Ασημάκης Πανσέληνος, Ο λογοτέχνης και νομικός

Ο Ασημάκης Πανσέληνος ως νομικός υπήρξε τότε δικηγόρος της «Εργατικής Βοήθειας», μιας δομής του χώρου του ΚΚΕ, που υποστήριζε τα θύματα του «ιδιώνυμου» και γενικά τους πολιτικά διωκόμενους για τη συμμετοχή τους στο οργανωμένο εργατικό κίνημα.

Tου Βαγγέλη Σακκάτου*
8 Ιανουαρίου 2021
Φωτ.:Ο Ασημάκης Πανσέληνος (δεξιά)
με το φίλο του Αλέκο Α. στη Μυτιλήνη, σε ηλικία 26 ετών

Δείγματα από το ποιητικό-σατιρικό έργο του από τη συλλογή «Μέρες Οργής»

Το πορτρέτο του εκλεκτού πεζογράφου Αλέξη Πανσέληνου στο «Ανοιχτό Βιβλίο» της «Εφημερίδας των Συντακτών» στο φύλλο της 20-21 Νοεμβρίου 2021 (σελ. 34) μου ξαναθύμισε τους γονείς του, τους αείμνηστους Ασημάκη και Εφη Πλιάτσικα-Πανσέληνου, με τους οποίους είχα πολύ φιλικές σχέσεις.

Τον πατέρα του Αλέξη, Ασημάκη Πανσέληνο, τον γνώριζα από το ΣΚΕΛΔ (Σοσιαλιστικό Κόμμα – Ενωση Λαϊκής Δημοκρατίας), που από τη Νεολαία του άρχισα την πολιτική και από την εφημερίδα του, τη «Μάχη», τη δημοσιογραφική μου δραστηριότητα.

Ο Ασημάκης Πανσέληνος, όπως και η γυναίκα του, εκτός από λογοτέχνες ήταν και οι δυο τους δικηγόροι.

Το γραφείο τους ήταν στην οδό Γενναδίου, δεν θυμάμαι τον αριθμό, μεταξύ Ακαδημίας και Φειδίου, όπως μπαίναμε από Φειδίου δεξιά, και τα γραφεία τους, τα έπιπλα, ήταν στον ίδιο χώρο αντικριστά – το ένα απέναντι στο άλλο.

Ο Ασημάκης είχε εκλεγεί βουλευτής Λέσβου μαζί με τον Λευκία τον Μάρτη του 1950, μετά τον Εμφύλιο, όταν η Αριστερά, όπως τότε εμφανίστηκε ως «Δημοκρατική Παράταξη» και ήταν συνασπισμός των κομμάτων ΣΚΕΛΔ (Σβώλος – Τσιριμώκος), Ενωση Δημοκρατικών Αριστερών (Ιωάννης Σοφιανόπουλος) και Κόμμα Αριστερών Φιλελευθέρων (Νεόκοσμος Γρηγοριάδης), έβαλε υποψηφιότητα σε ορισμένες μόνο περιφέρειες και εξέλεξε 18 βουλευτές, με βασικό σύνθημα «Ειρήνη – Δημοκρατία – Αμνηστία», εκ των οποίων 8 ανήκαν στο ΣΚΕΛΔ, όπου και οι Πανσέληνος και Λευκίας, 5 στην ΕνΔΑ του Σοφιανόπουλου και 5 στο ΚΑΦ του Γρηγοριάδη.

Στις 23 Αυγούστου 1955 μου χάρισε την ποιητική συλλογή του «Μέρες Οργής», που είχε εκδοθεί από την εκδοτική εταιρεία «Ο Γλάρος» τον Μάη του 1945.

Αυτή η συλλογή, αν και ολιγοσέλιδη (37 σελίδες), χωρίζεται συνολικά σε τρία μέρη. Το πρώτο αποτελείται από 4 ποιήματα, ένα μεγάλο σε 5 σελίδες, άτιτλο, αναφέρεται στον Δεκέμβρη του 1944, στη σύγκρουση του ΕΛΑΣ με τους Αγγλους και στον στρατάρχη κύριο Λεγκ, ειδικό για να απελευθερώνει μικρές χώρες, «που έβρεξε με άσπρα βόλια την Αθήνα».

