31 Ιανουαρίου 2022
Ας γυρίσουμε χρόνια πίσω. Στο 1975. Ήταν η εποχή που το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου ξεκαθάριζε το ιδεολογικό του στίγμα. Σε μια προσυνεδριακή διαδικασία, ο πανεπιστημιακός δάσκαλος Σάκης Καράγιωργας –εκ των ιδρυτικών στελεχών του ΠΑΣΟΚ, μέλος της Δημοκρατικής Άμυνας και εμβληματική μορφή του αντιδικτατορικού αγώνα, που είχε χάσει το χέρι του τον Ιούλιο του ’69 από έκρηξη βόμβας– εκφράζει, μαζί με πολλά άλλα ιδρυτικά στελέχη, τη διαφωνία του για την απουσία δημοκρατικών διαδικασιών και τον τρόπο που παίρνονταν οι αποφάσεις από τον Ανδρέα Παπανδρέου, ερήμην των συλλογικών οργάνων του κόμματος. Για τους ανθρώπους της «γραμμής», για τους υπερασπιστές της αυταρχικής, εσωκομματικής ηγεμονίας του Ανδρέα, ο Καράγιωργας και οι απόψεις του ήταν κόκκινο πανί. Σε τέτοιο βαθμό που, την ώρα της ομιλίας του, ακούστηκε από το βάθος της αίθουσας η φράση–ύβρις : «κάτσε κάτω κουλοχέρη». Μια φράση που έμελλε να συνδεθεί όχι μόνο με τη μνήμη του Καράγιωργα, αλλά και με την αρχηγική–λαϊκίστικη υφή του ΠΑΣΟΚ. Και απέμεινε να αιωρείται δισυπόστατη πάνω στον μεταπολιτευτικό ορίζοντα: κάποιοι ανατρίχιαζαν εξαιτίας της, για κάποιους άλλους ήταν η επιβεβαίωση της ωμής, «παντελονάτης», αρτιμελούς ισχύος.
Ανατριχιαστικά απεχθής παράδοση
Η αναγωγή στο παρελθόν δεν γίνεται τυχαία. Αφορμή για την ανάκληση της ιστορικής μνήμης, δίνει το δυσώδες περιβάλλον που υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθεί, με αφορμή το επικείμενο 3ο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και οι όροι διεξαγωγής του εσωκομματικού διαλόγου(;), μέσα κυρίως (τι κατάντια, αλήθεια…) από τα κοινωνικά δίκτυα (facebook, twitter κλπ).
Είναι αλήθεια πως η αιφνιδιαστική πρόταση του Αλέξη Τσίπρα για εκλογή προέδρου και Κεντρικής Επιτροπής από τα μέλη του κόμματος, άνοιξε έναν κύκλο εσωκομματικής συζήτησης που τείνει να επισκιάσει τη, ζωτικής σημασίας, συζήτηση για το πολιτικό σχέδιο που απαιτεί η αντιμετώπιση της τοξικής και επικίνδυνης κυβέρνησης της ΝΔ.
Μια αψυχολόγητη –για άλλους περισσότερο, για άλλους λιγότερο– κίνηση του προέδρου του κόμματος, αποτέλεσε την αφορμή για μια άνευ προηγουμένου επίθεση εναντίον οποιουδήποτε τολμά (!) να διατυπώσει προβληματισμούς, ενστάσεις, αντιθέσεις.
Με χαρακτηρισμούς βγαλμένους από τις πιο σκοτεινές παραδόσεις άλλων πολιτικών χώρων, με μπούλινγκ εναντίον συντρόφων και συντροφισσών –ως απόδειξη πίστης στον αρχηγό και στο κόμμα– με λεξιλόγιο υποκόσμου, χυδαιότητες, ύβρεις και απειλές.
Οι φορείς αυτής της πρωτόγνωρης –για την παράδοση του ΣΥΡΙΖΑ– νεοαυριανίστικης κουλτούρας, δεν είναι άσχετοι με το κόμμα, έχουν την ιδιότητα του κομματικού μέλους. Αυτή προτάσσουν και στο όνομα αυτής ομνύουν. Διεκδικούν για τον εαυτό τους τον ρόλο του ατόφιου ερμηνευτή των προθέσεων του προέδρου, εμφανίζονται σαν προστάτες του (από ποιους αλήθεια, κινδυνεύει;) και αυτοανακηρύσσονται γνήσιοι εκφραστές του ανοίγματος στην κοινωνία (λες και υπάρχουν κάποιοι που το υπονομεύουν).
Αλίμονο σε όποιον τολμήσει να διατυπώσει μια άλλη άποψη. Αλίμονο σε όποιον επιμένει να υπερασπίζεται την ανάγκη συλλογικών λειτουργιών στο κόμμα. Αλίμονο σε όποιον προτάσσει την ανάγκη επιχειρημάτων έναντι των χυδαίων υβρεολογίων. Αυτομάτως στοχοποιείται και γίνεται «υπονομευτής του προέδρου», «καρεκλοκένταυρος», «γραφειοκράτης», «βολεμένος». Άνθρωποι με χρόνια προσφοράς στην υπόθεση της Αριστεράς, ρίχνονται βορά σε «συντροφικά» πληκτρολόγια και το διαδίκτυο δεν απέχει πλέον και πολύ από ρωμαϊκή αρένα.
