Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
26 Δεκεμβρίου 2021
Δεύτερο μιας σειράς άρθρων για την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία επισημοποιήθηκε σαν σήμερα πριν από τριάντα ακριβώς χρόνια. Το πρώτο μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.
Καθώς κατεβαίναμε από το αεροπλάνο στο αεροδρόμιο Νταμαντιέντοβο της Μόσχας, το βράδυ της 19ης Αυγούστου 1991, περίμενα και εγώ όλο αγωνία να δω τα πρώτα σημάδια του πραξικοπήματος, για το οποίο μιλούσε ήδη όλη η ανθρωπότητα.
Το τι είναι ένα πραξικόπημα το γνώριζα πολύ καλά. Ήμουν μικρό παιδί, στο δημοτικό πήγαινα ακόμα, αλλά θυμόμουν με πολύ μεγάλη ακρίβεια τι έγινε την 21η Απριλίου 1967, όταν Έλληνες κατ’ όνομα, επίορκοι αξιωματικοί, είχαν πάρει για λογαριασμό της CIA την εξουσία στη χώρα μου για να τη «σώσουν», ανατρέποντας τη νόμιμη κυβέρνησή της, ώστε να «λύσουν», όπως και «έλυσαν», επτά χρόνια αργότερα, το Κυπριακό. Θυμόμουνα πολύ καλά και το μεταγενέστερο πραξικόπημα του Ιωαννίδη, τον Νοέμβριο του 1973. Ήξερα τι γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις: Διακοπή επικοινωνιών, απαγόρευση κυκλοφορίας, σύλληψη ή περιορισμός των πολιτικών κλπ. είναι το λιγότερο. Η συνταγή ήταν άλλωστε παγκόσμια και εφαρμόστηκε σε πολλά μέρη του κόσμου. (Για να μη μιλήσω για πιο ακραία ιστορικά παραδείγματα, αμερικανικά πραξικοπήματα που συνοδεύτηκαν από φοβερές σφαγές, όπως στην Ινδονησία και τη Χιλή).
Στο Νταμαντιέντοβο το μόνο διαφορετικό ήταν ο ταξιτζής που αρνήθηκε να μου κάνει παζάρι για να με πάει σπίτι μου. Φοβόταν υποθέτω ότι αναστήθηκε το κράτος: δεν ήξερε τους καινούριους κανόνες και δεν ήθελε να κάνει κάτι που ήταν μεν παράνομο, ήταν όμως η κοινή πρακτική μέχρι την προηγούμενη μέρα.
Στη Σοβιετική Ένωση εκείνη την εποχή σήκωνες το χέρι σου στο δρόμο και όποιος οδηγός ήθελε σταματούσε και σε έπαιρνε, αφού συμφωνούσες μια αμοιβή. Επεβίωνε ακόμα και μια «σοσιαλιστική» μειοψηφία, και στην ίδια τη Μόσχα, ακόμα πιο πολυπληθής όμως έξω από αυτή. Μια μέρα στην Τιφλίδα ένας ταξιτζής άρχισε να με κυνηγάει από πίσω για να μου επιστρέψει το πουρμπουάρ που του έδωσα. Το θεωρούσε θέμα τιμής να μην δεχθεί τίποτα παραπάνω από τη νόμιμη αμοιβή του. Μού ‘τυχε και με τη γυναίκα από το ταχυδρομείο που κρατούσε κάθε μέρα τις εφημερίδες μου όσο έλειπα, αν και δεν είχε τέτοια υποχρέωση. Είχε κουβαλήσει η φουκαριάρα μια μέρα τρεις τεράστιους σάκους από δαύτες, μαζεμένους από τις καλοκαιρινές διακοπές, κι επέμενα να της δώσω δέκα ρούβλια για τον κόπο της. Για να αποφύγει την επιμονή μου άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε τρέχοντας τους έξη ορόφους από τη σκάλα υπηρεσίας, χωρίς να περιμένει καν το ασανσέρ. Έβρισκες ακόμα και οδηγούς που σε έπαιρναν χωρίς να ζητήσουν να πληρωθούν. Πολλοί Σοβιετικοί μπορεί να επεδείκνυαν μεγάλη αδιαφορία για τα κρατικά αγαθά, γιατί δεν θεωρούσαν το κράτος δικό τους. Μεταξύ τους όμως επεδείκνυαν μια αξιοσημείωτη οριζόντια αλληλεγγύη και αλληλοβοήθεια που πολύ σπάνια συνάντησα στην Ελλάδα: Εγώ σήμερα για σένα, εσύ αύριο για μένα.
