Γιατί το Φανάρι διακινεί ψυχροπολεμικούς μύθους για το “Holodomor”;
Του Γιώργου Λιερού
14 Ιανουαρίου 2021
Η είδηση πιθανότατα συγκέντρωσε την προσοχή μόνο των φανατικών της εκκλησιαστικής επικαιρότητας. Και όμως: η σημασία της για τα δημόσια πράγματα είναι πολύ ευρύτερη.
Στις 28 του περασμένου Νοεμβρίου, ημέρα Σάββατο, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος τέλεσε στο Φανάρι, παρόντος και του Γενικού Προξένου της Ουκρανίας στην Πόλη, μνημόσυνο για την 87η επέτειο του Holodomor, όπως καθιερώθηκε, αρχικά από κύκλους της ουκρανικής διασποράς στην Βόρεια Αμερική, να αποκαλείται ο Μεγάλος Λιμός των αρχών της δεκαετίας του ’30 στη Σοβιετική Ένωση.
Στην κήρυγμά του για την περίσταση ο Οικουμενικός Πατριάρχης συμπεριέλαβε στις μεγαλύτερες, αν και λιγότερο γνωστές, τραγωδίες του 20ού αιώνα “το Holodomor, τον Μεγάλο Λιμό στην Ουκρανία, που στόχευε στην εξόντωση επτά έως δέκα εκατομμυρίων ευσεβών Ουκρανών διά λιμοκτονίας, κατά τη διάρκεια των πιο φρικτών χρόνων του σοβιετικού καθεστώτος, από το 1932 έως το 1933, και το οποίο μνημονεύουμε προσευχητικά αυτή την ημέρα”.
Κατά τον ίδιο, “ο ουκρανικός όρος Holodomor αναφέρεται στον σκοπίμως προκληθέντα λιμό, το διαβολικό σχέδιο του σταλινικού συστήματος που είχε ως στόχο μια καλά σχεδιασμένη γενοκτονία ενός ιδιαίτερα ευσεβούς λαού, με σκοπό την εξάλειψη της χριστιανικής πίστης και της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ενώ, παραδόξως, [εκείνη την περίοδο] ο Ουκρανικός λαός είχε ευλογηθεί με μια άφθονη συγκομιδή σιτηρών και άλλων αγαθών. Και ενώ οι άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα, το σοβιετικό καθεστώς εξήγε τις καλλιέργειές τους στον κόσμο, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι η Ουκρανία ήταν μια ευημερούσα χώρα”.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που το Οικουμενικό Πατριαρχείο προέβη σε αντίστοιχη κίνηση. Τον Νοέμβριο του 2019 , στη Θεία Λειτουργία που τελέστηκε στον Αγ. Νικόλαο Τζιβαλίου (που έχει παραχωρηθεί για τις ανάγκες της ουκρανικής παροικίας της Πόλης) ο κ. Βαρθολομαίος ανέφερε: “Τιμώμεν σήμερον την 86ην επέτειον του Χολοντομόρ, και τελούμεν ευλαβώς το μνημόσυνον των τραγικών θυμάτων της απανθρώπου ταύτης γενοκτονικής πράξεως του σταλινικού καθεστώτος κατά του λαού της Ουκρανίας. Ασύλληπτος αριθμός Ουκρανών πολιτών, παιδίων, ανδρών και γυναικών, απεβίωσαν από πείναν και εξάντλησιν, αμέτρητοι εξετελέσθησαν, επειδή ηγωνίζοντο διά την διάσωσιν της ταυτότητός των ως έθνους, διά την γλώσσαν των και τον πολιτισμόν των. Δυστυχώς, το κακόν συνεχίζει την ζοφεράν και κασταστροφικήν αυτού δράσιν εις τον κόσμον. Χρέος όλων ημών είναι να αγωνιζώμεθα εναντίον του κακού και διά την επικράτησιν του αγαθού, με κραταιάν την πεποίθησιν και βεβαίαν την πίστιν ότι την ιστορίαν δεν κατευθύνουν οι Ηρώδαι και οι δυνάσται, αλλά ο Θεός της αγάπης και της δικαιοσύνης”.
