Ο στόχος εισπράξεων των 50 δισ. ευρώ αποδείχθηκε πως ήταν ένα αυθαίρετο ποσό και αποσκοπούσε περισσότερο στην άσκηση πίεσης προς την ελληνική κυβέρνηση για να επισπεύσει την ιδιωτικοποίηση κρίσιμων δημόσιων εταιρειών και υποδομών, παρά στην ελάφρυνση του δημόσιου χρέους.
Απόστολος Λυκεσάς, Γιώργος Τοζίδης
4 Ιουλίου 2021
Την 1η Ιουλίου 2021 συμπληρώθηκαν δέκα χρόνια λειτουργίας τού πλέον μνημονιακού από τους θεσμούς που δημιουργήθηκαν μετά την πτώχευση της χώρας το 2010 και την υπογραφή των μνημονίων. Δεν είναι επέτειος για να γιορτάζουμε, μπορούμε όμως να συνεισφέρουμε στον απολογισμό, τον παραγόμενο προβληματισμό και άρα στην πολιτική αυτογνωσία. Τι άμεσες εισπράξεις μάς έταξαν με τη δημιουργία του Ταμείου;
Ποια ήταν τα οφέλη για τη χώρα; Πόσο μας κοστίζουν σε δημόσιο χρήμα οι «ειδικοί» του ΤΑΙΠΕΔ; Τα ασημικά της χώρας πωλήθηκαν ως τέτοια ή ως μπακίρια; Τι θα γίνει με τα απούλητα ακόμη τιμαλφή; Και γιατί, αντί να καταργηθεί, η κυβέρνηση Μητσοτάκη τού εκχωρεί επιπλέον αρμοδιότητες που σχετίζονται με τα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης; Α
ξίζει άραγε σήμερα –αν άξιζε ποτέ– να υπάρχει ακόμη το Ταμείο που κύριο όπλο στη φαρέτρα του από την πρώτη κιόλας μέρα ύπαρξής του έχει την αδιαφάνεια;
Το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ) συστάθηκε την 1.7.2011 με τον ν. 3986/2011, με μετοχικό κεφάλαιο τριάντα εκατομμύρια ευρώ και μοναδικό μέτοχο το υπουργείο Οικονομικών (βάσει του άρθρου 188 του ν. 4389/2016, το σύνολο των μετοχών του ΤΑΙΠΕΔ μεταβιβάστηκε αυτοδικαίως και χωρίς αντάλλαγμα στην εταιρεία «Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε.»). Η αρχική διάρκεια ορίστηκε μέχρι την 30.6.2017, η οποία έχει παραταθεί, σήμερα, μέχρι την 1.7.2022.
Για να «τιμήσει» τη δεκαετή «προσφορά» του ΤΑΙΠΕΔ στο ξένο, κυρίως, ιδιωτικό κεφάλαιο, η κυβέρνηση Μητσοτάκη διεύρυνε τις αρμοδιότητές του: με την ψήφιση του ν. 4799/2021 προβλέφθηκε η δυνατότητα ανάθεσης στο ΤΑΙΠΕΔ της ωρίμανσης συμβάσεων που εντάσσονται στο Αναπτυξιακό Πρόγραμμα Συμβάσεων Στρατηγικής Σημασίας και, με τον πρόσφατο νόμο 4804/2021, διευρύνθηκε ο σκοπός του προκειμένου να συμπεριλάβει την παροχή των υπηρεσιών ωρίμανσης για την επιτάχυνση των έργων που θα ενταχθούν στο Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Πίσω από όλες αυτές τις ξύλινες λέξεις εδράζεται η επιλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που δικαιώνει την κριτική των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ότι οι πόροι του Ταμείου θα εξυπηρετήσουν, κυρίως αν όχι αποκλειστικά, τα συμφέροντα των μεγάλων ελληνικών και ξένων εταιρειών.
Η δημιουργία του ΤΑΙΠΕΔ επιβλήθηκε στην Ελλάδα –με τις αποφασιστικές λεπτομέρειες– το 2011. Η μη ρητή, μέχρι τότε, επιβολή στη χώρα της υποχρεωτικής ιδιωτικοποίησης της δημόσιας περιουσίας είχε εξοργίσει τους εκπροσώπους της εσωτερικής τρόικας που πίεζαν προς αυτή την κατεύθυνση. Είναι χαρακτηριστικό το άρθρο του Μιχ. Μασουράκη, υπεύθυνου έκδοσης του Οικονομικού Δελτίου της Alpha Bank (Σεπτ. 2010) και σήμερα εκπροσώπου της Ελλάδας στο ΔΝΤ, στο οποίο «οδύρεται» διότι «το πακέτο ενίσχυσης δεν περιέχει τίποτα σχετικά με ιδιωτικοποιήσεις ή διαχείριση της δημόσιας ακίνητης περιουσίας».
