Του Αντώνη Λαγγουράνη *
Διαβάστε το πρώτο και το δεύτερο μέρος
- Η λήψη συμπληρωμάτων διατροφής.
Αυτή συχνά κρίνεται αναγκαία για πολλούς και διάφορους λόγους, μερικοί εκ των οποίων παρατίθενται κατωτέρω:
α) Παρότι ζούμε σε μια από τις πιο ευνοημένες κλιματολογικά χώρες, με ηλιοφάνεια περίπου 8-9 μήνες τον χρόνο, οι περισσότεροι έχουμε ένδεια βιταμίνης D (βιταμίνης του ήλιου), η οποία, μεταξύ πολλών άλλων ευεργετικών επί του οργανισμού μας δράσεων, είναι άκρως απαραίτητη για την υγεία των οστών και για την άμυνά μας εναντίον των διαφόρων ιογενών και μικροβιακών λοιμώξεων, καθώς και πολλών νεοπλασιών. Όσο πιο χαμηλά είναι τα επίπεδα αυτής της βιταμίνης στο αίμα τόσο πιο πολύ αυξάνεται ο κίνδυνος για βαριά νόσηση κατόπιν μολύνσεως όχι μόνο με τον κορωνοϊό, αλλά και με οποιονδήποτε άλλον ιό. Ο κίνδυνος επαυξάνεται κατά πολύ επί συνυπάρξεως ελλείψεως και άλλων, ενισχυτικών του ανοσοποιητικού συστήματος, ουσιών, μεταξύ των οποίων οι πιο σημαντικές είναι οι βιταμίνες C, E και Α, ο ψευδάργυρος και το σελήνιο.
Μία από τις μορφές της βιταμίνης D, συγκεκριμένα, η 25-υδροξυ-βιταμίνη D3, την οποία συνήθως μετράμε στον ορό του αίματος, είναι κάτω από τα 30 ng/ml (δισεκατομμυριοστά του γραμμαρίου ανά χιλιοστό του λίτρου στον ορό του αίματος), ενώ πρέπει να είναι τουλάχιστον 30 ng/ml. Τα ιδανικά όρια κυμαίνονται μεταξύ των 40 και των 70 ng/ml. Πάνω από 100 ng/ml υπάρχει κίνδυνος για εμφάνιση συμπτωμάτων υπερβιταμίνωσης D, η οποία όμως για να επισυμβεί απαιτείται πρόσληψη υψηλών δόσεων βιταμίνης D, άνω των 1.000 διεθνών μονάδων (IU), ημερησίως, για μεγάλο χρονικό διάστημα.1
β) Πολλά ηλικιωμένα άτομα δεν απορροφούν επαρκώς από το πεπτικό σύστημα βιταμίνες, μέταλλα, ιχνοστοιχεία και διάφορες άλλες ζωτικές, για την ομαλή λειτουργία του οργανισμού, ουσίες. Αυτό οφείλεται στη μειωμένη έκκριση υδροχλωρικού οξέος και πεψινογόνων ενζύμων από το στομάχι, αμυλάσης, λιπάσης και πρωτεϊνολυτικών ενζύμων από την εξωκρινή μοίρα του παγκρέατος και διαφόρων άλλων πρωτεϊνολυτικών ενζύμων από τον βλεννογόνο (έσω χιτώνα) του λεπτού εντέρου. Η ελαττωμένη εντερική απορρόφηση δεν είναι επακόλουθο μόνο της ηλικίας, αλλά και της καταπόνησης του πεπτικού συστήματος από παρελθοντικές, χρονίως διαπραχθείσες, διαιτητικές υπερβολές και διάφορες άλλες καταχρήσεις.
Η μειωμένη απέκκριση αυτών των ουσιών διαταράσσει και την πέψη του αμύλου, των πρωτεϊνών, των λιπών και των ελαίων στο λεπτό έντερο, με πολλά και δυσάρεστα επακόλουθα αυτής της δυσπεψίας και της συνοδού «δυσθρεψίας».
γ) Σε κάθε κατάσταση οξείας και, ιδίως, χρονίας ψυχικής έντασης ή συναισθηματικής διαταραχής (έντονη χαρά ή λύπη, άγχος, φοβίες, ανησυχία, θυμός, αισθήματα ενοχής, στενοχώρια, απελπισία, κατάθλιψη κ.ά.) αναστέλλεται σε μεγάλο βαθμό η γαστρική, η παγκρεατική και η εντερική έκκριση, η κινητικότητα του στομάχου, καθώς και η κινητικότητα και η απορροφητική ικανότητα του εντέρου. Επίσης, κάθε σωματική διαταραχή, όπως είναι η κεφαλαλγία, ο ίλιγγος, ο πυρετός, ο μετεωρισμός (το φούσκωμα) και οι πόνοι στη κοιλιά ή οποιαδήποτε άλλη αδιαθεσία, έχει πολύ αρνητικές συνέπειες στην πεπτική λειτουργία.
