Μια θεμελιακή κριτική της γερμανικής κυβέρνησης
του Όσκαρ Λαφοντέν*
Για τη συντριπτική πλειονότητα των Γερμανών πολιτικών και δημοσιογράφων, ο πόλεμος στην Ουκρανία άρχισε στις 24 Φεβρουαρίου του 2022. Με βάση αυτήν την άποψη, που αγνοεί ολόκληρο το ιστορικό που προηγήθηκε της ρωσικής στρατιωτικής εισβολής στην Ουκρανία, η Γερμανία δεν μπορεί να συμβάλει με κανένα τρόπο στην ειρήνη.
Η φράση αυτή αποδίδεται στον τραγωδό Αισχύλο: «Στον πόλεμο το πρώτο θύμα είναι η αλήθεια». Απ’ αυτό προκύπτει ότι για να επιδιώξει κανείς την ειρήνη πρέπει να επιστρέψει στην αλήθεια ή ακόμα καλύτερα: στην ειλικρίνεια. Και αυτό σημαίνει ότι κάθε πόλεμος έχει το δικό του ιστορικό. Και η ιστορική αφετηρία του πολέμου στην Ουκρανία ξεκινάει με την εικόνα που έχουν οι ΗΠΑ για τον εαυτό τους ως το «εκλεκτό έθνος», ισχυριζόμενες ότι είναι και παραμένουν η μόνη παγκόσμια δύναμη.
Επομένως οι ΗΠΑ πρέπει να κάνουν ό,τι μπορούν για να εμποδίσουν την ανάδυση κάποιας άλλης παγκόσμιας δύναμης. Αυτό ισχύει όχι μόνο σε ό,τι αφορά την Κίνα και τη Ρωσία αλλά και την Ευρωπαϊκή Ένωση ή, μελλοντικά, ακόμα και την Ινδία και άλλες χώρες.
Εάν αποδεχθεί κανείς αυτό τον ισχυρισμό και την ίδια στιγμή γνωρίζει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν με διαφορά τη μεγαλύτερη στρατιωτική μηχανή παγκοσμίως, τότε μπορεί πιθανώς να καταλήξει ότι το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να αναζητήσει καταφύγιο κάτω από τις φτερούγες αυτής της παγκόσμιας δύναμης.
Η Γερμανία δεν είναι κυρίαρχη χώρα
Εν τούτοις ο ισχυρισμός αυτός είναι σωστός μόνο στο βαθμό που αυτή η «δύναμη προστασίας» ακολουθεί μια φιλειρηνική εξωτερική πολιτική και δεν περικυκλώνει στρατιωτικά τους κατά περίπτωση αναδυόμενους αντιπάλους, ούτε τους προκαλεί διαρκώς, αποδεχόμενη έτσι το ρίσκο ενός πολέμου. Εάν η δύναμη που ασκεί προστασία έχει στρατιωτικές εγκαταστάσεις στην επικράτεια των συμμάχων της, από τις οποίες διεξάγει τους πολέμους της, τότε θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο την ίδια αλλά και τους συμμάχους της με την επιθετική της γεωπολιτική.
Η αεροπορική βάση του Ράμσταϊν για παράδειγμα, υπήρξε και παραμένει αναντικατάστατη για τη διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, την Αφρική και την Ουκρανία. Κατά συνέπεια, όταν οι Αμερικανοί βρίσκονται σε πόλεμο, η Γερμανία είναι πάντοτε μέρος αυτού του πολέμου, είτε της αρέσει είτε όχι. Επειδή έβλεπε αυτή τη συσχέτιση, ο Ντε Γκωλ για παράδειγμα δεν ήθελε τη δομή του ΝΑΤΟ, δηλαδή τις ΗΠΑ, σε γαλλικό έδαφος. Μια χώρα, έλεγε ο Ντε Γκωλ, πρέπει να μπορεί να παίρνει η ίδια τις αποφάσεις της σχετικά με το αν θα κάνει πόλεμο ή ειρήνη.
Ότι η Γερμανία δεν είναι χώρα κυρίαρχη έγινε φανερό όταν ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Λόυντ Ώστιν συγκάλεσε μια διάσκεψη στο Ράμσταϊν, όπου τα υποτελή κράτη υποχρεώθηκαν να παράσχουν τη συμβολή τους στον πόλεμο στην Ουκρανία. Φυσικά οι ΗΠΑ αξιώνουν τη δυνατότητα να αποφασίζουν κατά πόσον μια χώρα σαν τη Γερμανία μπορεί να θέτει σε λειτουργία έναν αγωγό τροφοδοσίας όπως ο Nord Stream 2.
