Του Jonathan Neale
φωτ.: Cleric77 / Wikimedia
Πριν από σαράντα χρόνια, στις 28 Απριλίου 1978, οι κομμουνιστές έκαναν επανάσταση στο Αφγανιστάν2. Ο φίλος μου Ταχίρ Αλεμί ήταν ένας από αυτούς. Ήταν ένας καλός άνθρωπος, καλοσυνάτος και ευγενικός, και ήθελε να αλλάξει τον κόσμο.
Ο Ταχίρ ήταν καθηγητής λογοτεχνίας Παστούν στο Πανεπιστήμιο της Καμπούλ. Είχε διανύσει πολύ δρόμο. Ο πατέρας του ήταν ένας μικρός αγρότης σε ένα χωριό στο Νανγκραχάρ, κοντά στα σύνορα με το Πακιστάν. Η οικογένεια δούλευε τη δική της γη και είχε έναν μισθωτό καλλιεργητή, οπότε τα πήγαιναν καλύτερα από τους περισσότερους. Ο Ταχίρ μπήκε στο πανεπιστήμιο και στη δουλειά του, χάρη στην ευφυΐα του. Αγαπούσε τον πατέρα του, τα αδέλφια του και τη μητέρα του. Αλλά έπρεπε να αντιταχθεί στις αξίες του πατέρα του.
Το Αφγανιστάν τη δεκαετία του 1970 ήταν μια φεουδαρχική χώρα. Η εξουσία δεν ανήκε σε αστούς επιχειρηματίες, αλλά σε μεγάλους γαιοκτήμονες που ζούσαν σε κάστρα στην ύπαιθρο Μερικές φορές υπήρχαν δύο μεγάλοι άρχοντες σε ένα χωριό, μερικές φορές ένας, και σε ορισμένα μέρη ένας κυριαρχούσε σε πολλά χωριά. Υπήρχαν πολλοί μεσαίοι αγρότες, άνδρες όπως ο πατέρας του Ταχίρ, με ίσως έναν μισθωτό καλλιεργητή, αλλά εξακολουθούσαν επίσης να δουλεύουν τη δική τους γη.
Κάτω από αυτούς ήταν οι κολίγοι ίσως το μισό του πληθυσμού, οι οποίοι είχαν τη δυνατότητα να κρατήσουν το ένα τρίτο της σοδειάς που μάζευαν. Στο χωριό του Ταχίρ ήταν το ένα πέμπτο, επειδή η γη ήταν καλύτερη. Παντού οι κολίγοι, οι εργάτες και οι βοσκοί πληρώνονταν ίσα-ίσα για να αγοράσουν τρία ψωμιά ναν3 για δύο ενήλικες και δύο για δύο παιδιά. Αυτό σήμαινε 2.000 θερμίδες ανά ενήλικα και 1.300 ανά παιδί. Δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά άλλο φαγητό.
Ήμουν ανθρωπολόγος στο Αφγανιστάν στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Οι άνθρωποι με τους οποίους ασχολήθηκα ήταν νομάδες με πρόβατα, αλλά είχαν περάσει δύσκολες στιγμές. Το βιοτικό τους επίπεδο ήταν αρκετά τυπικό για τους φτωχούς Αφγανούς. Οι γυναίκες είχαν δύο φορέματα στη ζωή τους, ένα όταν έφταναν στην εφηβεία και ένα δεύτερο όταν παντρεύονταν. Μια συνηθισμένη οικογένεια είχε ένα μικρό φλιτζάνι για τσάι. Έτρωγαν κρέας, με μεγάλο ενθουσιασμό, μια φορά το χρόνο στη γιορτή του Προφήτη. Για να συνοδεύουν το ψωμί, έφτιαχναν σούπα βράζοντας τριφύλλι και άλλα χόρτα που μάζευαν. Δύο από τις τρεις πλουσιότερες οικογένειες του μικρού χωριού των τριάντα τριών νοικοκυριών ανταγωνίζονταν για να επιδείξουν φιλοξενία σε μένα και τη σύζυγό μου. Το ένα νοικοκυριό μου έψησε ένα αυγό σε μια ειδική περίσταση. Το άλλο μου έδωσε στιφάδο με τη δική μου μικρή πατάτα. Οι άλλοι δεν είχαν καμία.