Παρενθετικά, η θρέψη δεν εξαρτάται μόνο από το τί και το πόσο τρώμε, αλλά και από αυτό που μπορούμε να «χωνέψουμε». Η θρέψη έχει άμεση σχέση αλλά δεν είναι ταυτόσημη με την τροφή. Η τροφή, ακόμα και η υγιεινότερη, λαμβανομένη κάτω από τις προαναφερθείσες, δυσμενείς για την πεπτική λειτουργία, συνθήκες ή δι’ εξαναγκασμού (πίεσης που ασκείται στους αρρώστους, ιδίως όταν δεν πεινούν, για να «αναρρώσουν» και στα παιδιά, για να «δυναμώσουν») όχι μόνο δεν πέπτεται, αλλά ζυμούται ή σήπεται. Αποτέλεσμα της ζύμωσης των αμυλούχων και της σήψης των πρωτεϊνούχων τροφών (κυρίως στο παχύ έντερο με τη δράση της μικροβιακής χλωρίδας του) είναι η απορρόφηση πολλών τοξικών προϊόντων από το τοίχωμα του εντέρου, τα οποία εισέρχονται στην κυκλοφορία του αίματος. Το πρόβλημα αυτής της «αυτοδηλητηρίασης» περιπλέκεται ακόμα περισσότερο εάν η καταναλωθείσα τροφή είναι ανθυγιεινή. Επομένως, επιτυγχάνουμε ακριβώς το αντίθετο από το επιδιωκόμενο, δηλαδή την ακόμη μεγαλύτερη εξασθένισή μας. Σε τέτοιες καταστάσεις ο οργανισμός έχει απόλυτη ανάγκη να του δοθούν οι δυνατότητες (ήσυχο περιβάλλον, σωματική και πνευματική ανάπαυση, ψυχική ηρεμία και προπαντός νηστεία) να ανακτήσει την πεπτική και αφομοιωτική ικανότητά του, η οποία είναι βασική προϋπόθεση για την αξιοποίηση της τροφής. Πολλά νοσήματα θα μπορούσαν να προληφθούν ή θα διαρκούσαν πολύ λιγότερο και οι επιπλοκές τους θα μειώνονταν σε μεγάλο βαθμό, αν πειθαρχούσαμε στην επίκληση της φύσης για αποφυγή τροφής και ερμηνεύαμε σωστά το σύμπτωμα ανορεξία, που κατά κανόνα συνοδεύει όλες τις ανωτέρω καταστάσεις, και υπακούαμε σ’ αυτό.
Όταν λέμε θρέψη δεν εννοούμε τη συσσώρευση υποδορίου λίπους. Εκείνο που προέχει είναι η επαρκής πρόσληψη των διαφόρων τροφικών συστατικών, τα οποία θα χρησιμοποιηθούν ως δομικά υλικά για την αποκατάσταση των κυτταρικών φθορών, για την κάλυψη των τρεχουσών λειτουργικών και ενεργειακών αναγκών και κυρίως η εξασφάλιση της δυνατότητας του οργανισμού προς αξιοποίηση αυτών των συστατικών. Η ύπαρξη του αισθήματος της πείνας αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ομαλή πέψη της τροφής. Αναφέρεται ότι ο Σωκράτης ουκ ήσθιεν ει μη πεινώη ουδ’ πέπινεν ει μη διψώη (δεν έτρωγε αν δεν πεινούσε ούτε έπινε αν δεν διψούσε).
δ) Όσοι ακολουθούν διάφορα, υποθερμιδικά και, επιπλέον, κακώς σχεδιασμένα διαιτολόγια, με σκοπό την απώλεια σωματικού βάρους, σε περίπτωση παχυσαρκίας, δεν προσλαμβάνουν, σε ικανοποιητικό βαθμό, βιταμίνες, μέταλλα, ιχνοστοιχεία και πολλές άλλες, απαραίτητες για την ομαλή λειτουργία του οργανισμού, χημικές ουσίες. Ένα διαιτολόγιο 1.400 θερμίδων, ημερησίως, είναι ανεπαρκές για την κάλυψη αυτών των αναγκών. Σημειωτέον, ότι στην ηλικία των 60 ετών, ο μεταβολισμός μας έχει μειωθεί κατά 30%, σε σχέση με αυτόν που είχαμε στην ηλικία των 25 ετών. Επομένως, πρέπει να μειώσουμε, αντιστοίχως, τις (παραγόμενες από τον μεταβολισμό των προσλαμβανομένων τροφών) θερμίδες, προκειμένου να διατηρήσουμε το σωματικό βάρος μας εντός των ιδανικών (όχι των «φυσιολογικών») ορίων.2 Αυτό όμως συνεπάγεται και τη μείωση της πρόσληψης αυτών των ζωτικών ουσιών, ιδίως αν δεν προσέξουμε την ποσοτική και την ποιοτική σύνθεση των τροφών που καταναλώνουμε.
ε) Η κατάργηση της «αγρανάπαυσης» και η εντατικοποίηση των καλλιεργειών αγροτικών προϊόντων, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, έχει οδηγήσει στην εξάντληση των εδαφών σε αποθέματα ψευδαργύρου, μαγνησίου, σεληνίου και πολλών άλλων μετάλλων και ιχνοστοιχείων, τα οποία όχι μόνον δεν αναπληρώνονται με τα συνήθως χρησιμοποιούμενα λιπάσματα, αλλά μαζί με τα ζιζανιοκτόνα , τα παρασιτοκτόνα και τα λοιπά φυτοφάρμακα, καθώς και με το ασβέστιο του εδάφους ανταγωνίζονται την απορρόφηση αυτών των, ελάχιστα εναπομεινασών στο έδαφος , χημικών ουσιών από τα φυτά. Π.χ., τα θειούχα λιπάσματα μειώνουν την απορρόφηση του σεληνίου, το οποίο είναι ένα ιχνοστοιχείο ενισχυτικό του ανοσοποιητικού συστήματος. Η περιεκτικότητα των φυτών σε σελήνιο (όπως και σε άλλα μέταλλα και ιχνοστοιχεία) σήμερα είναι πολύ μικρότερη από αυτήν που ήταν πριν από 70 χρόνια. Η συχνότητα νεοπλασμάτων στις ανατολικές πολιτείες των ΗΠΑ (όπως είναι η Γεωργία και η Βόρειος Καρολίνα), των οποίων το έδαφος είναι πολύ πτωχό σε σελήνιο, είναι τετραπλάσια σε σχέση με αυτή που παρατηρείται σε δυτικότερες περιοχές (π.χ. στη Ντακότα και στη Νεμπράσκα), όπου το έδαφος είναι πολύ πιο πλούσιο σ’ αυτό το ιχνοστοιχείο). Επίσης, περιεκτικότητα των εδαφών σε σελήνιο, στη Σιβηρία, σε μερικές περιοχές της Κίνας και άλλων χωρών, είναι μικρή, λόγω της εκ φύσεως συστάσεως των εδαφών τους, ανεξαρτήτως καλλιεργειών, με ανάλογα αποτελέσματα. Οι περιεχόμενες σε κάποια φυτοφάρμακα υδραζίνες, οι οποίες δρουν ως επιταχυντές της ανάπτυξης των φυτών, ανταγωνίζονται τη σύνθεση της βιταμίνης Β6 από αυτά. Υπάρχουν και πολλές άλλες παρόμοιες αιτίες υποβάθμισης της αξίας των τροφών που καταναλώνουμε σήμερα.