Διαβάζοντας κάποιος το άρθρο θα έβγαζε το συμπέρασμα ότι οι ιδιωτικοποιήσεις ήταν άγνωστες μέχρι τότε στην Ελλάδα. Αλλωστε κάπως έπρεπε να αυτοεπιβεβαιωθεί η γνωστή θεωρία περί «τελευταίας σοβιετικής Δημοκρατίας στην Ευρώπη», εμπνευστής της οποίας είναι ο Ι. Στουρνάρας. Κι όμως, μόλις τα δύο προηγούμενα χρόνια (2008 και 2009) η Ελλάδα είχε καταταγεί 4η και 5η αντίστοιχα μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. ως προς τα έσοδα από άμεσες και έμμεσες ιδιωτικοποιήσεις (2008: 3.093,53 εκατ. ευρώ – 2009: 1.313,78 εκατ. ευρώ).
Τα βασικά χαρακτηριστικά του Ταμείου
Τον Μάρτιο του 2011, η Ελλάδα δεσμεύτηκε σε ένα σχέδιο ιδιωτικοποιήσεων με στόχο την είσπραξη 50 δισεκατομμυρίων ευρώ κατά την πενταετία 2012-2016 για τη μείωση του λόγου χρέους προς το ΑΕΠ κατά περίπου 17 ποσοστιαίες μονάδες. Το ΙΟΒΕ («Η Ελληνική Οικονομία» τεύχος 2/12) στήριξε αυτή την πρόβλεψη εκτιμώντας ότι στην περίοδο 2012-2020 θα εισπραχθούν περίπου 45 δισ., ειδικότερα δε στην περίοδο 2012-15 19 δισ. ευρώ.
Οπως θα αποδειχθεί στην πράξη, το ποσό των 50 δισ. (ή των 45 του ΙΟΒΕ) ήταν τελείως αυθαίρετο και αποσκοπούσε περισσότερο στην άσκηση πίεσης προς την ελληνική κυβέρνηση να επισπεύσει την ιδιωτικοποίηση κρίσιμων δημόσιων εταιρειών και υποδομών παρά στην ελάφρυνση του δημόσιου χρέους. Για την υλοποίηση του ανωτέρω στόχου έπρεπε να δημιουργηθεί ένα ιδιωτικό ταμείο στο οποίο θα μεταβιβάζονταν τα δικαιώματα που συνδέονται με συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία.
Το σύνολο των προδιαγραφών –δημιουργία, λειτουργία, στόχοι του ΤΑΙΠΕΔ– τέθηκε από την τρόικα κατά τη «συμφωνία» του Μαρτίου 2011 και νομοθετήθηκε με την ψήφιση του ν. 3986/2011. Παρακάτω παρατίθενται οι βασικοί στόχοι του Ταμείου, σύμφωνα με τον ιδρυτικό του νόμο, και ένας κριτικός απολογισμός από την υλοποίησή τους.
1. «Αποκλειστικός σκοπός του Ταμείου είναι η αξιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου, καθώς και περιουσιακών στοιχείων των ΝΠΔΔ ή των δημοσίων επιχειρήσεων των οποίων το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου, άμεσα ή έμμεσα, στο Δημόσιο ή σε ΝΠΔΔ. Η μέθοδος αξιοποίησης θα πρέπει να είναι σύμφωνη με τις επικρατούσες συνθήκες της αγοράς και με εγγυήσεις πλήρους διαφάνειας, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι των εσόδων για την αποπληρωμή του δημοσίου χρέους της χώρας».