Ένας πόλεμος με μακρά προϊστορία
Το ιστορικό του πολέμου στην Ουκρανία περιλαμβάνει τοποθετήσεις στρατηγικών σχεδιαστών των ΗΠΑ, ότι η Ουκρανία είναι κομβικό κράτος για την επιβολή της κυριαρχίας τους επί της Ευρασιατικής ηπείρου. Γι’ αυτό το λόγο, σύμφωνα με τον Μπρζεζίνσκι, τον πρώην Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας επί προεδρίας Κάρτερ, όπως αναφέρεται σε ένα βιβλίο του του 1997 με τίτλο «Η μόνη παγκόσμια δύναμη», η Ουκρανία πρέπει να γίνει υποτελές κράτος των ΗΠΑ.
Αν και ευφυείς πολιτικοί όπως ο Τζώρτζ Κένναν προειδοποιούσαν κατά της μετατροπής της Ουκρανίας σε προκεχωρημένο φυλάκιο στα σύνορα με τη Ρωσία, διαδοχικοί πρόεδροι, οι Κλίντον, Μπους, Ομπάμα, Τραμπ και Μπάιντεν, έδωσαν ώθηση στην προς ανατολάς επέκταση του ΝΑΤΟ και στον εξοπλισμό της Ουκρανίας, αν και η Ρωσία έχει δείξει για πάνω από είκοσι χρόνια ότι δεν θα αποδεχθεί αμερικανικά στρατεύματα και πυραύλους στο κατώφλι της στην Ουκρανία.
Αργότερα, με το πραξικόπημα του Μαϊντάν το 2014, οι ΗΠΑ έδειξαν ότι δεν ήταν διατεθειμένες να λάβουν υπ’ όψιν τα συμφέροντα ασφαλείας της Ρωσίας. Εγκατέστησαν μια κυβέρνηση ανδρεικέλων τους και έκαναν τα πάντα προκειμένου να εντάξουν τις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις στις ΝΑΤΟϊκές δομές. Οργανώθηκαν κοινά γυμνάσια και οι επανειλημμένες αντιρρήσεις της ρωσικής κυβέρνησης αγνοήθηκαν.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, προβάλλεται άτοπα ο ισχυρισμός ότι κάθε κράτος έχει το δικαίωμα να επιλέγει τις συμμαχίες του. Αλλά κανένα κράτος δεν θα έπρεπε να εγκαθιστά πυραύλους μιας αντίπαλης δύναμης στα σύνορά του με μια πυρηνική δύναμη απροειδοποίητα, και να επιχειρεί να το δικαιολογήσει αφελώς ως δήθεν ελεύθερη επιλογή συμμαχίας. Φανταστείτε τον Καναδά, το Μεξικό ή την Κούβα να επιτρέπουν σε κινεζικά ή ρωσικά στρατεύματα να εγκατασταθούν στην επικράτειά τους ή να τοποθετούν πυραύλους σε βάσεις από τις οποίες μπαίνει στο στόχαστρο η Ουάσινγκτον, χωρίς προειδοποίηση.
Μετά την κουβανική κρίση των πυραύλων το 1962, γνωρίζουμε ότι οι ΗΠΑ δεν θα αποδεχόντουσαν ποτέ κάτι τέτοιο και θα διακινδύνευαν έναν πυρηνικό πόλεμο μπροστά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Από αυτές τις σκέψεις προκύπτει ότι μια επιθετική υπερδύναμη δεν μπορεί να ηγείται μιας «αμυντικής συμμαχίας». Μετά από όλες τις εμπειρίες των τελευταίων δεκαετιών, πόσο καιρό θα πάρει μέχρι να καταλάβει επιτέλους η Γερμανία ότι πρέπει να αναλάβει τη δική της ασφάλεια και να ανεξαρτητοποιηθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες;
Υπήρξαν Γερμανοί πολιτικοί που έβλεπαν τον κίνδυνο που προέρχεται από την πολιτική των ΗΠΑ και επιχείρησαν μιαν ανεξάρτητη γερμανική εξωτερική πολιτική. Ο Βίλλυ Μπραντ, για παράδειγμα, γνώριζε ότι έπρεπε να βρεθεί τρόπος ειρηνικής συμβίωσης με τη Ρωσία και τους Ανατολικοευρωπαίους γείτονες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τάχθηκε υπέρ του αφοπλισμού και της κατευναστικής «πολιτικής της ύφεσης», και ήταν πεπεισμένος ότι η ασφάλεια δεν μπορεί να επιτευχθεί σε βάρος της άλλης πλευράς, αλλά μόνον από κοινού. Ο Χέλμουτ Κόλ διαπραγματεύτηκε την ενοποίηση της Γερμανίας με τον Γκορμπατσόφ και αναγνώρισε ότι η ειρήνη και η συνεργασία με τη Ρωσία ήταν προϋποθέσεις για την επικράτηση μιας ειρηνικής διευθέτησης στην Ευρώπη.