στ) Η ένδεια του οργανισμού σε βιταμίνες, μέταλλα και ιχνοστοιχεία επιτείνεται από την εγκυμοσύνη, τον θηλασμό, την εξαντλητική μυϊκή άσκηση (δρομείς μεγάλων αποστάσεων, ποδοσφαιριστές κ.τ.λ.), τις χειρουργικές επεμβάσεις, τα εγκαύματα ή άλλες σωματικές κακώσεις και τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, που καταπονούν τον οργανισμό (ψύχος, υγρασία και καύσων, ιδίως όταν αυτός συνοδεύεται από έντονες εφιδρώσεις). Το ίδιο ισχύει και επί λήψεως διαφόρων φαρμάκων, όπως είναι τα διουρητικά, σχεδόν όλα τα αντιυπερτασικά, τα αντιφλεγμονώδη, τα αντιόξινα, τα βρογχοδιασταλτικά, τα αντισυλληπτικά, τα αγχολυτικά, τα αντικαταθλιπτικά και άλλα ψυχοτρόπα φάρμακα, οι στατίνες και οι λοιπές αντιλιπιδαιμικές ουσίες, τα χημειοθεραπευτικά (αντινεοπλασματικά και ανοσοκατασταλτικά), πολλά αντιβιοτικά (αντιμικροβιακά, αντι-ιικά, αντιμυκητικά, αντιπαρασιτικά) και διάφορα άλλα φάρμακα.
ζ) Η λήψη συμπληρωμάτων διατροφής καθίσταται πιο επιτακτική σε όσους δεν διατρέφονται σωστά, στους καπνιστές, στους συστηματικούς καταναλωτές οινοπνευματωδών ποτών (ιδίως στους αλκοολικούς) και στους εθισμένους στην ηρωίνη, στην κοκαΐνη και σε άλλες «σκληρές» εξαρτησιογόνες ουσίες.
Η κακή διατροφή είναι ανεπαρκής σε πολλά, ζωτικής σημασίας για τον οργανισμό, συστατικά. Για παράδειγμα, το άσπρο ψωμί και το άσπρο ρύζι (εκτός των πολλών άλλων ελλείψεών τους) έχουν 80% λιγότερο μαγνήσιο από το ολικής αλέσεως ψωμί και από το σκούρο, ανεπεξέργαστο, ρύζι.
Το κάπνισμα καταστρέφει τη βιταμίνη C. Ειδικά οι καπνιστές, οι οποίοι αποφεύγουν τα φρούτα και τα ωμά λαχανικά, είναι πολύ πιο επιρρεπείς σε λοιμώξεις, νεοπλάσματα, οστεοπόρωση, καρδιαγγειακές και σε άλλες παθολογικές καταστάσεις, σε σχέση με τους καπνιστές που τα καταναλώνουν συστηματικά.
Κάποιες από τις πολλές διαταραχές, που προξενεί η κατάχρηση οινοπνεύματος (τρόμος χειρών, κράμπες, περιφερική νευροπάθεια, αποδιοργάνωση του κεντρικού νευρικού συστήματος κ.ά.), οφείλονται όχι μόνο στην τοξική δράση της αιθυλικής αλκοόλης και των προϊόντων της αποδόμησής της (όπως π.χ. η ακεταλδεΰδη), αλλά και στην προκληθείσα από αυτήν έλλειψη βιταμινών του συμπλέγματος Β, μαγνησίου και άλλων ζωτικών χημικών ουσιών.
Η λήψη βιταμινών και λοιπών συμπληρωμάτων διατροφής θα μειώσει ως έναν βαθμό μερικές από αυτές τις επιπτώσεις, αλλά δεν θα λύσει το πρόβλημα και βεβαίως δεν αποτελεί δικαιολογία για να συνεχιστούν οι καταστρεπτικές συνήθειες του καπνίσματος και της κατάχρησης οινοπνεύματος.
η) Οι αυστηρώς φυτοφάγοι (vegans), που απέχουν από κάθε ζωική τροφή, συνήθως, είναι ενδεείς σε βιταμίνη D και ιδίως σε βιταμίνη B12. Επίσης, αν δεν είναι επαρκώς ενημερωμένοι για την περιεκτικότητα και τους στοιχειώδεις κανόνες αλληλοσυμπλήρωσης των φυτικών τροφών, κινδυνεύουν και από άλλες διατροφικές ελλείψεις, όπως π.χ. πρωτεϊνών.
Η βιταμίνη Β12 απαντάται κυρίως στο συκώτι, στους νεφρούς, στον κρόκο του αβγού, στο κρέας, στο γάλα και σε άλλα γαλακτακομικά προϊόντα, σε πολλά ψάρια, μύδια, κτένια και σε άλλα θαλασσινά. Οι ποσότητες βιταμίνης Β12 που περιέχουν ορισμένα εδώδιμα φύκη (φαιοφύκη, ροδοφύκη κ.ά.), η σόγια, κάποια δημητριακά και άλλες φυτικές τροφές, καθώς και η μαγιά της μπύρας αφ’ ενός είναι μικρές και αφ’ ετέρου δεν απορροφώνται επαρκώς από το έντερο. Επίσης η βιταμίνη Β12, που παράγεται από τη μικροβιακή χλωρίδα του παχέος εντέρου, αδυνατεί να καλύψει πλήρως τις ανάγκες του οργανισμού μας γι’ αυτήν την πολύτιμη βιταμίνη.
