Του Αλέξη Λιοσάτου
18 Απριλίου 2020
Η χούντα ήταν η απόπειρα της ελληνικής άρχουσας τάξης να τσακίσει για δεύτερη φορά (μετά τον εμφύλιο ταξικό πόλεμο 1943-1949) το ελληνικό εργατικό κίνημα, που έχει συνέλθει από τη συντριβή του 1949, στρέφεται και πάλι αριστερά, οργανώνει μαζικές διαδηλώσεις και απεργίες και φτάνει να εξεγερθεί για εβδομάδες στα Ιουλιανά του 1965. Ο ελληνικός καπιταλισμός τη δεκαετία του ’50 και του ’60 αναπτύσσεται ραγδαία και οι καπιταλιστές γιγαντώνουν τα κέρδη τους, κρατώντας πολύ χαμηλά το βιοτικό επίπεδο των λαϊκών μαζών. Αυτή την κερδοφορία απειλεί το ανερχόμενο κίνημα που ασφυκτιεί από τη λιτότητα και την τρομοκρατία του κράτους της Δεξιάς, από το κράτος του ρουφιάνου και του χωροφύλακα που έχει στηθεί μετά το τέλος του εμφυλίου, όπου πρωταγωνιστούν το παλάτι του βασιλιά και ο πρόγονος της ΝΔ, η ΕΡΕ και ο «Εθνάρχης» Καραμανλής. Έτσι η χούντα έρχεται για να βάλει κάθε δημοκρατικό και κοινωνικό δικαίωμα στον «γύψο»: απαγορεύει τη δράση συνδικάτων και πολιτικών κομμάτων κλπ., τις συγκεντρώσεις πάνω από 5 άτομα (καλή ώρα, μέρες που είναι με τον κορωνοϊό), βγάζει τον στρατό και τα τανκς στους δρόμους για να επιβάλουν την «τάξη», δηλαδή τη μαζική τρομοκρατία. Έτσι δεν είναι τυχαίο ότι την περίοδο της Χούντας οι Έλληνες καπιταλιστές έκαναν χρυσές δουλειές, ενώ ο απλός κόσμος πεινούσε. Το να συνεχίσει να πεινάει ο κόσμος αδιαμαρτύρητα χωρίς να διεκδικεί, ήταν το βασικό έργο που ανατέθηκε από το κεφάλαιο στη χούντα και μέχρι την εξέγερση του Πολυτεχνείου τα κατάφερνε αρκετά καλά.
Αφού ο βασικός στόχος της ήταν να τσακίσει το εργατικό κίνημα, κεντρικό ρόλο αποκτούσε για το καθεστώς η βία και η τρομοκρατία σε βάρος αριστερών και δημοκρατών. Η Αριστερά θεωρούταν ο ιθύνων νους του κινήματος, το μέσο με το οποίο το κίνημα μπορούσε να μπολιαστεί με την επικίνδυνη ιδέα του σοσιαλισμού και της ανατροπής του συστήματος, οπότε έπρεπε να τσακιστούν ψυχολογικά, ηθικά και σωματικά τα μέλη και τα στελέχη της. Παράλληλα μέσα από το χτύπημα των στρατευμένων αγωνιστών της Αριστεράς αποσκοπούσαν στο να πειθαρχήσει δια του παραδειγματισμού και του φόβου η υπόλοιπη κοινωνία, να εμπεδωθεί το There is no alternative που απαιτούσε ο ελληνικός καπιταλισμός εκείνη την εποχή. Όπως το περιγράφει γλαφυρά ένας χουντικός βασανιστής στον Περικλή Κοροβέση «Η χούντα είναι προσωρινή κατάσταση, για να ξεκαθαρίσει κάθε κομμουνιστική εστία, να απολυμάνει τη χώρα και ύστερα να έρθει ο φρυδάς», δηλαδή ο «εθνάρχης» Καραμανλής. Αυτά τα γράφει ο Κοροβέσης στο «Ανθρωποφύλακες» και ειπώθηκαν το 1967 από τα πιο αρμόδια χείλη. Γιατί η άρχουσα τάξη και το κράτος της πάντα έχουν «συνέχεια» και πρόγραμμα και δεν βαδίζουν στα κουτουρού – είτε επιλέγουν τη δικτατορία είτε την αστική δημοκρατία.
Από την πρώτη μέρα της χούντας ξεκίνησαν συλλήψεις, δολοφονίες, βασανιστήρια και εξορίες στα ξερονήσια. Συνολικά κατά τη διάρκεια της 7επτίας δεκάδες χιλιάδες αγωνιστές εξορίστηκαν, φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν, ενώ δεκάδες δολοφονήθηκαν. Την πρώτη μέρα επιβολής της δικτατορίας μόνο δολοφονήθηκαν η 24χρονη Μαρία Καλαβρού, επειδή μούντζωσε ένα από τα τανκς κι ο 15χρονος Βασίλης Πεσλής, που έκανε το έγκλημα να βρεθεί στον δρόμο τους. Τέσσερις μέρες μετά δολοφονούταν ο Παναγιώτης Ελλής, κομμουνιστής συλληφθείς, επειδή… περπατούσε αργά. Λιγότερο από έναν μήνα μετά η χούντα δολοφόνησε τον δικηγόρο Νικηφόρο Μανδηλαρά και τον πέταξε στη θάλασσα, όπως λίγους μήνες μετά τον αγωνιστή Γιάννη Χαλκίδη. [1,2,3] Υπολογίζεται ότι 87.000 συλλήψεις έγιναν χωρίς εντάλματα και χωρίς απαγγελία κατηγοριών. Οι άνθρωποι αυτοί φυλακίστηκαν για μέρες, εβδομάδες και μήνες και μεγάλο ποσοστό αυτών βασανίστηκαν. [4]
Τα βασανιστήρια έπαιξαν κεντρικό ρόλο στο ξεδίπλωμα πολιτικής και των «μεθόδων διαπαιδαγώγησης» της χούντας. Στόχος ήταν η ψυχολογική εξόντωση, η απόσπαση δημοσίων εξευτελιστικών δηλώσεων μετάνοιας και το «δόσιμο»- ρουφιάνεμα συντρόφων. Σχεδόν σε κάθε γωνιά της Ελλάδας υπήρχε μια χωροφυλακή ή μια ασφάλεια ή ένα σώμα στρατού που συστηματικά βασάνιζε μέχρι θανάτου καθέναν που μπορούσε, έστω και μελλοντικά, να γίνει «επικίνδυνος». [5] Χάθηκαν άνθρωποι όχι μόνο μέσα από τις άμεσες δολοφονίες, αλλά και εξαιτίας των συνεπειών των βασανιστηρίων, όταν εκείνα είχαν τυπικά παρέλθει. [6]
Τα βασανιστήρια ανέλαβαν ο στρατός, η Ασφάλεια και ειδικά σώματα βασανιστών-«ανακριτών», τα ΕΑΤ-ΕΣΑ. Τόσο σημαντικά ήταν τα βασανιστήρια που η χούντα επιμελήθηκε έναν πολύ οργανωμένο μηχανισμό παραγωγής βασανιστών. Οι περισσότεροι βασανιστές, ειδικά της ΕΣΑ, αποκτηνωθήκαν στην βασική εκπαίδευση με σκληρά καψώνια και ξυλοδαρμούς, προσβολές και ψυχολογικό πόλεμο. Δεν τους επέτρεπαν να ικανοποιήσουν τις βιολογικές τους ανάγκες και τους υποχρέωναν να «τα κάνουν πάνω τους» και τους διέκοπταν συνεχώς τον ύπνο. [4,7,8,9]
ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΑ
Μετά την «εκπαίδευση» τα κτήνη έπιαναν «δουλειά».