Τον λόγο έλαβε κατόπιν ο Πρέσβης της Ουκρανίας στην Άγκυρα, ενώ παρέστησαν οι Γενικοί Πρόξενοι της Ουκρανίας, του Καναδά (μεγαλύτερης εστίας της ουκρανικής διασποράς στο εξωτερικό), της Μολδαβίας και της Πολωνίας.
Δεν είναι δύσκολο να τα συσχετίσουμε όλα αυτά με την περιπέτεια του “ουκρανικού εκκλησιαστικού αυτοκεφάλου”, στην οποία έχει εμπλακεί από το 2018, με την ανοιχτά ομολογημένη “ενθάρρυνση” των Ηνωμένων Πολιτειών, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, προκαλώντας την διακοπή των σχέσεων με το Πατριαρχείο Μόσχας και παράπλευρες αναταράξεις σε σειρά άλλων Ορθόδοξων Εκκλησιών.
Εξ ού και το Πατριαρχείο Μόσχας αναγνώρισε αμέσως τη συνάφεια νέων ιστορικών ευαισθησιών του Φαναρίου με τις τρέχουσες αντιπαραθέσεις, δημοσιοποιώντας ως απάντηση τη δική της εκδοχή των σχετικών με τον Μεγάλο Λιμό.
Άλλωστε, δεν συνέβαινε παλαιότερα να μνημονεύει το Οικουμενικό Πατριαρχείο με την ίδια ζέση ούτε το “Holodomor” άλλες, εξίσου μεγάλες και λιγότερο μυθοποιημένες, τραγωδίες των ομόδοξων λαών. Προχείρως μας έρχεται στον νου η θυσία άνω των 25 εκατομμυρίων Σοβιετικών στρατιωτών και αμάχων κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (όπου πολλοί εκ των μετέπειτα δραστήριων στελεχών της ουκρανικής διασποράς συμπολεμούσαν με τον ναζιστή κατακτητή), για την οποία δεν θυμόμαστε να έχει τελεστεί πατριαρχικό μνημόσυνο.
Το αν αντιστοιχεί σε έναν εκκλησιαστικό θεσμό να εκδηλώνει (και μάλιστα επιλεκτικά) τις ευαισθησίες του επί ανοικτών ζητημάτων της πολιτικής ιστορίας είναι προς συζήτηση. Αυτό όμως που δεν είναι θεμιτό είναι η διαστρέβλωση των γεγονότων, χάριν της διαιώνισης παλαιών και νέων ψυχροπολεμικών αντιπαραθέσεων.
Διότι το πατριαρχικό κήρυγμα προϋποθέτει μια σειρά από παραδοχές οι οποίες είναι όλες ιστορικά ανακριβείς.
Ειδικότερα, ο εθνικός μύθος που μεταφυτεύθηκε από την εμιγκράτσια στην σημερινή μετασοβιετική Ουκρανία και πλέον υιοθετείται αβίαστα από τον Οικουμενικό Πατριάρχη θέλει τον Μεγάλο Λιμό να έχει προκληθεί (α) εμπρόθετα από το σοβιετικό καθεστώς, (β) με στόχο ειδικά ή και αποκλειστικά τους Ουκρανούς και μάλιστα (γ) ως Ουκρανούς, δηλ. για να τιμωρηθεί η εθνική τους ιδιαιτερότητα ή, όπως μαθαίνουμε, και η χριστιανική τους ευσέβεια.