Η βιταμίνη D απαντάται κυρίως στον κρόκο του αβγού, στο βούτυρο και σε άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα, στα λιπαρά ψάρια, στο μουρουνέλαιο και σε άλλα ιχθυέλαια. Η βιταμίνη D, που περιέχεται στον μαϊντανό, στο ταραξάκο (πικραλίδα ή αγριοράδικο), στη γλυκοπατάτα, στη βρόμη (κουάκερ), σε κάποια μανιτάρια, στο κονδυλόχορτο, στην τσουκνίδα και σε άλλες φυτικές τροφές, δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες μας, για τους ίδιους λόγους που ισχύουν και για τη βιταμίνη Β12. Επομένως, οι αποφεύγοντες την κατανάλωση των προαναφερθεισών -ζωικής προελεύσεως- τροφών, θα παρουσιάσουν έλλειψη βιταμίνης D, εκτός αν εκτίθενται επαρκώς στην ηλιακή ακτινοβολία. Οι αυστηρώς φυτοφάγοι σκόπιμο είναι να λαμβάνουν, συμπληρωματικά, αυτές τις δύο βιταμίνες, να εξετάζουν περιοδικά τα επίπεδά τους στο αίμα τους και να δρουν αναλόγως, αναπροσαρμόζοντας τη δοσολογία τους.
Η χορήγησή συμπληρωμάτων διατροφής πρέπει να είναι πάντοτε υπό σωστή ιατρική καθοδήγηση, κατόπιν λήψεως του ιστορικού και των κλινικοεργοστηριακών εξετάσεων, για να καθορισθεί, εξατομικευμένα, η απαιτουμένη δοσολογία και ο κατάλληλος συνδυασμός τους. Αναφέροντας μόνο μερικά παραδείγματα:
Η χορήγηση ψευδαργύρου (Ζn) πρέπει να συνοδεύεται και από χορήγηση χαλκού (Cu) σε αναλογία 15:1. Δηλαδή, αν κάποιος λαμβάνει 30 mg Zn ημερησίως, με σκοπό την ενίσχυση της άμυνας του οργανισμού του εναντίον των λοιμώξεων, για την υγεία του προστάτου ή για άλλους λόγους πρέπει να λαμβάνει και 2 mg Cu. (1 mg = 1 χιλιοστό του γραμμαρίου)
Η λήψη συμπληρωμάτων ασβεστίου (Ca) ή σιδήρου να απέχει 2- 3 ώρες από τη λήψη μαγνησίου (Mg), λόγω ανταγωνισμού μεταξύ τους στην εντερική απορρόφηση. Η χορήγηση βιταμίνης D, βιταμίνης C και δισκίων Ca σε αναβράζουσα ή όχι μορφή, για πρόληψη της οστεοπόρωσης, πρέπει να συνοδεύεται από ανάλογη πρόσληψη Mg και βιταμίνης B6, διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος για νεφρολιθίαση, αρτηριοσκλήρωση και αρθροπάθεια. Το Mg και η βιταμίνη B6 κρατούν εν διαλύσει το σχηματιζόμενο οξαλικό ασβέστιο, αποτρέποντας την κατακρήμνισή του, τόσο στους ιστούς όσο και στα ούρα. (Τα οξαλικά οξέα παράγονται από τον μεταβολισμό της βιταμίνης C, τα οποία ενώνονται με το Ca, σχηματίζοντας άλατα οξαλικού ασβεστίου).
Μερικά φάρμακα, που ανήκουν στους αποκλειστές των β-αδρενεργικών κυτταρικών υποδοχέων και κυκλοφορούν με διάφορα εμπορικά ονόματα (Lopresor, Tenormin, Blocatens, Concor, Inderal, Lobivon. Dilatrend, Trasicor, Visken κ.ά.) έχουν αντιυπερτασική και κατά της ταχυκαρδίας δράση. Σε περίπτωση που ο ασθενής λαμβάνεi συγχρόνως Mg, πιθανότατα, θα χρειαστεί μείωση της δοσολογίας αυτών των φαρμάκων, διότι και το Mg έχει κάποιες παρόμοιες (και χωρίς παρενέργειες, όπως συμβαίνει με τα φάρμακα) δράσεις.3
Κάποια αντιβιοτικά, όπως είναι οι τετρακυκλίνες (Vibramycin, Prostacyclin, Minocin κ.ά.), οι κινολόνες (Ciproxin, Norocin, Tavanic κ.τ.λ) ή τα διφωσφονικά (π.χ. Fosamax), τα οποία είναι φάρμακα κατά της οστεοπορώσεως, επιβάλλεται να λαμβάνονται 2-3 ώρες νωρίτερα ή αργότερα από τη λήψη του Mg, διότι άλλως μειώνεται η θεραπευτική αποτελεσματικότητά τους.
Οι βιταμίνες του συμπλέγματος B και η βιταμίνη C είναι υδατοδιαλυτές και, επομένως, καθίσταται πλημμελής η απορρόφησή τους από το έντερο, όταν λαμβάνονται με άλλα λιπαρά φαγητά, γι’ αυτό καλό είναι να λαμβάνονται 2-3 ώρες πριν από το γεύμα μαζί με φρούτα ή μια ώρα πριν από αυτό με νερό ή με χυμούς φρούτων. Εκτός αυτού, αν ληφθούν συγχρόνως με άλλες πιο βαριές τροφές θα καθυστερήσουν να περάσουν από το στομάχι στο έντερο, με αποτέλεσμα την οξ(ε)ίδωση μέρους εξ αυτών. Oι βιταμίνες Α, D, Ε και Κ είναι λιποδιαλυτές και, ως εκ τούτου, η απορρόφησή τους διευκολύνεται όταν λαμβάνονται με τροφή, η οποία περιέχει κάποια ποσότητα ελαίου ή λίπους. Επιπροσθέτως, η βιταμίνη C και λιγότερο οι βιταμίνες του συμπλέγματος Β, ως θερμοευαίσθητες, καταστρέφονται με τον βρασμό, ενώ οι Α, D, E και Κ είναι πολύ πιο θερμοανθεκτικές.