Σταδιακά, την περίοδο 2011- 2014 μεταφέρθηκαν στο ΤΑΙΠΕΔ δημόσιες επιχειρήσεις (π.χ. ΟΠΑΠ, Δημόσια Επιχείρηση Φυσικού Αερίου, Ελληνικά Ταχυδρομεία και Ελληνικά Πετρέλαια), δημόσιες υποδομές (π.χ. αυτοκινητόδρομοι, ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, ΕΥΑΘ, ΟΛΠ, ΟΛΘ, περιφερειακά λιμάνια και αεροδρόμια, ΤΡΑΙΝΟΣΕ και ΕΕΣΣΤΥ, μικρά λιμάνια και μαρίνες) και ακίνητα (π.χ. κυβερνητικά κτίρια, πρεσβείες του εξωτερικού, ξενοδοχεία, δημόσιες εκτάσεις). Από το 2011 έως και το 2020 υλοποιήθηκαν 48 έργα με την υποβολή δεσμευτικών προσφορών συνολικής αξίας σχεδόν 9,1 δισ. ευρώ και εισπράχθηκαν έσοδα από ολοκληρωμένες συναλλαγές συνολικής αξίας 7,1 δισ. ευρώ.
Οσον αφορά τις «εγγυήσεις πλήρους διαφάνειας», είναι χαρακτηριστική η άρνηση της διοίκησης του ΤΑΙΠΕΔ αλλά και των πολιτικών προϊσταμένων του να καταθέσουν στη Βουλή (!) τις μελέτες στις οποίες στηρίχθηκε το Ταμείο για την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας ή/και τις αποτιμήσεις αυτών των περιουσιακών στοιχείων.
2. «Οι μέθοδοι αξιοποίησης των περιουσιακών στοιχείων περιλαμβάνουν γενικά, αλλά όχι εξαντλητικά: α. πώληση μετοχών/εταιρειών, β. παραχωρήσεις δικαιωμάτων, γ. παραχωρήσεις δικαιωμάτων επί γης, και δ. πώληση ακινήτων/γης».
Παρά την ύπαρξη αυτών των επιλογών, το Ταμείο θα επιλέξει για την «αξιοποίηση» της δημόσιας περιουσίας αποκλειστικά την πώληση μετοχών των δημόσιων επιχειρήσεων που διαχειρίζονται υποδομές, των ακινήτων και της γης, επικαλούμενο σε όλες τις περιπτώσεις το ενδιαφέρον των «επενδυτών» όπως αυτό προκύπτει, κάθε φορά, από τις μελέτες των ποικιλώνυμων συμβούλων του.
3. «Για κάθε έργο αξιοποίησης περιουσιακού στοιχείου, το ΤΑΙΠΕΔ προσλαμβάνει ομάδα συμβούλων η οποία ενδεικτικά περιλαμβάνει: α. χρηματοοικονομικούς συμβούλους, β. νομικούς συμβούλους, γ. τεχνικούς συμβούλους, εξειδικευμένους στον αντίστοιχο επιχειρηματικό κλάδο, και δ. άλλους συμβούλους (π.χ. σύμβουλοι ανάπτυξης γης), εάν κριθεί απαραίτητο».
Ως αποτέλεσμα της παραπάνω ρύθμισης, το ΤΑΙΠΕΔ αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί έναν «παράδεισο» για τις παντός είδους (…και ποιότητας) εταιρείες συμβούλων. Από την ίδρυσή του το 2011 μέχρι την 31.12.2019 (τα σχετικά στοιχεία για τη χρήση 2020 δεν είχαν δημοσιευθεί όταν γραφόταν το κείμενο) οι συνολικές αμοιβές που κατέβαλε το ΤΑΙΠΕΔ σε αυτές τις εταιρείες ανήλθε στο ποσό των 29.317.889 ευρώ.
Η πληθώρα συμβούλων αναιρεί το βασικό επιχείρημα για τη δήθεν ικανότητα και εμπειρία των στελεχών του Ταμείου. Από την ίδρυση του ΤΑΙΠΕΔ μέχρι σήμερα, η μοναδική «εμπειρία» που έχουν να επιδείξουν τα στελέχη του είναι στη διεξαγωγή διαγωνισμών για την πρόσληψη συμβούλων (συνήθως με το σύστημα αντιγραφή-επικόλληση) και η μοναδική «ικανότητα» εξαντλείται στην αποδοχή, χωρίς αμφισβήτηση ή έλεγχο, των συμπερασμάτων αυτών των μελετών που καταγράφουν τις επιθυμίες των υποψήφιων «επενδυτών».
Σύμφωνα με το τελευταίο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα του ΤΑΙΠΕΔ (Απρίλιος 2021), για την υλοποίησή του έχουν «προσληφθεί» 12 νομικές, 11 τεχνικές και 10 χρηματοοικονομικές εταιρείες, χωρίς η καταγραφή να θεωρείται εξαντλητική…
4. «Η αξιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων του ελληνικού Δημοσίου από τον ιδιωτικό τομέα θα έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη για την ελληνική οικονομία που περιλαμβάνουν:
■ την άμεση μείωση του δημόσιου χρέους».
