του Κ. Καλλωνιάτη
Ακούγοντας τις δηλώσεις του οικονομικού επιτελείου της Κυβέρνησης για τις αξιέπαινες επιδόσεις και προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, σχηματίζει κανείς την εντύπωση πως η χώρα κινείται αναπτυξιακά κόντρα στο καθοδικό προς την ύφεση ρεύμα που χαρακτηρίζει την ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία. Στην πραγματικότητα, όμως, οι κυβερνώντες που αισιοδοξούν βασιζόμενοι στις πρόσφατες θετικές επιδόσεις μοιάζουν με τους τουρίστες εκείνους που λιάζονται αμέριμνοι σε εξωτική παραλία την ώρα που στο βάθος του ορίζοντα πλησιάζει απειλητικό ένα γιγάντιο τσουνάμι.
Βεβαίως, είναι αλήθεια πως το ΑΕΠ της χώρας αυξήθηκε σε ετήσια βάση ισχυρά το 2021 και το α’ εξάμηνο 2022 (8%) και ταχύτερα από το αντίστοιχο της Ευρωζώνης (5%), ενώ στην επέκταση του αυτή πρωτοστάτησαν οι εξαγωγές και οι επενδύσεις παγίων και δευτερευόντως η ιδιωτική κατανάλωση με συνέπεια να αυξηθεί η απασχόληση και να μειωθεί το ποσοστό ανεργίας. Μάλιστα, ο πρωθυπουργός το απέδωσε στην βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και την αναδιάρθρωση της οικονομίας που προκάλεσαν οι μεταρρυθμίσεις. Αν ισχύει η εκτίμηση αυτή, τότε η οικονομική μεγέθυνση θα συνεχίσει δυναμικά όλο το 2022 και το 2023 ενώ θα πρέπει να αποφέρει οφέλη και στην κοινωνία (trickle-down economics). Ας δούμε πόσο βάσιμος είναι ο ισχυρισμός αυτός και η αισιοδοξία που τον συνοδεύει.
Πρώτο, ο υψηλός ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης ήλθε μετά από μία εξαιρετικά μεγάλη ύφεση (μεγαλύτερη της ΕΕ) που σημειώθηκε το 2020 με την πανδημία και συνεπώς από πολύ χαμηλή βάση που δικαιολογεί τεχνικά την επίδοση του 2021-22. Ο τεχνικός αυτός παράγοντας – η χαμηλή βάση εκκίνησης – δεν υφίσταται πλέον.
Δεύτερο, η ισχυρή αύξηση του ΑΕΠ οφείλεται κυρίως στην αύξηση του τουρισμού, των εξαγωγών, των επενδύσεων που χρηματοδότησαν οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης, καθώς και της ιδιωτικής κατανάλωσης που τροφοδότησαν οι κυβερνητικές ενισχύσεις μαζί με την αύξηση του κατώτατου μισθού και της απασχόλησης. Δηλαδή, κρατικό χρήμα και ξένη ζήτηση – εξωγενείς παράγοντες – υπήρξαν οι βασικές πηγές της ισχυρής ανάκαμψης. Όμως, με την ενεργειακή κρίση, τον πληθωρισμό και την ακρίβεια που παρόξυναν ο πόλεμος και οι οικονομικές κυρώσεις, υπάρχει μία κλιμακούμενη καταστροφή στο βιοτικό επίπεδο των Ευρωπαίων, η οποία σε συνδυασμό με την άνοδο των επιτοκίων και του προστατευτισμού θα πλήξει τις ελληνικές εξαγωγές αγαθών και τουριστικών υπηρεσιών και θα αποθαρρύνει τις επενδύσεις το 2023. Με άλλα λόγια, οι εξωγενείς αυτοί παράγοντες της ανάκαμψης, στους οποίους πρέπει να προσθέσουμε τις αθρόες αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ (οι οποίες εφεξής περιορίζονται), εξασθενούν πλέον σημαντικά.
Τρίτο, σαν αποτέλεσμα της μεγέθυνσης αυτής το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας όχι μόνο δεν συμμετέχει στο μεγάλωμα της οικονομικής πίτας, αλλά υφίσταται μεγάλη απώλεια αγοραστικής δύναμης διολισθαίνοντας στη φτώχεια υφιστάμενο διεύρυνση των ανισοτήτων.