Η έλλειψη διαφόρων βιταμινών από τον οργανισμό μας, όπως για παράδειγμα των βιταμινών του συμπλέγματος Β (Β1, Β2, Β6 και άλλων)4 δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο την απορρόφηση από το έντερο αυτών των ιδίων βιταμινών, που περιέχονται στις τροφές ή των χορηγουμένων ως συμπληρώματα διατροφής, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο (η έλλειψη οδηγεί σε κακή απορρόφηση, η οποία με τη σειρά της οδηγεί σε περαιτέρω έλλειψη κ.ο.κ.). Για να χρησιμοποιήσουμε ένα οξύμωρο σχήμα λόγου, «για να συνεχίσεις να είσαι υγιής, πρέπει να είσαι ήδη υγιής». Σε αυτή την περίπτωση οι βιταμίνες πρέπει να χορηγηθούν, αρχικά υποδορίως, ενδομυϊκώς ή ενδοφλεβίως και, ακολούθως, όταν οι στάθμες αυτών στους ιστούς φθάσουν σε ικανοποιητικά επίπεδα, να χορηγούνται από το στόμα, διότι εν τω μεταξύ θα έχει αποκατασταθεί η απορροφητική ικανότητα του εντέρου. Δηλαδή, η παρεντερική χορήγηση αυτών των βιταμινών είναι απαραίτητη, για να αυξηθούν οι στάθμες τους στον οργανισμό – και ιδίως στο τοίχωμα του εντέρου – σε επίπεδα τα οποία είναι αναγκαία, για την ενεργοποίηση των ενζύμων που ευνοούν την απορρόφηση των, προσλαμβανομένων από του στόματος, βιταμινών.
Λόγω όλων των προαναφερθεισών αιτιών (και κυρίως λόγω της κακής διατροφής μας) οι περισσότεροι βρισκόμαστε σε οριακή ή σε σημαντική ένδεια διαφόρων ζωτικών ουσιών. Στον δυτικό κόσμο σπανίως παρατηρείται πλήρης έλλειψη μιας συγκεκριμένης βιταμίνης ή ενός άλλου διατροφικού συστατικού, που να εκδηλώνεται με τη μορφή κάποιας γνωστής τυπικής παθολογικής κατάστασης, όπως π.χ. είναι η Μπέρι-Μπέρι (Beri-Beri)5 και το σκορβούτο.6 Όμως πολλά άτομα υποφέρουν από χρόνια κόπωση, αδυναμία συγκεντρώσεως, δυσθυμία, ανία, αϋπνία, δυσμηνόρροια, προεμμηνορρυσιακό σύνδρομο, επώδυνες συσπάσεις μυών (κράμπες), μυαλγίες, σύνδρομο «ανήσυχων σκελών», ιδίως κατά την κατάκλιση, και άλλα ακαθόριστα ενοχλήματα. Αυτές οι διαταραχές, υποδηλούν «υποκλινικές» (λανθάνουσες) μορφές ασθενειών, που δεν διαγιγνώσκονται εύκολα, οι οποίες μπορεί να είναι επακόλουθο διαφόρων τροφικών ελλείψεων. Επειδή ο κλινικοεργαστηριακός έλεγχος δεν αποκαλύπτει κάποιο τυπικό οργανικό πρόβλημα, αυτοί οι ασθενείς πολλές φορές εκλαμβάνονται ως «κατά φαντασίαν ασθενείς» και, συνήθως, παραπέμπονται σε ψυχιάτρους ή σε ψυχαναλυτές. Για παράδειγμα, η έλλειψη προσοχής, η υπερκινητικότητα, η ευερεθιστότητα και άλλες εκδηλώσεις προβληματικής συμπεριφοράς, τις οποίες εμφανίζουν πολλά παιδιά, είναι πιθανόν να οφείλονται όχι μόνο σε ψυχολογικά προβλήματα, αλλά και σε ανεπαρκή πρόσληψη βιταμινών του συμπλέγματος Β, Mg, ω-3 λιπαρών οξέων και άλλων αναγκαίων, για την ομαλή λειτουργία του νευρικού συστήματος, ουσιών. Μπορεί κάποιο παιδί να παρακολουθείται από έναν άριστο στην ειδικότητά του ψυχολόγο, ο οποίος όμως να μη δίνει την παραμικρή σημασία στη διατροφή αυτού του παιδιού.
Πρέπει να επισημανθεί ότι κανένα συμπλήρωμα διατροφής και κανένας βιομηχανικός εμπλουτισμός των τροφών δεν είναι δυνατόν να υποκαταστήσει, πλήρως, τις βιταμίνες, τα μέταλλα, τα ιχνοστοιχεία και όλες τις λοιπές, γνωστές και άγνωστες, ζωτικές ουσίες που υπάρχουν στις τροφές. Μέχρι σήμερα, έχουν ταυτοποιηθεί πάνω από 10.000 φυτοχημικές ενώσεις -διαφόρων κατηγοριών- και ο αριθμός τους συνεχώς αυξάνεται.
Π.χ., τα εσπεριδοειδή (πορτοκάλια, μανταρίνια, λεμόνια κ.τ.λ.) και πολλά άλλα φρούτα και λαχανικά, εκτός από τη βιταμίνη C περιέχουν και διάφορα άλλα φυτοχημικά συστατικά, όπως π.χ. είναι οι βιοφλαβόνες (παλαιότερα αναφερόμενες ως βιταμίνη P). Οι βιοφλαβόνες, πέραν των άλλων ευεργετικών επιδράσεων στον οργανισμό μας, αυξάνουν την απορρόφηση της βιταμίνης C από το έντερο, ενισχύουν τη δράση της και την προστατεύουν από την οξίδωσή της. Αυτές οι ουσίες περιέχονται στη «σάρκα» των εσπεριδοειδών, ιδίως στα λευκά μέρη, που βρίσκονται αμέσως κάτω από τον εξωτερικό φλοιό τους. Υπάρχουν διάφορα είδη βιοφλαβονών, όπως είναι η ρουτίνη, η κουερσετίνη, η εσπεριδίνη, η εριοδικτυόλη και πολλές άλλες. Εκτός των εσπεριδοειδών, τροφές που περιέχουν βιοφλαβονώδεις ουσίες είναι τα κεράσια, τα βερίκοκα, τα σταφύλια, τα δαμάσκηνα, τα μούρα, τα βατόμουρα, οι πιπεριές, το φαγόπυρο κ.ά. Ο οργανισμός δεν μπορεί να συνθέσει αυτές τις πολύτιμες φυτοχημικές ενώσεις, γι’ αυτό πρέπει να λαμβάνονται με την τροφή.