Το 2012, που ξεκίνησε η υλοποίηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων του ΤΑΙΠΕΔ, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας ανερχόταν σε 305 δισ. ευρώ (161,9% του ΑΕΠ). Το 2019, ύστερα από επτά χρόνια, το δημόσιο χρέος όχι μόνο δεν μειώθηκε, αλλά ανέρχεται σε 331,1 δισ. ευρώ (180,5% του ΑΕΠ), με τη χώρα να έχει απολέσει τον έλεγχο κρίσιμων υποδομών (οδικοί άξονες, λιμάνια, αεροδρόμια, ενεργειακά δίκτυα) και δημόσιων επιχειρήσεων (τράπεζες, ΟΠΑΠ). Ομως, ο ουσιαστικός στόχος επετεύχθη: η ιδιωτικοποίηση κρίσιμων υποδομών και επιχειρήσεων δυσχεραίνει την υλοποίηση εναλλακτικών προγραμμάτων στον νεοφιλελευθερισμό, ώστε να «δικαιώνεται» το δόγμα «δεν υπάρχει εναλλακτική».
■ «το άνοιγμα των αγορών και την ενίσχυση του ανταγωνισμού».
Ο τρόπος αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας από το ΤΑΙΠΕΔ έχει μετατρέψει τα δημόσια μονοπώλια στις υποδομές (λιμάνια, αεροδρόμια, δίκτυα) σε ιδιωτικά μονοπώλια, χωρίς να ενισχύεται στο ελάχιστο ο ανταγωνισμός. Αψευδής μάρτυρας, οι διαμαρτυρίες των χρηστών των αεροδρομίων και των λιμένων Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, ακόμη και των μαρινών (π.χ. μαρίνα Αλίμου) για την αύξηση των τελών που επέβαλαν οι ιδιώτες διαχειριστές τους. Εκτός εάν ως ενίσχυση του ανταγωνισμού εννοείται η αποδυνάμωση έως κατάργηση, από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, των ρυθμιστικών και εποπτικών αρχών σε τομείς όπως είναι τα λιμάνια και τα αεροδρόμια ή ο κομματικός έλεγχος της ίδιας της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
■ «την αναδιοργάνωση, εκσυγχρονισμό και αξιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων του ελληνικού Δημοσίου, που θα ενισχύσουν την οικονομική δραστηριότητα της χώρας και ιδιαίτερα της περιφέρειας, οδηγώντας στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, νέων φορολογικών εσόδων και καλύτερων υπηρεσιών προς τους πολίτες».
Νέες θέσεις σταθερής και αξιοπρεπούς εργασίας δεν έχουν δημιουργηθεί σε καμία από τις επιχειρήσεις που ιδιωτικοποιήθηκαν. Αντίθετα, στις περισσότερες από αυτές προωθήθηκαν είτε προγράμματα μετατάξεων είτε προγράμματα εθελουσίας εξόδου. Οσον αφορά την αύξηση των φορολογικών εσόδων, η κυριαρχία του ξένου ιδιωτικού και κρατικού κεφαλαίου στις ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις έχει αποτέλεσμα την εξαγωγή των κερδών, ενώ η συνεργασία τους με τις ξένες τράπεζες, την απώλεια τόκων και προμηθειών για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
■ «την προσέλκυση επενδύσεων και τη δημιουργία καινοτόμων έργων τα οποία θα συμβάλουν περαιτέρω στην ανάκαμψη, στη βιώσιμη και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, καθώς και στην αναβάθμιση κρίσιμων κλάδων, όπως οι υποδομές, οι μεταφορές, η ενέργεια και ο τουρισμός».
Σε δύο από τις σημαντικότερες ιδιωτικοποιήσεις, στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς και τον Οργανισμό Λιμένος Θεσσαλονίκης, καταγράφεται σημαντική υστέρηση στην υλοποίηση των υποχρεωτικών επενδύσεων. Οσον αφορά τα καινοτόμα έργα, μόνο τα «φρουτάκια» του ΟΠΑΠ θα μπορούσαν να διεκδικήσουν αυτόν τον τίτλο. Αλλά μάλλον δεν ήταν αυτός ο στόχος…
5. «Το Ταμείο διοικείται από Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.), το οποίο ορίζεται από το ελληνικό Κοινοβούλιο, έπειτα από πρόταση του υπουργού Οικονομικών».