Τα συμπεράσματα αυτά εμπεριέχονται ήδη στην διαφαινόμενη σημαντική επιβράδυνση της οικονομίας και τεκμαίρονται από τα εξής στοιχεία:
1. Οι προβλέψεις για την επέκταση της οικονομίας το 2023 συνεχώς αναθεωρούνται πτωτικά. Θυμίζουμε πως το Πρόγραμμα Σταθερότητας μιλούσε για αύξηση ΑΕΠ 4,8%, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή την περιόρισε σε 2.4% (με 1,4% αντίστοιχα για την Ευρωζώνη), το Προσχέδιο Προϋπολογισμού την κατέβασε σε 2,1% (διατηρώντας την ανάπτυξη στην Ευρωζώνη στο 1,4%) και το ΔΝΤ τη μείωσε σε 1,8% (με την Ευρωζώνη στο 0,5%). Τώρα, λοιπόν, που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προβλέπει για την Ευρωζώνη μηδενική επέκταση το 2023, η ελληνική οικονομία πιθανότατα να μη γνωρίσει μεγέθυνση πάνω από 1% κι αυτό υπό τον όρο ότι δεν θα χειροτερέψουν σοβαρά τα πράγματα στην παγκόσμια οικονομία.. Γι’ αυτό, εξάλλου, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους παραδέχεται πως υπάρχει μεγάλα αβεβαιότητα όσον αφορά τις προβλέψεις για την ιδιωτική κατανάλωση, τις επενδύσεις και τις εξαγωγές.
2. Μπορεί οι Ξένες Άμεσες Επενδύσεις (ΞΑΕ) να σημείωσαν ρεκόρ το 2022 συνολικά, όμως η τάση επιβράδυνσης μέσα στο έτος είναι πασιφανής κάτι που διαπιστώνεται και σε άλλα οικονομικά μεγέθη. Έτσι, στο τρίμηνο Ιουνίου-Αυγούστου (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία) οι ΞΑΕ ανήλθαν σε 891 εκατομ το 2022 έναντι 1703 εκατομ το 2021 σημειώνοντας κάμψη 48%. Επίσης, το ίδιο διάστημα η αύξηση της απασχόλησης από 8,8% το 2021 υποχώρησε σε 2,8% το 2022 και η αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής από 8,9% σε 6,3% αντίστοιχα.
3. Παρομοίως, το τρίμηνο Ιουλίου-Σεπτεμβρίου ο δείκτης εμπιστοσύνης των καταναλωτών επιδεινώθηκε το 2022 στις -53,6 μονάδες έναντι -33,6 το 2021, ενώ ο δείκτης προμηθειών των μάνατζερ (ΡΜΙ) έπεσε από 58,4 μονάδες το 2021 σε 49,2 μονάδες το 2022 (ένδειξη ύφεσης οτιδήποτε κάτω από 50) και ο δείκτης οικονομικού κλίματος μειώθηκε αντίστοιχα από 111,4 μονάδες σε 102,9 αντίστοιχα. Ακόμη, η διαφορά απόδοσης (spread) ελληνικών και γερμανικών 10ετών κρατικών ομολόγων αυξήθηκε δραματικά από 115 μονάδες βάσης το 2021 σε 246 μ.β. το 2022 τονίζοντας την επιδείνωση των όρων δανεισμού του ελληνικού δημοσίου (όλες οι μετρήσεις αφορούν μέσους όρους τριμήνων).
