Ουκρανία: Η Ευρώπη, η Ελλάδα και η Αριστερά

Τη στιγμή που υφίσταται μια ορατή απειλή ακόμα και πυρηνικού πολέμου, δεν έχουμε δει ούτε μία διαδήλωση της προκοπής και μοιάζουμε, να έχουμε αποβλακωθεί πολιτικά.

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
27 Ιανουαρίου 2022

Αναφερθήκαμε στο προηγούμενο άρθρο μας στο γεγονός ότι και τα ευρωπαϊκά κράτη και τα λαϊκά κινήματα κάθε είδους έχουν αντιδράσει ελάχιστα στο κορυφαίο για το μέλλον και την ίδια την επιβίωση της Ευρώπης γεγονός, που είναι η κλιμάκωση της σύγκρουσης για την Ουκρανία.

Τη στιγμή που υφίσταται μια ορατή απειλή ακόμα και πυρηνικού πολέμου, δεν έχουμε δει ούτε μία διαδήλωση της προκοπής και μοιάζουμε, αν κρίνουμε και από αυτά που ακούμε και βλέπουμε σχετικά με τον κορονοϊό, να έχουμε αποβλακωθεί πολιτικά. Ίσως, με εξαίρεση την περίοδο μεταξύ της ήττας του Ναπολέοντα και της Ιουλιανής Επανάστασης του 1830, ποτέ η νεώτερη Ευρώπη να μη βρέθηκε σε κατάσταση παρόμοιας παρακμής, απάθειας και παραίτησης από τη φιλοδοξία να διευθύνει η ίδια τις τύχες της όσο σήμερα. Ο Θεός να βάλει το χέρι του…

Αυτό είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό, γιατί η αμερικανική και νατοϊκή επίθεση στην Ουκρανία έχει μεν ως πρωτεύουσα επιδίωξη να πλήξει τη Ρωσία και κάθε σχέδιο ανασύστασης της Σοβιετικής Ένωσης, έχει όμως ως δεύτερη, εξόχως σημαντική επιδίωξη, να πλήξει τις σχέσεις Ευρώπης και Ρωσίας άμεσα και έτσι την ευρωπαϊκή ανεξαρτησία έμμεσα, διατηρώντας το καθεστώς των ευρωπαϊκών κρατών ως προτεκτοράτων των ΗΠΑ, όπως ήταν κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου (πλην της Γαλλίας) και, πίσω από τις ΗΠΑ, του παγκόσμιου Χρηματιστικού Κεφαλαίου. Οι πρώτες μεταψυχροπολεμικές επεξεργασίες των Αμερικανών νεοσυντηρητικών όπως οι εκθέσεις Βούλφοβιτς και Τζερεμάια θέτουν εξάλλου ως κύρια επιδίωξη των ΗΠΑ να μην υπάρξει σύγκλιση των δύο από τις τρεις δυνάμεις που ακολουθούν σε ισχύ, όπως η Ευρώπη, η Ρωσία και η Κίνα, ώστε να μην αμφισβητηθεί η παγκόσμια κυριαρχία της Ουάσιγκτον κατά τον 21ο αιώνα.

Οι Αμερικανοί έχουν ζωτικό συμφέρον να θέσουν σε τροχιά σύγκρουσης Ευρώπη και Ρωσία. Η Ευρώπη έχει αντίθετα ζωτικό συμφέρον να διατηρεί καλές σχέσεις με τη Ρωσία, όπως υπήρξε η επιδίωξη του Ντε Γκολ («Ευρώπη από τον Ατλαντικό μέχρι τα Ουράλια»), του Βίλι Μπραντ (Ostpolitik), του Ανδρέα Παπανδρέου, του Μακάριου, του Ζακ Σιράκ και του Γκέρχαρντ Σρέντερ (που είπαν «όχι» στην αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003 και δοκίμασαν να φτιάξουν πραγματικά ανεξάρτητη ευρωπαϊκή άμυνα), του Ντομινίκ ντε Βιλπέν (που πρότεινε άξονα Παρισιού-Βερολίνου-Μόσχας-Πεκίνου) και άλλων.