Η απομονωμένη (φαρμακευτική) μορφή της βιταμίνης C στερείται αυτών των προστατευτικών και «διαβιβαστικών» ουσιών και, συνεπώς, δεν μπορεί να είναι εξ ίσου αποτελεσματική με τη φυσική βιταμίνη C που περιέχεται στις τροφές.
Τα διάφορα τροφικά συστατικά μπορούν να αφομοιωθούν σωστά μόνο μέσα από τη δυναμική αλληλεπίδραση και την πολυπλοκότητα των χημικών συμπλεγμάτων τους και όχι απομονωμένα, έξω από τις λεπτές ισορροπίες και τις πολλαπλές, οργανικές, σχέσεις τους με άλλα στοιχεία που συνθέτουν τη τροφή. Το χρώμιο, το οποίο είναι ένα ιχνοστοιχείο απαραίτητο για τον μεταβολισμό των υδατανθράκων (άμυλο και σάκχαρα), δεν μπορεί να είναι εξ ίσου αποτελεσματικό, όταν χορηγείται ως «φάρμακο» (προϊόν του εργαστηρίου) γι’ αυτόν τον σκοπό. Όσα δισκία ασβεστίου κι αν λάβει κάποιος για την πρόληψη ή την αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης πολύ λίγο θα ωφεληθεί από αυτά, ιδίως όταν καπνίζει, κάνει κατάχρηση οινοπνευματωδών και άλλων τοξικών ουσιών, δεν ασκείται, έχει έλλειψη βιταμίνης D (είτε λόγω ατελούς συνθέσεώς της στο δέρμα, από ανεπαρκή έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία, είτε λόγω ελλιπούς προσλήψεώς της με την τροφή ή με κάποιο σχετικό συμπλήρωμα διατροφής), δεν λαμβάνει ανάλογες ποσότητες Mg , βιταμίνης C και βιταμίνης Β6, καταναλώνει υπερβολικές ποσότητες πρωτεϊνών (ιδίως ζωικών) και ανεπαρκείς ποσότητες φρούτων και λαχανικών. Όλα αυτά με διάφορους και πολύπλοκους τρόπους αποτελούν τις βασικές γενεσιουργές αιτίες της οστεοπόρωσης, η οποία όπως και οι περισσότερες από τις άλλες παθολογικές καταστάσεις, είναι πολυπαραγοντικής αιτιολογίας. Για παράδειγμα, η νικοτίνη καταστρέφει την βιταμίνη C (ασκορβικό οξύ), η οποία είναι απαραίτητη για τη σύνθεση του κολλαγόνου. Το κολλαγόνο είναι μια «ζελατινώδης» (κολλοειδής) πρωτεΐνη, η οποία αποτελεί το βασικό δομικό συστατικό (τη θεμέλιο ουσία) όλων των ιστών, ιδίως του ινώδους συνδετικού ιστού (δέρματος, αρθρικών συνδέσμων κ.ά.) και του ερειστικού (οστίτη) ιστού, οι οποίοι συνεχώς φθείρονται και αναπλάσσονται. Σε περίπτωση ένδειας βιταμίνης C η φθορά υπερτερεί της ανάπλασης του κολλαγόνου.
Συμπερασματικά όλοι λίγο πολύ, για όλους τους προαναφερθέντες λόγους, θα ωφεληθούμε σημαντικά λαμβάνοντας διάφορα συμπληρώματα διατροφής, αναλόγως των εκάστοτε αναγκών μας.
Τα διατροφικά συμπληρώματα θα αυξήσουν την ενέργεια, θα ενισχύσουν το ανοσοποιητικό σύστημα και, γενικά, θα βελτιώσουν την υγεία ακόμα και όσων διατρέφονται με τον πλέον σωστό τρόπο. Μπορεί να λαμβάνουν με την τροφή τις προτεινόμενες από διάφορους ιατρικούς οργανισμούς ποσότητες των βιταμινών και των λοιπών ουσιών, που θεωρούνται ότι είναι απαραίτητες για τη διατήρηση της υγείας, έστω και μέσα σ’ αυτόν τον βαριά άρρωστο πλανήτη που ζούμε. Όμως, αυτές οι ποσότητες είναι αρκετές μόνο για την επιβίωση, όχι οι ιδανικές για την καλύτερη δυνατή λειτουργία του οργανισμού. Το επαρκές απέχει πολύ από το βέλτιστο.
Οι φυσιολογικές τιμές (Φ.Τ.) των βιταμινών και των λοιπών ουσιών που μετράμε στον ορό του αίματος κυμαίνονται εντός πολύ ευρέων ορίων. Π.χ., οι Φ.Τ. του φυλλικού οξέος, το οποίο κατατάσσεται στις βιταμίνες του συμπλέγματος Β, κυμαίνονται μεταξύ των 4 και των 21 ng/ml.
Για τον οργανισμό μας είναι πολύ καλύτερο αυτή η τιμή, που προσδιορίζεται κατά τον εργαστηριακό έλεγχο, να βρίσκεται κοντά στα ανώτερα παρά στα κατώτερα φυσιολογικά όρια. Το ίδιο ισχύει για τις υπόλοιπες βιταμίνες, για τα μέταλλα και τα ιχνοστοιχεία.