Η εκμετάλλευση σε αυτή την κλίμακα –τα δύο τρίτα έως τέσσερα πέμπτα της σοδειάς στον γαιοκτήμονα– προϋπέθετε σκληρότητα και βία. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής προερχόταν από τους τοπικούς άρχοντες και τους σωματοφύλακες και μπράβους τους, με την υποστήριξη της κυβέρνησης. Ο Μοχάμμεντ Ζαχίρ Σαχ, ο βασιλιάς της Καμπούλ, και η οικογένειά του είχαν χτίσει την εξουσία τους ευνοώντας έναν άρχοντα σε κάθε περιοχή και κυβερνώντας διαμέσου αυτού. «Κάποιες φορές έχουμε τυραννία», μου είπε κάποτε ο Ταχίρ. «Τότε έρχονται και σκοτώνουν εσένα και όλη σου την οικογένεια. Τώρα έχουμε δημοκρατία. Ασχολούνται μόνο μαζί σου και, σου βγάζουν μόνο τα μάτια». Ήταν ένα αστείο. Γελάσαμε.
Το Αφγανιστάν ήταν μια φτωχή χώρα, ως επί το πλείστον άνυδρη, έρημη ή ορεινή. Η κυβέρνηση ήταν ανίσχυρη να φορολογήσει τους μεγάλους άρχοντες ή τους μικρούς αγρότες. Αντ’ αυτού, βασιζόταν σε περιορισμένους τελωνειακούς δασμούς. Από το 1842, οι διάφορες αφγανικές κυβερνήσεις βασίζονταν σε κάποια μορφή ξένης επιχορήγησης, συνήθως από τους Βρετανούς. Από τη δεκαετία του 1950 και μετά, το Αφγανιστάν είχε «ανάπτυξη». Στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, η ρωσική και η αμερικανική βοήθεια κάλυπτε περίπου το 80% του δημόσιου προϋπολογισμού και το μεγαλύτερο μέρος του στρατιωτικού προϋπολογισμού. Οι Ρώσοι πλήρωναν περίπου τα δύο τρίτα και οι Αμερικανοί περίπου το ένα τρίτο. Υπήρχε πολύ λίγη βιομηχανία ή οικονομική ανάπτυξη. Τα χρήματα της βοήθειας πήγαιναν στο στρατό, τα σχολεία και τη δημόσια διοίκηση. Υπήρχαν πλέον μερικές χιλιάδες φοιτητές στο Πανεπιστήμιο της Καμπούλ και εκατοντάδες χιλιάδες στα σχολεία. Η παλιά άρχουσα τάξη των γαιοκτημόνων ήταν πολύ μικρή και δεν υπήρχε περίπτωση να προσφέρει δασκάλους και δημόσιους υπαλλήλους. Οι νέοι μορφωμένοι ήταν άνδρες όπως ο Ταχίρ, παιδιά μεσαίων αγροτών. Οι γονείς και οι παππούδες τους είχαν μισήσει σιωπηρά τους μεγάλους άρχοντες και την κυβέρνηση, και οι νέοι μορφωμένοι τους μισούσαν επίσης.
Αυτοί οι νέοι δάσκαλοι ονειρεύονταν ένα ανεπτυγμένο, σύγχρονο Αφγανιστάν. Μια φορά, κάτω στην επαρχία Χελμάντ, ο Ταχίρ και εγώ στεκόμασταν σε ένα σιωπηλό πλήθος θεατών που παρακολουθούσαν μια διαδήλωση μερικών δεκάδων μαθητών γυμνασίου. Οι μαθητές ανέβηκαν εναλλάξ στο βήμα για να φωνάξουν το σύνθημά τους: «Θάνατος στους Χανς». Χαν ήταν η τοπική λέξη για τους μεγάλους άρχοντες. Το σύνθημα των αγοριών δεν ήταν αφηρημένο. Το πολιτικό τους πρόγραμμα ήταν να σκοτώσουν αυτούς τους άνδρες στην περιοχή τους.
«Έχετε τέτοια πράγματα στην Αμερική;» Με ρώτησε ο Ταχίρ.
Του είπα ότι είχαμε, και ότι είχα συμμετάσχει σε μερικά. Μου μίλησε για την 3η του Ακράμπ, το 1965, όταν οι φοιτητές στην Καμπούλ διαδήλωσαν έξω από το νεοεκλεγέν κοινοβούλιο και τρεις διαδηλωτές πυροβολήθηκαν. Ήταν εκεί.