Η κατάσταση αυτή δείχνει και τις προόδους που έχει κάνει ο Ολοκληρωτισμός στις κοινωνίες μας. Τα τελευταία είκοσι χρόνια τουλάχιστον, στην Ευρώπη έχει επικρατήσει ένας πρωτοφανής νεομακαρθισμός, όπου όποιος επικρίνει την αμερικανική πολιτική απέναντι στη Ρωσία ή την υποταγή των ευρωπαϊκών κρατών στο Ισραήλ κατηγορείται αμέσως από τη Διεθνή των Χαφιέδων ως «φιλορώσος» ή/και αντισημίτης, εξοστρακίζεται από τον δημόσιο διάλογο, απομονώνεται και πρέπει να προσπαθεί να πείσει ότι δεν είναι ελέφαντας το υπόλοιπο του βίου του. Αυτό συνέβη ακόμα και με διεθνείς προσωπικότητες, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Τζέρεμι Κόρμπιν, ο Ζαν-Λικ Μελανσόν, ο Κεν Λόουτς, ο Αλέξης Τσίπρας (προ του Ιουλίου 2015) κτλ. Στις συνθήκες αυτές, τα ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τα σοβιετικά. Η μόνη διαφορά: τα τελευταία ήταν πιο ειλικρινή, δεν προσπαθούσαν τόσο πολύ να αποκρύψουν την πραγματική λειτουργία τους.

Η ευρωπαϊκή και ελληνική Αριστερά

Το 2011 φαινόταν να υπάρχει ακόμα μια αριστερά στην Ευρώπη (και στην Ελλάδα). Καλούσαμε τότε (μαζί και ο κ. Τσίπρας), σε αγώνα για μια «ανεξάρτητη Ευρώπη, πρωταγωνίστρια στον αγώνα για έναν πολυπολικό, δημοκρατικό, οικολογικό, κοινωνικό πλανήτη». Από τους υπογράψαντες τότε αυτή την έκκληση βλέπουμε τώρα, προς τιμήν τους, τον Ζαν – Λικ Μελανσόν, τον Πάμπλο Ιγκλέσιας και την ισπανική Αριστερά να την θυμούνται και να τάσσονται εναντίον της εμπλοκής της Ευρώπης στον πόλεμο των Αμερικανών κατά της Ρωσίας, αλλά και να προχωράνε παραπέρα ζητώντας την αποχώρηση των χωρών τους από το ΝΑΤΟ. Απουσιάζουν όμως μεγαλοπρεπώς και η ελληνική και η γερμανική «ριζοσπαστική» υποτίθεται «Αριστερά» που πρωταγωνίστησαν στην έκκληση του 2012.

Ο Τσίπρας, που ήταν μάλιστα ο υποψήφιος της ομάδας της Ευρωπαϊκής Αριστεράς στις ευρωεκλογές του 2014 και ο ΣΥΡΙΖΑ, που υποστηρίζει ότι είναι το μεγαλύτερο αριστερό κόμμα στην Ευρώπη δεν έχουν πάρει καμία θέση στο μεγαλύτερο, το πιο φλέγον ζήτημα της ηπείρου, αλλά και ένα θέμα τεράστιας σημασίας για την Ελλάδα: το θέμα των σχέσεων με τη Ρωσία και της ειρήνης ή του πολέμου στην Ευρώπη. Δυστυχώς μάλιστα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ δεν προστάτευσε τις ελληνορωσικές σχέσεις (βλ. την υπόθεση της απέλασης των Ρώσων διπλωματών το 2018), ευθυγραμμίστηκε απολύτως στην εξωτερική πολιτική της με την πολιτική των ΗΠΑ και του Ισραήλ και άρχισε τις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στο να γεμίσει όλη η χώρα και όλες οι στρατιωτικές μονάδες της Αμερικανούς στρατιωτικούς, γεγονός που δεν βοήθησε, όπως ίσως υπολόγιζε, την επανεκλογή της, αλλά είχε μάλλον το αντίθετο αποτέλεσμα.