Το δεύτερο έχει τίτλο «Επιτάφιος», το τρίτο «Ηλέκτρα», αφιερωμένο στην ηρωίδα Ηλέκτρα Αποστόλου, που την εξόντωσε με βασανιστήρια η Γκεστάπο, και το τέταρτο «Χασάνι», εκεί που οι Αγγλοι είχαν δημιουργήσει προσωρινό στρατόπεδο κράτησης περιφραγμένο με συρματοπλέγματα, γι’ αυτούς που στέλνανε για μονιμότερη εγκατάσταση-«εξοχή» στα στρατόπεδα της Ελ Ντάμπα στην Αφρική, αρπαγμένους μέσα από τους δρόμους της Αθήνας στον σωρό.

Ακολουθούνε οι «Σάτιρες», δέκα σελίδες με επτά ποιήματα, τα εξής: «Αγία Οικογένεια», «Ο ύμνος στον Παρθενώνα», «Το Τριμελές Πλημμελειοδικείον», «Οι εθνικοί ευεργέται», «Το χριστιανικό τραγούδι», «Η σκάλα» και «Η εξομολόγηση».

Τέλος, ακολουθούνε «Τέσσερα άλλα τραγούδια», «Το καφενείο Γρηγορίου Μπαγιώρη», «Η ζωή», «Το Στάλινγκραντ», «Σ’ ένα παιδάκι».

Το «Στάλινγκραντ», ο ποιητής αναφέρει σε υποσημείωση, «γράφτηκε για τον Τύπο της Αντίστασης και πρωτοδημοσιεύτηκε σ’ αυτόν».

Σήμερα εδώ θα σταθώ στις «Σάτιρες» και κυρίως στο «Τριμελές Πλημμελειοδικείον», γιατί δεν είναι ένα απλό ποίημα αλλά ένα ποίημα σημαδιακό και αφορά μια ολόκληρη εποχή, που αρχίζει το 1929 με το «περίφημο» ιδιώνυμο του «δημοκράτη» Βενιζέλου. Αυτός ο ειδικός νόμος επέτρεπε κάθε ιδεολογία εκτός της κομμουνιστικής.

Συλλαμβάνανε λοιπόν τους απεργούς εργάτες «κατοσταριές κατοσταριές», όπως έλεγε παλιός νομικός και αγωνιστής της Αριστεράς, που απεργούσανε για τις διεκδικήσεις τους και για τα προβλήματά τους και τους καταδικάζανε τα Τριμελή Πλημμελειοδικεία για παράβαση του «ιδιώνυμου». Το «αδίκημα» ήταν πλημμέλημα και η ταρίφα της ποινής ήταν κομμένη και γνωστή: «δύο χρόνια φυλακή και δύο εξορία».

Κλείνανε λοιπόν τα ενεργά πολιτικά και συνδικαλιστικά στοιχεία της εργατικής τάξης τέσσερα χρόνια μέσα και με τη φυματίωση που θέριζε τότε και την πείνα στις φυλακές και στις εξορίες, οι πιο πολλοί δεν ξαναγυρίζανε πίσω. Ετσι αποκεφαλιζότανε ουσιαστικά το εργατικό κίνημα από τα καλύτερα στελέχη της πρωτοπορίας του και της οργανωτικής του υπόστασης.

Ο Ασημάκης Πανσέληνος ως νομικός υπήρξε τότε δικηγόρος της «Εργατικής Βοήθειας», μιας δομής του χώρου του ΚΚΕ, που υποστήριζε τα θύματα του «ιδιώνυμου» και γενικά τους πολιτικά διωκόμενους για τη συμμετοχή τους στο οργανωμένο εργατικό κίνημα.

