Το δέος της αποχής, το θεσμικό “σάντουιτς” και η στρατηγική έναντι της Τουρκίας
Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Την πλάτη στις κάλπες στρέφει τώρα μια πλειοψηφία πολιτών στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πολιτών άλλωστε μόνο μια μειοωηφία των οποίων δηλώνει στις δημοσκοπήσεις (π.χ. το τελευταίο ευρωβαρόμετρο) ότι εμπιστεύεαι τα όργανα της ΕΕ. Περιλαμβανομένου ενός κοινοβουλίου που, μόνο πολύ μερικά, ανταποκρίνεται στον ρόλο που υποδηλώνει το όνομά του.
Σε μια προσπάθεια να αναζωογονήσουν το ενδιαφέρον των εκλογέων, Σαρκοζί και Μέρκελ απευθύνθηκαν από κοινού στους πολίτες καλώντας τους να στηρίξουν μια ”Ευρώπη που προστατεύει”, όπως είναι ο τίτλος του κοινού άρθρου τους στη “Ζουρνάλ ντε Ντιμάνς”, παραμερίζοντας τις διαφορές τους και επιχειρώντας να θυμίσουν τον πάλαι ποτέ “κραταιό” γαλλογερμανικό άξονα. Στην πραγματικότητα όμως ο “άξονας” μοιάζει σκιά του εαυτού του. Μαζί και το “πολιτικό σχέδιο” πίσω από μια ΅ξεχειλωμένη” Eυρώπη των 27, που η γαλλική επιθεώρηση “Geopolitiques” παρομοιάζει με ζώο που, όσο μεγαλώνει, τόσο πιο δυσδιάκριτο γίνεται το κεφάλι του!
Η παρέμβαση άλλωστε Σαρκοζί και Μέρκελ γίνεται σε μια Ευρώπη όπου όλα σχεδόν τα πολιτικά σχέδια μοιάζουν σε αποσύνθεση, όπου η σοσιαλδημοκρατία δεν τολμάει καν να επικαλεσθεί τον Κέυνς, έστω και με τον τρόπο που το κάνει ο Ομπάμα στις ΗΠΑ, ενώ και η λεγόμενη ριζοσπαστική αριστερά αποφεύγει στην πραγματικότητα να προτείνει ένα δικό της πολιτικό σχέδιο. Οι Γάλλοι “ριζοσπάστες” π.χ. τύπου Μπεζανσενό ή Μελανσόν, προτιμάνε να κατεβαίνουν διασπασμένοι στις εκλογές, μη τυχόν και ξεπεράσουν το Σοσιαλιστικό Κόμμα και πρακτικά έχουν μεταβληθεί σε είδος συνδικάτων, που ζητάνε προστασία εισοδημάτων και δικαιωμάτων, αποφεύγουν όμως να κάνουν σοβαρές καμπάνιες για αριστερές ιδέες (oύτε καν για την εθνικοποίηση των “τοξικών” τραπεζών που κλήθηκαν να διασώσουν οι φορολογούμενοι). Παραδόξως, σε μια εποχή που χρεωκόπησαν σύμβολα του καπιταλισμού, όπως η Σίτυ Μπανκ και η Τζένεραλ Μότορς, η ευρωπαϊκή αριστερά μοιάζει πολιτικά πιο αδύναμη από ποτέ.