Ένα από τα πιο γνωστά κέντρα βασανισμού βρισκόταν στην Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφάλειας Αθηνών, στην διαβόητη οδό Μπουμπουλίνας, στο σκοτεινό βασίλειο των βασανιστών Μάλλιου, Μπάμπαλη και Λάμπρου (τους δυο πρώτους δολοφόνησαν μετά τη χούντα η 17Ν και ο ΕΛΑ αντίστοιχα). Επρόκειτο για ένα σύγχρονο κολαστήριο, όπου βασανίστηκαν χιλιάδες συλληφθέντες Αριστεροί και γενικότερα πολιτικοί αντίπαλοι του καθεστώτος. Εκείνη την περίοδο όλη η γειτονιά ανατριχιάζει από τα ουρλιαχτά των βασανισμένων στην ταράτσα του κτιρίου, αναφέρουν μαρτυρίες (ίσως οι μαρτυρίες προέρχονται από εκείνους ανθρώπους που κοιμόντουσαν με ανοιχτά παράθυρα…) Άλλο γνωστό βασανιστήριο ήταν τα κτίρια της ΕΑΤ/ΕΣΑ πίσω από το άγαλμα του Βενιζέλου στη Βασιλίσσης Σοφίας.
Τα όργανα της… τάξης απειλούσαν τον συλληφθέντα (ή την συλληφθείσα) ότι θα τον εκπαραθυρώσουν, βιάσουν, ευνουχίσουν, ακρωτηριάσουν, τον έδερναν, τον χτυπούσαν με γκλομπ στο κεφάλι, τον βίαζαν προωθώντας στον πρωκτό διάφορα αντικείμενα, του έκαναν ηλεκτροσόκ σε όλο το σώμα και εικονικές δολοφονίες. Το ξυλοκόπημα ξεκινούσε από τη διαδρομή προς στο αστυνομικό τμήμα με γροθιές στο πρόσωπο. Ομαδικά οι βασανιστές-μπάτσοι γρονθοκοπούσαν χωρίς να κάνουν διακρίσεις μεταξύ αντρών και γυναικών. Σε έναν διαρκή ψυχολογικό πόλεμο έβριζαν και απειλούσαν με βιασμό μάνες, γυναίκες κι αδερφές, ή τους απειλούσαν ότι «θα πάνε να συναντήσουν την οικογένειά τους», την οποία υποτίθεται ότι ήδη είχαν δολοφονήσει. «Άνοιγαν» και σπάζανε τα πόδια με ρόπαλα και σιδερένιους λοστούς. Ήταν το βασανιστήριο του λεγόμενου «φάλαγγα». Το θύμα, ακινητοποιημένο σφιχτά πάνω σε ένα πάγκο, δεχόταν συνεχή χτυπήματα στα πέλματα.
Οι παραλλαγές κι εδώ ήταν πολλές. Για να μην ακούγονται οι φωνές, έβαζαν σε λειτουργία μια μηχανή, ή έκλειναν το στόμα του θύματος με ένα πανί βουτηγμένο σε ούρα ή βρωμόνερα, ή του έριχναν νερό στο στόμα προκαλώντας συνθήκες πνιγμού. Όταν σπάζανε τα πόδια συνέχιζαν να τα χτυπάνε, ή τα ζουλάγανε, ή τραβούσαν και ξεκολλάγανε το σπασμένο κόκαλο με πένσα, αφήνοντας κουσούρια στα πόδια που δεν ξεπεράστηκαν ποτέ. Τους χτύπαγαν το κεφάλι στον τοίχο. Καυτηρίαζαν μεταλλικές βελόνες και τις τοποθετούσαν μέσα στην ουρήθρα των αντρών, ενώ σε γυναίκες ξερίζωναν το εφήβαιο και τους έδιναν να φάνε τις τρίχες. Τους θάβανε ζωντανούς. Τους υποβάλανε στο ανυπόφορο μαρτύριο της σταγόνας. Βιάστηκαν γυναίκες, ακόμα και εγκύους. Τους συλληφθέντες συχνά τους ξεβρακώνανε, τους επέβαλλαν ορθοστασία για ώρες και μέρες και τους δέρνανε διαρκώς για ολόκληρα 24ωρα με βάρδιες- τους ξυλοκοπούσαν ακόμα κι «εκτός προγράμματος», από «φοιτητές» των ΕΑΤ-ΕΣΑ μέχρι τον μάγειρα της ασφάλειας, αφού το ξύλο σε αριστερούς και δημοκράτες θεωρούταν ένδειξη πίστης και προϋπόθεση ανέλιξης στο καθεστώς. Τους καίγανε με τσιγάρα, τους κρεμούσαν επί ώρες από το ταβάνι ή από δένδρα. Τα ανδρικά γεννητικά όργανα χτυπιόντουσαν με ειδικά μαστίγια, ενώ τις γυναίκες τις χτυπούσαν στο στήθος και χώνανε βίαια, ραβδιά, περίστροφα και δάχτυλα στον κόλπο τους. Μια νεαρή φοιτήτρια διακορεύθηκε με βέργα, από την οποία στη συνέχεια την κρέμασαν στον τοίχο. Απορρυπαντικό ριχνόταν στα μάτια, τη μύτη και το στόμα του θύματος, αλάτι ριχνόταν στις πληγές ή του έδιναν να πιει χλωρίνη όταν ζητούσε νερό. Την κοιλιά του Κώστα Κάπου την έσκισαν με ξιφολόγχες και έριξαν ασβέστη-οι πληγές δεν έκλεισαν ποτέ. Στο Διόνυσο άγρια σκυλιά ξαμολήθηκαν μέσα στα κελιά των θυμάτων. Στο ίδιο στρατόπεδο θύματα αφέθηκαν γυμνά στο χειμωνιάτικο κρύο και δέχονταν παγωμένο νερό. Συνηθισμένη επίσης πρακτική η παραμονή επί ώρες σε θέση γονατιστή και χειροπέδες στενές, που μετά από ώρες μπήγονται στη σάρκα, ενώ τα χέρια πρήζονται. Η Ασφάλεια Πειραιά εγκατέστησε ένα εκκωφαντικό κουδούνι έξω από το κελί του Χρήστου Παπαγιαννάκη -το οποίο είχε διαστάσεις τηλεφωνικού θαλάμου- και χτυπούσε απροειδοποίητα μέρα και νύχτα.
Το χειρότερο όμως ήταν να ακούς άλλους να βασανίζονται, λένε όσοι βασανίστηκαν. [7,9,10,11,12,24]
ΚΑΠΟΙΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
Οι μαρτυρίες αγωνιστών της οργάνωσης «Αντίσταση Απελευθέρωση Ανεξαρτησία» (ΑΑΑ) είναι χαρακτηριστικές. Ο Παιδίατρος Στέφανος Παντελάκης περιγράφει: «Την ημέρα της σύλληψης ήμουν στη δουλειά, στο νοσοκομείο Παίδων… Με πήραν και με πήγαν στην Ασφάλεια στον Περισσό. Ακολούθησαν βασανιστήρια», λέγοντάς του “Ρε πούστη γιατρέ, εδώ θα γνωρίσεις και το ξύλο και το γαμήσι”. «Με ξάπλωσαν ανάσκελα στο μπάγκο, μου κατέβασαν παντελόνι και σώβρακο, με έδεσαν σφιχτά πόδια χέρια σώμα με ένα σφικτό σχοινί και μου έβαλαν μια πετσέτα στο στόμα για να μην βλέπω.» Περιγράφει τους φριχτούς πόνους που βίωσε από αιχμηρό αντικείμενο στην κοιλιά του και στα γεννητικά του όργανα. Επί δύο εβδομάδες η Ντόρα Παντελάκη δεν γνώριζε με βεβαιότητα πού ακριβώς βρισκόταν ο άνδρας της.