Ενας από τους δικηγόρους μου στη δίκη μου με την Ιερά Σύνοδο το 1960 για την έκδοση του έργου του Λουνατσάρσκι περί θρησκειών, ο αείμνηστος Βαγγέλης Κωνσταντογιάννης, μου έλεγε πως τη δεκαετία του 1930 είχε κάμει χίλιες δίκες κατά του «ιδιώνυμου». Το ποίημα αυτό του Πανσέληνου είναι καρπός της θητείας του στα δικαστήρια κατά του «ιδιώνυμου» και αποτυπώνει θαυμάσια το κλίμα εκείνης της εποχής.

Τριμελές Πλημμελειοδικείον

Πάνω στην ξύλινη έδρα καθισμένοι,
μια γνώμη, μια καρδιά ευχαριστημένη, –
τρεις ομοιόμορφοι, ήσυχοι ανθρωπάκοι
κι ο εισαγγελέας, με Φαίρμπανξ μουστακάκι!

Ενας εργάτης κάθεται στον μπάγκο,
από ένα σπάγγο, κρέμεται ο Χριστός
κι απ’ το Χριστό κρεμιέται, δίχως σπάγγο,
το Καθεστώς!

«Εσύ είσουν αρχηγός στην απεργία;»
«Αυτό για μένα θα είτανε τιμή».
«Και τι σας φταίει το Κράτος κι η Θρησκεία;»
«Βοηθούν όσους μας κλέβουν το ψωμί»!

Ο πρόεδρος είναι μάνα στη δουλειά του
κι είναι αυστηρός στα ήθη και στους τρόπους,
κοιτάει το νόμο μέσα απ’ τα γυαλιά του
και μέσα από το νόμο τους ανθρώπους.

«Δυο χρόνια φυλακή και δυο εξορία»!
Και τον ακούει ο εργάτης καθιστός,
κλαίει μια γριούλα με ήμερη πικρία,
μειδιά κάτου απ’ τη σκόνη του ο Χριστός.

Πάνω στην ξύλινη έδρα καθισμένοι,
μια γνώμη, μια καρδιά ευχαριστημένη,
δικάζουνε τον κλέφτη, τον αλήτη
κι απέ παίρνουν το τραμ και πάνε σπίτι.

Τρων και μιλάν για το Αδικο με πάθος,
διδάσκουν τα παιδιά τους ηθική,
βέβαιοι αυτοί πως είναι κατά βάθος
πιο τίμιοι απ’ όσους κλειούν στη φυλακή.

Ο αείμνηστος Παντελής Πουλιόπουλος, γ.γ. του ΚΚΕ το 1924-1927 και εκτελεσμένος από τους Ιταλούς φασίστες με τους 104 στις 3/6/1943 στο Νεζερό της Λάρισας, και που στο πορτρέτο του Αλέξη Πανσέληνου στην «Εφημερίδα των Συντακτών» αναφέρεται πως είχε δασκάλα τη χήρα του, δημοσίευσε στη Νομική Επιθεώρηση «Δικαιοσύνη» (τεύχος 17-18, Αθήνα 1-15 Δεκεμβρίου 1930, σελίδες 429-430), της οποίας το Δ.Σ. αποτελούσαν οκτώ δικηγόροι και τέσσερις καθηγητές Πανεπιστημίου, οι Σβώλος, Τριανταφυλλόπουλος, Μαριδάκης και Μπαλής, περισπούδαστη πραγματεία με τον τίτλο «Θεμελιώδεις Παρατηρήσεις επί του Νόμου 4229 Περί Μέτρων Ασφαλείας του Κοινωνικού Καθεστώτος», την οποία κι εγώ δημοσιεύω στο βιβλίο μου «Παντελής Πουλιόπουλος. Ο θεμελιωτής του Μαρξισμού στην Ελλάδα.

Τα τετράδια της Ακροναυπλίας» (εκδόσεις Δρόμων, Αθήνα 2010, σελίδες 220-226). Ακολουθεί εκεί και το «Τριμελές Πλημμελειοδικείον» του Πανσέληνου, σελίδες 227-228.