Ο Χανς-Ντήτριχ Γκένσερ έπεσε για κάποια περίοδο σε δυσμένεια από πλευράς του πολιτικού κατεστημένου των ΗΠΑ επειδή φοβόταν το ενδεχόμενο ενός περιορισμένου πυρηνικού πολέμου στην Ευρώπη, και έτσι εργάστηκε επί μακρόν για τον αποκλεισμό των πυραύλων μικρού βεληνεκούς και των τακτικών πυρηνικών όπλων από τη γερμανική και την ευρωπαϊκή επικράτεια. Ο «Γκενσερισμός» έχει γίνει κακόφημη λέξη στην Ουάσινγκτον. Στο εξαιρετικό του βιβλίο «Εθνικά συμφέροντα», o Klaus von Dohnanyi πρόσφατα παρουσίασε την προσέγγιση μερίδας Αμερικανών στρατηγικών σχεδιαστών, ότι θα μπορούσε να διεξαχθεί κάλλιστα ένας πυρηνικός πόλεμος περιορισμένος στην Ευρώπη.
Πώς να αποφευχθεί η κλιμάκωση
Επί του παρόντος, δεν υπάρχει ούτε υπόνοια για μια εξωτερική πολιτική που να θέτει πρώτα τα συμφέροντα της Γερμανίας.
Οι ηγέτες του κόκκινο-κίτρινο-πράσινου συνασπισμού, οι Σόλτς, Μπέρμποκ, Χάμπεκ και Λίντνερ, είναι όλοι τους πιστοί υποτακτικοί των ΗΠΑ. Ο Σολτς υποστηρίζει τον επανεξοπλισμό (σ.σ. της Γερμανίας) και υπερηφανεύεται ότι είναι σε θέση να ανακοινώνει αποστολές όπλων στην Ουκρανία όλο και πιο συχνά. Ενεργεί σαν να μην έχει ακούσει ποτέ για την Οστπολιτίκ και για την πολιτική της ύφεσης του Βίλλυ Μπραντ. Η εξωτερική πολιτική του FDP (Φιλελεύθεροι Δημοκράτες) κυριαρχείται από τον λομπίστα των όπλων Strack-Zimmermann, που κάθε τόσο καλεί για νέες αποστολές όπλων στην Ουκρανία.
Οι Πράσινοι έχουν μεταλλαχθεί από κόμμα που βγήκε μέσα από το γερμανικό φιλειρηνικό κίνημα, στο χειρότερο πολεμοκάπηλο κόμμα της γερμανικής Ομοσπονδιακής Βουλής. Η Αναλένα Μπέρμποκ υποστηρίζει ότι πρέπει να «καταστρέψουμε τη Ρωσία» και πρέπει γι’ αυτό να αποκαλείται φασίστρια. Το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης δεν εξαιρείται. Ως πρώην υπάλληλος της Blackrock, του γνωστού αμερικανικού χρηματοπιστωτικού γίγαντα, ο πρόεδρος του CDU (Χριστιανοδημοκράτες) Φρίντριχ Μερτς είναι πιστός φιλοατλαντιστής. Ζητά ακόμα περισσότερες αποστολές όπλων και έφτασε να απαιτεί τη διακοπή λειτουργίας του Nord Stream 1.
Η γερμανική εξωτερική πολιτική βλάπτει τα συμφέροντα της χώρας μας και δεν συμβάλλει στην προώθηση της ειρήνης στην Ευρώπη. Χρειάζεται ολοκληρωτικό αναπροσανατολισμό. Εφόσον υπάρχει κίνδυνος για πόλεμο ανάμεσα σε πυρηνικές δυνάμεις εξαιτίας της γεωπολιτικής συμπεριφοράς των ΗΠΑ, είναι ευθύνη των Γερμανών και των Ευρωπαίων πολιτικών να κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να κρατήσουν την περιοχή έξω απ’ αυτή τη σύγκρουση.
Η Ευρώπη πρέπει να ξεφύγει από την κηδεμονία των ΗΠΑ και πρέπει να παίξει έναν μεσολαβητικό ρόλο ανάμεσα στις ανταγωνιστικές παγκόσμιες δυνάμεις. Από κοινού, Γερμανία και Γαλλία διαθέτουν το δυναμικό για να προωθήσουν μια ανεξάρτητη ευρωπαϊκή πολιτική και πολιτική ασφάλειας.
