Εχει μέλλον η ουτοπική σκέψη;

Η «αχίλλειος πτέρνα» του ουτοπικού σχεδιασμού βρίσκεται στην απομάκρυνση της «στρατηγικής» από την «τακτική».

Tου Παναγιώτη Νούτσου*
24 Οκτωβρίου 2021

Πριν από λίγους μήνες αποδόθηκε στη γλώσσα μας ακόμη ένα κείμενο του M. Ferrera («Ουτοπία και ιδεολογία», μτφρ. Θ. Γιαλκέτση, «Εφημερίδα των Συντακτών», 18-21 Ιουνίου 2021), στο οποίο υποστηρίζεται ότι με τον Μαρξ η «ουτοπία εγκαταλείπει τα φανταστικά νησιά και πατάει στέρεα πάνω στη γη». Ας μου επιτραπεί να ανατρέξω στον ίδιο τον «παππού» (βλ. O Marx στον καθρέφτη, Αθήνα 2014, 391, passim) και να συλλέξω ορισμένες κύριες ερωταποκρίσεις γι’ αυτό το θέμα. Ητοι:

1. Πού λοιπόν και γιατί ανατρέχεις στην Ουτοπία του Thomas Morus;

Στο 24ο κεφάλαιο του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου (1867: 746-747), όπου πραγματεύομαι το ζήτημα της πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου. Δηλαδή, όταν οι γαιοκτήμονες και οι πλούσιοι πρωτοαστοί αναδιπλώνονται στην ύπαιθρο, διώχνουν βίαια τους αγρότες από τη γη τους και μεταβάλλουν τα χωράφια σε βοσκοτόπια.

Με τα λόγια του Morus (1516: 64), τα πρόβατα «τώρα άρχισαν να ’ναι λαίμαργα κι αχόρταγα, τόσο που καταβροχθίζουν τους ίδιους τους ανθρώπους, τα χωράφια και τα σπίτια, που καταστρέφουν κι ερημώνουν τα χωριά». Μετά την κατάργηση της δουλοπαροικίας οι χωρικοί, για παράδειγμα της Ιταλίας, δεν πέτυχαν τη χρησικτησία της γης. Απλώς, μετατράπηκαν σε φτηνά εργατικά χέρια για τις ανάγκες των πρωτοσχηματιζόμενων αστικών κέντρων (1867: 744, σημ. 189).

2. Τι θα μπορούσε να διαδεχτεί τον «ουτοπικό σοσιαλισμό»;

Μελετήθηκε ο «ουτοπικός σοσιαλισμός», από τις πρώιμες εκδηλώσεις του, καθώς και ο τρόπος της αντικατάστασής του από τον «επιστημονικό σοσιαλισμό». Ως «ιδρυτές» του τελευταίου, δεν καταδικάζαμε απόλυτα την ουτοπική σκέψη, αλλά τη βλέπαμε ως πρόωρη θεωρητική προετοιμασία για τον ερχομό μιας δικαιότερης κοινωνίας. Οπως υπογράμμιζε ο Friedrich (1878: 247· πρβλ. 1847: 143), «αν υποχρεώθηκαν οι ουτοπιστές να συγκροτήσουν από το κεφάλι τους τα στοιχεία μιας νέας κοινωνίας, έγινε γιατί αυτά τα στοιχεία δεν είχαν γίνει ορατά σ’ όλους μέσα στην παλιά κοινωνία». Αναγνωρίζοντας τον διαφωτιστικό ρόλο των ουτοπικών σχεδιασμάτων σκόπευα να εγκαινιάσω τη «σοσιαλιστική βιβλιοθήκη» με τη γερμανική μετάφραση της Ουτοπίας (Engels 12.2.1873: 567/68).