Εκεί λοιπόν στο περιοδικό «Δικαιοσύνη», η διεύθυνσή του συνοδεύει τη δημοσίευση της πραγματείας του Πουλιόπουλου με την εξής υποσημείωση-σχόλιο:

«Δημοσιεύοντας την ανωτέρω μελέτη το πράττομεν και χάριν βεβαίως της συνταγματικής ελευθερίας εκφράσεως των στοχασμών οιουδήποτε πολίτου, ην επικαλείται και ο γράφων, αλλά και διά το ενδιαφέρον από θεωρητικής απόψεως του θέματος και τον επιτυχή και επιστημονικόν χειρισμόν του υπό του συγγραφέως.

Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι δεν διατηρούμε ακεραίας τας επιφυλάξεις μας επί των γνωμών του συγγραφέως, όσον αφορά το ανεφάρμοστον και αντισυνταγματικόν του νόμου και ότι πρέπει να αφεθεί ελευθέρα η προώθησις προς εφαρμογήν έστω και εν ακαθορίστω μέλλοντι και εις τον τόπον μας των ιδεών ας ο γράφων θεωρεί ορθάς διά τα κοινά συμφέροντα»..

Η παραπάνω θέση της διεύθυνσης της «Δικαιοσύνης» των διαπρεπών νομομαθών και συνταγματολόγων «διατηρεί ακεραίας τας επιφυλάξεις της… όσον αφορά το ανεφάρμοστον και αντισυνταγματικόν του νόμου και ότι πρέπει να αφεθεί ελευθέρα η προώθησις προς εφαρμογήν έστω και εν ακαθορίστω μέλλοντι και εις τον τόπον μας των ιδεών ας ο γράφων θεωρεί ορθάς διά τα κοινά συμφέροντα».

Με άλλα λόγια, ο Νόμος 4229 (το «ιδιώνυμο») δεν είναι αντισυνταγματικός και οι ιδέες του γράφοντος δεν θα πρέπει να αφεθούν ελεύθερες! Και αυτά από τα τότε σημαντικότερα ονόματα του επιστημονικού νομικού κόσμου της χώρας μας.

Αλλά σε λίγο με αυτόν τον νόμο κάποιοι από τους προαναφερόμενους, ανάμεσά τους ο Αλέξανδρος Σβώλος, ήταν δέσμιοι στα ξερονήσια της δικτατορίας του Μεταξά. Ο Μεταξάς δεν έκαμε τότε πολλούς δικούς του καινούργιους νόμους για να επιβάλει και να εδραιώσει τη δικτατορία του.

Πέρασε κάποιους αναγκαστικούς νόμους ακόμα αλλά βασικά του αρκούσε το νομικό οπλοστάσιο του Βενιζέλου. Ειδικά αυτός ο νόμος, που ήταν πλημμέλημα, με τα Πλημμελειοδικεία και τις Επιτροπές Ασφαλείας αρκούσε για να αντιμετωπίζει, να αποκεφαλίζει και να διαλύει το εργατικό κίνημα και να αλυσοδέσει τη χώρα.

Αργότερα στον Εμφύλιο ο νόμος αυτός «Περί Μέτρων Ασφαλείας του Κοινωνικού Καθεστώτος» προσθέτοντας και «την απόσπαση μέρους εκ του όλου της Επικρατείας» έγινε από πλημμέλημα κακούργημα, ο γνωστός Νόμος 509 του 1947, το νέο «ιδιώνυμο», όπως το έλεγαν οι παλιοί, που καθήμαξε όλη την Ελλάδα.

Ο συνταγματολόγος Νίκος Αλιβιζάτος έγραψε και τύπωσε διεξοδικό κείμενο-σχόλιο για την πραγματεία του Πουλιόπουλου, με τον τίτλο:

«Ενας κομμουνιστής νομικός για την πρώτη νομοθετική εμφάνιση του όρου “κρατούν κοινωνικό σύστημα”. Σχόλιο σε μια κριτική του βενιζελικού “ιδιώνυμου” από τον Παντελή Πουλιόπουλο».

Ανάτυπο από τον τόμο Αμητος στη μνήμη Φώτη Αποστολόπουλου.
Αθήνα 1984, σελίδες 394-413.

Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στον Ασημάκη Πανσέληνο και στις «Σάτιρές» του.
Παραθέτουμε εδώ δύο ακόμη. Την «Αγία Οικογένεια» και τους «Εθνικούς ευεργέτες»:

Αγία Οικογένεια

Μέσα στο σπίτι λάμπει αποσπερίτης,
η μάνα μου, – παλιά νοικοκερά,
είναι ο μπαμπάς φιλόνομος πολίτης
κι έχει παρά με φούντα και με ουρά.

Δε βγαίνει από το σπίτι πριν τις δέκα
κι έχει υποθέσεις πάντα σοβαρές
κι όταν το φέρει ο λόγος για γυναίκα,
έχει και λίγο αρχές αριστερές.

(Μα σαν ακούει τη λέξη «μπολσεβίκοι»
σηκώνουνταί του οι τρίχες από φρίκη.)

Στην αρετή του πάντα είναι ρολόι
και για το σπίτι κάνει σαν τρελός,
γιατί έτσι κάνουν οι άνθρωποι από σόι,
γιατί έτσι κάνει ο κόσμος ο καλός.

Μα κάποτε τον ζώνουν κι οι διαβόλοι
κι η μάνα μου, – να φύγει η γρουσουζιά,
παίρνει από του μπαμπά το πορτοφόλι
κι ανάβει ένα κερί στην Παναγιά:

«Συ πούσαι απ’ τους αγίους όλους πρώτη,
στον ίσιο δρόμο φέρ’ τον Παναγιώτη».
Την Κεριακή σα βγούμε πια σεργιάνι,
μπράτσο ο μπαμπάς τη μάνα μου κρατά,
δίνει δεκάρες κι εύχουνται οι ζητιάνοι
κι ο κόσμος ο καλός μάς χαιρετά.

Εθνικοί ευεργέται

Του Εθνους μας «αείμνηστοι ευεργέται»
ο Γεώργιος Αβέρωφ κι ο Συγγρός,
(όρα και λεξικό Ελευθερουδάκη
να ιδείς κι οι δυο πώς πήρανε τα εμπρός.)

Πνεύματα ζωτικά κι εξυψωμένα
και προ παντός στο χρήμα φειδωλοί,
πλουτίσαν για της φτώχειας το χατίρι
κι ωφέλησαν τον τόπο μας πολύ.

Γι’ αυτό, σαν που απαιτεί δα κι η επιστήμη,
χτίσαν στεριές κι ευάερες φυλακές, –
το πνεύμα και το χρήμα είναι υπερούσιες
δυνάμεις υψηλές κι ευγενικές.

Τώρα πια ο δικαστής με δίχως τύψη,
κοιτάει του Ιησού την όψη την αιώνια,
το γράμμα και το πνεύμα του ιδιώνυμου
και σε σφαλνά εκεί μέσα λίγα χρόνια.

Τώρα οι πατέρες βγάζουν, για παράδειγμα,
τα τέκνα τους σεργιάνι κατά κει
κι εύχουνται να γενούν χρηστοί πολίτες,
να χτίσουνε κι αυτά μια φυλακή.

Και ένα ακόμα, εκτός συλλογής, που δεν θυμάμαι πού το διάβασα:

Ο νοικοκύρης

Περίφημη η ζωή του νοικοκύρη
δεν κάνει τούμπες, δεν έχει φτερά,
και κάποτε σκυμμένος στο ποτήρι
στο σκύψιμο γυρεύει τη χαρά.

Μοχτάει σκληρά και δε σηκώνει μύτη
κι οικονομάει το χρήμα του σοφά,
στα εξήντα του αγοράζει κάποιο σπίτι
και μπαίνει μες στο σπίτι και ψοφά.

Αυτά για σήμερα.
Τα υπόλοιπα ποιήματα από τις «Σάτιρες» σε άλλη δημοσίευση.

*Συγγραφέας – δημοσιογράφος

Τα άρθρα που δημοσιεύουμε δεν απηχούν αναγκαστικά τις απόψεις μας και δεν δεσμεύουν παρά τους συγγραφείς τους. Η δημοσίευσή τους έχει να κάνει όχι με το αν συμφωνούμε με τις θέσεις που υιοθετούν, αλλά με το αν τα κρίνουμε ενδιαφέροντα για τους αναγνώστες μας.