Έχει έρθει η ώρα. Δεν μπορούμε διαρκώς να βασιζόμαστε στη στρατιωτική ισορροπία του τρόμου προκειμένου να αποφύγουμε μια παγκόσμια πυρηνική ανάφλεξη, όταν βρισκόμαστε ενώπιον μιας κλιμάκωσης του πολέμου. Παραδείγματα μιας τέτοιας στάσης έχουν δώσει ο σοβιετικός αξιωματικός του ναυτικού Αρχίποφ, που εμπόδισε την εκτόξευση μιας πυρηνικής τορπίλης κατά τη διάρκεια της κουβανικής κρίσης των πυραύλων, ή ο σοβιετικός συνταγματάρχης Πετρόφ, ο οποίος το 1984 σε ένα συμβάν όπου ο ρωσικός υπολογιστής έδειξε λανθασμένα ότι κατέφθανε ένας πυρηνικός πύραυλος μεγάλου βεληνεκούς από τις ΗΠΑ, αποφάσισε για το τι έπρεπε να πράξει ώστε να μην πυροδοτηθεί η πυρηνική «ανταπάντηση» που είχε διαταχθεί.
Είναι ώρα να μην αφήνουμε τις πρωτοβουλίες ειρήνευσης στον Τούρκο πρόεδρο Ερντογάν. Ακόμα και αν οι ΗΠΑ, με βάση τις αντιλήψεις τους, είναι απρόθυμες να εργαστούν για μια παύση του πυρός και για μια γρήγορη λήξη του πολέμου στην Ουκρανία, κάτι τέτοιο είναι ζωτικό συμφέρον για τους Ευρωπαίους.
Ο Roger Waters, ιδρυτικό μέλος του μουσικού συγκροτήματος Pink Floyd, έχει δίκιο όταν δηλώνει ότι η ειρήνη μπορεί ακόμα να επιτευχθεί στη βάση των συμφωνιών του Μινσκ. Από την άλλη μεριά, η δήλωση των ΗΠΑ ότι η επιδίωξή τους είναι να αποδυναμώσουν τόσο τη Ρωσία ώστε να μην μπορεί ποτέ πλέον να αρχίσει έναν τέτοιο πόλεμο, είναι καθαρός κυνισμός. Πόσοι επιπλέον Ουκρανοί και Ρώσοι πρέπει να σκοτωθούν ώστε οι ΗΠΑ να προσεγγίσουν τον γεωπολιτικό τους στόχο να αποδυναμώσουν σημαντικά τη Ρωσία;
Η Ευρώπη τώρα πληρώνει τις υψηλότερες τιμές ενέργειας. Οι ευρωπαϊκές βιομηχανικές εταιρείες μεταναστεύουν και ανοίγουν νέα παραρτήματά τους στις ΗΠΑ. Οι τεράστιες παραγγελίες για την αμερικανική πολεμική βιομηχανία και τα εξωφρενικά κέρδη που καταγράφει η περιβαλλοντικά καταστροφική βιομηχανία παραγωγής σχιστολιθικών υδρογονανθράκων των ΗΠΑ, κάνουν απόλυτα φανερό το ποιος επωφελείται απ’ αυτόν τον πόλεμο και από τις κυρώσεις.
Εν όψει αυτής της κατάστασης, ακόμα και οι πολιτικοί του κόκκινο-κίτρινο-πράσινου συνασπισμού, παρ’ όλη την έλλειψη εμπειρίας τους στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, θα έπρεπε να αντιληφθούν ότι δεν μπορεί να παρθεί απόφαση παρακάμπτοντας την Ευρώπη. Ένα πρώτο βήμα θα ήταν να ασκηθεί πίεση για κατάπαυση του πυρός, να παρουσιαστεί ένα σχέδιο ειρήνευσης και να τεθεί σε λειτουργία ο αγωγός Nord Stream 2.
Η συνέχιση της τρέχουσας πολιτικής αντίθετα, οδηγεί στη φτωχοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού, καταστρέφει ολόκληρους τομείς της γερμανικής βιομηχανίας και εκθέτει τη Γερμανία στον κίνδυνο να συρθεί σε έναν πυρηνικό πόλεμο.
* Ο Όσκαρ Λαφοντέν είναι πρώην πρόεδρος του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, του οποίου διατέλεσε υποψήφιος καγκελάριος. Ήταν υπουργός Οικονομίας στην κυβέρνηση Σρέντερ, και εν συνεχεία ιδρυτής και πρόεδρος του αριστερού κόμματος Die Linke, από το οποίο παραιτήθηκε στις 17 Μαρτίου 2022.
Πηγή: edromos.gr
Τα άρθρα που δημοσιεύουμε δεν απηχούν αναγκαστικά τις απόψεις μας και δεν δεσμεύουν παρά τους συγγραφείς τους. Η δημοσίευσή τους έχει να κάνει όχι με το αν συμφωνούμε με τις θέσεις που υιοθετούν, αλλά με το αν τα κρίνουμε ενδιαφέροντα για τους αναγνώστες μας.