Τα μέλη του Δ.Σ. πρέπει να προέρχονται από την «αγορά» και να μην κατείχαν πολιτικές θέσεις στο παρελθόν. Τα μέλη της ευρωζώνης και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διορίζουν δύο παρατηρητές που συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του Δ.Σ. Επιπλέον έχει συσταθεί επταμελές Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων (Σ.Ε.).
Τα τρία από τα επτά µέλη του Σ.Ε. υποδεικνύονται από τους δύο ανωτέρω παρατηρητές. Το Σ.Ε. είναι, θεωρητικά, γνωμοδοτικό όργανο, αλλά χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του το Δ.Σ. δεν έχει το δικαίωμα να πάρει, ουσιαστικά, καμία απόφαση. Ουδέποτε κατά τη δεκαετή λειτουργία του Ταμείου γνωστοποιήθηκε η σύνθεση του συμβουλίου παρά μόνον η αμοιβή των μελών του που ανήλθε το 2019 σε 252.000 ευρώ. Με απαίτηση της τρόικας, όλα τα παραπάνω στελέχη απολαμβάνουν ποινική ασυλία. Τρία χρόνια μετά την έξοδο από τα μνημόνια (Αύγουστος 2018), τίποτε δεν έχει αλλάξει στη δομή, στον τρόπο στελέχωσης και στη λειτουργία του ΤΑΙΠΕΔ.
6. «Το ΤΑΙΠΕΔ δεν θα είναι σε θέση να επιστρέψει στη γενική κυβέρνηση τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία μεταβιβάσθηκαν σε αυτό και εάν διαπιστωθεί από το Διοικητικό Συμβούλιο ότι ένα περιουσιακό στοιχείο δεν μπορεί να πωληθεί στην τρέχουσα μορφή του, θα πωληθεί σε τεμάχια ή θα εκκαθαριστεί».
Πρόκειται για δέσμευση που έχει συμβάλει στην αποδυνάμωση της θέσης του ελληνικού Δημοσίου και την ενίσχυση της θέσης των υποψήφιων «επενδυτών». Οταν ο «αγοραστής» γνωρίζει την υποχρέωση του «πωλητή» να πωλήσει ένα συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, έχει την ισχύ να διαμορφώσει τους όρους και τις προϋποθέσεις της συναλλαγής σύμφωνα με τα συμφέροντά του.
Με τη δημιουργία της Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας (ΕΕΣΥΠ) το 2016, δόθηκε η δυνατότητα παράκαμψης της παραπάνω δέσμευσης και, σε συνδυασμό με τα όσα προέβλεπε η συμφωνία του καλοκαιριού του 2015 (υλοποίηση μόνο του Επιχειρησιακού Προγράμματος του ΤΑΙΠΕΔ με ημερομηνία 30.7.2015), μεταφοράς όλων των υπόλοιπων περιουσιακών στοιχείων από το ΤΑΙΠΕΔ στην ΕΕΣΥΠ. Τελικά, χρήση αυτής της δυνατότητας θα γίνει μόνο για τη μεταφορά του «50%+1 μετοχή» της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ (σε υλοποίηση σχετικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας). Αντίθετα, στο Επιχειρηματικό Σχέδιο του ΤΑΙΠΕΔ της 30.7.2015 προστέθηκαν και άλλα περιουσιακά στοιχεία, όπως τα περιφερειακά λιμάνια, οι μαρίνες, οι ιαματικές πηγές και ένας μεγάλος αριθμός ακινήτων.
7. «Το Ταμείο είναι σε θέση να αντλήσει πόρους από την αγορά, αλλά δεν μπορεί να τους χρησιμοποιήσει για οποιοδήποτε από τα περιουσιακά του στοιχεία εάν αυτό θα μπορούσε να εμποδίσει ή να καθυστερήσει την ιδιωτικοποίηση των σχετικών περιουσιακών στοιχείων».