Σκάνδαλα ταλανίζουν χώρες όπως η Βρετανία, το Βέλγιο, η Ελλάδα. Αλλού, η παρακμή παίρνει τη μορφή ευτελισμού κάθε αξίας, συνειδητής προσπάθειας αποκτήνωσης των κοινωνιών και διαφθοράς της πολιτικής (Ιταλία του Μπερλουσκόνι). Οι ηγέτες της Ευρώπης ελπίζουν ότι απέφυγαν τα χειρότερα στην οικονομία, πληρώνοντας από τους προϋπολογισμούς τις ζημιές των τραπεζιτών, αποφεύγοντας όμως ταυτόχρονα επώδυνες πολιτικές αναδιανομής και ριζικής μεταρρύθμισης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Η οικονομική κρίση παραμένει όμως βαθύτερη στην Ευρώπη απότι στις ΗΠΑ, και πολλοί οικονομολόγοι δεν είναι καθόλου σίγουροι για πραγματική ανάκαμψη τα επόμενα πέντε χρόνια, έστω κι αν οι κοινωνικές συνέπειες είναι προς το παρόν εδώ περισσότερο αφομοιώσιμες, όπου τουλάχιστον διατηρούνται ακόμα οι προστασίες κάποιου κοινωνικού κράτους. Κι έτσι άλλωστε, η ΕΕ δεν κατάφερε να παρέμβει στην αιχμή της κρίσης ως ¨Ενωση, στηρίχτηκε κυρίως στα εθνικά μέσα για την αντιμετώπισή της.
Δεν είναι ότι η κοινή γνώμη στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες δεν γνωρίζει τη σημασία που έχουν οι αποφάσεις των οργάνων της ΕΕ για τη ζωή των πολιτών σε κάθε μια χώρα. Δεν μοιάζει όμως να πιστεύει ότι στην πραγματικότητα μπορεί να επηρεάσει αυτές τις αποφάσεις, συμμετέχοντας αίφνης στις ευρωεκλογές. Γι’ αυτό, σχεδόν παντού, το διακύβευμα των “ευρωεκλογών” είναι στην πραγματικότητα εθνικό και όχι ευρωπαϊκό.
Την ίδια την ευρωπαϊκή ”οικοδόμηση” καθορίζουν ανέλεγκτα όργανα, όπως η ανεξάρτητη (από τους πολίτες, όχι τους τραπεζίτες) Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Κομισιόν). Μια επιτροπή που, εδώ και δεκαετίες, κάνει βασικά δύο πράγματα: “Απελευθερώνει” ασταμάτητα τις “αγορές” και διευρύνει, εξίσου ασταμάτητα, μια ‘Ενωση, που ήδη μοιάζει να έχει σε μεγάλο βαθμό μετατραπεί σε αυτό που αποτελούσε παγίως αγγλοσαξωνική επιδίωξη: μια ζώνη ελευθέρων ανταλλαγών, όπου τα κοινωνικά, φορολογικά και οικολογικά κεκτημένα εξισώνονται από την αγορά, δηλαδή προς τα κάτω, κατεδαφίζοντας σταδιακά τη σημαντικότερη κατάκτηση του ευρωπαϊκού πολιτισμού, το μεταπολεμικό κοινωνικό κράτος. Και μια ζώνη που ακολουθεί και στηρίζει τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, υποθηκεύοντας μόνιμα κάθε ιδέα ή δυνατότητα πολιτικής ανεξαρτησίας από τις ΗΠΑ. Δίπλα στην Τράπεζα και την Κομισιόν, ένα τρίτο όργανο με επιρροή, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, εργάζεται εξίσου ασταμάτητα για την επιβολή του ευρωπαϊκού επί των εθνικών δικαίων, αλλά και διακρίνεται για μια ιδιαίτερα φιλελεύθερη ανάγνωση των ευρωπαϊκών ρυθμίσεων, εις βάρος των κοινωνικών και εργατικών δικαιωμάτων.
Το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο δεν είναι, θεσμικά και πολιτικά, παρά ο φτωχός συγγενής των οργάνων που όντως αποφασίζουν τις πολιτικές της ¨Ενωσης. Δεν έχει τη νομοθετική πρωτοβουλία να προτείνει τις ντιρεκτίβες και τους κανονισμούς, η Κομισιόν διατηρεί το δικαίωμα εισήγησης αυτών των κειμένων και καθορισμού της σημασίας τους. Από τα δικαιώματα “συναπόφασης’ του κοινοβουλίου εξαιρούνται η δικαιοσύνη, οι εσωτερικές υποθέσεις, η φορολογία και η εξωτερική πολιτική. Οι βουλευτές δεν μπορούν να αποφασίσουν για τα έσοδα της ¨Ενωσης και, αν μπορούν να καταψηφίσουν τα μέλη και τον πρόεδρο της Κομισιόν, δεν έχουν το δικαίωμα να προτείνουν δικούς τους υποψήφιους.