Ομως από πολύ νωρίς είχα διακρίνει τον σύνδεσμο της ουτοπικής σκέψης με τον δογματισμό. Σ’ ένα γράμμα του 1843 διατυπώνεται με ριζικό τρόπο η αντίθεσή μου προς τις «δογματικές αφαιρέσεις» του «ουτοπικού σοσιαλισμού» της εποχής μας (Cabet, Dézamy, Weitling): «Δεν παρουσιαζόμαστε στον κόσμο δογματικά με μια καινούργια αρχή: νά η αλήθεια, γονατίστε μπροστά της! Φέρνουμε στον κόσμο τις αρχές που αυτός ο ίδιος ανέπτυξε στους κόλπους του» (Σεπτ. 1843: 344/45).

Επίσης, φρόντιζα οι θεωρητικές μου αναζητήσεις να μην οδηγούν στην ουτοπική πρόληψη ενός ευτυχισμένου μέλλοντος, αλλά να εκφράζουν τους πραγματικούς αγώνες της εργατικής τάξης. Οπως τόνιζα μαζί με τον Friedrich, «ο κομμουνισμός δεν είναι για μας μια κατάσταση πραγμάτων που πρέπει να εγκαθιδρυθεί, ένα ιδεώδες που σ’ αυτό θα πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα. Ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κίνηση που καταργεί τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων».

Ετσι, οι «όροι αυτής της κίνησης προκύπτουν από τις προϋποθέσεις που από τώρα κιόλας υπάρχουν» (1845/46: 35). Ο Friedrich (που είχε ασχοληθεί περισσότερο με τις θετικές επιστήμες του καιρού μας) και κυρίως οι «μαρξικοί» επίγονοι (στο μέτρο που ο ουτοπισμός έγινε η σκιά του αναρχισμού) απολυτοποίησαν την αντίθεση του «ουτοπικού» από τον «επιστημονικό σοσιαλισμό», όταν μάλιστα η επιστήμη είχε προβληθεί σαν πεμπτουσία του αιώνα του θετικισμού και γι’ αυτό η στρατηγική.

3. Πόσο βολική υπήρξε η διάκριση «τακτικής» και στρατηγικής;

Η «αχίλλειος πτέρνα» του ουτοπικού σχεδιασμού βρίσκεται στην απομάκρυνση της «στρατηγικής» από την «τακτική». Ο ουτοπιστής δεν ενδιαφέρεται –για αντικειμενικούς και υποκειμενικούς λόγους– όσο πρέπει για τη μεθόδευση που θα οδηγήσει αποτελεσματικά στον τελικό στόχο. Το «προσκλητήριο του λόγου» (Engels 1878: 247) σημαίνει τη διεξοδική ιστόρηση του τι θα πρέπει να γίνει και την ταυτόχρονη αποσιώπηση του πώς θα μπορούσε να γίνει.

Αν οι «κοσμοδιορθωτές» του Μανιφέστου (1848: 474) αδυνατούν να ξεπεράσουν τα όρια της εποχής τους, είναι γιατί η ανωριμότητα των ιστορικών συνθηκών τούς κάνει «κοινωνικούς αλχημιστές» (Engels 1878: 248). Ομως στην ιστορική διαλεκτική, που διαφαίνεται στην ορθή συσχέτιση της θεωρίας με την πράξη, συνυπάρχει το παρόν με το μέλλον, η τακτική με τη στρατηγική. Η μονομερής προσήλωση στην τελευταία καλλιεργεί την αυθόρμητη –αλλά γενικά αβάσιμη– βεβαιότητα για τον ερχομό του καινούργιου, είτε με την αναγκαιότητα των οικονομικών νόμων είτε με την εσωτερική μεταμόρφωση των ατόμων.