Ωστόσο, και οι τρεις αυτές παραδοχές έχουν ανασκευασθεί, όχι από κάποιους απολογητές του σταλινισμού, αλλά από τους διαπρεπέστερους διεθνώς σύγχρονους μελετητές του φαινομένου. Δεν χρειάζεται, άλλωστε να είναι κανείς νοσταλγός της σοβιετικής εξουσίας για να παραδεχθεί ότι ο Μεγάλος Λιμός υπήρξε όχι κάποιο αντι-ουκρανικό γενοκτονικό σχέδιο (αν και η συνέχιση της πολιτικής των εξαγωγών σιτηρών υπήρξε ασφαλώς εγκληματική), παρά μια τραγική αποτυχία της κολεκτιβοποίησης της αγροτικής παραγωγής, όπως αυτή υλοποιήθηκε τότε, με επιπτώσεις που εξαπλώθηκαν σε όλη τη Σοβιετική Ένωση, πολύ πέρα από την Ουκρανία (παραδοσιακό σιτοβολώνα της περιοχής), πλήττοντας με ιδιαίτερη σφοδρότητα λ.χ. τις επαρχίες του Βόλγα ή το Καζαχστάν. Ο ουκρανικός εθνικός μύθος κατά μία έννοια διαψεύδεται από το ότι ο Μεγάλος Λιμός υπήρξε βαρύτερος από ό,τι αρχικά είχε γίνει γνωστό.
Στην Αθήνα, μάλιστα, όσοι παρακολουθήσαμε το συνέδριο “Ρωσική Επανάσταση – Θεωρητικές προσεγγίσεις και ανοιχτά ερωτήματα” (που διοργανώθηκε τον Απρίλιο του 2019 στον χώρο της Νομικής Σχολής για τα εκατοντάχρονα της Ρώσικης Επανάστασης), είχαμε την τύχη να ακούσουμε τον καθηγητή Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Πένζα και Επικεφαλής του Κέντρου Οικονομικής Ιστορίας του Ινστιτούτου Ρωσικής Ιστορίας του RAS, Βίκτορ Κοντράσιν, ο οποίος εισηγήθηκε για το θέμα “Η αγροτική Επανάσταση ως μια στιγμή αλήθειας της Μεγάλης Ρωσικής Επανάστασης”.
Συμβαίνει ο καθηγητής Κοντράσιν να είναι ταυτόχρονα ένας ιστορικός με ρόλο καταλυτικό τόσο στον φωτισμό των σταλινικών εγκλημάτων κατά της σοβιετικής αγροτιάς, όσο όμως και στην αποδόημηση του ουκρανικού εθνικιστικού αφηγήματος περί “Hοlodomor”. Δεν πρόκειται, άλλωστε, για μεμονωμένη φωνή, αλλά για συνεχιστή του έργου του Βίκτορ Ντανίλοφ, του αποκαλούμενου και “τελευταίου ναρόντικου”.
Μεταξύ άλλων σε παλαιότερη πολεμική του προς τον Ουκρανό ιστορικό Στανισλάβ Κουλτσίτσκι με θέμα “Ήταν ο λιμός του 1932-33 μια πράξη γενοκτονίας;”, ο Βίκτορ Κοντράσιν επισημαίνει:
Η θεώρηση του «Γολοντομόρ ως γενοκτονίας» δεν επιβεβαιώνεται από τα αρχεία που σχετίζονται με την ιστορία της κολεκτιβοποίησης στην ΕΣΣΔ, τα οποία οι ερευνητές μελέτησαν και έθεσαν σε ευρεία κυκλοφορία εντός των ακαδημαϊκών κύκλων τη δεκαετία του 1990 και στις αρχές του 2000. Αυτά τα αρχεία είναι απολύτως επαρκή για την κατανόηση των αιτιών, του εύρους και των συνεπειών του λιμού του 1932-33 σε διάφορες περιοχές της ΕΣΣΔ, και ιδιαίτερα στην Ουκρανία. Είναι αδύνατο, επί τη βάσει αρχείων, να ισχυριστεί κανείς ότι το 1932-33 ο Στάλιν και οι συνεργάτες του εφάρμοζαν μια πολιτική που στόχευε στην εξολόθρευση του ουκρανικού λαού ή μέρους του τελευταίου. Το τεράστιο σύμπλεγμα αρχείων και άλλων πηγών δεν περιέχει καμία ευθεία επιβεβαίωση αυτής της θέσης, κάτι που, κατά τη γνώμη μας, καθιστά απλά παράλογο ακόμη και το να θέτει κανείς το ερώτημα περί «γενοκτονίας».
