Για την εκλογική έκφραση του ΟΧΙ

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

Ενώ οι ‘Ελληνες πολιτικοί διατρέχουν τις πλατείες και τις οδούς της χώρας, «εκφωνώντας» ανοησίες και αφηγήματα, δηλαδή παραμύθια, η χώρα αποσυντίθεται με όλο και επιταχυνόμενους ρυθμούς.

‘Ενας Θεός ξέρει πως θα βγάλουμε τον χειμώνα. Το Τρίτο Μνημόνιο δεν θα μοιάζει με το πρώτο και το δεύτερο. Μπορεί να οδηγήσει την Ελλάδα σε εμφύλιο ή αστυνομική δικτατορία «χαμηλής έντασης» ή και σε μείζονες απώλειες εθνικής κυριαρχίας στο εξωτερικό, ιδίως στο κυπριακό.

Το «πρόγραμμα», στο οποίο συμφωνούν τώρα νεομνημονιακοί και παλαιομνημονιακοί, παρόλη τη δήθεν φασαρία που κάνουν καυγαδίζοντας μεταξύ τους, απλούστατα δεν βγαίνει. Αυτό το ξέρουν όλοι οι ‘Ελληνες, το ξέρουν αυτοί που το υπέγραψαν, το ξέρουν όλοι οι σοβαροί οικονομολόγοι του κόσμου. Είναι τόσο βέβαιο όσο και ότι η Γη γυρίζει γύρω από τον ‘Ηλιο και όχι το αντίθετο. Επ’ αυτής όμως της «συντακτικής αλήθειας», τα βασικά κόμματα που διεκδικούν την ψήφο μας, επί αυτού του μείζονος για το έθνος ζητήματος, είτε σιωπούν αιδημόνως, είτε ψεύδονται ασυστόλως!

Ενώ μια χώρα διαλύεται και ένα έθνος απειλείται να πεθάνει, στα δελτία ειδήσεων παρακολουθούμε τις κοσμικού τύπου συναντήσεις των κ.κ. Τσίπρα και Μεϊμαράκη στο αεροδρόμιο του Ηρακλείου. Και αύριο, δεν αποκλείεται να τους δούμε ακόμα και συγκυβερνώντες στην κυβέρνηση που θα επιβάλλουν οι Πιστωτές στη χώρα.

Επιδίωξη του Μνημονίου: Η καταστροφή της Ελλάδας

‘Όχι απλώς το πρόγραμμα δεν είναι λάθος (τότε θα το είχαν διορθώσει), αλλά επιδιώκει την καταστροφή μας για να πετύχει την υποδούλωσή μας και την «αλλαγή καθεστώτος» στην Ελλάδα πρώτα και την Ευρώπη ύστερα. Μόνο προκαλώντας μια τέτοια καταστροφή μπορούν να αναγκάσουν τους κατοίκους μιας ευρωπαϊκής χώρας να αποδεχθούν τα ανήκουστα που νομοθετούνται σε εξευτελιστικές ολονυχτίες από μια παρωδία Βουλής.

Ακριβώς επειδή έχουν ανάγκη, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, την πιο ολοκληρωτική μας καταστροφή ως έθνους, δεν κάνουν την παραμικρή παραχώρηση, όχι στον Τσίπρα, αλλά ούτε και στον Αντώνη Σαμαρά που ήταν υπό μία έννοια ο άνθρωπός τους, ο ιδεολογικά εγγύτερος προς τις δυνάμεις που ξεκίνησαν αυτή την πολιτική. Ακόμα κι αν μετριαστεί λίγο η θηλειά του χρέους, ασφαλώς θα παραμείνει σε μη βιώσιμα επίπεδα, γιατί είναι το βασικό οικονομικό όπλο κατά της χώρας.

Η Ελλάδα γνώρισε την εξάρτηση από τις ΗΠΑ και τις τραγικές συνέπειές της μετά το 1947. Ακόμα και οι Αμερικανοί όμως δεν επεδίωξαν την ολική καταστροφή μας, μας πέταξαν και ένα καρότο με τη μορφή του σχεδίου Μάρσαλ. Τώρα, η απειλή είναι ολοκληρωτική.