Ο Τάσος Μήνης προειδοποιήθηκε από τον διοικητή του τμήματος βασανιστηρίων: «Από εδώ θα φύγεις ή φίλος ή σακάτης», πριν βασανιστεί -ματαίως- επί 111 μέρες. Το διάστημα αυτό παρέμεινε σε απόλυτη απομόνωση χωρίς να του επιτραπεί οποιαδήποτε έξοδος από το κελί του και βασανίστηκε ανελέητα με αποκορύφωμα το στήσιμο σε απόλυτη ορθοστασία, δερνόμενος ταυτόχρονα με γκλομπς κατά βάρδιες, επί 11 ημέρες.
Το βιβλίο του «111 Μέρες στην ΕΣΑ» είναι ένα αδιαμφισβήτητο ντοκουμέντο, με πολύ σκοτεινές και δύσκολα περιγράψιμες εμπειρίες βασανισμού.
«2 Ιουλίου 1972, Κυριακή
Τα πόδια μου έχουν πρησθή, υποφέρω, νυστάζω, αλλά δεν μ’ αφήνει ο φρουρός να κοιμηθώ. …αρχίζει να με χτυπάει με το κλομπ στις γάμπες. Είναι η πρώτη φορά που με χτυπούν. Αντιδρώ αμέσως, προσπαθώντας να του πάρω το κλομπ. Με ξαναχτυπά –οπότε του δίνω μια γροθιά και του πιάνω τα χέρια. Φωνάζει. Ορμάει απ’ έξω ο δεσμοφύλακας, Βαγγέλης Μαυρόπουλος (Μανωλόπουλος) και με χτυπάει με το κλομπ και με βρίζει… Φεύγει, μένει ο Τσουμ. μόνος του και μου λέει: “Το τι έχεις να τραβήξης γαμώ την Παναγία σου, δεν το φαντάζεσαι” και αρχίζει να με χτυπά με δύναμη με το κλομπ στις γάμπες, στους μηρούς και στους γλουτούς. …παίρνει πράσινη μπογιά και γράφει ένα κύκλο διαμέτρου 40 εκατοστών περίπου και σε απόσταση ενός μέτρου από τον τοίχο. Με διατάζει να βρίσκωμαι πάντα μέσα στον κύκλο και με μέτωπο προς τον τοίχο. Ιδρώνω, ζαλίζομαι, πονώ από τα χτυπήματα, μ’ αρχίζει πάλι η δύσπνοια και συνεχώς με δέρνει. Περνούν οι ώρες, αλλάζουν οι φρουροί και εγώ πάντα όρθιος, προσοχή, μέσα στον πράσινο κύκλο συνεχώς δερόμενος και βριζόμενος… Είμαι μούσκεμα από τον ιδρώτα, πονώ, πονώ πάρα πολύ, αναπνέω δύσκολα, τα πόδια μου έχουν πρησθή, νυστάζω και δεν μπορώ να κοιμηθώ, διψώ πολύ. Ζαλίζομαι, έχω παραισθήσεις…»
Ο παρασημοφορημένος ταγματάρχης Σπύρος Μουστακλής την πρώτη φορά που συνελήφθη είχε προειδοποιηθεί «Αν θα σε ξαναπιάσουμε, από δω θα σε βγάλουν 4». “Το είπαν και το κάνανε”, περιγράφει η συζύγός του, Χριστίνα. Βασανίστηκε πάνω από 45 μέρες. Του κάνανε φάλαγγα, τον κρέμασαν από τα πόδια, τον έδειραν, του στραμπούλησαν τα γεννητικά όργανα, του κάνανε ηλεκτροσόκ, τον κάψανε με τσιγάρα.
«Σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός αξιωματικού του Ναυτικού, που τον φωνάξανε κατά τις 12 τη νύχτα να τον δει, “πήγαινε να δεις τον φίλο σου να δεις πώς θα σε κάνουμε κι εσένα”, ήταν χάλια, πληγωμένος, με αίματα παντού και ένα πατσαβούρι στο στόμα. Τον χτύπησαν κατευθείαν, τον χτυπούσαν πολλοί μαζί ΕΣΑτζήδες, ακόμα και ο ίδιος ο διοικητής του ΕΑΤ – ΕΣΑ ο Χατζηζήσης. Τον τελείωσαν αμέσως. Έπεσε κάτω, έμεινε παράλυτος, και δεν τον πήγαν στο νοσοκομείο. Τον άφησαν όλη τη νύχτα του Σαββάτου και τον πήγαν στο 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο στις 9 το βράδυ της Κυριακής. Μετά από 20 και πλέον ώρες. Όταν πίστευαν ότι έχει πεθάνει. Δηλώσαν μάλιστα άλλο όνομα, Μιχαηλίδης, και αιτία εισαγωγής: τροχαίο ατύχημα στον ιππόδρομο». Η Χριστίνα Μουστακλή ενημερώθηκε ότι ο άνδρας την βρίσκεται στο νοσοκομείο μετά από 40 ημέρες. Τα χτυπήματα του προκάλεσαν εγκεφαλική αιμορραγία. Από τα χτυπήματα προκλήθηκε ολική παράλυση της δεξιάς πλευράς του, την οποία κληρονόμησε για την υπόλοιπη ζωή του, παράλληλα με την απώλεια ουσιαστικά της μιλιάς του. [6,12,13,14]
Ένας από τους πρώτους που επιχείρησαν να διαφωτίσουν την κοινή γνώμη πάνω στο θέμα των βασανιστηρίων ήταν ο γνωστός ηθοποιός Τζαβαλάς Καρούσος (1904-1969). Ο Καρούσος συλλαμβάνεται, στα 63 του, την πρώτη μέρα του πραξικοπήματος και οδηγείται στη Γυάρο. Το βιβλίο του Γυάρος, γραμμένο σε ευρωπαϊκό νοσοκομείο, σαν ένα χρονικό όσων έζησε στην εξορία εκείνους τους τρεις μήνες του ’67, κυκλοφόρησε για πρώτη φορά μετά το θάνατό του και μετά την πτώση της δικτατορίας προφανώς, από τις εκδόσεις Πλειάς (1974). Έχει βασανιστεί ήδη στη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη και περιγράφει πώς συμπεριφέρονταν οι χουντικοί στους αρρώστους κρατούμενους.
«Πρέπει ο κρατούμενος να βασανιστεί, να πεθάνει, αλλά κι αυτοί να μην κατηγορηθούν για τίποτε… Ήταν περιπτώσεις πολύ φοβερώτερες από τη δική μου… (Η δική μου) ήταν όμως ιδιότυπη. Αν κάθε δέκα μέρες δεν πήγαινα σ’ έναν ουρολόγο ήμουν ανάπηρος. Δεν μπορούσα να ουρήσω με όλες τις φοβερές συνέπειες που έχει αυτό για τα νεφρά και την καρδιά. Είχαν περάσει καμιά εικοσαριά μέρες που έλειπα απ’ την Αθήνα και καμιά δεκαριά όπου είχα να πάω στο γιατρό, περίπου ένας μήνας. Η ζωή μου ήταν δύσκολη. Μέρα νύχτα αναγκαζόμουν να πηγαίνω στην τουαλέτα κάθε μισή ώρα. Και να μένω εκεί, πάνω από τέταρτο… Πλάι μου έχω ένα δικηγόρο. Πάσχει από παραμορφωτική αρθρίτιδα. Στη γωνιά αντίκρυ μου αριστερά ακούω ένα ρόγχο. Περιπνευμονία. Τη βγάζει δεν τη βγάζει. Είναι ξαπλωμένος με τα ρούχα. Δεν έχει τίποτε να βάλει. Έτσι τον πήραν απ’ το χωράφι του στην Καλαμάτα, στο τμήμα αμέσως, και στο αρματαγωγό. Αυτός έκανε μια βδομάδα εκεί μέσα. Στο διπλανό είναι ένας ηλικιωμένος κύριος καμιά εξηνταριά χρονών που κάθεται στο ράντζο του και πασχίζει ν’ ανασάνει. Τον κοιτάζω καλύτερα. Είναι ένας φίλος μου γιατρός. Είχε υποστεί το τέταρτο έμφραγμα. Είχε είκοσι μέρες στην κλινική. Αποκεί πήγαν και τον πήραν και με φορείο από μεταγωγών σε μεταγωγών, από πλοίο σε καΐκι, έφτασε στα Γιούρα, ευτυχώς ζωντανός. Δεν είχε ούτε μαντίλι μαζί του. Την πιτζάμα του νοσοκομείου και τη ρόμπα. Φυσάει τη μύτη του με εφημερίδες.»