Η σύγχρονη μανία, η οποία έχει καλλιεργηθεί από τα βιομηχανικά συμφέροντα για λήψη συμπληρωμάτων διατροφής και ο τρόπος με τον οποίο αυτά διαφημίζονται και καταναλώνονται (σαν να είναι ελιξήρια ζωής) έχει επιφέρει πολλές φορές, πέραν του οικονομικού κόστους τους, περισσότερο κακό παρά όφελος. Οι υπερβιταμινώσεις είναι καταστάσεις εξ ίσου επικίνδυνες με τις υποβιταμινώσεις. Ο κίνδυνος για υπερβιταμίνωση υπάρχει κυρίως με τις λιποδιαλυτές βιταμίνες (Α, D, E και Κ), διότι συσσωρεύονται και εναποτίθενται σε όλους τους ιστούς του σώματος και λιγότερο με τις υδατοδιαλυτές (Β και C), διότι αυτές αποβάλλονται πιο εύκολα δια των ούρων. Αλλά και οι υδατοδιαλυτές, σε περίπτωση κατάχρησης στην πρόσληψή τους δεν είναι άμοιρες κινδύνων, για άλλους λόγους.
Επομένως, απαιτείται σύνεση, μέτρο και ισορροπία στην κατανάλωσή τους, διότι η σωστή χρήση ή η κατάχρηση είναι αυτή που θα καθορίσει την ωφελιμότητα ή τη βλαπτικότητά τους.
Εξυπακούεται, ότι οι προβληματισμοί περί υγιεινής διατροφής και των συμπληρωμάτων της αφορούν τον «δυτικό» και όχι τον αποκαλούμενο «τρίτο» κόσμο, όπου άνθρωποι πεθαίνουν κατά εκατομμύρια, ιδίως μικρά παιδιά, κάθε χρόνο, από έλλειψη βασικών ειδών διατροφής και, γενικά, από τις δυσμενείς συνθήκες της διαβίωσής τους. Όμως, και στη Δύση ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού, ιδίως τα τελευταία χρόνια των απανωτών οικονομικών και άλλων κρίσεων, αδυνατεί να καλύψει στοιχειώδεις διατροφικές και άλλες ανάγκες του, πόσο μάλλον να προμηθευτεί και τα πανάκριβα συμπληρώματα διατροφής. Από τους υπόλοιπους, που έχουν αυτή τη δυνατότητα, η εσφαλμένη διατροφή που ακολουθούν αποτελεί τη σημαντικότερη απειλή, το κύριο αναγνωρισμένο αίτιο των εκφυλιστικών παθήσεων, των αυτοάνοσων νοσημάτων, διαφόρων νεοπλασιών και πολλών άλλων παθολογικών καταστάσεων, οι οποίες έχουν λάβει πλέον επιδημικό χαρακτήρα, αναφερόμενες και ως ασθένειες του πολιτισμού. Πάνω από το 1/2 του πληθυσμού της γης πεθαίνει πρόωρα από λιμοκτονία και οι υπόλοιποι από «κακοφαγία», που θεωρείται μάλιστα ως «καλοφαγία».
Η συνέχεια στο επόμενο
1 Η τοξικότητα της υπερβιταμίνωσης D ασκείται μέσω της, προκληθείσας απ’ αυτήν, υπερασβεστιαιμίας. Τα συμπτώματα και οι λοιπές εκδηλώσεις της υπερασβεστιαιμίας, αναλόγως της βαρύτητάς της, περιλαμβάνουν ανορεξία, δυσκοιλιότητα, ναυτία, εμέτους, εύκολη κόπωση, υπνηλία, διανοητική σύγχυση, υπέρταση, κώμα, ασβεστοποίηση των αρθρώσεων και διαφόρων άλλων ιστών, νεφρολιθίαση στην αποχετευτική μοίρα του ουροποιητικού συστήματος και απόφραξη πολλών από τα 2,5 έως 3 εκατομμύρια ουροφόρα σωληνάρια που υπάρχουν, συνολικά, και στους δύο νεφρούς, λόγω κατακρημνίσεως αλάτων ασβεστίου στον αυλό τους, με αποτέλεσμα τη νεφρική ανεπάρκεια. Οι φυσιολογικές τιμές του ασβεστίου κυμαίνονται από 9,0 έως 10,4 mg/dl (χιλιοστά του γραμμαρίου ανά εκατό κυβικάεκατοστά του ορού του αίματος). Επί χορηγήσεως βιταμίνης D, σκόπιμο είναι να μετρώνται, ανά τακτά χρονικά διαστήματα (κάθε έξι μήνες περίπου), τα επίπεδά της στον ορό του αίματος, για να αναπροσαρμόζεται η δοσολογία της, με σκοπό τη διατήρηση των τιμών τόσο της βιταμίνης όσο και του ασβεστίου εντός των επιθυμητών ορίων.
2. «Το φυσιολογικό» σωματικό βάρος (ΣΒ) προκύπτει από στατιστικά στοιχεία, σχετιζόμενα με τον μέσο όρο του πληθυσμού και όχι με μεμονωμένα άτομα, γι’ αυτό δεν πρέπει να συγχέεται με το ιδανικό ΣΒ. Άλλο η στατιστική και άλλο το κάθε συγκεκριμένο άτομο, του οποίου το ιδανικό ΣΒ για να προσδιοριστεί πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν η σχέση μεταξύ του λιπώδους και του μυϊκού ιστού και ιδίως η μυοσκελετική διάπλασή του.