Το πρόγραμμα δεν είναι ατύχημα. Αντανακλά τη στρατηγική και τις απώτερες επιδιώξεις της πιο εξτρεμιστικής μερίδας της παγκόσμιας χρηματιστικής ολιγαρχίας, που χρησιμοποιεί τώρα την Ελλάδα και την Ευρώπη για να περάσει την ευρωπαϊκή και παγκόσμια ατζέντα της. Και η οποία εκτιμά ότι, μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, έχει μια ιστορική, ανεπανάληπτη ευκαιρία, να επιβάλλει μια πλανητική δικτατορία, έναν πλανητικό ολοκληρωτισμό. Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Κυττάξτε, όσοι τυχόν έχετε αμφιβολίες, τι γίνεται στο Ιράκ και στη Λιβύη, στην Ουκρανία και τη Γιουγκοσλαβία.

Η οικονομική, κοινωνική και ηθικο-ψυχολογική καταστροφή που προκαλεί το πρόγραμμα είναι ακριβώς το όπλο για την ουσιαστική κατάργηση της δημοκρατίας και του κοινωνικού κράτους, της δωρεάν περίθαλψης και του δικαιώματος των πολιτών στη σύνταξη και μια αξιοπρεπή διαβίωση. Των πιο σημαντικών δηλαδή κατακτήσεων, ως τα σήμερα, του ανθρώπινου πολιτισμού. Μια «Ελλάδα χωρίς ‘Ελληνες» (όπως και μια Κύπρος χωρίς ‘Ελληνες) θα είναι το τελικό του αποτέλεσμα, σε ότι μας αφορά. (Οι μηχανισμοί είναι ήδη εν δράσει, μετανάστευση νέων, επιδείνωση υγείας πληθυσμού και προϋποθέσεων επιβίωσης ηλικιωμένων, εντεινόμενη υπογεννητικότητα και δημογραφική κρίση. Στην Κύπρο τυχόν διάλυση του κράτους με νέο σχέδιο Ανάν και εποικισμός του νησιού).

Η ανάγκη να σταματήσει πάση θυσία αυτό το πρόγραμμα είναι το υπέρτατο εθνικό καθήκον για όλους τους ‘Ελληνες. Δεν προσδιορίζεται αυτή η ανάγκη από το αν είναι εύκολος ή δύσκολος, ακίνδυνος ή επικίνδυνος ο δρόμος της ρήξης. Προφανώς και δύσκολος είναι και επικίνδυνος. Δεν έχουμε άλλη λύση όμως στο σημείο που βρεθήκαμε. Μόνο άλλωστε αν είμαστε αποφασισμένοι, θα μπορούσε ίσως μια πολύ έξυπνη και ικανή ηγεσία να πετύχει έναν υποφερτό συμβιβασμό, μια διακοπή έστω της «σπείρας θανάτου», όπως προσφυώς την ονόμασε ο Τζωρτζ Σόρος, αφού προηγουμένως συνέβαλε τα μέγιστα στην πυροδότησή της.

Οι εκλογές του Σεπτέμβρη

Οι εκλογές του Σεπτέμβρη πραγματοποιούνται σε συνθήκες βάναυσης παραβίασης της συνταγματικής και δημοκρατικής τάξης, αφού ο ελληνικός λαός αποφάσισε με συντριπτική πλειοψηφία να απορρίψει την ασκούμενη πολιτική και τώρα καλείται να επιλέξει ποιος θα την εφαρμόσει! Δεν μπορεί να υπάρξει, υπό παρόμοιες συνθήκες, δημοκρατική και εθνικά ενωτική λύση. Αν και τυπικά νόμιμες, οι εκλογές δεν εξασφαλίζουν την αυθεντική έκφραση της λαϊκής βούλησης.

Οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που υποστήριξαν το ‘Όχι βρίσκονται σε κατάσταση καταπληξίας μετά την μεταμόρφωση του «αρχηγού» του αντιμνημονιακού αγώνα σε κύρια αιχμή του δόρατος Πιστωτών και Αμερικανών.

Μεγάλα τμήματα του ελληνικού λαού, οργισμένα με το σύνολο του «πολιτικού κόσμου», σκέφτονται τώρα την αποχή ή την ψήφο σε απίθανα ψηφοδέλτια. Τέτοια στάση όμως, απόλυτα κατανοητή από μια ορισμένη άποψη, δεν θα βοηθήσει εν τέλει παρά στην κατάρρευση της δημοκρατίας. ‘Ολη η ελληνική και διεθνής ιστορική εμπειρία αυτό αποδεικνύει, με κορυφαίο παράδειγμα την αποχή στις εκλογές του 1946.