Ο Διονύσης Λιβανού (1934-2005) επίσης βασανίστηκε από τη χούντα και περιγράφει στο βιβλίο του «Μια Νύχτα Μια Τυραννία» τις εμπειρίες του.
«Έπιασε η άκρη του ματιού έναν όγκο να ‘ρχεται απάνω του. Τον τράνταξε το χτύπημα μετά, γερό απάνω στο κεφάλι, ολόκορφα. Πήγε να φυλαχτεί. Ήρθε το δεύτερο απανωτά. Ακόμα πιο γερό. Δοσμένο με την κόψη του χεριού λίγο πιο κάτω από το σαγώνι. Άλλο. Κι άλλο ύστερα. Χωρίς λύπηση. Χωρίς φραγμό. Ένιωσε να σβήνει η ανάσα του και ένα λίγωμα. Χτύπαγε αλύπητα ο άλλος. Από το στόμα του που άφριζε ξεχύνονταν βρισιές. “Δε σ’ έχω χρεωμένο, παλιοτόμαρο. Θα σε ψοφήσω”. Δυο χέρια ατσάλινα τον γράπωσαν. Γίνηκε το πουκάμισο με το σακκάκι του ένας μάτσος μεσ’ στα δάχτυλά του. Τον σήκωσαν ψηλά. “Μίλα μου. Λέγε. Θα τα πεις”. Σφύριζε μέσα από τα σφιγμένα δόντια του ο διοικητής. Το αίμα έβαψε τα χέρια του. Τα σκούπισε με αηδία απάνω στο Νικήτα. Άρπαξε το κεφάλι του από τα μαλλιά. …Μια δυνατή κλωτσιά στα σκέλια ανάμεσα έκαμε το Νικήτα να λυγίσει. Διπλώθηκε στα δυο. Κυλίστηκε βαλαντωμένο το κορμί του στη γη. Αδύναμο, ένα βογγητό, αχνό, σμίχτηκε με το πέσιμο. Κι είχε παράπονο πολύ μέσα του, εκείνο το βογγητό. Ο άλλος αρχίνησε με παραφορά ανείπωτη να κλωτσάει το σωριασμένο κορμί. Μούγκριζε ο Νικήτας τώρα σα το βόδι που το σφάζουνε μα ακόμα δεν έχει αποκάμει. …Ο μεσιανός ρουφούσε ολοένα το λαιμό του κι έφτυνε…»
Η Κίττυ Αρσένη συνελήφθη το καλοκαίρι του 1967 συνελήφθη και καταδικάστηκε σε φυλάκιση ως μέλος του Πατριωτικού Μετώπου. Το 1968, μετά την αμνηστία, έφυγε παράνομα από την Ελλάδα και κατέθεσε ως μάρτυρας στο Συμβούλιο της Ευρώπης, καταγγέλλοντας τα βασανιστήρια και την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τη Χούντα. Το, σε σχέση με τα βασανιστήρια που υπέστη επί δικτατορίας, αυτοβιογραφικό βιβλίο της Κίττυς Αρσένη «Μπουμπουλίνας 18» κυκλοφόρησε για πρώτη φορά από τις εκδόσεις Θεμέλιο το 1975. «Έμαθα περίεργα πράγματα απόψε. Πως μπορεί να σε χτυπάνε και να μην πονάς! Ο Λάμπρου διέταξε να μου σπάσουν το χέρι. Στη φούρια του το άρπαξε ο ίδιος και άρχισε να το στρίβει. Ο Μπάμπαλης τον πρόλαβε: “Μην κουράζεστε κύριε προϊστάμενε! Εγώ!” Και άρπαξε αυτός το χέρι μου. …Με ξαπλώσανε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και ο σοφέρ βαράει φάλαγγα. Ο Μπάμπαλης στρίβει τα χέρια, ο Μάλλιος τα δάχτυλα, …Με βγάζουν από το αυτοκίνητο, με σπρώχνουνε κάτω στο χώμα, δεν πολυκαταλαβαίνω τι γίνεται. Μόνο όλο μου το κορμί γεμίζει αγκάθια. …Ο αξιωματικός υπηρεσίας που με παραδώσανε, μου έκανε “στριπτήζ”». [6]
ΟΙ «ΑΝΘΡΩΠΟΦΥΛΑΚΕΣ» ΤΟΥ Π.ΚΟΡΟΒΕΣΗ (ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΥΝΤΡΟΦΕ…)
Θρυλικό βιβλίο και πρώτη δημόσια μαρτυρία για τα βασανιστήρια της χούντας είναι το «Ανθρωποφύλακες» του αγωνιστή Περικλή Κοροβέση. Ηθοποιός τότε, συλλαμβάνεται το 1967 και βασανίζεται. Όταν αποφυλακίζεται καταφέρνει να διαφύγει στο εξωτερικό και περιγράφει στο βιβλίο του (που εκδίδεται πρώτα στη Γαλλία το 1969) τα όσα έζησε. Το βιβλίο του μεταφράζεται και κυκλοφορεί σε όλη την Ευρώπη, συμβάλλοντας στη διεθνή κατακραυγή και απομόνωση της χούντας αλλά και στο εγχώριο μίσος εναντίον της. Ο Κοροβέσης καταθέτει μια έκθεση 17 σελίδων για τον τρόπο διακυβέρνησης της χούντας στις 16.6.1969 στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, που εξέταζε την κατηγορία 4 ευρωπαϊκών κρατών κατά της χούντας για παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Η κατάθεση παίζει σημαντικό ρόλο στην αποκάλυψη του πραγματικού προσώπου και των μηχανισμών επιβολής του δικτατορικού καθεστώτος και μαζί με άλλες μαρτυρίες και ντοκουμέντα που δημοσιοποιήθηκαν τότε, υποχρέωσε τη χούντα να αποσυρθεί από το Συμβούλιο της Ευρώπης. [5,6,15,16]
Στις 8/10/1967 η Ασφάλεια μπούκαρε στο σπίτι του, τον βουτήξανε μαζί με έναν φίλο του και αφού τους κλέψανε τα λεφτά, τις βέρες και τα ρολόγια, τους πήγαν στην Μπουμπουλίνας. Μια από τις «κατηγορίες» εναντίον του ήταν ότι … ο Περικλής διάβαζε την «Αυγή» στις 3/12/1962 στο λεωφορείο. Με το που μπήκε στο αστυνομικό τμήμα τον πλάκωσαν στο ξύλο, κι ακολούθησαν η ταράτσα και ο «φάλαγγας», η απομόνωση, το ηλεκτροσόκ στα γεννητικά όργανα, η εικονική εκτέλεση. Όταν ο ίδιος επικαλέστηκε τα ανθρώπινα δικαιώματα, τον ΟΗΕ, τη Σύμβαση της Ρώμης, τον Ερυθρό Σταυρό, τον βεβαιώσανε ότι αυτά τα έχουν όλα γραμμένα και ότι «μόνο οι κομμουνιστές τα λένε αυτά». 5 λεπτά φάλαγγα ισοδυναμούν με έναν αιώνα, θυμάται πολύ αργότερα ο Κοροβέσης. «Ένα μελετημένο και αρχαίο βασανιστήριο. Στην αρχή χτυπήματα αργά και μετά πιο γρήγορα, να μην προλαβαίνει ο οργανισμός να συνηθίζει και να φτιάχνει τη φυσική άμυνα απέναντι στον πόνο».[17,18,19]
Το ξύλο και το αίμα στα δόντια ή στη μύτη, οι βρισιές, οι απειλές ότι θα τον πετάξουν από το παράθυρο ήταν ο πολιτισμένος τρόπος «ανάκρισης»-βασανισμού. Υπήρχε και ο επιστημονικός, περιγράφει ο συγγραφέας. Ανεβαίνοντας τα σκαλιά για την ταράτσα άκουγε τους βασανιστές να λένε «πάει θα πεθάνει σήμερα αυτός». «Ο φάλαγγας είναι μια υπερβολικά μεγάλη δύναμη που ενεργεί πάνω σου… Αν δεν ήξερες πως σε χτυπάνε στα πόδια, θα σου ήτανε αδύνατον να προσδιορίσεις από που έρχεται. …Όταν ο ρυθμός είναι κανονικός, είναι λιγότερο επώδυνος από τον ακανόνιστο ρυθμό. Τη λεπτομέρεια αυτή την ξέρουνε και σε χτυπάνε μια γρήγορα μια αργά. Αρχίζουνε να σε χτυπούν από κάτω προς τα πάνω και αντίστροφα.»