3. Οι μόνες αντενδείξεις για πρόσληψη φαρμακευτικών συμπληρωμάτων Mg είναι α) η βαρεία μυασθένεια, β) η προχωρημένη νεφρική ανεπάρκεια, γ) ο αποφρακτικός ή ο παραλυτικός ειλεός και δ) η μεγάλη βραδυκαρδία, ιδίως επί καρδιακού (κολποκοιλιακού) αποκλεισμού, όπου ο αριθμός των καρδιακών παλμών, ανά λεπτό της ώρας, φτάνει ακόμα και κάτω από τους σαράντα. Στην τελευταία περίπτωση το πρόβλημα αντιμετωπίζεται με τοποθέτηση καρδιακού βηματοδότη. Μετά από αυτό δεν υπάρχει αντένδειξη για λήψη Mg.
4. Από τις 20 περίπου χημικές ουσίες, οι οποίες εντάσσονται στο σύμπλεγμα των βιταμινών Β, οι πιο σημαντικές είναι οι εξής: B1 (θειαμίνη), Β2 (ριβοφλαβίνη), Β3 (νιασίνη), Β4 (χολίνη), Β5 (παντοθενικό οξύ), Β6 (περιλαμβάνει πυριδοξίνη, πυριδοξάλη και πυριδοξαμίνη), Β7 (βιοτίνη), Β8 (ινοσιτόλη), Β9 (φυλλικό οξύ), Β10 (παρα-αμινο-βενζοϊκό οξύ) και B12 (κυανοκοβαλαμίνη και μεθυλοκοβαλαμίνη).
5. Η Μπέρι-Μπέρι είναι μια πολύ σοβαρή παθολογική κατάσταση (θανατηφόρος χωρίς έγκαιρη θεραπεία, οφειλομένη σε πολύ μεγάλη έλλειψη της βιταμίνης Β1. Παρατηρήθηκε σε επιδημική μορφή στην Κίνα και σε άλλες χώρες, όταν άρχισαν να αποφλοιώνουν το ρύζι, το οποίο αποτελούσε την κύρια τροφή του πληθυσμού τους. Εκδηλώνεται με περιφερική νευρίτιδα, εγκεφαλοπάθεια, καρδιακή ανεπάρκεια, οιδήματα, γαστρεντερικές και πολλές άλλες διαταραχές. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, εθεωρείτο ότι οφειλόταν σε μικρόβιο ή σε μύκητα, αλλά αυτό δεν επιβεβαιώθηκε παρά τις επίμονες ερευνητικές προσπάθειες. Η διατροφική αξία του φλοιού του ρυζιού αποδείχθηκε το 1912. Η χημική δομή της περιεχομένης σ’ αυτόν προστατευτικής ουσίας, δηλαδή της βιταμίνης Β1 (θειαμίνης), ανακαλύφθηκε μερικές δεκαετίες αργότερα, από τον χημικό R. R. Williams και τους συνεργάτες του.
6. Το σκορβούτο αποδεκάτιζε τα πληρώματα των πλοίων διαχρονικά, ιδίως τον μεσαίωνα, αλλά και πολύ αργότερα, διότι κατά την διάρκεια των μακρινών ταξιδιών τους δεν είχαν πρόσβαση σε φρούτα και ωμά λαχανικά, τα οποία είναι η βασική πηγή της βιταμίνης C. Στα μέσα του 18ου αιώνα, ένας Βρεττανός γιατρός συνέστησε να παίρνουν μαζί τους πριν ξεκινήσουν φορτία με γλυκολέμονα (limes) και να τρώει ο κάθε ναυτικός 1-2 λεμόνια ημερησίως, με αποτέλεσμα τη μεγάλη μείωση των επιπτώσεων αυτής της φοβερής μάστιγας. Ο γιατρός, βεβαίως, δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζει το παραμικρό εκείνη την εποχή περί βιταμίνης C. Εμπειρικά, είχε διαπιστώσει ότι η κατανάλωση ωμών φρούτων και λαχανικών είχε προληπτική και θεραπευτική αξία έναντι του σκορβούτου. Η επιλογή των λεμονιών οφειλόταν μάλλον στο ότι αυτά διατηρούνται σε καλή κατάσταση για μακρότερο χρονικό διάστημα σε σχέση με άλλα εσπεριδοειδή ή ωμά λαχανικά. Για πολλές δεκαετίες, οι ναυτικοί των άλλων χωρών αποκαλούσαν, χλευαστικά, τους Εγγλέζους «λεμονάτους», μέχρις ότου συνειδητοποίησαν ότι κάτι ήξεραν οι λεμονάτοι και άρχισαν να ακολουθούν την τακτική τους, «κιτρινίζοντας» και αυτοί.
Το σκορβούτο εκδηλώνεται, ανάλογα με τη βαρύτητά του με στικτές αιμορραγίες και εκχυμώσεις του δέρματος, καθώς και με αιμορραγίες από όλους σχεδόν τους ιστούς του σώματος, σπογγώδη ούλα, απώλεια δοντιών, μείωση της οστικής και της μυϊκής μάζας, οιδήματα, καταβολή δυνάμεων, μυαλγίες, αρθραλγίες, επιβράδυνση της επούλωσης καταγμάτων και λοιπών τραυμάτων, επιρρέπεια σε λοιμώξεις, νεοπλάσματα και πλείστα όσα άλλα δεινά. Πολλά ηλικιωμένα άτομα, ιδίως τα ευρισκόμενα, για μακρό χρονικό διάστημα σε νοσοκομεία, σε οίκους ευγηρίας ή σε άλλα ιδρύματα, οι καπνιστές και οι μη διατρεφόμενοι σωστά, παρουσιάζουν άλλοτε άλλου βαθμού έλλειψη σε βιταμίνη C. Μια πρώτη ένδειξη έλλειψης αυτής της βιταμίνης είναι οι συχνές, μικρές αιμορραγίες των ούλων κατά το βούρτσισμα των δοντιών.
Τα άρθρα που δημοσιεύουμε δεν απηχούν αναγκαστικά τις απόψεις μας και δεν δεσμεύουν παρά τους συγγραφείς τους. Η δημοσίευσή τους έχει να κάνει όχι με το αν συμφωνούμε με τις θέσεις που υιοθετούν, αλλά με το αν τα κρίνουμε ενδιαφέροντα για τους αναγνώστες μας.