Αν, θεσμικά, το ευρωκοινοβούλιο μοιάζει με σάντουιτς μεταξύ Κομισιόν και κυβερνήσεων, πολιτικά συχνά εξαφανίζεται μέσω της εν πολλοίς συνδιαχείρισής του από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα και τους Σοσιαλιστές. Στο περιβάλλον όμως του Μάαστριχτ, οι πολιτικές δυνάμεις της Ευρώπης μοιάζουν περισσότερο διαχειριστικές παρά πολιτικές, με τους ίδιους τους ευρωπαϊκούς θεσμούς να προσδιορίζουν ασφυκτικά τις ασκούμενες πολιτικές. Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρά τη γλωσοδιάρροια για το λεγόμενο δημοκρατικό έλλειμμα, κανείς δεν σκέφτεται στα σοβαρά να το διορθώσει. Οι συνθήκες της Νίκαιας και της Λισσαβώνας, ή η ευρωπαϊκή συνταγματική, αντιμετώπισαν το πρόβλημα ως τεχνικό πρόβλημα συντονισμού κυβερνήσεων και όχι ως βαθύτερη διάσταση πολιτών, κοινωνίας και ευρωπαϊκής ελίτ. Το γαλλικό, ολλανδικό και ιρλανδικό όχι αντιμετωπίστηκαν ως παραπατήματα, μικροατυχήματα και αναζητήθηκαν τεχνικοί τρόποι για να παρακαμφθεί, όχι να ικανοποιηθεί η λαϊκή θέληση, είτε βάζοντας τους λαούς να ξαναψηφίσουν, είτε περνώντας τις καταψηφισθείσες ρυθμίσεις από το κοινοβουλευτικό “παράθυρο”. (Το ίδιο κινδυνεύει να συμβεί και με το κυπριακό δημοψήφισμα του 2004, που δεν αφορά μεν άμεσα την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, επηρεάζει όμως καθοριστικά την πολιτική της διεύρυνσης).
Τουρκική ένταξη: η αβάσταχτη ελαφρότητα της Ένωσης
Την αντίθεσή τους στην τουρκική ένταξη στην ΕΕ εξέφρασαν ο Πρόεδρος Σαρκοζί και η Καγκελλάριος Μέρκελ, σε μια προφανή προσπάθεια να κερδίσουν προεκλογικούς πόντους για τα κόμματά τους. Γιατί στη Γαλλία, τη Γερμανία και τις περισσότερες χώρες της ΕΕ, υπάρχει διαπιστωμένη και σταθερή αντίθεση της πλειοψηφίας των πολιτών στην ένταξη της Τουρκίας. Για τον μέσο πολίτη, όπως και για κάθε γεωγράφο, ακόμα και Τούρκο, η Τουρκία βρίσκεται κυρίως στην Ασία. Από την άποψη των θεσμών, της πολιτικής κουλτούρας και της οικονομικής δομής, χώρες όπως η Αυστραλία ή η Νέα Ζηλανδία είναι πολύ πιο κοντά στην ΕΕ!
Εντούτοις εγείρονται μεγάλα ερωτηματικά για το τι ακριβώς σημαίνουν αυτές οι δηλώσεις και κατά πόσον θα ακολουθηθούν από πρακτικά μέτρα ή δεν συνιστούν απλά προεκλογικά πυροτεχνήματα. Για παράδειγμα, ο κ. Σαρκοζί μπορεί να τάσσεται δημοσίως εναντίον της εντάξεως, ταυτόχρονα όμως απάλειψε από το γαλλικό σύνταγμα όρο που επέβαλε σε κάθε περίπτωση δημοψήφισμα, όρο που θα ήταν υπό τις προβλέψιμες συνθήκες το πιο δύσκολο, σχεδόν ανυπέρβλητο εμπόδιο στον δρόμο της ¨Αγκυρας!