Χώνανε βρώμικα σφουγγαρόπανα στο στόμα του και το πίεζαν, ώστε να στραγγίζει στον οισοφάγο του. Του ρίχνανε νερά για να συνέλθει από τη λιποθυμία και τα βασανιστήρια συνεχίζονταν. Όταν έκανε εμετό του τρίβανε το πρόσωπο πάνω στους εμετούς του. Τον άφηναν να τα κάνει πάνω του. Τον πήγαν στην απομόνωση. «Το κελί 17 ήταν εκείνο που ο προηγούμενος κρατούμενος έμενε αυστηρά. Αυτό σημαίνει ότι όλες του οι ανάγκες γίνονταν μέσα. Άπειρα σκουπίδια. Βρόμα περισσότερο έντονη… Πήγα να κουνήσω το πόδι μου, αδύνατον… Τα παπούτσια μου είχαν ανοίξει από κάτω… Είχα ακούσει πως όταν σου κάνουν φάλαγγα, δεν πρέπει να βγάζεις τα παπούτσια και πρέπει να μην τα αφήνεις ακίνητα, γιατί μπορεί να πάθεις γάγγραινα. Προσπαθώ πάλι. Κανένα αποτέλεσμα.» Ο βασανιστής Γκραβαρίτης καθώς τον πήγαινε για 2η φορά για επιστημονική ανάκριση στην ταράτσα, έβλεπε ότι κούτσαινε από τα βασανιστήρια της προηγούμενης και άρχισε να πηδάει πάνω στα πόδια του. Τον φάλαγγα με ξύλο αντικατέστησε ο φάλαγγας με σίδερο. Ακόμα πιο οδυνηρό. Το ένα του πόδι είχε σπάσει. Ο βασανιστής του πίεσε του βολβούς των ματιών προς τα κάτω. Τον έγδυσαν, του σπάσανε δόντια, τον χτυπήσανε με λοστάρι στα καλάμια, στα πέλματα, στη λεκάνη, στα γεννητικά όργανα. Τον έφτυναν. «Τώρα θα έρθει ο αράπης να σου κόψει τα αρχίδια και να σε γαμήσει». Ο βασανιστής πήρε το λοστάρι κι άρχισε να το σπρώχνει στον πρωκτό, περιγράφει ο Περικλής. «Η μόνη λύση είναι να τον ρίξουμε από την ταράτσα και να πούμε ότι αυτοκτόνησε.» λένε μπροστά του. Του χώνουν όπλο μέσα στο μάτι. Τον βάλανε να πιει tide με χλωρίνη. Μισοαναίσθητος στο έδαφος, του κάνανε εικονική εκτέλεση με τζιπ, που κατευθυνόταν κατά πάνω του, καθώς ακουγόταν «λιώσ’ τονα, λιώσ’ τονα».
Τον πήγανε στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο, εκεί τον βασάνισαν στρατιωτικοί γιατροί και λοιποί βασανιστές του στρατού, του κάνανε ηλεκτροσόκ. Το να πάει στην τουαλέτα ήταν πλέον περιπέτεια «Είναι σχεδόν αδύνατο να πατήσω στα πέλματα και αν δεν πιάνω τα γεννητικά μου όργανα χάνω την ισορροπία μου.» Ο Περικλής περιγράφει πως όταν αργότερα συνάντησε άλλους πολιτικούς κρατούμενους στη φυλακή, «…σε ρώτανε “γιατί σε κατηγορούνε;… σε βασάνισαν;” …Και καμιά φορά ακούς την εκπληκτική απάντηση “σχετικά καλά. Μόνο μια φορά”. Και σημαίνει ότι σε βασανίσανε μόνο 1 μέρα ή 1 νύχτα. Αυτό χαρακτηρίζεται “σχετικά καλά”».
Περιγράφει για βασανισμούς άλλων κρατουμένων που μαθαίνει όντας φυλακισμένος. «Η Π. ήταν μια κοπελίτσα 18 χρονών… την είχαν δυο μέρες στην ταράτσα γυμνή…την είχαν χτυπήσει με φάλαγγα…της είχαν μπήξει ένα ξύλο στον πρωκτό κι ένα ξύλο στο αιδοίο και την κρέμασαν με χειροπέδες, έτσι θεόγυμνη με τα ξύλα από τον γάντζο στην ταράτσα….Τον Λ. τον βασάνιζαν και τον πάταγαν με ένα παπούτσι στο στόμα για να πνίγουν τις κραυγές του. Μετά τον έστειλαν στα ΕΣΑ. Τον κρέμασαν και τον χτύπαγαν με σανίδες με καρφιά. Του κάψανε τα μουστάκια με σπίρτα. … τον χτυπάγανε με τις ζωστήρες… Τον Γ. τον δείρανε επί 3 ώρες τόσο που άρχισε να σπαρταράει… Στους 3 κρατούμενους οι δυο είχαν βασανιστεί… Εκτός από την Αθήνα και τον Πειραιά, συνάντησα ανθρώπους που είχαν βασανιστεί στην Κρήτη, στην Πάτρα, στο Αγρίνιο, στη Θεσσαλονίκη, στην Καβάλα και στην Κομοτηνή. ..Συνάντησα ανθρώπους που είχανε ακόμα γύψο στο πόδι, που φοράγανε σπασουάρ ή καθόντουσαν μέρες ολόκληρες ακίνητοι στο κρεβάτι. Συνάντησα ένα παιδί με ατροφικά πόδια που του είχανε κάνει φάλαγγα με το ίδιο του το μπαστούνι. Δυο κρατούμενοι είχαν παρακρούσεις από τα βασανιστήρια… Στη Θεσσαλονίκη χτυπούσαν φάλαγγα με το τουφέκι και ήσουν κρεμασμένος ανάποδα. Στον Πειραιά χτυπούσαν φάλαγγα με στριμμένο καλώδιο. Στον Διόνυσο θάβανε ανθρώπους ζωντανούς…. Υπήρχαν κρατούμενοι που το 1967 περνάγανε τον εικοστό τέταρτο χρόνο της φυλάκισής τους… Οι τελευταίες αναμνήσεις που είχανε από την κανονική τους ζωή ήταν από την αντίσταση…» [20]
ΟΙ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΗ ΜΙΣΣΙΟΥ
Ο Χρόνης Μίσσιος φυλακίστηκε από τη χούντα μεταξύ 1967-1973, επειδή… αρνήθηκε να χαμογελάσει μπροστά στον Διευθυντή της ασφάλειας, σκηνή από την οποία πήρε τον τίτλο το συγκλονιστικό βιβλίο «Χαμογέλα ρε τι σου ζητάνε». Ο ίδιος αναφέρει για τη χούντα: «Φαντάσου πως δεν αρκούνταν σε μια ταπεινωτική υπογραφή, σε μια δήλωση μετανοίας, όπως την έλεγαν, αλλά υποχρέωναν τους ανθρώπους, μετά απ’ αυτό να γράφουν ταπεινωτικά γράμματα στη μάνα τους. Γράμματα που διαβάζονταν στις εκκλησίες από τους παπάδες τις Κυριακές. Κι ακόμα τους υποχρέωναν να παίρνουν το βούρδουλα ή το μπαμπού και να βασανίζουν τον αδερφό, το φίλο, το σύντροφο, που η αντοχή του στον πόνο ήταν μεγαλύτερη και αρνούνταν να υπογράψει». [21]