Το 1972 υπήρξε ξηρασία, μια πρώιμη συνέπεια της κλιματικής αλλαγής. Ένας λιμός ενέσκηψε σε τμήματα του βορρά. Ήρθε επισιτιστική βοήθεια από την Αμερική. Στις επαρχιακές πόλεις, οι κυβερνητικοί υπάλληλοι στοιβάζανε τις σακούλες με τα σιτηρά στις πλατείες. Στρατιώτες φρουρούσαν τα σιτηρά και οι αξιωματούχοι τα πουλούσαν δέκα φορές πάνω από τη συνηθισμένη τιμή. Οι μικροί αγρότες πουλούσαν τη γη τους σχεδόν τσάμπα στους φεουδάρχες Χαν και αγόραζαν σιτάρι. Οι ακτήμονες κάθονταν και περίμεναν τον θάνατο. Ένας Γάλλος δημοσιογράφος τους ρώτησε γιατί δεν έκαναν έφοδο στους σωρούς των σιτηρών. «Ο βασιλιάς έχει αεροπλάνα», είπαν, «και θα μας βομβαρδίσουν».
Ο βασιλιάς και η κυβέρνησή του έχασαν σχεδόν κάθε υποστήριξη. Ο ξάδελφος του βασιλιά, ο Μοχάμμεντ Νταούντ, ήταν ένας βίαιος πρωθυπουργός μέχρι το 1963. Είχε στραφεί περισσότερο προς τους Σοβιετικούς και ο βασιλιάς περισσότερο προς τους Αμερικανούς. Τώρα οι ΗΠΑ είχαν μειώσει τη βοήθεια μετά το Βιετνάμ και τα περισσότερα χρήματα προέρχονταν από τη Ρωσία. Ο Νταούντ οργάνωσε στρατιωτικό πραξικόπημα, με σοβιετική υποστήριξη. Το πραξικόπημα δεν συνάντησε καμία αντίσταση. Μετά τον λιμό, κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να πεθάνει για τον βασιλιά.
Το πραγματικό έργο της οργάνωσης του πραξικοπήματος έγινε από κομμουνιστές στρατιωτικούς, κυρίως από την πτέρυγα Χαλκ. Όπως και οι δάσκαλοι, οι αξιωματικοί προέρχονταν από μεσαία αγροτικά στρώματα, συχνά ήταν οι πρώτοι της οικογένειάς τους που μορφώθηκαν και συχνά εκπαιδεύτηκαν στη Σοβιετική Ένωση.
Το πραξικόπημα δεν άλλαξε τίποτα σημαντικό. Η εξουσία παρέμεινε στους μεγάλους άρχοντες, αν και η ρητορική του Νταούντ ήταν αριστερή. Το πανεπιστήμιο, τα λύκεια και τα δημοτικά σχολεία έγιναν χώροι έντονα πολιτικοί, ιδίως στις πόλεις. Ορισμένοι δάσκαλοι προσηλυτίζονταν υπέρ της Αδελφότητας, άλλοι υπέρ του Χαλκ και του Παρτσάμ. Οι μαθητές συζητούσαν. Το Παρτσάμ υποστήριζε τη συνεργασία με τη δικτατορία του Νταούντ. Το Χαλκ ήθελε την πλήρη επανάσταση.
Οι κομμουνιστές αυξάνονταν. Τον Απρίλιο του 1978 ο Νταούντ διέταξε τη δολοφονία ενός κομμουνιστή ηγέτη, του Μιρ Ακμπάρ Χιμπέρ. Και οι δύο πτέρυγες των κομμουνιστών συγκεντρώθηκαν σε μια μεγάλη δημόσια διαδήλωση στην κηδεία του στην Καμπούλ. Ο Νταούντ είχε συλλάβει όλους τους ηγέτες και των δύο πτερύγων και γνώριζαν ότι σύντομα θα τους σκότωναν. Ένας ηγέτης, ο Αμίν, κατάφερε να δώσει το σύνθημα για να τεθεί σε εφαρμογή ένα προσχεδιασμένο πραξικόπημα. Οι ίδιοι αξιωματικοί του στρατού και της αεροπορίας που είχαν φέρει τον Νταούντ στην εξουσία σκότωσαν τώρα τον ίδιο τον ηγέτη και ολόκληρη την οικογένειά του. Όπως και με τον βασιλιά, κανένας απολύτως δεν θα πολεμούσε για τον Νταούντ, και οι κομμουνιστές πέτυχαν.