Το μόνο που θα γίνει έτσι είναι να διευκολυνθεί η επικράτηση ενός πολιτικού συστήματος και μιας κυβέρνησης που θα κυβερνάνε σε αντίθεση με τον λαό. Μην μπορώντας να προστατεύσουν ούτε κατ’ ελάχιστον τους ‘Ελληνες πολίτες, θα έχουν χάσει και κάθε τελευταία νομιμοποιητική βάση για να κυβερνάνε, έστω και αν κερδίσουν τις εκλογές.

Μια μορφή «νομιμοφανούς» αστυνομικής δικτατορίας «χαμηλής έντασης» και «επιλεκτικού χαρακτήρα» είναι η πιθανή κατάληξη βραχυ-μεσοπρόθεσμα.

Τι πρέπει να γίνει

Στις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί επιβάλλεται η συγκρότηση ενός ευρύτατου και αξιόπιστου εθνικού και λαϊκού μετώπου για την υπεράσπιση του ελληνικού λαού και την οικονομική και εθνική αναγέννηση της χώρας. Ενός μετώπου που θα αφομοίωνε, στη συγκρότησή του, και τα πολλά και σκληρά μαθήματα από την καθολική χρεωκοπία του ΣΥΡΙΖΑ και των Αν.Ελλ. και από την ευκολία με την οποία οι ηγεσίες τους προσχώρησαν, σχεδόν χωρίς αξιόλογη αντίσταση, στο αντίπαλο στρατόπεδο.

Αυτό, για μια σειρά λόγους, είναι ανέφικτο να γίνει στα στενά χρονικά περιθώρια πριν τις εκλογές. Αν όμως, οι ποικίλοι «αντιμνημονιακοί» διαθέτουν κάποια λογική και αν συνειδητοποιούν επαρκώς ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει το φάσμα μιας εθνικής καταστροφής ανυπολόγιστων διαστάσεων, αν η συνείδηση του κινδύνου για την πατρίδα πρυτανεύει στις σκέψεις τους και κυριαρχεί σε άλλες, μικροπροσωπικές και μικροκομματικές σκέψεις, τότε πρέπει να ενωθούν και να δώσουν το πρόπλασμα τουλάχιστο ενός τέτοιου μετώπου με τη μορφή ενός ψηφοδελτίου στις επόμενες εκλογές.

Πέντε πρόσωπα εθνικής εμβέλειας, με τα ελαττώματα και τα προτερήματά τους, έχουν διαφωνήσει με τη συνθηκολόγηση της κυβέρνησης και τη μετατροπή της σε όργανο των Πιστωτών-αποικιοκρατών. Είναι, κατ’ αλφαβητική σειρά, οι Γιάνης Βαρουφάκης, Μανώλης Γλέζος, Μίκης Θεοδωράκης, Ζωή Κωνσταντοπούλου και Παναγιώτης Λαφαζάνης.

Γιατί δεν μπορούν να συνεργαστούν και να στηρίξουν ένα τέτοιο ψηφοδέλτιο σε συνθήκες απειλούμενης εθνικής καταστροφής; Εδώ μπόρεσε να συνεργαστεί το ΚΚΕ με τη ΝΔ του Μητσοτάκη, ο ΣΥΡΙΖΑ με τους Αν.Ελλ. και ο Μπολσεβίκος Λένιν με τους Ρώσους παλαιόπιστους («Χτυπάμε μαζί, βαδίζουμε χωριστά» ήταν η φόρμουλά του). Ποιες είναι αυτές οι κολοσσιαίες διαφορές που εμποδίζουν μια τέτοια προσωρινή έστω και μερική συνεργασία, διατηρώντας όλες τις άλλες διαφορές, όταν διαλύεται η χώρα και απειλούνται τα πιο ζωτικά συμφέροντα του ελληνικού λαού;