Αυτός ο περιορισμός είχε αποτέλεσμα η δημόσια περιουσία να «αξιοποιηθεί» από το ΤΑΙΠΕΔ στην κατάσταση στην οποία βρισκόταν χωρίς καμία προσπάθεια βελτίωσης ή αναβάθμισής της. Ενώ το δημόσιο συμφέρον επέβαλλε τη βελτίωση της αξίας των δημόσιων περιουσιακών στοιχείων –π.χ. να βελτιωθούν οι οδικές και σιδηροδρομικές προσβάσεις προς το αεροδρόμιο ή το λιμάνι που πρόκειται να «αξιοποιηθεί», να αναβαθμιστεί η τηλεπικοινωνιακή και ψηφιακή υποδομή του κ.λπ.–, το ΤΑΙΠΕΔ υπονόμευσε με συγκεκριμένες πράξεις ακόμη και επενδύσεις που είχαν ολοκληρώσει τη διαγωνιστική διαδικασία και εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση για την υλοποίησή τους.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, η ματαίωση της επένδυσης για την επέκταση του έκτου προβλήτα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, το 2013, λίγο πριν υπογραφεί η σύμβαση για την εκτέλεση του έργου, που είχε εξασφαλίσει χρηματοδότηση με προνομιακούς όρους από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (σε περίοδο κορύφωσης της οικονομικής κρίσης), με το πρόσχημα ότι το έργο θα υλοποιηθεί από τον ιδιώτη επενδυτή. Από τότε έχουν περάσει οκτώ χρόνια (και τρία από την ιδιωτικοποίηση) και δεν έχει ανακηρυχθεί ούτε ο ανάδοχος του έργου…
8. «Το προϊόν της αξιοποίησης των περιουσιακών στοιχείων από το ΤΑΙΠΕΔ μεταφέρεται σε πίστωση του ειδικού λογαριασμού του Ελληνικού Δημοσίου (Ε.Δ.) για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους εντός δέκα (10) ημερών αφού αφαιρεθούν τα διοικητικά και λειτουργικά έξοδα του Ταμείου ως ποσοστό επί του τιμήματος αξιοποίησης και τα άμεσα έξοδα που αφορούν την αξιοποίηση ή τα προς αξιοποίηση περιουσιακά στοιχεία».
Μόνο την τελευταία τριετία (2017-2019) η λειτουργία του Ταμείου κόστισε στο ελληνικό Δημόσιο το ποσό των 29,5 εκατ. ευρώ, όπως προκύπτει από τον σχετικό πίνακα.
Ιδιωτικοποιήσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη
Αεροδρόμια, λιμάνια, δρόμοι, φυσικό αέριο, ακόμη και ποσοστά από τις εταιρείες ύδρευσης σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη φιγουράρουν στη λίστα των «ασημικών» προς πώληση στα ιδιωτικά –και ξένα συνήθως– κεφάλαια και συμφέροντα
Το ΤΑΙΠΕΔ έχει υπό εξέλιξη μια σειρά ιδιωτικοποιήσεων των οποίων η διαγωνιστική διαδικασία δεν έχει διακοπεί, παρά τις αρνητικές επιπτώσεις που προκάλεσε η πανδημία στην οικονομία, τις οποίες αναγνωρίζει έμπρακτα και το ίδιο το Ταμείο, αναβάλλοντας την πώληση των μετοχών του Διεθνούς Αεροδρομίου Αθηνών. Παρακάτω παρατίθεται ένας συνοπτικός κατάλογος των πλέον σημαντικών από αυτές που περιλαμβάνονται στο τελευταίο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα του Ταμείου (Απρίλιος 2021):
Πρόκειται για το μεγαλύτερο πάγιο του ελληνικού Δημοσίου. Ο διαγωνισμός βρίσκεται στην τελική φάση (άνοιγμα δεσμευτικών προσφορών) και προβλέπει τη «μακροχρόνια (35ετή) παραχώρηση του δικαιώματος λειτουργίας, συντήρησης και εμπορικής εκμετάλλευσης του αυτοκινητοδρόμου και των επί του αυτοκινητοδρόμου τριών κάθετων αξόνων».
2. Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών Α.Ε. (ΔΑΑ)
Το ΤΑΙΠΕΔ έχει το 30% των μετοχών του ΔΑΑ και η Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε. (ΕΕΣΥΠ Α.Ε.) έχει το 25% των μετοχών του ΔΑΑ. Ο διαγωνισμός που προέβλεπε την πώληση του 30% των μετοχών του Ταμείου αναβλήθηκε λόγω της πανδημίας και της μεγάλης μείωσης που επέφερε στα έσοδα της εταιρείας.