Οι κομμουνιστές εξήγγειλαν επανάσταση· την ονόμασαν «Μεγάλη Απριλιανή Επανάσταση», όπως την Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία. Πέρασαν δύο διατάγματα για να μετατρέψουν το πραξικόπημα σε επανάσταση. Το πρώτο ήταν η μεταρρύθμιση της γης· η γη θα αφαιρούνταν από τους γαιοκτήμονες και θα δινόταν στους κολίγους. Σε πολλές περιοχές η κυβέρνηση δεν είχε κανένα μέσο για να επιβάλει τη μεταρρύθμιση της γης, αλλά στη Χελμάντ, όπου τα αγόρια είχαν φωνάξει «Θάνατος στους Χανς» από την πρόχειρη εξέδρα τους, οι τοπικοί κομμουνιστές άρχισαν να παίρνουν τη γη και να την αναδιανέμουν.
Η δεύτερη ήταν η κατάργηση των πληρωμών που έδινε η οικογένεια του γαμπρού για το χέρι της νύφης. Αυτά ήταν σημαντικά ποσά, συνήθως εισόδημα δύο έως πέντε ετών για ένα νοικοκυριό. Το σημαντικότερο, το τίμημα για τη νύφη αποτελούσε στα μάτια όλων σημάδι της υποταγής των γυναικών.
Οι σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών δεν ήταν η σεξιστική καρικατούρα που γνωρίζουμε σήμερα από την ισλαμοφοβική προπαγάνδα. Στα χωριά, ίσως τέσσερις ή πέντε οικογένειες στις διακόσιες κρατούσαν τις γυναίκες τους απομονωμένες, επιτρέποντάς τους να βγαίνουν έξω μόνο τυλιγμένες με μπούρκες. Στα περισσότερα φτωχά νοικοκυριά οι γυναίκες έπρεπε να εργάζονται στα χωράφια μαζί με τους άνδρες. Αλλά αν η καταπίεση των γυναικών δεν ήταν όπως παρουσιάζεται σήμερα, ήταν αρκετά πραγματική, όπως και σε άλλες χώρες. Οι κομμουνιστές ήταν αποφασισμένοι να τα αλλάξουν όλα αυτά. Το διάταγμα για την πληρωμή της νύφης είχε σε μεγάλο βαθμό τυπική ισχύ, αν και σε ορισμένες περιοχές τα κορίτσια ενθαρρύνονταν να χορεύουν δημοσίως.
Τα μέτρα για τη γη και το γάμο πυροδότησαν μια εξέγερση με επικεφαλής τους τοπικούς μουλάδες. Οι μουλάδες δεν ήταν ίδιοι με τους ισλαμιστές της Αδελφότητας. Οι τελευταίοι ήταν μορφωμένοι άνδρες, μηχανικοί και θεολόγοι. Οι μουλάδες ήταν ως επί το πλείστον φτωχοί χωρικοί, με επαρκή εκπαίδευση για να διαβάζουν φαρσί και να απαγγέλλουν το Κοράνι στα αραβικά. Η ελίτ τούς αντιμετώπιζε με περιφρόνηση. Αλλά είχαν μια ιστορία στην ηγεσία της λαϊκής αντίστασης.
Το Αφγανιστάν δεν είχε ποτέ κατακτηθεί. Οι Βρετανοί είχαν εισβάλει το 1838-42 και ξανά το 1878-1880. Και τις δύο φορές η αφγανική ελίτ δέχτηκε τον χρυσό του εισβολέα – κυριολεκτικά, σε σακούλες – και δεν αντιστάθηκε. Και τις δύο φορές, όμως, οι μουλάδες έκαναν κήρυγμα στις πόλεις και τα χωριά, ξεσηκώνοντας μια λαϊκή εξέγερση τζιχάντ που έδιωξε τους Βρετανούς. Στη συνέχεια, τη δεκαετία του 1920, μια νέα μεταρρυθμιστική κυβέρνηση υπό τον βασιλιά Αμανουλλάχ προσπάθησε να «εκσυγχρονίσει» τη χώρα, όπως είχε κάνει ο Ατατούρκ στην Τουρκία και ο Ρεζά Σαχ στο Ιράν. Ο Αμανουλλάχ επέμεινε στον τερματισμό της απομόνωσης για τις γυναίκες της ελίτ και επέμεινε να φορούν δυτικά φορέματα. Στη συνέχεια προσπάθησε να φορολογήσει τη γη των μεγάλων αρχόντων και των μικρών αγροτών στα νοτιοανατολικά, προκαλώντας εξέγερση υπό την ηγεσία μουλάδων. Στη συνέχεια, ένας εργάτης που μετατράπηκε σε κοινωνικό ληστή, ο Χαμπιμπουλλάχ, ηγήθηκε μιας λαϊκής εξέγερσης στην Καμπούλ. Με τη βρετανική βοήθεια, η βασιλική οικογένεια κατέστειλε την εξέγερση αυτή, αλλά το κοινωνικό πείραμα του Αμανουλλάχ έφτασε στο τέλος του.