Περιγράφει εικόνες όπως η παρακάτω, που επαληθεύουν τις περιγραφές Κοροβέση:
«-Κανείς δεν περνάει από την ασφάλεια Πειραιώς, αργά ή γρήγορα σπάει. Είναι πολύ άγρια τα πράγματα εδώ… σε βασανίζουν, στα λιώνουν… Ο πόνος ανεβαίνει, ανεβαίνει, με χιλιάδες καρφιά κεντάει το μυαλό μου, στ’ αυτιά μου ουρλιαχτά…
-Τον κουβά, λιποθύμησε ο μαλάκας…» [22]
Ο ίδιος δεν βασανίστηκε κατά τη διάρκεια της χούντας, γιατί όπως εξηγεί ήταν «παλιός», σεσημασμένος, αμετανόητος κομμουνιστής. Ωστόσο κάποια στιγμή ο διοικητής της Ασφάλειας Πειραιά, κάποιος Κουβάς, ήθελε να δείξει καλός χουντικός και στο πνεύμα …ευγενούς άμιλλας με το τμήμα στη Μπουμπουλίνας οργάνωσε την απαγωγή του Μίσσιου και του σπάσανε κάποια δόντια. «Ήθελαν να σπάσουν τους ανθρώπους, να τους τρομοκρατήσουν και όλα αυτά. Με είχαν δέσει σε μία καρέκλα, η οποία απείχε πολύ λίγο από το τοίχο και ήταν αραδιασμένοι οι χαφιέδες και περνούσαν ένας – ένας και με κτυπούσαν στο σαγόνι και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να κάνει διάφορα γκελ το κεφάλι μου στον τοίχο πίσω. Είναι ένα βασανιστήριο να σου φέρει διάσειση, να σε ζαλίσει. Σε αυτή την ομάδα ήτανε ένας τύπος, τον θυμάμαι ακόμα ρε παιδί μου, είχε ένα χλωμό δέρμα, ίσια μαλλιά και μία μύτη μυκηναϊκή, ο οποίος έπαιρνε φόρα να με κτυπήσει…Τα νέα παιδιά τα οποία είναι ξάπλα στα κρεβάτια από τα βασανιστήρια. Φοβερά βασανιστήρια από τις φάλαγγες, με σπασμένα πόδια, σε καταστάσεις πολλές φορές και ψυχολογικά άσχημες. Πάρα πολλά παιδιά τα οποία είναι χτυπημένα. Είναι ο Χρήστος Παπαγιαννάκης του οποίου του έχουν κάνει φοβερά βασανιστήρια στην ασφάλεια του Πειραιά….» Για τον Νίκο Κιάο, φοιτητή τότε και μετέπειτα δημοσιογράφο της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, ο οποίος είναι φοιτητής ακόμα, αναφέρει ότι τον έφεραν στη φυλακή κομμάτια από τα βασανιστήρια. «Εξαιρετικό παιδί, τραγουδούσαμε και ο Νίκος ενώ τραγουδάει ωραία, στα βασανιστήρια όμως που του έκαναν στην Ε.Σ.Α. του είχαν σπάσει τις εσταρχιανές σάλπιγγες γιατί τον χτυπούσαν ταυτοχρόνως και από τα δύο αυτιά. Και όταν προσπαθούσε να τραγουδήσει πονούσε φοβερά.» και «Έκαναν φάλαγγα μέχρι τον μακαρίτη τον Λίπα, 75 χρόνων ήταν.» [23]
Ο Μίσσιος εξηγεί πως οι χουνταίοι βασανιστές έδερναν κυρίως τα νέα παιδιά για να τα τρομοκρατήσουν, να τα κάνουν να «σπάσουν». Για να συμπληρώσει ο Κοροβέσης «Ο πόνος δεν αντέχεται» αλλά «ξέρεις πως κάποτε θα τελειώσει…Αυτό που σου σβήνει το φως στο τούνελ είναι ο φόβος. Έτσι και μπεις στον φόβο, τότε μπαίνεις πολύ κοντά στην παράνοια.» [10,23]
ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΕΧΕΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ – ΑΝ ΔΕΝ ΑΝΑΤΡΑΠΕΙ
Αυτή ήταν η στρατηγική της χούντας και του ελληνικού κεφαλαίου. Ο φόβος, η σιγή νεκροταφείου, το «δούλευε και σκάσε». Δεν τα κατάφερε για πολύ, αντίθετα έσκαψε τον λάκκο της. Η καταπίεση και η εκμετάλλευση χρόνων συσσωρεύτηκαν κι εξερράγησαν τον Νοέμβρη του 1973.Η χούντα τελικά ανατράπηκε και καθοριστικό ρόλο στην ανατροπή της έπαιξε η εξέγερση του Πολυτεχνείου. Η εξέγερση οδήγησε όχι μόνο στην κατάρρευση της επιστράτευσης και την από τα κάτω ανατροπή της χούντας το 1974 αλλά και στο σπουδαίο κίνημα της μεταπολίτευσης που επέβαλε δικαιώματα και κατακτήσεις μέσα από μαζικότατες διαδηλώσεις, απεργίες, καταλήψεις εργοστασίων και σχολών, χτίσιμο πρωτοβάθμιων σωματείων κλπ. Το «Πολυτεχνείο» δεν ήταν μόνο η 17/11 αλλά η περίοδος 1973-1981 με την κάθετη κλιμάκωση της ταξικής πάλης που έτρεψε τα αφεντικά σε υποχώρηση και οδήγησε για πρώτη φορά στον εκδημοκρατισμό της Ελλάδας και στη δημιουργία ενός καλού βιοτικού επιπέδου για μεγάλες μερίδες εργαζομένων και ενός ικανοποιητικού κοινωνικού κράτους για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού κράτους. Γι’ αυτό ακούσαμε ξανά και ξανά από εκπροσώπους της άρχουσας τάξης, των παπαγάλων και των κομμάτων της τα τελευταία χρόνια πως «πρέπει να τελειώνουμε με τη μεταπολίτευση».
Παρ’ όλα αυτά, όπως αναφέραμε παραπάνω, «το κράτος έχει συνέχεια».