Βέβαια, στο διάστημα 1990-94, η σοβιετική κοινωνία θα γνώριζε μια ταχύτατη μεταβολή του συστήματος αξιών της συγκρίσιμη, από μερικές απόψεις τουλάχιστο, με το αποτέλεσμα αρκετών αιώνων μετασχηματισμών που προκάλεσε η άνοδος του καπιταλισμού στη δυτική Ευρώπη και η απόσπαση της σφαίρας της οικονομίας από τη σφαίρα της ηθικής.
Συχνά η αλλαγή των αξιών και του κοινωνικού καθεστώτος πήρε πολύ πιο άγριες μορφές, γιατί έπεσαν ξαφνικά όλοι οι κανόνες, οι φραγμοί και τα όρια. Στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, μπορεί ο ατομικισμός και το ιδιωτικό συμφέρον να επικρατούσαν, υπήρχε όμως μια ευρύτερη παραμένουσα κοινωνική ηθική, υπήρχαν, τουλάχιστον το 1991, και κοινωνικοί μηχανισμοί, κόμματα, συνδικάτα, κοινωνικά κινήματα, η ιδεολογία που συνόδευσε στην Ευρώπη το μεταπολεμικό κράτος πρόνοιας, παράγοντες που έθεταν φραγμούς και αντισταθμίσματα στη φυσική ροπή του χρήματος να διαφθείρει άτομα και κοινωνίες.
Στην ΕΣΣΔ τους ρόλους αυτούς τους έπαιζε το ίδιο το κόμμα-κράτος και η σοσιαλιστική ιδεολογία, δεν υπήρχαν ανεξάρτητοι κοινωνικοί θεσμοί. Και γι’ αυτό όταν ανετράπη το κράτος, το κόμμα και η ιδεολογία, δεν υπήρχαν μεγάλοι φραγμοί για να κυλήσει μεγάλο μέρος της κοινωνίας στην εξαχρείωση του ατομικισμού και του εγωισμού.
Το 1992 μια σπουδαία γιατρίνα σε ένα μεγάλο νοσοκομείο κοκκίνιζε ολόκληρη και απέρριπτε κατηγορηματικά την προσπάθειά μας να της δώσουμε το τόσο συνηθισμένο παρ’ ημίν φακελάκι. Το 1994 η «μετάβαση στην αγορά» είχε προχωρήσει τόσο πολύ, που η ίδια γυναίκα μας παρακάλεσε, αν γίνεται, να της εξασφαλίσουμε ένα ελληνικό διαβατήριο.