Μετά τη δεκαετία του 1930, οι μουλάδες συνέχισαν να είναι οι θεματοφύλακες της ορθοδοξίας, αν και το Ισλάμ των Αφγανών ήταν χαλαρό και όχι πολύ ορθόδοξο. Οι μουλάδες συνέδεσαν το συντηρητικό Ισλάμ και την αντίδραση στην απελευθέρωση των γυναικών, με την αντίδραση στον χριστιανικό ιμπεριαλισμό της Βρετανίας και της Αμερικής και στον αθεϊστικό ιμπεριαλισμό της Σοβιετικής Ένωσης. Για τους περισσότερους Αφγανούς, άνδρες και γυναίκες, το Ισλάμ ήταν επίσης ο ηθικός πυρήνας της ζωής τους.
Μετά την επανάσταση του Σαούρ, οι μουλάδες άρχισαν να οργανώνουν την αντίσταση στην κυβέρνηση. Όπως είχαν κάνει κατά των Βρετανών και του Αμανουλάχ, κάλεσαν σε αντίσταση στην ξένη κυριαρχία. Η εξέγερση ξεκίνησε από τα βουνά και τα σύνορα, όπου η κυβέρνηση ήταν πάντα πιο αδύναμη, και εξαπλώθηκε προς τις κοιλάδες και τις πόλεις. Αντιμετωπίζοντας αυτή την αντίσταση, οι κομμουνιστές αντιμετώπισαν ένα τρομερό πρόβλημα. Δεν είχαν την υποστήριξη της πλειοψηφίας, οπότε κατέφυγαν στη σκληρότητα.
Η Επανάσταση του Σαούρ βασίστηκε σε ένα πραξικόπημα υπό την ηγεσία νεαρών αξιωματικών. Όμως το Αφγανιστάν είχε στρατό κληρωτών, με άνδρες από κάθε γωνιά της χώρας, κυρίως από οικογένειες μικρών αγροτών και μισθωτών αγροτών. Αυτοί οι στρατιώτες ακολουθούσαν τις διαταγές, αλλά δεν είχαν πειστεί πολιτικά. Δεν είχαν υπάρξει εξεγέρσεις στις πόλεις ούτε πόλεμος των αγροτών για τη γη. Με αυτή την έννοια, η Επανάσταση του Σαούρ ήταν ένα πραξικόπημα από πάνω προς τα κάτω με μικρή υποστήριξη από την ύπαιθρο.
Οι κομμουνιστές είχαν πραγματική υποστήριξη στις πόλεις. Στις ελεύθερες εκλογές που διεξήχθησαν πριν από την κατάληψη της εξουσίας από τον Νταούντ το 1973, είχαν κερδίσει τις περισσότερες έδρες στην Καμπούλ. Είχαν υποστήριξη μεταξύ των μαθητών, των φοιτητών, των δημοσίων υπαλλήλων και άλλων στις μεγάλες πόλεις. Σε μια χώρα που στη συντριπτική της πλειοψηφία ήταν αγροτική, αυτό δεν ήταν αρκετό. Αντιμέτωπη με φλογερά κηρύγματα και αγροτικές εξεγέρσεις, η νέα κομμουνιστική κυβέρνηση δεν μπορούσε παρά να στείλει τους στρατιώτες να συλλάβουν τον κόσμο. Αυτό προκάλεσε περισσότερη αναταραχή και άρχισαν να βασανίζουν ανθρώπους, γεγονός που οδήγησε σε επέκταση της εξέγερσης. Τους επόμενους είκοσι μήνες οι κομμουνιστές και ο στρατός τους έχασαν τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους της χώρας. Μέχρι τον Δεκέμβριο του 1979 κατείχαν πλήρως μόνο τρεις από τις τριάντα τέσσερις επαρχίες. Σε είκοσι οκτώ επαρχίες, οι στρατώνες του στρατού εξασφάλιζαν τον έλεγχο των πόλεων και των μεγαλύτερων κωμοπόλεων, ενώ οι εξεγερμένοι έλεγχαν την ύπαιθρο. Σε τρεις επαρχίες, οι αντάρτες έλεγχαν ακόμη και τις πόλεις.