Στις 25.6 το ΤΑΙΠΕΔ και η εταιρεία του Ομίλου Λάτση «Lamda Development» υπέγραψαν τη συμφωνία μεταβίβασης των μετοχών της εταιρείας Ελληνικόν Α.Ε. στην οποία ανήκει το παραθαλάσσιο ακίνητο των 6.000 και πλέον στρεμμάτων, με όλα τα εμπράγματα δικαιώματα σε αυτό για τα επόμενα 99 χρόνια. Το σχέδιο για την αξιοποίηση του Ελληνικού είναι η πραγμάτωση του οράματος των ελληνικών ελίτ για τη χώρα.
Τουρισμός, τζόγος, real estate και μετατροπή της χώρας σε κόμβο διακίνησης ξένων προϊόντων είναι οι άξονες του «αναπτυξιακού» υποδείγματος για την υλοποίηση του οποίου, πράγματι, δεν απαιτείται να σπουδάζει η νεολαία. Αρκεί να προσφέρει την εργατική της δύναμη με τους όρους που ίσχυαν τον 19ο αιώνα…
4. Δημόσια Επιχείρηση Αερίου Α.Ε. (ΔΕΠΑ)
Το ΤΑΙΠΕΔ κατέχει το 65% των μετοχών του μετοχικού κεφαλαίου της ΔΕΠΑ. Τα ΕΛ.ΠΕ. κατέχουν το υπόλοιπο 35% του μετοχικού κεφαλαίου.
ΔΕΠΑ Υποδομών Α.Ε.: Την 9.12.2019 το ΤΑΙΠΕΔ εκκίνησε τη διαγωνιστική διαδικασία για την πώληση του 65% της ΔΕΠΑ. Στην εν λόγω διαδικασία συμμετέχουν ως συν-πωλητές και η εταιρεία Ελληνικά Πετρέλαια Α.Ε. με την πώληση του ποσοστού τους (35%). Αναμένονται δεσμευτικές προσφορές στις 15/7/2021.
ΔΕΠΑ Εμπορίας Α.Ε.: Την 23.1.2020 το ΤΑΙΠΕΔ εκκίνησε τη διαγωνιστική διαδικασία για την πώληση του 65% του μετοχικού κεφαλαίου της ΔΕΠΑ Εμπορίας Α.Ε. Τον Σεπτέμβριο του 2020 εκκίνησε η δεύτερη φάση του διαγωνισμού. Εξαιτίας της εκκρεμότητας που υπάρχει με τη διεκδίκηση ποσού 302 εκατ. ευρώ της εταιρείας Ελληνικά Λιπάσματα και Χημικά ELFE ΑΒΕΕ (όμιλος Λαυρεντιάδη), το ΤΑΙΠΕΔ αποφάσισε να αναστείλει τη φάση υποβολής δεσμευτικών προσφορών μέχρι τα τέλη του 3ου τριμήνου του 2021.
5. Οργανισμοί λιμένων (10 περιφερειακά λιμάνια)
Εχουν προκηρυχθεί οι διαγωνισμοί για την πώληση του 67% του μετοχικού κεφαλαίου των Οργανισμών Λιμένων Αλεξανδρούπολης (υποβολή δεσμευτικών προσφορών), Ηγουμενίτσας (υποβολή δεσμευτικών προσφορών) και Ηρακλείου (υποβολή μη δεσμευτικών προσφορών) και για την υπο-παραχώρηση του εμπορικού λιμένος «Φίλιππος Β’» του Οργανισμού Λιμένος Καβάλας.
Στο επιχειρησιακό πρόγραμμα του ΤΑΙΠΕΔ αναφέρεται ως μέθοδος αξιοποίησης η πώληση των ποσοστών που κατέχει το Ταμείο στις δύο εταιρείες (αντίστοιχα 11,33% και 24,02%).
Το ΤΑΙΠΕΔ κατέχει 55,2% του μετοχικού κεφαλαίου της ΛΑΡΚΟ, η Εθνική Τράπεζα 33,4% και η ΔΕΗ 11,4%. Στη β’ φάση του διαγωνισμού για τη μίσθωση του μεταλλευτικού εργοστασίου στη Λάρυμνα, των μεταλλείων στη Λάρυμνα και το Λούτσι και μεταλλευτικών δικαιωμάτων και άλλων περιουσιακών στοιχείων ιδιοκτησίας του ελληνικού Δημοσίου, τα οποία μισθώνονται στη Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική Ανώνυμη Εταιρεία ΛΑΡΚΟ, έχουν προκριθεί έξι επενδυτικά σχήματα.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ανέθεσε στο ΤΑΙΠΕΔ την προκήρυξη του διαγωνισμού για την επέκταση της υφιστάμενης παραχώρησης που ολοκληρώνεται το αργότερο ώς το 2024. Αυτό σημαίνει ότι τα έσοδα της νέας 25ετούς σύμβασης παραχώρησης θα διοχετευτούν στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους.