Εν πάση περιπτώσει ποτέ δεν είναι αργά. Ας πάρει έστω και τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ μια πρωτοβουλία εναντίον της κλιμάκωσης του πολέμου της Δύσης στην Ουκρανία, με τον κ. Τσίπρα και με τους ευρωβουλευτές του στις Βρυξέλλες. Γιατί δεν κινητοποιούνται, γιατί δεν κινητοποιούν και την υπόλοιπη ομάδα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς; Ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε μεγάλο κόμμα υποσχόμενος στους Έλληνες να αγωνισθεί κατά των Μνημονίων και των Δανειακών. Πώς θα διεκδικήσει ξανά την εξουσία; Με μόνο επιχείρημα ότι δεν είναι τόσο κακός όσο ο Μητσοτάκης; Έχει καμία ιδέα, κάτι να προτείνει για την Ελλάδα και την Ευρώπη;

Σοβαρά ερωτήματα δημιουργεί και η τοποθέτηση του ΜΕΡΑ25 που επιχειρεί να κρατήσει ίσες αποστάσεις μεταξύ της επιτιθέμενης Δύσης και της αμυνόμενης Ρωσίας, στη συγκεκριμένη περίπτωση, κάνοντας λόγο για «ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς» και εξισώνοντας πρακτικά το καθεστώς του Κιέβου και τις εξεγερμένες για τη σωτηρία τους λαϊκές και εργατικές μάζες του Ντονιέτσκ και του Λουγκάνσκ. Η Ρωσία (που σημειωτέον είχε το 2014 την ευχέρεια να καταλάβει τη μισή Ουκρανία εντός μιας εβδομάδας αν το επιθυμούσε) όχι μόνο δεν άσκησε ιμπεριαλιστική πολιτική στην Ουκρανία αλλά άφησε στα κρύα του λουτρού τους ρωσικούς πληθυσμούς κατά την διάλυση της ΕΣΣΔ το 1991, αν δεν παρεμπόδισε κιόλας το 2014 με παρέμβασή της την προέλαση των Ρώσων ανταρτών του Ντονμπάς προς τη Μαριούπολη. Η Μόσχα δεν αναγνώρισε ποτέ τις αυτοανακηρυχθείσες «επαναστατικώ δικαίω» από τα εργατικά και αγροτικά τους στρώματα Δημοκρατίες του Ντονμπάς και του Λουγκάνσκ και περιόρισε τις αντιδράσεις της στο αμερικανικό πραξικόπημα στο Κίεβο του 2014 μόνο στην ένωση με την Κριμαία, κατόπιν δημοψηφίσματος στην χερσόνησο. Εμείς δεν έχουμε την παραμικρή αντίρρηση να καταδικάσουμε όχι μία, εκατόν μία φορές τον ρωσικό ιμπεριαλισμό, αλλά πρέπει κάποιος να μας αποδείξει την ύπαρξή του προηγουμένως, τουλάχιστο στη συγκεκριμένη περίπτωση. Τέτοιες τοποθετήσεις τη στιγμή που απειλείται πρωτοφανής πολύ μεγάλος πόλεμος στο κέντρο της Ευρώπης δημιουργούν, αν μη τι άλλο, σοβαρή σύγχυση.

Δεν είδαμε επίσης το ΜΕΡΑ25, αν και επέκρινε βέβαια την παραχώρηση τόσων βάσεων στις ΗΠΑ, να απαιτεί τη μη χρήση τους βάσεων και το ξήλωμά τους.

Από την άλλη, μολονότι πολύ σαφέστερο στις τοποθετήσεις του, το ΚΚΕ, που ορθώς ζητά και την απομάκρυνση των αμερικανικών βάσεων από τη χώρα, επίσης διακρίνεται από τη θεωρία των «ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων», η οποία στην πραγματικότητα έχουμε τη γνώμη ότι μάλλον συσκοτίζει παρά διαφωτίζει τα πράγματα για τους ίδιους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω. Σε τι συνίσταται συγκεκριμένα και που και πως εκδηλώνεται ο ρωσικός ιμπεριαλισμός στην Ουκρανία; Θα περιμέναμε εξάλλου πολύ περισσότερη ένταση στις ανακοινώσεις, με δεδομένο ότι μιλάμε για την πιθανότητα πυρηνικού πολέμου. Αν δεν βάλει κάποιος τώρα τις φωνές με όλη τη δύναμη που διαθέτει πότε θα τις βάλει;