Κάτω από αυτή την πίεση οι κομμουνιστές χωρίστηκαν άγρια, σε τρία στρατόπεδα. Η ομάδα Παρτσάμ, με επικεφαλής τον Μπαμπάκ Καρμάλ, υποστήριζε τη δημιουργία μιας συμμαχίας με όλες τις εθνικές προοδευτικές δυνάμεις. Στην πράξη, αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να λένε μουσουλμανικές προσευχές, να σιωπούν για την εξαγορά της νύφης και για τις γυναίκες και να σταματήσουν τη μεταρρύθμιση της γης. Αυτή η πολιτική ήταν σύμφωνη με τις συμβουλές των Σοβιετικών της KGB και στρατηγών, οι οποίοι θεωρούσαν την ιδέα της κοινωνικής επανάστασης πρόωρη και απερίσκεπτη. Το πρόβλημα με αυτή την προσέγγιση ήταν ότι οι μουλάδες –και το υπόλοιπο Αφγανιστάν– δεν ξεγελάστηκαν.
Για τους πιο ριζοσπαστικούς μαχητές της ομάδας Χαλκ, αυτό ήταν επίσης προδοσία του κοινού ονείρου για ένα σύγχρονο Αφγανιστάν και για το τέλος του σεξισμού και της εξοντωτικής φτώχειας. Μέσα σε λίγους μήνες, εκκαθάρισαν τους Παρτσαμί. Μερικοί, όπως ο Καρμάλ, πήγαν στην εξορία στην Ανατολική Ευρώπη και τη Σοβιετική Ένωση. Οι Χαλκί έστειλαν πολλούς από τους υπόλοιπους στη φυλακή.
Αλλά ακόμα ο κλοιός της αντίστασης έσφιγγε γύρω από τις πόλεις. Η ομάδα των Χαλκ διασπάστηκε στα δύο. Ο Ταρακί, ο παλαιότερος ηγέτης, ένας μυθιστοριογράφος από μια φυλή βοσκών και νομάδων, δεν έβλεπε άλλη διέξοδο από το να καλέσει τα σοβιετικά στρατεύματα για να καταστείλουν την αντίσταση. Ο νεότερος ηγέτης, ο Μοχάμεντ Αμίν, από μια αγροτική περιοχή λίγο έξω από την Καμπούλ, είχε σπουδάσει παιδαγωγικά στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Ήταν Αφγανός εθνικιστής και δεν θα ανεχόταν σοβιετικά στρατεύματα σε καμία περίπτωση.
Η KGB συμβούλευσε τον Ταρακί να σκοτώσει τον Αμίν. Ο Ταρακί προσπάθησε και απέτυχε, επειδή η πλειοψηφία των ριζοσπαστών Χαλκί ήταν επίσης εναντίον των ρωσικών στρατευμάτων. Αντ’ αυτού, ο Αμίν σκότωσε τον Ταράκι.
Η αγροτική αντίσταση εξακολουθούσε να αυξάνεται. Ο Αμίν απευθύνθηκε στους Αμερικανούς, ζητώντας την υποστήριξή τους για να αντισταθμίσει τους Σοβιετικούς. Οι Αμερικανοί αρνήθηκαν. Η σοβιετική κυβέρνηση, φοβούμενη ότι ο Αμίν θα κατάφερνε να οικοδομήσει μια συμμαχία με τους Αμερικανούς ή θα υπέκυπτε στην εξέγερση, προσπαθούσε συνεχώς να τον δολοφονήσει. Κανένας Αφγανός κομμουνιστής στη χώρα δεν θα το έκανε γι’ αυτούς. Μπροστά σε αυτή την επίθεση, ο Αμίν προχωρούσε όλο και περισσότερο στη σκληρότητα, στις συλλήψεις, στα βασανιστήρια και στις εκτελέσεις.