Πολλοί αναλυτές δεν πιστεύουν ότι τελικά η Τουρκία θα γίνει μέλος της ¨Ενωσης – κι ότι αν αυτό όντως συνέβαινε θα ήταν το οριστικό τέλος οποιουδήποτε ευρωπαϊκού σχεδίου. Ταυτοχρόνως όμως κανείς δεν φαίνεται διατεθειμένος και να διακόψει πρακτικά μια πολιτική που, με τον τρόπο που λειτουργεί η ΕΕ, θα οδηγηθεί αναπόφευκτα σε ολοκλήρωση αν δεν διακοπεί. Οι Αυστριακοί ελπίζουν ότι θα το κάνουν οι Γερμανοί, οι Γερμανοί ότι θα το κάνουν οι Γάλλοι, οι Γάλλοι ότι θα το κάνει μόνος του ο τουρκικός στρατός, αλλά αυτός δεν μπορεί, ακόμα κι αν θέλει να το κάνει, γιατί στον πυρήνα του κεμαλισμού είναι η ευρωπαϊκή υπόσχεση. Το πιο σουρεαλιστικό στοιχείο στην υπόθεση είναι η φανατική υποστήριξη της ιδέας της τουρκικής ένταξης από μια χώρα που έχει καταληφθεί κατά το ήμισυ από τον τουρκικό στρατό και μια άλλη που απειλείται από αυτόν! Υπάρχει ένα έκδηλο στοιχείο στρατηγικής ασυναρτησίας στην ευρωτουρκική σχέση, δεν είναι όμως βέβαιο ότι θα βρεθεί ένας ορθολογικός τρόπος “επιδιόρθωσης” κι ότι δεν θα οδηγηθεί το πράγμα σε μια τελική έκρηξη, προϊόν ματαιωμένων προσδοκιών όλων των εμπλεκομένων.
Αν η πολιτική των Γαλλογερμανών και των Ελλήνων έναντι της Τουρκίας διακρίνεται από πολύ οπορτουνισμό και ελάχιστη στρατηγική σαφήνεια, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με την πολιτική του Λονδίνου και της Ουάσιγκτον. Που επιχειρούν συνεπέστατα, και με μεγάλη επιτυχία, εδώ και δεκαετίες, να προωθήσουν αυτή την ελάχιστα δημοφιλή ιδέα ως ευρωπαϊκή πολιτική. “Oι μόνοι που μοιάζουν να έχουν μια σαφή στρατηγική ιδέα των απώτατων ορίων της ¨Ενωσης είναι οι αμερικανικές κυβερνήσεις” σημειώνει ο Μισέλ Φουσέ στη Μοντ Ντιπλοματίκ – και είναι σχεδόν προφανές ότι αυτή η ιδέα έχει να κάνει με την επιδίωξη ανάσχεσης της Ρωσίας και τη μεσανατολική πολιτική των ΗΠΑ.
Για μας, η κατάσταση αυτή συνεπάγεται πρακτικά ότι, αντί η τουρκική ένταξη να είναι η μεγάλη ευκαιρία της Αθήνας και της Λευκωσίας να λύσουν τα προβλήματά τους, όπως τουλάχιστον παρουσιάζεται παρ’ ημίν, κινδυνεύουν Ελλάδα και Κύπρος να δεχθούν ασφυκτικές πιέσεις εντός του τρέχοντος έτους για να αποδεχθούν επαχθείς ρυθμίσεις σε κυπριακό-Αιγαίο, κάτι που ήδη άλλωστε ουσιαστικά προανήγγειλαν με τη στάση τους στον ΟΗΕ Βρετανία και ΗΠΑ, όπως επίσης, με λόγια και με έργα, και ο προεδρεύων το δεύτερο εξάμηνο Σουηδός Υπουργός Εξωτερικών Καρλ Μπιλντ.
Κόσμος του Επενδυτή, 6-7.6.2009