4. Μήπως αρκετά πρώιμα και αναίτια είχες αποκλείσει την ουτοπική λειτουργία από τη διαλεκτική αντιμετώπιση του ιστορικού μέλλοντος;

Πράγματι, αρκετά νωρίς οι δυο μας απαιτήθηκε να κόψουμε με αρκετά βίαιο τρόπο τυχόν αφυδάτωση του «κομμουνισμού» από το ιστορικό περιεχόμενο. Για τούτο απερίφραστα αποκλείσαμε την ταύτισή του με το «ιδεώδες που σ’ αυτό θα πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα». Γιατί οι «όροι της κίνησης» προέκυπταν μόνο από τις «προϋποθέσεις που υπάρχουν κιόλας» (1845/1846: 35). Επέμεινα σ’ αυτό κι εγώ (1871: 343).

5. Εχει μέλλον η ουτοπική σκέψη;

Αν ως ουτοπία μπορεί να θεωρηθεί η διανοητική σύλληψη των λύσεων όλων των δυσεπίλυτων προβλημάτων, τότε αναντίρρητα αποτελεί το προσάναμμα της ιστορικής διαλεκτικής που θα συμπλέξει την τακτική με τη στρατηγική. Ισως στο πλαίσιο μιας ώριμα αταξικής κοινωνίας, όταν δηλαδή η «προϊστορία» (1859: 9) μετατραπεί σε συνειδητή ιστορία όλων των ανθρώπων, αχρηστευθεί η ουτοπία ή ίσως αλλάξει λειτουργία. Αλλά μήπως είμαστε ουτοπιστές όταν συζητούμε για το μακρινό μέλλον του ουτοπικού στοχασμού; Μήπως πράγματι έτσι το αντιλαμβανόμαστε ως «utopischer Traum» (1843/4: 388);

Ας μου επιτραπεί εδώ μια επισημείωση. Με αφορμή τον θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη μάλλον είναι χρήσιμο να ανατρέξουμε και σε όσα ο ίδιος συνέθεσε, όχι ως μουσική. Δηλαδή:

1. στο περιοδικό του Μανόλη Αναγνωστάκη «Κριτική» (1959,1960): «Η Μουσική στην αρχαία ελληνική τραγωδία», «Ελληνική Μουσική: έτος (περίπου) μηδέν», «Σχέδιο προγράμματος για την αναδιοργάνωση της ελληνικής μουσικής»·

2. ως παράρτημα της Επιθεώρησης Τέχνης (1961): Για την ελληνική ποίηση·

3. στην Ελληνική Αριστερά, την «πολιτική και θεωρητική επιθεώρηση» της ΕΔΑ: «Απάντηση σ’ ένα γράμμα» (Οκτ. 1964)·

4. στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση, οργάνου του ΚΚΕ (εσωτ.): «Η αντίσταση και τα προβλήματά της» (1971)·

5. ως παράρτημα του ίδιου περιοδικού: Σχετικά με την αποχώρηση του σ. Μ. Θεοδωράκη από το ΚΚΕ (εσωτ.) (Φεβρ.–Μάρτ. 1972)·

6. Το Χρέος, Ρώμη 1971, έκδοση των Τετραδίων της δημοκρατίας που εξέφραζαν τις θέσεις του «Κινήματος της Νέας Ελληνικής Αριστεράς»·

7. στο περιοδικό Διάλογος (Ρώμη 1972): «Η αντίσταση και το ελληνικό προοδευτικό κίνημα», απόσπασμα από το: Ολη η αλήθεια, χ.τ. 1972. Γι’ αυτές τις νύξεις βλ. Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα, τ.Δ΄, Αθήνα 1994, 180, 183, 185, 301, 332, 336, 365, 551.

*Ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής φιλοσοφίας του Παν/μίου Ιωαννίνων

Τα άρθρα που δημοσιεύουμε δεν απηχούν αναγκαστικά τις απόψεις μας και δεν δεσμεύουν παρά τους συγγραφείς τους. Η δημοσίευσή τους έχει να κάνει όχι με το αν συμφωνούμε με τις θέσεις που υιοθετούν, αλλά με το αν τα κρίνουμε ενδιαφέροντα για τους αναγνώστες μας.