Στο μεταξύ, η συσχέτιση μεταξύ της εκβιομηχάνισης και του λιμού είναι προφανής, στον βαθμό που συνδέεται με τις εξαγωγές στη διάρκεια του λιμού. Αυτό το χαρακτηριστικό της σοβιετικής εκβιομηχάνισης δεν είναι μια σταλινική επινόηση. Παραδείγματος χάρη, ανάμεσα στο 1887 και το 1891, περίπου 10 εκατομμύρια τόνοι σιτηρών εξήχθησαν από τη Ρωσία προκειμένου να εξοικονομηθούν πόροι για την εκβιομηχάνιση, πράγμα που οδήγησε στον «Λιμό του Τσάρου» του 1891-2. Την περίοδο 1930-33, σχεδόν 13 εκατομμύρια τόνοι σιτηρών εξήχθησαν από την ΕΣΣΔ, εξού και το εύρος της τραγωδίας στις σιτοπαραγωγικές περιοχές.
Η θεωρία του Γολοντομόρ ως γενοκτονίας μοιάζει μη πειστική από τη σκοπιά της συμπεριφοράς της σταλινικής ηγεσίας στις παραμονές και κατά τη διάρκεια του λιμού. Εάν επρόκειτο για μια πράξη λιμοκτονίας, θα είχαν ακολουθήσει τη λογική των ναζιστικών πράξεων στα εβραϊκά γκέτο στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου – με άλλα λόγια, θα είχαν βρει μια τελική λύση για το ζήτημα, σταματώντας την αποστολή τροφής και άλλων υλικών πόρων στην Ουκρανία. Αλλά αυτό δεν συνέβη.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, που βασίζονται σε μια ανάλυση των πηγών του τρίτου τόμου της συλλογής αρχείων που τιτλοφορείται Η Τραγωδία της Σοβιετικής Υπαίθρου: Κολεκτιβοποίηση και Αποκουλακοποίηση, το 1933 η Ουκρανία δέχθηκε ένα σύνολο 501.000 τόνων σιτηρών υπό τη μορφή δανείων, ένα ποσό που ήταν 7,5 φορές μεγαλύτερο από αυτό που δέχθηκε το 1932 (65.600 τόνοι). Οι ρωσικές περιοχές (εξαιρουμένου του Καζακστάν) δέχθηκαν 990.000 τόνους, δηλαδή μόνο 1,5 φορά παραπάνω απ’ ό,τι το 1932 (650.000 τόνοι).
(…)
Αν και οι Ουκρανοί ιστορικοί ισχυρίζονται ότι οι αιτίες του λιμού ήταν διαφορετικές σε κάθε περιοχή, τα έγγραφα τεκμηριώνουν ότι ο βασικός του μηχανισμός υπήρξε παντού ο ίδιος· δηλαδή η κολεκτιβοποίηση, οι κρατικές διανομές σιτηρών, η αγροτική κρίση του 1932, η αντίσταση των χωρικών και «η τιμωρία τoυς διαμέσου της πείνας» προκειμένου να ενισχυθεί το καθεστώς και να επιβληθεί το σύστημα των συλλογικών αγροκτημάτων. Δεν έχει τεκμηριωθεί μέσα από τα έγγραφα η ύπαρξη κάποιου άλλου μηχανισμού. Για την ακρίβεια, το ζήτημα δεν αφορά μόνο τις σιτοπαραγωγικές περιοχές, αλλά και άλλες, ιδιαίτερα το Καζακστάν, όπου η κολεκτιβοποίηση και οι κρατικές διανομές κρέατος υπονόμευαν τη διατροφική βάση του πληθυσμού.
