενδιαφέροντα για τους αναγνώστες μας.