Τα σοβιετικά τανκς πέρασαν τα σύνορα στις 24 Δεκεμβρίου 19794. Η επανάσταση του Σαούρ είχε τελειώσει. Οι Σοβιετικοί εκτέλεσαν τον Αμίν και τον αντικατέστησαν με τον Μπαμπράκ Καρμάλ, που επέστρεψε από την εξορία στη Μόσχα. Οι φυλακές άρχισαν να γεμίζουν με Χαλκί. Όλα όσα έλεγαν οι μουλάδες και οι μορφωμένοι ισλαμιστές ότι οι κομμουνιστές ήταν εργαλεία άθεων ξένων είχαν αποδειχθεί αληθινά.
Την άνοιξη του 1980, νυχτερινές διαδηλώσεις ξεκίνησαν στη δυτική πόλη Χεράτ, εξαπλώθηκαν γρήγορα στην Κανταχάρ στα νότια και στη συνέχεια στην Καμπούλ. Οι δημόσιοι υπάλληλοι στην Καμπούλ, μια από τις ισχυρότερες κομμουνιστικές βάσεις, προχώρησαν σε απεργία κατά της ρωσικής κατοχής. Οι μαθήτριες του λυκείου θηλέων της Καμπούλ, πάντα ένθερμες υποστηρίκτριες της απελευθέρωσης των γυναικών και των κομμουνιστών, συγκεντρώθηκαν στο προαύλιο και φώναζαν στους άνδρες του Αφγανιστάν να ξεσηκωθούν ενάντια στον εισβολέα.
Η ρωσική κατοχή θα διαρκούσε οκτώ χρόνια, βασιζόμενη σε τανκς στις πόλεις και αεροπορικούς βομβαρδισμούς στην ύπαιθρο. Σε έναν πληθυσμό είκοσι εκατομμυρίων, περίπου ένα εκατομμύριο σκοτώθηκαν, ένα άλλο εκατομμύριο έμεινε ανάπηρο και έξι εκατομμύρια οδηγήθηκαν στην εξορία. Όταν όλα τελείωσαν και τα σοβιετικά τανκς έφυγαν, οι ισλαμιστές πολέμαρχοι ανέλαβαν την εξουσία. Το όνειρο του φεμινισμού και του σοσιαλισμού είχε πεθάνει.
Το πολιτικό αποτέλεσμα ήταν το ίδιο με αυτό που θα ήταν στις Ηνωμένες Πολιτείες αν οι αριστεροί εκεί είχαν συμμαχήσει με έναν εισβολέα για να σκοτώσουν οκτώ έως δεκαπέντε εκατομμύρια Αμερικανούς με βομβαρδισμούς από αέρος και να οδηγήσουν ενενήντα εκατομμύρια στην εξορία. Οι ιδέες για την απελευθέρωση των γυναικών είχαν μολυνθεί.
Μερικοί από τους κομμουνιστές ήταν από τη φύση τους σκληροί. Οι περισσότεροι ήταν σαν τον Ταχίρ, αξιοπρεπείς άνθρωποι που ήθελαν έναν καλύτερο κόσμο. Από την ώρα που άρχισαν να επιβάλλουν τον σοσιαλισμό ενάντια στην αντίθεση της πλειοψηφίας, είχαν καταστραφεί.
Η ιδέα ότι ο κομμουνισμός ή ο σοσιαλισμός απαιτούσε μια δικτατορία από μια μειοψηφία ήταν ευρύτατα αποδεκτή μεταξύ των ριζοσπαστών στις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Ο Καρμάλ είχε διδαχθεί την πολιτική στη φυλακή της Καμπούλ, ο Ταρακί είχε διδαχθεί τη δική του στη Βομβάη και ο Αμίν είχε περάσει χρόνια στη Νέα Υόρκη. Οι Αφγανοί κομμουνιστές έκαναν απλώς αυτό που η Αριστερά σε παγκόσμιο επίπεδο ήξερε ότι έπρεπε να γίνει, αν ήθελαν πραγματικά να αλλάξουν τον κόσμο. Η τραγωδία τους είναι, σε μια ακραία και τρομερή μορφή, η ίδια που έχει επαναληφθεί και αλλού.