Και τα έξτρα
Εκτός από τις παραπάνω πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου, στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα του ΤΑΙΠΕΔ περιλαμβάνονται:
- Η παραχώρηση του δικαιώματος κατασκευής, συντήρησης, λειτουργίας και εκμετάλλευσης της Εγκατάστασης Υπόγειας Αποθήκευσης Φυσικού Αερίου Νοτίου Καβάλας.
- Η παραχώρηση των τουρι στικών λιμένων και μαρινών Θεσσαλονίκης, Μυκόνου, Μανδρακίου Ρόδου, Αργοστολίου, Ζακύνθου, Ιτέας.
- Η πώληση του 35,5% των μετοχών της εταιρείας Ελληνικά Πετρέλαια Α.Ε.
- Η πώληση της Πρώην Αμερικανικής Βάσης Γουρνών, εκτάσεως 345.567 τ.μ., στον Δήμο Χερσονήσου στο Ηράκλειο της Κρήτης, το οποίο ήδη χαρακτηρίζεται «μικρό Ελληνικό» καθώς η «αξιοποίησή» του προβλέπει ξενοδοχεία, καζίνο και τουριστικές κατοικίες…
- Η παραχώρηση του συνόλου των ιαματικών πηγών της χώρας, για την οποία έχουν εκφράσει τις αντιρρήσεις τους οι δήμοι στους οποίους ανήκουν.
Ο κατάλογος συμπληρώνεται με την πώληση σημαντικού αριθμού υποδομών, μετοχών και ακινήτων.
Μηδενική συμβολή στην ανάπτυξη
Η δεκαετής λειτουργία του ΤΑΙΠΕΔ στιγματίστηκε πολλές φορές από πρακτικές που δεν συνάδουν ούτε με την καπιταλιστική πρακτική αξιοποίησης και ανάπτυξης των επιχειρήσεων. Σε κάποιες από αυτές τις περιπτώσεις η ποινική ασυλία και οι πιέσεις των «θεσμών» εμπόδισαν την άσκηση εισαγγελικών διώξεων. Ενδεικτικά αναφέρουμε την πώληση των μετοχών του ΟΠΑΠ, την πώληση των 28 δημόσιων κτιρίων, την επέκταση της σύμβασης παραχώρησης του Διεθνούς Αεροδρομίου Αθηνών κ.ά.
Συμπερασματικά, το ΤΑΙΠΕΔ δεν έχει συμβάλει ούτε στο ελάχιστο στην οικονομική ανάπτυξη και την αύξηση της προστιθέμενης αξίας της ελληνικής οικονομίας, στη βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών, στη δημιουργία σταθερών και αξιοπρεπών θέσεων εργασίας. Ιδρύθηκε και στελεχώθηκε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του οικονομικού συστήματος της «αρπαχτής» που κυριαρχεί στον ελληνικό καπιταλισμό.
Κερδοφόρες δημόσιες επιχειρήσεις και κρίσιμες υποδομές πωλήθηκαν στο ιδιωτικό, κυρίως ξένο και σε πολλές περιπτώσεις κρατικό, κεφάλαιο που καρπώνεται τα κέρδη που είχε το ελληνικό Δημόσιο. Ταυτόχρονα η χώρα στερείται χρήσιμα εργαλεία για τη διαμόρφωση ενός εναλλακτικού παραγωγικού υποδείγματος.
Σήμερα, δέκα χρόνια μετά την ίδρυσή του, είναι σαφές ότι η κατάργησή του και η επιστροφή των περιουσιακών στοιχείων που διαχειρίζεται στο ελληνικό Δημόσιο είναι ο αναγκαίος όρος για τη διαμόρφωση και υλοποίηση ενός εναλλακτικού παραγωγικού υποδείγματος
Πηγή: www.efsyn.gr
Τα άρθρα που δημοσιεύουμε δεν απηχούν αναγκαστικά τις απόψεις μας και δεν δεσμεύουν παρά τους συγγραφείς τους. Η δημοσίευσή τους έχει να κάνει όχι με το αν συμφωνούμε με τις θέσεις που υιοθετούν, αλλά με το αν τα κρίνουμε ενδιαφέροντα για τους αναγνώστες μας.