Αλέξης Τσίπρας και Ανδρέας Παπανδρέου

Ακούμε αίφνης ότι ο Τσίπρας και οι Συριζαίοι θαυμάζουν τον Ανδρέα Παπανδρέου. Αν είναι αλήθεια και αν καταλαβαίνουν τι ήταν ο Ανδρέας, ας τον μιμηθούν. Ο Ανδρέας είχε πάρει την πολύ σπουδαία Πρωτοβουλία των Έξι, κατά της πιθανότητας πυρηνικού πολέμου, με πολύ μεγάλη παγκόσμια απήχηση, στη δεκαετία του 1980. Το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα είχε και μια τεράστια διεθνή παρουσία και σημαντικότατες αναλύσεις για τη διεθνή κατάσταση. Με την ευκαιρία αυτή: τι κάνει, τι λέει και ο κ. Ανδρουλάκης, που διεκδικεί το όνομα του κόμματος που ίδρυσε ο Παπανδρέου, για να μας αποδείξει ότι αξίζει κάτι τέτοιο;

Σημειωτέον ότι μια τέτοια ισχυρή διεθνής παρουσία δεν είναι μόνο παραταξιακό θέμα. Αντανακλά στο γόητρο, την παγκόσμια ισχύ και την ακτινοβολία των κρατών οι πολιτικοί των οποίων έχουν τέτοια παρουσία. Αυτό έγινε στο παρελθόν με τη μικρούλα Κύπρο που δεν θα εξασφάλιζε ποτέ τα ψηφίσματα οιυ έβγαλε ο ΟΗΕ και το 1964 και το 1974, αν δεν υπήρχε η τεράστια, παγκόσμια ακτινοβολία του Μακαρίου και του όλου εθνικοαπελευθερωτικού, αντιαποικιακού της κινήματος. Το ίδιο έγινε και με την Ελλάδα του Ανδρέα Παπανδρέου, που είχε μια τεράστια ακτινοβολία και στον ανατολικό και στον αραβικό και στον τριτοκοσμικό (τη μεγάλη πλειοψηφία της ανθρωπότητας) χώρο, τόσο ώστε να φανεί ικανή να μεσολαβεί μεταξύ Μιτεράν και Καντάφι. Δεν προκόβουν οι χώρες χωρίς άλλη φιλοδοξία παρεκτός να γίνουν ο κολαούζος του εκάστοτε «νταβατζή» (όπως θα έλεγε και ο Κώστας Καραμανλής).

Και είναι σημαντικό να αναλάβει η ελληνική κυβέρνηση ή η ελληνική αντιπολίτευση κάποια πρωτοβουλία τέλος πάντων, γιατί έτσι που τα καταφέραμε και έχοντας παραδώσει κατά τρόπο τόσο εξευτελιστικό όλη την ελληνική επικράτεια, τις ένοπλες δυνάμεις, τις υπηρεσίες μας και την πολιτική μας στους Αμερικανούς, κινδυνεύουμε να εξαϋλωθούμε κυριολεκτικά, αν γίνει πόλεμος στην Ουκρανία (βλ. Τι θα συμβεί στην Αθήνα αν πληγεί η Αλεξανδρούπολη), αλλά και να βρούμε τη Ρωσία απέναντι, όταν τη χρειαστούμε. Υπάρχει χώρος για μεγάλο παιχνίδι εδώ, πολύ φοβόμαστε όμως ότι δεν διαθέτουμε τα πρόσωπα, τις δυνάμεις και τις ιδέες να το κάνουν. Δείτε π.χ. τον πρόεδρο της Κροατίας που διαφοροποιήθηκε προχτές και δήλωσε ότι αν το ΝΑΤΟ προχωρήσει σε σύγκρουση με τη Ρωσία στην Ουκρανία, θα διατάξει τα κροατικά στρατεύματα που συμμετέχουν σε συμμαχικούς σχηματισμούς να επιστρέψουν στη χώρα του.

Είναι εντελώς επείγουσα ανάγκη για μια νέα «Διάσκεψη του Τσίμερβαλντ» που θα ενώσει χωρίς κανέναν αποκλεισμό όλες τις δυνάμεις που είναι αντίθετες στον πόλεμο. Θα συζητήσουμε αυτό το ζήτημα, όπως και τη στάση της γερμανικής Αριστεράς, των Πρασίνων και της γαλλικής και γερμανικής κυβέρνησης στο επόμενο άρθρο μας.

Πηγή: kosmodromio.gr