Ελάχιστοι βασανιστές κάθισαν στο σκαμνί κι όσοι τιμωρήθηκαν βγήκαν γρήγορα έξω. Στις 11 Νοεμβρίου του 1975, ξεκίνησε στη Χαλκίδα η δίκη των αρχιβασανιστών της χούντας Μάλλιου, Μπάμπαλη, Καραπαναγιώτη και Κραβαρίτη- ίσως της πλέον διεστραμμένης ομάδας του καθεστώτος, μαζί με στελέχη, όπως το δίδυμο Θεφιλογιαννάκου-Χατζηζήση. Εμβρόντητη η κοινή γνώμη άκουσε τους δικαστές να τους αθωώνουν, αναγνωρίζοντας, ότι «οι αστυνομικοί Μάλλιος, Μπάμπαλης, Καραπαναγιώτης και Κραβαρίτης ήταν ικανότατοι και εκτελούσαν υποδειγματικά τα καθήκοντά τους». Κατά τη διάρκεια της δίκης-παρωδία, η συμπεριφορά των κατηγορουμένων, όπως καταγράφει ο Τύπος της εποχής, είναι θρας=σύτατη. Παίρνουν το ρόλο του ανακριτή, υποβάλλοντας προκλητικές ερωτήσεις στους μάρτυρες, ενώ διατείνονται πως οι κακώσεις που φέρουν τα θύματά τους είναι αποτέλεσμα αυτοτραυματισμού…[4] Όπως αναφέρει κι ο Κοροβέσης, «θα πρέπει να ξέρουμε πως δεν υπήρχε χουντική αστυνομία, ήταν η ίδια με τα προηγούμενα χρόνια. Δεν άλλαξε κάτι. Ο Λάμπρου ήταν αρχηγός της αστυνομίας και πριν και μετά.»[10]
Χιλιάδες αξιωματούχοι της χούντας τα επόμενα χρόνια, όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν αλλά βολεύτηκαν από τις κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Κάποιοι από αυτούς έσπευσαν να δικαιολογηθούν, ότι παλιά ήταν «νέοι και δεν καταλάβαιναν τι γίνεται, γιατί διαβάζανε». Κάποιοι άλλοι εξαργύρωσαν την αντιδικτατορική τους στάση για να συμβάλουν στη σταθεροποίηση και την εμπέδωση του ελληνικού καπιταλισμού, που έφερε τη χούντα.
Τα τελευταία 30 χρόνια ζήσαμε ή ξέρουμε ότι έγιναν πολλά που δεν επιτρέπουν εφησυχασμό. Συμμορίες χουντικών και ναζί δολοφόνων όπως η Χρυσή Αυγή τροφοδοτήθηκαν σε βαθμό που έφτασαν να μπουν στη Βουλή και να απειλούν την ηγεμονία της ΝΔ στη δεξιά πολυκατοικία, ενώ σήμερα μεθοδεύεται η αθώωσή της από τους δικαστές. Βασανιστήρια σε βάρος μεταναστών κι αγωνιστών έγιναν από τη «δημοκρατική» αστυνομία, ενώ χιλιάδες και χιλιάδες άνθρωποι έχουν ξυλοκοπηθεί και συλληφθεί επειδή διαδηλώνουν ή απεργούν για καλύτερη ζωή. Αστυνομικοί και στρατιωτικοί ψηφίζουν σε ποσοστά… αυτοδυναμίας χουντικά κόμματα, ενώ στρατηγοί όπως ο Φρ. Φραγκούλης και γιοι χουντικών πρωθυπουργών όπως ο Μαρκεζίνης προτάθηκαν ως οικουμενικοί ή υπηρεσιακοί πρωθυπουργοί για να προστατεύσουν τη… δημοκρατία. Στον στρατό υπάρχει από μερίδα στρατιωτικών ανοιχτή χουντική προπαγάνδα και έχουν γίνει γνωστά χουντογλέντια στις γραμμές των ενόπλων δυνάμεων. Ξεριζωμένοι άνθρωποι πυροβολούνται, πνίγονται ή ξυλοκοπούνται στα σύνορα ή κλείνονται σε ναζιστικού τύπου στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ κάποιοι από τους «δημοκρατικούς εκπροσώπους» αναπολούν και πάλι «ξερονήσια». Ο Μητσοτάκης ξεκίνησε «δυναμικά» τη θητεία του με μπάτσους να καταλύουν το πανεπιστημιακό άσυλο και να δέρνουν φοιτητές, να οργανώνουν απαγωγή φοιτητών, να επιχειρούν μέσα σε κλίμα πλήρους αυθαιρεσίας και ατιμωρησίας, ξυλοκοπώντας και ξεβρακώνοντας περαστικούς, ενώ φτάσανε να προσβάλουν το άσυλο της κατοικίας ακόμα και φιλήσυχων κι ευϋπόληπτων πολιτών (περίπτωση του Δημήτρη Ινδαρέ, επειδή απλώς εξήγησε στην αστυνομία ότι δεν επιτρέπεται να καταπατά το Σύνταγμα και τους νόμους). Ένα κύμα αντιτουρκικού και αντιμακεδονικού εθνικισμού την τελευταία διετία έχει πλημμυρίσει με δυσωδία την πολιτική ατμόσφαιρα, ρυμουλκώντας σε αυτό το κλίμα τόσο τα καθεστωτικά κόμματα (από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ της Φώφης μέχρι τον ΣΥΡΙΖΑ) όσο και την Αριστερά (πχ ΚΚΕ). Οι ελληνοτουρκικοί ανταγωνισμοί κορυφώνται και αυτά που είδαμε στον Έβρο πριν ξεσπάσει η πανδημία αποτελούν απλώς πρόγευση. Πογκρόμ οργανώθηκαν στον Έβρο ή στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου από στελέχη της ΝΔ απέναντι σε πρόσφυγες αγκαλιά με Χρυσαυγίτες, που επιτέθηκαν ακόμα και στην Αριστερά. Το «ο στρατός στους δρόμους» κυκλοφόρησε ως σενάριο από επίσημα και «δημοκρατικά» χείλη στην εξέγερση του Δεκέμβρη και στους μεγάλους αντιμνημονιακούς αγώνες, το καλοκαίρι του 2015 ο Μεϊμαράκης της ΝΔ προειδοποιούσε πως «η αστική τάξη της χώρας θα αντιδράσει» (προφανώς ένοπλα) αν ο Τσίπρας δεν υπογράψει μνημόνιο και σήμερα πάλι επαναλαμβάνονται τα όμορφα σενάρια για επιβολή της τάξης από τον στρατό εν μέσω κρίσης του κορωνοϊού, μιας κρίσης που είναι άγνωστο το αν και το πώς θα τερματιστεί. Η αυταρχικοποίηση των καθεστώτων και η μετατόπιση δεξιά όλων των καθεστωτικών δυνάμεων καθώς και η ενίσχυση της Ακροδεξιάς (που φτάνει πλέον σχετικά εύκολα και στην κυβέρνηση ως αξιόπιστη συστημική επιλογή, βλέπε Τραμπ, Τζόνσον, Μπολσονάρου κλπ) είναι διεθνής τάση στις σημερινές αστικές δημοκρατίες. Ο στρατός στους δρόμους είχε βγει επί κυβέρνησης του «δημοκράτη» Μακρόν στη Γαλλία –«κοιτίδα της δημοκρατίας», και αξιοποιήθηκε απέναντι στα Κίτρινα Γιλέκα, ενώ στην Ελλάδα λίγο καιρό πριν, επί κυβέρνησης του «αριστερού» ΣΥΡΙΖΑ ο υπουργός Καμμένος χαρακτήριζε τον στρατό παράγοντα σταθερότητας στο… εσωτερικό της χώρας. Η ελληνική άρχουσα τάξη την τελευταία δεκαετία συσφίγγει σχέσεις με κράτη απαρτχάιντ, δικτάτορες και πραξικοπηματίες άλλων χωρών. Ο αντιπρόεδρος της ΝΔ Άδωνις Γεωργιάδης ήταν και παραμένει δημόσιος υπερασπιστής της χούντας όπως και αρκετά στελέχη ακόμα της ΝΔ. Ο ελληνικός στρατός προστατεύεται από μυριάδες σκάνδαλα (αυτοκτονίες φαντάρων, καψώνια, κλοπή όπλων, οικονομικά και στρατιωτικά deals και μίζες, δολοφονίες μεταναστών, χουντικά κηρύγματα, συνεργασία με παρακρατικούς και ναζί, εμπλοκή σε διακίνηση ναρκωτικών και πολλά άλλα) και διαφυλάσσεται ως κόρη οφθαλμού από την αστική τάξη, με συστηματική προπαγάνδα που στοχεύει στο να μείνει αυτός ο θεσμός «καθαρός στη συνείδηση του κόσμου», προωθώντας μάλιστα και σχετικά γκάλοπ κατά καιρούς που αποδεικνύουν ότι «οι πολίτες εμπιστεύονται τον Στρατό περισσότερο από άλλους θεσμούς». Η εικόνα των «παλικαριών» μας εξωραΐζεται όταν παίζουν κορώνα-γράμματα την ελληνοτουρκική σύρραξη σε θάλασσα και αέρα, όταν βασανίζουν, πνίγουν και δολοφονούν στα σύνορα αμάχους, όταν παρελαύνουν στις εθνικές επετείους, όταν ξοδεύουν εκατομμύρια για στρατιωτικές ασκήσεις (πχ για τα καύσιμα των αεροπλάνων) κοκ. Ένας λόγος που γίνεται αυτό είναι γιατί ο στρατός παραμένει για τους από πάνω μια «λύση ανάγκης» όταν κάθε άλλη λύση αποτύχει. Τα σενάρια για νέα μνημόνια και νέο διεθνές «κραχ» τύπου 1929 δίνουν και παίρνουν και οι αστοί έχουν αποδείξει ότι το εννοούν όταν λένε πως «στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα»– είναι μια έννοια που την κόβουν και τη ράβουν στα μέτρα τους. Αν χρειαστεί θα την ξανακαταργήσουν.