Αν υπάρχει σήμερα η Ρωσία, σε ένα βαθμό και οι άλλες πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες, είναι γιατί εκατομμύρια άνθρωποι έσφιξαν τα δόντια τους, διατήρησαν την ηθική και την ιδεολογία τους, συχνά σταμάτησαν να βλέπουν καν τηλεόραση και εξακολούθησαν να κάνουν τη δουλειά τους όπως ήξεραν χωρίς να ξεπουληθούν. Όπως ο φίλος μου, διεθνούς φήμης ωκεανογράφος, που θα συμπλήρωνε το εισόδημά του εργαζόμενος τις νύχτες στην αποκομιδή των σκουπιδιών ενός νοσοκομείου. Όπως ο Έλληνας αντάρτης πού ‘ρθε αμόρφωτος στην Τασκένδη για να γίνει τελικά διευθυντής νομισματολογίας στο Μουσείο της Σαμαρκάνδης, που τον είχε καταστρέψει πλέον η οικονομική κρίση, δεν τού ‘φταναν τα λεφτά να φτιάξει την τηλεόρασή του, αλλά έσφιγγε τα δόντια και διατηρούσε την περηφάνεια και την αξιοπρέπειά του. Όπως ο ιστορικός που μοιραστήκαμε μαζί του ένα βράδυ το υπέροχο κρασί του στο Μπακού το 1992, μέσα στη γενική διάλυση, και μού ‘λεγε: «Ακόμα και στις πιο σκοτεινές εποχές της ιστορίας, υπήρχαν άνθρωποι που υπερασπίζονταν το δίκαιο και την αλήθεια» ή ο Αζέρος που με έπιασε στο Μπακού το 1991, κοίταξε πρώτα αριστερά ή δεξιά αν τον ακούει κανείς, και μού ‘πε, «εγώ θέλω να διατηρηθεί η Σοβιετική Ένωση».
Η Ρωσία δεν σώθηκε ασφαλώς (με φοβερές απώλειες και ζημιές είναι αλήθεια) εξαιτίας του υπουργού Ατομικής Ενέργειας, επικεφαλής ενός από τα δύο μεγαλύτερα πυρηνικά συγκροτήματα του πλανήτη, που θα παζάρευα με το γραφείο του, την άνοιξη του 1992, αν θα έδινα 100 ή 150 δολάρια για να του πάρω μια συνέντευξη. Αν η Ρωσία έχει ακόμα σήμερα το πυρηνικό της οπλοστάσιο, το διαστημικό της πρόγραμμα, τα μεγάλα πανεπιστήμιά της, αν δεν έχει διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη, είναι εξαιτίας αυτών των εκατομμυρίων που έσφιξαν τα δόντια μέσα στην ανείπωτη δυστυχία που τους βρήκε και συνέχισαν να κάνουν τη δουλειά τους, να υπερασπίζονται με τον τρόπο τους τη Σοβιετική Ένωση, ακόμα κι όταν την είχαν «εκτελέσει», παραβιάζοντας την εντολή που τους έδωσαν στο δημοψήφισμα του 1991, οι πρόεδροι της Ρωσίας, της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας.
Κάποτε θα ανεγερθεί στη Ρωσία ένα μνημείο όχι στον Άγνωστο Στρατιώτη, αλλά μάλλον στον Άγνωστο Πολίτη της πρώην ΕΣΣΔ. Αυτόν που δεν έσωσε μόνο τη χώρα του, αλλά και την ανθρωπότητα, μαζί με τους λαούς του αραβο-μουσουλμανικού κόσμου που αντιστάθηκαν στη βαρβαρότητα του Ολοκληρωτισμού της Δύσης, όπως αναδύθηκε το 1991 από τις στάχτες του διπολισμού.
Ξεστρατίσαμε όμως πολύ την αφήγηση. Επανερχόμαστε στις 19 Αυγούστου 1991. Ο ταξιτζής από το Νταμαντιέντοβο απέφυγε επίμονα κατά τη διαδρομή όλες τις προσπάθειές μου να του ανοίξω κουβέντα. Όταν έφτασα επιτέλους στο σπίτι και στο γραφείο μου ήταν πολύ αργά για να βγω στους δρόμους, άρχισα λοιπόν να τηλεφωνώ σε φίλους και συναδέλφους και πήγα να δω ένα γείτονα και φίλο, Ολλανδό ανταποκριτή στη Μόσχα. Καθώς τον άκουγα και διάβαζα ταυτόχρονα τα τηλεγραφήματα, το αρχικό ελαφρύ παραξένεμα από το Βλαδιβοστόκ, έγινε βαθιά κατάπληξη. Τα όσα γίνονταν στη Σοβιετική Ένωση δεν έμοιαζαν με κανένα από τα γνωστά μας πραξικοπήματα.
(Συνεχίζεται)
Πηγή: kosmodromio.gr