4. Τέλος, μεγέθυνση στην οποία δεν συμμετέχει η κοινωνία δεν συνιστά βεβαίως βιώσιμη ανάπτυξη. Αυτό υπογραμμίζει δημοσκοπική έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, σύμφωνα με την οποία: (α) το 70% των μισθωτών έχει οδηγηθεί σε μεγάλη περικοπή δαπανών για βασικά είδη διατροφής, (β) το 80% δεν είχε αύξηση μισθού το 2022, (γ) το 63% των μισθωτών θεωρεί ως αποτελεσματικότερο μέσο για την προστασία του βιοτικού του επιπέδου την αύξηση του μισθού και του κατώτατου, συγκριτικά με τις επιδοτήσεις σε τρόφιμα και ενέργεια, (δ) το 40% των μισθωτών εργάζονται παραπάνω από το κανονικό ωράριο, ενώ εξ αυτών οι μισοί δεν πληρώνονται την υπερωριακή τους εργασία, (ε) οι Έλληνες μισθωτοί χρειάζονται 80% περισσότερο χρόνο από τους Γάλλους και Ρουμάνους για να καλύψουν το αυξημένο κόστος της ενέργειας και υπερτριπλάσιο χρόνο από τους Λιθουανούς για να πληρώσουν το ρεύμα, (ζ) το 30% δηλώνει πως δεν είναι ικανοποιημένο από την εργασία του (στ) με τους μισθούς καθηλωμένους επί μία 12ετία, τον πληθωρισμό φέτος να τρέχει 10% και τον πραγματικό πληθωρισμό για τα χαμηλά εισοδήματα –τα οποία αναλώνονται σε δαπάνες διατροφής, στέγασης, μεταφορών– να είναι σχεδόν τριπλάσιος, σημειώνεται μία πολύ μεγάλη μείωση του πραγματικού μισθού και της αγοραστικής δύναμης που καμία επιδότηση δεν αρκεί να αντισταθμίσει.
Συνεπώς, βρισκόμαστε μπροστά σε μία δραματική επιδείνωση της φτώχειας στην ελληνική κοινωνία (πάνω από 40% αγγίζει πλέον το όριο της φτώχειας) μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, η οποία όταν εκλείψουν οι προεκλογικές παροχές και εισαχθεί για τα καλά η ευρωπαϊκή κρίση το 2023 θα γίνει πραγματικά ανυπόφορη με πιθανές εκρηκτικές αντιδράσεις όπως αυτές που βλέπουμε ήδη σε αρκετές αναπτυγμένες χώρες της ΕΕ.
Με τις εισοδηματικές ανισότητες να έχουν ήδη αυξηθεί 5% περίπου την διετία 2019-2021, το κύμα των πλειστηριασμών να ενισχύεται από τα νέα κόκκινα δάνεια και τη μεταφορά τους στα hedge funds/servicers, την περιουσιακή κατάσταση των συνταξιοδοτικών ταμείων σε δραματικά χαμηλά επίπεδα, το πρωτογενές δημόσιο έλλειμμα να πρέπει να μετατραπεί σε πλεόνασμα εφεξής, τις κεντρικές τράπεζες να αποσύρουν μαζικά ρευστότητα από τις αγορές, την ενεργειακή κρίση και τον πληθωρισμό να συνεχίζονται για αρκετά ακόμη χρόνια, τις χρηματιστηριακές αγορές σε ελεύθερη πτώση, την αβεβαιότητα των επερχόμενων εκλογών σε πλήρη ανάπτυξη, την απειλή πολέμου από την Τουρκία να κλιμακώνεται, και τον οικονομικό ανταγωνισμό Δύσης-Ανατολής να κινδυνεύει με εκτροχιασμό σε Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι προφανές πως η πρόσφατη ανάκαμψη ήταν προσωρινή και δεν μπορεί να έχει συνέχεια.
Αντιθέτως, το φάσμα της ύφεσης είναι όλο μπροστά μας. Βρισκόμαστε σε μία πρωτοφανή συστημική κρίση του καπιταλισμού από την οποία αδυνατούν παντελώς να μας βγάλουν οι συμβατικές πολιτικές των προσωρινών δημοσιονομικών βοηθημάτων, των ιδιωτικοποιήσεων, της απορρύθμισης των αγορών και της παράλληλης πιστωτικής σκλήρυνσης, που μόνο τους έχοντες και κατέχοντες εξυπηρετούν. Εδώ που φτάσαμε με την κλιματική κρίση, τις πολιτικές λιτότητας, την εγκατάλειψη των δημοκρατικών θεσμών και τον κλιμακούμενο ολοκληρωτικό πόλεμο, μόνον ένας σοσιαλιστικός σχεδιασμός της οικονομίας και της κοινωνίας μπορεί να μας σώσει.
Τα άρθρα που δημοσιεύουμε δεν απηχούν αναγκαστικά τις απόψεις μας και δεν δεσμεύουν παρά τους συγγραφείς τους. Η δημοσίευσή τους έχει να κάνει όχι με το αν συμφωνούμε με τις θέσεις που υιοθετούν, αλλά με το αν τα κρίνουμε ενδιαφέροντα για τους αναγνώστες μας.