Υπάρχουν και πολλοί άλλοι στην Ελλάδα, που έχουν διακριθεί για την ακεραιότητα του χαρακτήρα, την ανιδιοτέλεια και τη σοβαρότητά τους, δηλαδή τις ιδιότητες κυρίως που χρειαζόμαστε απελπιστικά. Που έχουν διακριθεί για τη συμμετοχή τους στους αγώνες της κοινωνίας και των ιδεών στους πιο διαφορετικούς τομείς. Που εκφράζουν κοινωνικά ρεύματα και υπαρκτές τάσεις και ευαισθησίες στην κοινωνία, που, όντας συχνά άμορφη, εκφράζεται συχνά περισσότερο από πρόσωπα και λιγότερο από τους κοινωνικούς φορείς, τις οργανώσεις κλπ. Τους ξέρουμε και μπορούμε να τους βρούμε, αν παραμερίσουμε για λίγο τον εγωϊσμό, την ιδιοτέλεια και τον καιροσκοπισμό. Αυτοί πρέπει να στελεχώσουν τα ψηφοδέλτια του μετώπου.

Δεν μπορεί να συγκροτηθεί παρά καρικατούρα μετώπου με κομματικές και κοινοβουλευτικές επετηρίδες, με δήθεν συνένωση ελάχιστα αντιπροσωπευτικών οργανώσεων, ενίοτε στερούμενων αυθεντικής κοινωνικής δυναμικής ή βαθύτερων ιδεών, με διαιώνιση της «μετριοκρατίας» που χαρακτηρίζει την κοινωνική μας οργάνωση στους πιο διαφορετικούς τομείς.

Δεν είναι δυστυχώς δυνατό μέσα σε 15 μέρες να γίνει η δουλειά επεξεργασίας ενός οικονομικού προγράμματος που δεν έγινε, με κύρια, εγκληματική ευθύνη και εδώ, των ηγετών του ΣΥΡΙΖΑ και όσων άλλων μπορούσαν, επί τόσα χρόνια. Η απουσία ενός τέτοιου, εμπεριστατωμένου προγράμματος, υπήρξε η αχίλλειος πτέρνα των «αντιμνημονιακών». Μπορεί όμως να διατυπωθεί τουλάχιστον το περίγραμμα μερικών σοβαρών κατευθυντήριων ιδεών.

Αριστερά ή Δεξιά;

Αυτό πρέπει να είναι ένα μέτωπο που θα «υπερβαίνει» την αριστερά και τη δεξιά. ‘Όχι γιατί δεν διατηρούν κάποια σημασία αυτοί οι διαχωρισμοί, όπως ισχυρίζονται μερικοί. Αλλά γιατί πρέπει να ενωθούν, αν γίνεται, όλοι οι ‘Ελληνες, στην επιδίωξη να σωθεί και να αναγεννηθεί η πατρίδα τους. Δεν αντιμετωπίζουμε στην Ελλάδα μόνο ένα νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα αντιμεταρρύθμισης και βίαιης υποβάθμισης των φτωχότερων τάξεων. Αν αντιμετωπίζαμε ένα τέτοιο πρόγραμμα θα χρειαζόμαστε ένα ταξικό, όχι ένα εθνικό και κοινωνικό μέτωπο.

Το υπερ-νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα υπάρχει, αλλά ως υποσύνολο και αποτέλεσμα ενός προγράμματος που αποβλέπει στην καταστροφή των βασικών όρων αναπαραγωγής του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και του ελληνικού κράτους-έθνους, όπως και βίαιης υποβάθμισης των όρων συμμετοχής της Ελλάδας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας.

Αυτό δεν γίνεται τυχαία, όπως υπογραμμίσαμε παραπάνω, αφού το κράτος-έθνος αντιπροσωπεύει μια εμπεδωμένη θεσμική ταυτότητα, μια ισχυρή ιδεολογική ταυτότητα, αλλά και το μόνο πλαίσιο άσκησης κάποιου δημοκρατικού ελέγχου και κάποιας κοινωνικής προστασίας. Είναι δηλαδή ένα βασικό εμπόδιο στην ολοκλήρωση της πλανητικής δικτατορίας. Η υπεράσπιση του έθνους σε τέτοιες συνθήκες, δεν είναι εκδήλωση εθνικισμού, είναι αντίθετα ο μόνος τρόπος για να διατηρήσουν στοιχειώδη αξιοπρέπεια και τα πιο βασικά δικαιώματα και όρους ύπαρξης, ιδίως τα φτωχά και εργαζόμενα στρώματα της κοινωνίας.