Όταν τον γνώρισα, τα μάτια του Ταχίρ γέμιζαν δάκρυα καθώς μιλούσε για την άγνοια και τον πόνο των χωρικών που συναντούσαμε. Τους καταλάβαινε και τους αγαπούσε και ήξερε γιατί ήταν τόσο δύσκολο να τους πείσει κανείς. Πριν από μερικά χρόνια έπινα μια μπύρα με έναν Αφγανό φίλο στο Λονδίνο και τον ρώτησα αν γνώριζε τον Ταχίρ. Ναι, είπε, ήταν καλός άνθρωπος, ευγενικός.
«Ένας Παρτσαμί», είπε.
«Ναι», είπα, «ένας Παρτσαμί».
Ο φίλος μου ήταν στη φυλακή μαζί με τον Ταχίρ στο Τζαλαλαμπάντ το φθινόπωρο του 1978, λίγο πριν από τη σοβιετική εισβολή. Εκείνος βγήκε, ενώ ο Ταχίρ όχι. Ο φίλος μου δεν είχε συγκεκριμένες πληροφορίες, αλλά ήταν σίγουρος ότι ο Ταχίρ είχε εκτελεστεί.
Ελπίζω να έκανε λάθος. Ξέρω ότι δεν έκανε.
Μετάφραση: elaliberta.gr
Jonathan Neale, “Remembering the Saur Revolution”, Jacobin, 15 Μαΐου 2018, https://www.jacobinmag.com/2018/05/afghanistan-saur-revolution-communists-soviet-intervention.
Τα βιβλία του Jonathan Neale περιλαμβάνουν τα εξής: A People’s History of the Vietnam War, Tigers of the Snow, What’s Wrong with America και Stop Global Warming. Συνεργάζεται με τη Nancy Lindisfarne στον ιστότοπο Anne Bonny Pirate. Στα ελληνικά:Τζόναθαν Νιλ, Βιετνάμ 1960-1975 – Ο αμερικάνικος πόλεμος, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2005
Σημειώσεις
[Σ.τ.Μ.:] Η “επανάσταση του Σαούρ” έγινε στις 7 του μήνα Σαούρ, που αντιστοιχεί στις 27 Απριλίου 1978 (ο συγγραφέας την αναφέρει και σαν “απριλιανή επανάσταση”). Ο Σαούρ είναι ο δεύτερος μήνας του Αφγανικού ημερολογίου (Απρίλιος-Μάϊος). Στο κείμενο αναφέρεται επίσης και ο μήνας Ακράμπ. Και οι 12 μήνες του αφγανικού ημερολογίου είναι: Χαμάλ (21/3-20/4), Σαούρ (21/4-21/5), Τζάουζα (22/5-21/6), Σαρατάν (22/6-22/7), Άσαντ (23/7-22/8), Σονμπολά (23/8-22/9), Μιζάν (23/9-22/10), ‘Ακράμπ (23/10-21/11), Καούς (22/11-21/12), Τζαντί (22/12-20/1), Νταλβά (21/1-19/2), Χουτ (20/2-20/3).
2 Jonathan Neale, “The Afghan Tragedy”, International Socialism 2:12, Άνοιξη 1981. REDS – Die Roten, http://www.marxists.de/middleast/neale/afghan.htm.
3 [Σ.τ.Μ.:] naan, επίπεδο προζυμωμένο ψωμί που φτιάχνεται από αλεύρι σίτου και ψήνεται σε tandoor
4 “United States-Afghanistan Diplomatic Relations, September-December 1979: Hafizullah Amin’s Struggle For Survival”, DigitalcommonsUno, 13 Απριλίου 0217, https://digitalcommons.unomaha.edu/studentwork/422/. Aleksandr Antonovich Lyakhovskiy, “Inside the Soviet Invasion of Afghanistan and the Seizure of Kabul, December 1979”, Wilson Center, https://www.wilsoncenter.org/publication/inside-the-soviet-invasion-afghanistan-and-the-seizure-kabul-december-1979.
Πηγή: www.elaliberta.gr
Τα άρθρα που δημοσιεύουμε δεν απηχούν αναγκαστικά τις απόψεις μας και δεν δεσμεύουν παρά τους συγγραφείς τους. Η δημοσίευσή τους έχει να κάνει όχι με το αν συμφωνούμε με τις θέσεις που υιοθετούν, αλλά με το αν τα κρίνουμε ενδιαφέροντα για τους αναγνώστες μας.