Το πιο ισχυρό, και ίσως και το πιο σοβαρό, επιχείρημα που προβάλλουν οι υποστηρικτές της θεώρησης του «Γολοντομόρ ως γενοκτονίας» έχει να κάνει με τις δημογραφικές απώλειες στην Ουκρανία, που σωστά υπολογίζονται από τον Σ.Β. Κουλτσίτσκι κάπου ανάμεσα σε 3 με 3,5 εκατομμύρια θύματα. Κατά τη γνώμη μας, το εύρος της τραγωδίας στην Ουκρανία οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στη σιτοπαραγωγική ικανότητα αυτής της δημοκρατίας και στον εξαιρετικά πυκνό της πληθυσμό, ο οποίος βρέθηκε στη ζώνη της ολικής κολεκτιβοποίησης. Οι απώλειες καθορίστηκαν, εξίσου, από το εύρος της αντίστασης των χωρικών, καθώς και από μέτρα που υιοθετήθηκαν από την κεντρική κυβέρνηση και τις τοπικές αρχές σε απάντηση της αντίστασης αυτής, προκειμένου να την καταστείλουν και να εμποδίσουν την κατάρρευση του συστήματος των κολχόζ.
(…)
Δεν αρνούμαι ότι λιμός του 1932-33 και η γενικότερη οικονομική κρίση στην Ουκρανία οδήγησαν το σταλινικό καθεστώς στην υιοθέτηση προληπτικών μέτρων, στοχοποιώντας το εθνικό κίνημα στην Ουκρανία και, πηγαίνοντας ακόμα πιο πέρα, την πιθανή κοινωνική του βάση (διανοούμενους, ανθρώπους του κρατικού μηχανισμού, χωρικούς) ενόψει της επικείμενης στρατιωτικής αντιπαράθεσης της Σοβιετικής Ένωσης με τους εχθρούς της. Παρ’ όλα αυτά, η πρώτη και κύρια αιτία της τραγωδίας στην Ουκρανία, όπως και σε άλλες περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης, δεν ήταν το ζήτημα των εθνοτήτων, αλλά η ανάγκη ενίσχυσης του συστήματος των συλλογικών αγροκτημάτων και της σταλινικής πολιτικής τάξης πραγμάτων εν γένει, ζητήματα που επιλύθηκαν μέσα από την εφαρμογή χαρακτηριστικά καταπιεστικών μεθόδων, που σχετίζονταν με την επιθυμία του καθεστώτος να είναι νικηφόρο και τον χαρακτήρα του Στάλιν.
Κατά την άποψή μας, περίπου τέσσερα με πέντε εκατομμύρια άνθρωποι εκτός Ουκρανίας χάθηκαν στον λιμό του 1932-33 – ίσως και περισσότεροι. Σήμερα, Ρώσοι ειδικοί ερευνούν εντατικά το πρόβλημα αυτό. Μπορούμε να θεωρήσουμε τα εκατομμύρια αυτά ως θύματα της «γενοκτονίας του Γολοντομόρ»; Ο Σ.Β. Κουλτσίτσκι νομίζει πως όχι. Πιστεύει ότι το Γολοντομόρ υπήρξε πράξη γενοκτονίας μόνο στην Ουκρανία, ενώ σε άλλες περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης υπήρξε απλά λιμός. Υποστηρίζει ότι η κατάσχεση του συνόλου των προμηθειών σε τρόφιμα έλαβε χώρα στην ουκρανική ύπαιθρο κατά τη διάρκεια των κρατικών διανομών των σιτηρών, ενώ στη Ρωσία κατασχέθηκαν μόνο σιτηρά και όχι άλλα διατροφικά είδη.
(…)
Ο λιμός αυτός ήταν το αποτέλεσμα της πολιτικής του σταλινικού καθεστώτος ενάντια στους χωρικούς κατά τη διάρκεια του Πρώτου Πενταετούς Πλάνου, των λανθασμένων υπολογισμών του, καθώς και των απάνθρωπων, εγκληματικών μέτρων που πάρθηκαν εναντίον των χωρικών, γεγονός που οδήγησε στην κατάρρευση της γεωργίας σε όλη τη χώρα και στον λιμό.
Κανένας δεν σχεδίασε αυτό τον λιμό, αλλά το σταλινικό καθεστώς τον εκμεταλλεύτηκε προκειμένου να εξαναγκάσει τους χωρικούς να δουλέψουν στα συλλογικά αγροκτήματα και να επιβάλει την πολιτική πορεία που είχε επιλέξει να πάρει.