Κανείς δεν μπορεί να υπερασπιστεί το έθνος, χωρίς να υπερασπιστεί τον λαό, που ταυτίζεται μαζί του, όπως και το αντίστροφο.

Οι δυνάμεις που οργάνωσαν τον οικονομικό πόλεμο κατά της Ελλάδας, εκμεταλλευόμενες ασφαλώς την προϋπάρχουσα κατάρρευση των εσωτερικών δομών της, είναι υποχρεωμένοι στην πραγματικότητα να καταστρέψουν το έθνος-κράτος με τη μορφή που το γνωρίσαμε, γιατί μόνο έτσι θα τελειώνουν τη δημοκρατία και το κοινωνικό κράτος.

Η μορφή του προβλήματος προσδιορίζει και τα μέσα και τις μορφές και τα εργαλεία για να το αντιμετωπίσει κάποιος. Κομμουνιστές έφτιαξαν το μεγαλύτερο αντιστασιακό κίνημα στην Ευρώπη του Χίτλερ. Δεν το ονόμασαν όμως ταξικό, εργατο-αγροτικό ή σοσιαλιστικό. Εθνικό το ονόμασαν και με το δίκηο τους.

Για όσους θέλουν να παλέψουν για τις ιδέες της αριστεράς ή της δεξιάς, ιδού πεδίο δόξης λαμπρό, να έχουν αυτοί, με τις ιδέες και την πράξη τους, τη μεγαλύτερη συμβολή στον αγώνα. Να αποδείξουν την ανωτερότητά τους στην οργάνωσή του. Να διεκδικήσουν την «ηγεμονία», αποδεικνυόμενοι οι πιο αποτελεσματικοί στην ένωση και συγκρότηση της ταυτότητας του μαχόμενου λαού και έθνους.

Δραχμή ή Ευρώ

Αυτό το θέμα και όχι τυχαία, έγινε τώρα το επίδικο ζήτημα που διαιρεί τη χώρα, αλλά διαιρεί και τους «αντιμνημονιακούς».

Το Μέτωπο του ‘Όχι δεν μπορεί να είναι ένα μέτωπο της δραχμής, αλλά ούτε και να αποκλείει την προσφυγή στο εθνικό νόμισμα, ή κάποιο εθνικό μέσω πληρωμής, αν οι περιστάσεις το απαιτήσουν.

Το ‘Όχι αποτελείται από κοινωνικές δυνάμεις που, αυτή τη στιγμή, με το παρόν επίπεδο συνείδησής τους, θέλουν άλλες την παραμονή στην ευρωζώνη και άλλες την έξοδο από αυτή. Μόνο να διασπασθεί μπορεί αυτοπεριοριζόμενο στη μία ή στην άλλη άποψη.

Αλλά αυτό δεν είναι απλώς μια πολιτική τακτική, που θα μπορούσε κάποιος να την επικρίνει για καιροσκοπική. Χρειαζόμαστε όντως τη διαλεκτική σύνθεση των δύο απόψεων, τη διατήρηση στη φαρέτρα της Ελλάδας όλων των όπλων που διαθέτει. Δεν μπορούμε ούτε κατ’ ελάχιστο να προβλέψουμε υπό ποίες συνθήκες στην Ελλάδα και στη Ευρώπη θα ξανατεθεί το ελληνικό. Δεν υπάρχει λόγος να αυτοδεσμευτούμε από τώρα για το τι θα κάνουμε. Αυτό που έχει αντίθετα πολύ μεγάλη σημασία είναι να μελετήσουμε σοβαρά και να προετοιμαστούμε σοβαρά και να προετοιμάσουμε τους εαυτούς μας και τη χώρα, από τώρα, για όλα ανεξαιρέτως τα ενδεχόμενα.

‘Όχι μόνο για την αλλαγή νομίσματος, αλλά και για την αλλαγή του διεθνούς προσανατολισμού της Ελλάδας. Πρέπει κανείς να το πει καθαρά. Ο ελληνικός λαός δεν πρέπει να αποκλείσει προκαταβολικά κανένα μέσο για την σωτηρία του. Η Ελλάδα δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη για κανένα. Ούτε όμως και να δεσμευτεί από τώρα ότι θα χρησιμοποιήσει το α ή β μέσο σε κάθε περίπτωση.