Είναι σημαντικό να μην αφήνουμε τη συλλογική μνήμη και την ιστορία να ξεθωριάζουν. Αξίζει να θυμόμαστε το πού είναι διατεθειμένοι να φτάσουν οι από πάνω, απέναντι στον «εχθρό-λαό», που τόσο μισούν και απλώς τον ανέχονται όταν σκύβει το κεφάλι για να εξασφαλίζει τα κέρδη και τα προνόμια τους. Η χούντα, το πριν και το μετά, η «συνέχεια του κράτους» ή η σημερινή ρεβανσιστική εθνικιστική Δεξιά του Μητσοτάκη προειδοποιούν ότι η χούντα δεν ήταν μια ατυχής παρένθεση παρά ένα χρήσιμο εργαλείο των αστών απέναντι σε μια συγκεκριμένη πολιτική και οικονομική συγκυρία. Τα αδιέξοδα της κρίσης του καπιταλισμού και η ταξική πάλη θα φέρουν και πάλι καταστάσεις όπου οι από κάτω δεν θα θέλουν το παλιό και οι από πάνω δεν θα μπορούν να ζουν και να κυβερνούν με τον παλιό τρόπο. Ίσως πολύ πιο σύντομα απ’ ό,τι νομίζουμε. Έχουμε να διδαχθούμε από τον ηρωισμό των αγωνιστών του ’67-74, όπως και από τον αντίστοιχο του ’41-49, αλλά και να βγάλουμε τα αναγκαία συμπεράσματα από τα λάθη στη γραμμή της Αριστεράς που συνέβαλαν στη σταθεροποίηση του συστήματος που γεννά τις χούντες αντί να οδηγήσουν στην ανατροπή του. Αν οι άνθρωποι της δουλειάς δεν ανατρέψουν το σύστημα για να μοιραστούν τον γιγάντιο πλούτο που παράγουν σήμερα σε διεθνή κλίμακα και να φτιάξουν μια κοινωνία ευημερίας και αλληλεγγύης που θα παράγει «βούτυρο και όχι κανόνια», τότε το σύστημα θα συνεχίσει να μας διαιρεί με εθνικισμό, με «εθνική ενότητα» (προχθές με τα μνημόνια και τη σωτηρία του ευρώ, χθες με το Μακεδονικό, σήμερα με το προσφυγικό και τον κορωνοϊό, αύριο σε μια πιθανή πολεμική σύρραξη με την Τουρκία κοκ), με ρατσισμό, με μιλιταρισμό και πολέμους, καταστολή, με φτώχεια και πείνα, πότε με πιο βάρβαρες πότε με πιο «ανθρώπινες» μορφές εξουσίας. Όποιος λαός δεν γνωρίζει το παρελθόν του, είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει. Όσο έχουν αυτοί την εξουσία, αυτοί θα αποφασίζουν με γνώμονα τα συμφέροντά τους. Δεν χωράνε αυταπάτες για τις ευγενείς προθέσεις τους ή τη δυνατότητα «εξανθρωπισμού» του συστήματος, όπως οι αυταπάτες που είχαν οι μαζικές δυνάμεις της ελληνικής Αριστεράς το 1967, που και τότε πιάστηκαν στον ύπνο, πιστεύοντας ότι… «αποκλείεται να έρθει δικτατορία». Δεν αρκεί να είμαστε απλώς «ψυλλιασμένοι», αλλά πιο οργανωμένοι και πιο αποφασισμένοι, με πιο ξεκάθαρη στρατηγική, για να αποτρέψουμε τις τραγωδίες του μέλλοντος-τραγωδίες για την τάξη μας, τα δισεκατομμύρια «προλετάριους» και «ξεβράκωτους» του πλανήτη. Αυτή είναι η σημασία τέτοιων αναδρομών στο σήμερα.
*Ο Αλέξης Λιοσάτος είναι οδοντίατρος, μέλος του ΔΣ του Οδοντιατρικού Συλλόγου Κοζάνης και εκπρόσωπος ΓΣ Ελληνικής Οδοντιατρικής Ομοσπονδίας, μέλος της Κίνησης «Απελάστε το Ρατσισμό» και της πολιτικής οργάνωσης «Κόκκινο Νήμα»
1. https://www.news247.gr/afieromata/polytechneio-oi-istories-ton-proton-nekron-tis-choyntas.7533449.html
2.https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CE%B5%CE%BA%CF%81%CE%BF%CE%AF_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%A0%CE%BF%CE%BB%CF%85%CF%84%CE%B5%CF%87%CE%BD%CE%B5%CE%AF%CE%BF%CF%85
3.https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B9%CF%89%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CF%84%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1_%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD_%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1_(1967_-_1974)
4. https://www.penna.gr/reportage/6413-ta-vasanistiria-tis-xoyntas
5. https://anagnosi.blogspot.com/2015/04/blog-post.html
6. https://www.lifo.gr/articles/archaeology_articles/234420/oi-vasanismoi-ton-kratoymenon-epi-diktatorias-mesa-apo-martyries-tis-epoxis
7. https://lefterianews.wordpress.com/2017/04/21/%CF%84%CE%B1-%CE%B2%CE%B1%CF%83%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%AE%CF%81%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%87%CE%BF%CF%8D%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%82/
8. http://www.mixanitouxronou.gr/katouragame-stis-arviles-mas-i-ta-kaname-pano-mas-ti-nichta-ichame-gini-zoa-i-fantari-pou-eginan-vasanistes-tis-chountas-perigrafoun-pos-tous-vasanizan-stin-ekpedefsi-gia-na-ginoun-pith/
9. https://www.youtube.com/watch?v=TWptGAwXUh4
10. https://www.andro.gr/zoi/periklis-korovesis-the-meaning-of-life/
11. https://www.youtube.com/watch?v=6c0xfKlUiXc
12. https://www.youtube.com/watch?v=rnvOXHKNhHE
13. http://www.mixanitouxronou.gr/ta-vasanistiria-tou-iroikou-axiomatikou-spirou-moustakli/
14. http://longreads.news247.gr/xounta
Πηγή: www.redtopia.gr
Τα άρθρα που δημοσιεύουμε δεν απηχούν αναγκαστικά τις απόψεις μας και δεν δεσμεύουν παρά τους συγγραφείς τους. Η δημοσίευσή τους έχει να κάνει όχι με το αν συμφωνούμε με τις θέσεις που υιοθετούν, αλλά με το αν τα κρίνουμε ενδιαφέροντα για τους αναγνώστες μας.