Ποιος τους δίνει τον αέρα;
Ανακύπτουν, ωστόσο, κάποια κρίσιμα ερωτήματα: Από πού αντλούν την άνεση να επιδεικνύουν μια τέτοια συμπεριφορά; Ποιος τους επέτρεψε να μεταφέρουν στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ χυδαίες παραδόσεις –ξένες και απορριπτέες σε όλη τη διαδρομή της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς; Ποιος έχει την ευθύνη για το πού, πώς και με ποιους όρους διεξάγεται ο προσυνεδριακός διάλογος;
Γιατί περί αυτού ακριβώς πρόκειται. Ο διάλογος ενόψει συνεδρίου έχει ήδη ξεκινήσει. Και δυστυχώς, όχι με τις καλύτερες προϋποθέσεις. Γιατί αν καλλιεργηθεί η κουλτούρα ενοχοποίησης της άλλης άποψης, αν συνεχιστεί όχι μόνο η υπόγεια πριμοδότηση, αλλά και η δημόσια επιβράβευση τέτοιων ανθρωποφαγικών συμπεριφορών, αν παγιωθεί η λογική του «κάτσε κάτω κουλοχέρη», τότε η υπόθεση όχι μόνο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και ευρύτερα της Αριστεράς, θα έχει υποστεί βαρύτατη ήττα.
Το ύφος, το ήθος, ο τρόπος της δημόσιας αντιπαράθεσης, δεν είναι, δεν μπορεί να είναι, άσχετος με το πολιτικό σχέδιο, τον προσανατολισμό, το στίγμα ενός αριστερού κόμματος. Η μετωπική σύγκρουση με τη Δεξιά και η ζωτικής σημασίας ανάγκη ανατροπής της, δεν μπορεί να χρησιμοποιείται σαν άλλοθι για την αλλοίωση των ταυτοτικών φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών του ΣΥΡΙΖΑ.
Και η αναγωγή του στον πολιτικό φορέα εκπροσώπησης των πολλών και των αδύναμων, είναι αδιανόητο να συγχέεται με την αποδοχή και την υιοθέτηση πρακτικών απεχθών στην παράδοση της Αριστεράς. Γιατί δεν είναι δείγμα επαφής με το λαϊκό αίσθημα οι απειλές για σφαλιάρες (!), επειδή κάποιος ψήφισε ενάντια στην πρόταση του προέδρου. Ούτε χαρακτηρισμοί όπως «κομματικοί μπράβοι». Ούτε οι ύβρεις με ηλικιακά ή σωματοτυπικά χαρακτηριστικά. Δεν προσελκύει, αλλά αντιθέτως απωθεί προνομιακά, εξ αριστερών το πλείστον, ακροατήρια –που στις τελευταίες εκλογές είτε δεν πήγαν να ψηφίσουν, είτε έκαναν κάποια άλλη επιλογή– το …βαρύ κι ασήκωτο ύφος και οι αγοραίες εκφράσεις. Όταν αντί για αντιπαράθεση επιχειρημάτων επιστρατεύεται ο τσαμπουκάς και η μαγκιά και όταν η πολιτική συζήτηση διεξάγεται με όρους ξεκαθαρίσματος λογαριασμών.
Η απέχθεια προς τέτοιες πρακτικές δεν συνιστά, ούτε κατ’ ελάχιστο, δείγμα ελιτισμού. Έχει να κάνει με τις βαθιά ριζωμένες παραδόσεις της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς, όπου ο σεβασμός και η ανεκτικότητα στη διαφορετική άποψη, ήταν κατοχυρωμένα προαπαιτούμενα του διαλόγου. Όταν η δυνατότητα συμφωνιών, διαφωνιών, συνθέσεων δεν ανιχνευόταν στο …διαδίκτυο, αλλά στα συλλογικά όργανα του κόμματος. Και όταν –ακόμα και στις πιο επώδυνες στιγμές της ιστορίας του– ο συγκεκριμένος χώρος δεν κατέφευγε σε κυνήγι μαγισσών και σε αναζήτηση εσωτερικού εχθρού.
Όποιος, σε αυτή την κρίσιμη πολιτικά στιγμή, επιτρέπει να σπάσει αυτή η παράδοση, φέρει ακέραια και την ευθύνη των εξελίξεων.
Τα άρθρα που δημοσιεύουμε δεν απηχούν αναγκαστικά τις απόψεις μας και δεν δεσμεύουν παρά τους συγγραφείς τους. Η δημοσίευσή τους έχει να κάνει όχι με το αν συμφωνούμε με τις θέσεις που υιοθετούν, αλλά με το αν τα κρίνουμε ενδιαφέροντα για τους αναγνώστες μας.