Ο λιμός έλαβε ιδιαίτερο χαρακτήρα, βάσει των γνωρισμάτων κάθε περιοχής στην οποία εμφανίστηκε. Αυτά καθόρισαν το εύρος και τις συνέπειές του. Πάνω απ’ όλα, επηρέασε τις περιοχές της ολικής κολεκτιβοποίησης, όπου οι αρχές συνάντησαν την ενεργητική αντίσταση των χωρικών στις κρατικές διανομές σιτηρών και την απειλή της απόλυτης κατάρρευσης της γεωργίας.
Ο λιμός δεν στόχευε σε μεμονωμένα έθνη. Δεν υπήρξε γενοκτονία συγκεκριμένα ενάντια στον λαό της Ουκρανίας· υπήρξε μία κοινή τραγωδία του ουκρανικού, του ρωσικού και των άλλων λαών της χώρας μας, για την οποία υπαίτια ήταν η σοβιετική ηγεσία.
Ο λιμός του 1932-33 ήταν μια τραγωδία που έπληξε ολόκληρη τη σοβιετική ύπαιθρο, ειδικότερα την Ουκρανία και τη Ρωσία. Συνεπώς, η τραγωδία αυτή θα έπρεπε να ενώσει, παρά να διχάσει τους λαούς αυτούς.
Με άλλα λόγια, το αφήγημα που διακινεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο, υιοθετώντας τα ατόφιο από τον ουκρανικό εθνικιστικό αναθεωρητισμό, είναι πεπαλαιωμένο και βρίσκεται πίσω από όσα, πολύ πιο σύνθετα, έχει να πεί η σύγχρονη έρευνα.
Το κρίσιμο όμως δεν είναι τόσο το πώς μεταχειρίζεται κανείς τα ιστορικά δεδομένα, όσο το ποιον δρόμο χαράζει για τις σχέσεις μεταξύ των λαών στο παρόν και το μέλλον. Μετατρέποντας τον Μεγάλο Λιμό σε αυστηρά ουκρανική υπόθεση, παρουσιάζοντάς τον ως προϊόν γενοκτονικής πρόθεσης (με όσες διεκδικήσεις επανόρθωσης, “συλλογικής μετάνοιας” κτλ. αυτό συνεπάγεται), το αφήγημα του “Holodomor” τρέφει την εχθρότητα και δικαιολογεί τις τρέχουσες συγκρούσεις μεταξύ δύο συγγενών λαών, τους οποίους, ως ομόδοξους μάλιστα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα έπρεπε να νοιάζεται εξίσου. Αν στον Ψυχρό Πόλεμο η μυθοποίηση του “Holodomor” εξυπηρετούσε την δυτική πολεμική εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης και των κομμουνιστικών ιδεωδών (κατά τον τύπο της “Μαύρης Βίβλου του Κομμουνισμού”), στις μέρες μας διευκολύνει κάτι πολύ χειρότερο: μετατρέπει μια τραγωδία όλης της σοβιετικής αγροτιάς επί των ημερών της κολεκτιβοποίησης σε εθνικιστικό λάβαρο, οπλίζοντας έτσι και το χέρι των Ουκρανών ακροδεξιών που μάχονται στο Ντονμπάς ή που έκαψαν ζωντανούς 52 ανθρώπους στο Μέγαρο των Συνδικάτων της Οδησσού τον Μάιο του 2014. Τους 52 ανθρώπους ανθρώπους για τους οποίους επίσης δεν θυμόμαστε να τέλεσε ποτέ μνημόσυνο η Παναγιότητά του
Πηγή: kosmodromio.gr
Τα άρθρα που δημοσιεύουμε δεν απηχούν αναγκαστικά τις απόψεις μας και δεν δεσμεύουν παρά τους συγγραφείς τους. Η δημοσίευσή τους έχει να κάνει όχι με το αν συμφωνούμε με τις θέσεις που υιοθετούν, αλλά με το αν τα κρίνουμε ενδιαφέροντα για τους αναγνώστες μας.