Μερικές φορές, η συζήτηση για το νόμισμα μοιάζει με έναν που μιλάει σε κάποιον πούπαθε έμφραγμα και του κάνει διάλεξη ότι πρέπει να κόψει το τσιγάρο και να τρέφεται κανονικά. Πρέπει να τα κάνει αυτά, αλλά προέχει να σωθεί από το έμφραγμα.

Υπενθυμίζουμε ότι στα όπλα με τα οποία επιτίθενται τώρα στην Ελλάδα οι «Πιστωτές» δεν είναι μόνο ή κυρίως το ευρώ. Είναι οικονομικά το χρέος, νομικά το αγγλικό δίκαιο και τα ξένα δικαστήρια που έχει υπαχθεί, σε συνδυασμό με τους αποικιοκρατικούς όρους των δανειακών συμβάσεων, πολιτικά η επικοινωνιακή επίθεση κατά της Ελλάδας και του ελληνικού λαού, στο εσωτερικό και διεθνώς.
Σε αυτά τα μέτωπα πρέπει να οργανωθεί η αντεπίθεση, μαζί και σε μορφές εσωτερικής αναγέννησης της χώρας, χωρίς την οποία η εξωτερική αντίσταση είναι αδύνατη (και το αντίστροφο). Η επιλογή νομίσματος πρέπει να απορρέει από τη συνολική στρατηγική, όχι να την υποκαθιστά.

Στην πορεία ασφαλώς μπορεί να χρειαστεί να αμφισβητηθούν τα πάντα, και το νόμισμα, και ο όλος διεθνής προσανατολισμός της χώρας. ‘Όταν όμως το απαιτήσει καθαρά η ανάγκη και το καταλάβει έτσι ο ελληνικός λαός.

Μπορεί σε όλα τα παραπάνω να έχουμε εμείς άδικο. Αλλά θέλουμε να ρωτήσουμε τους φανατικούς του εθνικού νομίσματος, άραγε και ο αντίπαλος κάνει λάθος; Γιατί έχουν λυσσάξει να εγκλωβίσουν τη συζήτηση στο «ευρώ ή δραχμή», να παρουσιάσουν όλη την αντίθεση στα μνημόνια και τις δανειακές, ως το «κόμμα των δραχμιστών»;

Η συζήτηση για το τι και πως παράγουμε, πως επιβιώνουμε σε συνθήκες οικονομικού πολέμου, πως φτιάχνουμε συνεταιρισμούς καταναλωτικούς, παραγωγικούς, μικρομεσαίους, πως ξαναβάζουμε την κοινωνία σε τροχιά παραγωγής, συνεργασίας, αλληλεγγύης και διεκδίκησης, μια συζήτηση που πρέπει να γίνει σε όλη την κοινωνία και καλά-καλά δεν έχει αρχίσει ακόμα, προηγείται της οπωσδήποτε αναγκαίας συζήτησης για το νόμισμα. Οι ‘Ελληνες ξέρουν ότι το ευρώ είναι ένα κακό νόμισμα και η ΕΕ ένα περιβάλλον πολύ μοχθηρό. Αλλά δεν έχουν καμιά εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και στο κράτος τους, ούτε και σε μας. Γι’ αυτό επιλέγουν κατά πλειοψηφία ευρώ στις δημοσκοπήσεις!

Πρέπει όλοι, κατά το μέτρο των δυνάμεων και της επιρροής που διαθέτει καθένας, να δώσουμε και εκλογικο-πολιτική διέξοδο στον ελληνικό λαό, παρά τις τεράστιες δυσκολίες του εγχειρήματος. Δεν αρκεί να εκφωνούμε δεκάρικους και να κατηγορούμε τους άλλους για ασυνέπεια. Ευθύνη για τη σημερινή κατάντια δεν έχει μόνο ο ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ και η ηγετική «παρέα» του, ούτε οι παλαιομνημονιακοί υπηρέτες των ξένων. ‘Εχουμε όλοι, ο καθένας κατά το μέτρο του ρόλου, των δυνάμεων και της επιρροής του. Πολύ διαφορετικές βέβαια για τον καθένα μας, υπαρκτές όμως για όλους μας. ‘Ολοι θα κριθούμε και πολύ αυστηρά μάλιστα.

Αθήνα 3 Σεπτεμβρίου 2015