Η αποχή και η “ακυβέρνητη ευρωπαϊκή πολιτεία” των τραπεζιτών
Γιατί η αριστερά δεν κερδίζει από την κρίση;
Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Μπορεί νάταν “βουβή”, ήταν όμως κραυγή – και κάτι παραπάνω! Κραυγή αποδοκιμασίας, δια της αποχής, όλων σχεδόν (σε διαφορετικό βαθμό) των ευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων, αν όχι συνολικά του ευρωπαϊκού “oικοδομήματος”. Ποτέ ίσως στην νεώτερη ευρωπαϊκή ιστορία, δεν σημειώθηκε τέτοια άβυσσος κοινωνιών και “ελίτ”, σαν αυτή που παρατηρείται σήμερα – οι ευρωεκλογές ήταν μόνο η τελευταία εκδήλωση.
Η ήπειρος γέννησε όλες τις μεγάλες ιδεολογίες. Συχνά τραγική η σύγκρουσή τους γονιμοποίησε τον πολιτισμό της. Σήμερα, αποστρέφεται την πολιτική. Κόμματα-θεσμοί, όπως το Εργατικό, συγκλονίζονται συθέμελα. Κι όταν η Ιστορία επεμβαίνει με το ζόρι (γαλλικά προάστια, 2005, Αθήνα, Δεκέμβρης), το κάνει καταφεύγοντας σε τυφλή βία, με εξεγέρσεις που σηματοδοτούν “βαθμό μηδέν πολιτικής”, γιατί νοιώθουν οι εξεγειρόμενοι ότι τους έκλεψαν και τα λόγια, που, αν κάποτε εξέφραζαν ανταρσία, μετετράπησαν προ πολλού σε τελετουργία αναπαραγωγής ιδιόμορφων καστών. Αν εξακολουθούμε να παίζουζε το παιχνίδι της σύγκρουσης των ιδεολογιών, είναι γιατί δεν ξέρουμε άλλο, αυτή είναι η παράδοσή μας. Αποστρεφόμενη όμως την πολιτική, η Ευρώπη ομολογεί μια ιστορικών διαστάσεων αμηχανία απέναντι στο κραχ της παγκοσμιοποίησης, απέναντι και στη δική της κατασκευή.
Η αποχή δεν μοιάζει κλασική εκδήλωση αδιαφορίας ή αποπολιτικοποίησης. Σημειώνεται εν μέσω μιας από τις σοβαρότερες οικονομικές κρίσεις του καπιταλισμού, κρίσης χωρίς ορατή σήμερα διέξοδο, παρά τους πολιτκο-δημοσιογραφικούς εξωραϊσμούς. Οι εξαγωγές της Γερμανίας, ηπειρωτικής βιομηχανικής ατμομηχανής έπεσαν 40%. Παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κέντρο του πλανήτη, το Σίτυ βρίσκεται στην εντατική. Κι όμως, οι πληττόμενοι, ή υποψήφιοι να πληγούν, λαϊκά-εργατικά στρώματα και νέοι απείχαν μαζικότερα από τις εκλογές. Γιατί δεν πάνε να ψηφίσουν σοσιαλιστές, ή Παπαρήγα, Τσίπρα, Μπεζανσενό, γιατί μοιάζουν να μην τους θεωρούν χρήσιμους;
Η μια ερμηνεία είναι ότι δεν παίρνουν χαμπάρι τι γίνεται. Η εναλλακτική είναι ότι νοιώθουν ενστικτωδώς τη σοβαρότητα της κατάστασης. Είτε την “απωθούν”, είτε όχι, αντιλαμβάνονται ότι τα προτεινόμενα “φάρμακα” είναι ανεπαρκή ή ανεφάρμοστα. Δεν παίρνουν σοβαρά ριζοσπάστες (με ή χωρίς εισαγωγικά) πολιτικούς, που τους προτείνουν αυξήσεις κατώτερων μισθών στα 1300 ευρώ ή 100.000 προσλήψεις στο δημόσιο, χωρίς σαφή μέτρα παραγωγικής διεύρυνσης, ούτε θαραλλέας κοινωνικής αναδιανομής, που θα έθιγαν αναγκαστικά συνήθειες, νοοτροπίες, τρόπους εύκολου πλουτισμού ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων. Γνωρίζουμε ότι τα ελληνικά νοσοκομεία χρειάζονται χιλιάδες προσλήψεις, αλλά και ότι οι εργαζόμενοι πρέπει να δουλεύουν, οι διευθυντές να μην είναι συγαλυμμένοι μέτοχοι στα διπλανά διαγνωστικά και πολλά άλλα. ‘Ότι δεν μπορεί να είσαι οικολόγος χωρίς να χτυπηθείς με το “εργολαβιστάν”, να ανοίξεις πόλεμο εναντίον του αυτοκινήτου, ιδίως του πολυτελούς, αντικοινωνικού, οικοκτόνου αυτοκινήτου που θα σκοτώσει στο τέλος τους ανθρώπους της πρωτεύουσας-τέρας, χωρίς να φορολογήσεις άγρια τη μεγάλη ακίνητη περιουσία, χωρίς να καταδείξεις και να χτυπήσεις τις τόσο κεντρικές διαδρομές του μαύρου χρήματος. Που αλλού μπορεί να βρεθούν λεφτά για κοινωνικές παροχές; Τι σόι ριζοσπάστης μπορείς να είσαι χωρίς αυτά. Αλλά και τι είδους σοσιαλδημοκράτες είναι αυτοί που, αφού παρέδωσαν την ΕΕ στην Κεντρική Τράπεζα, δεν τολμάνε τώρα να διεκδικήσουν τον Κέινς ή να αμφισβητήσουν τον Μπαρόζο;
¨Οσοι τελικά ψηφίζουν προτιμάνε συνήθως τη σιγουριά συντηρητικών διαχειριστών από αμφίβολους αμφισβητίες. Κι όσοι θέλουν ριζοσπαστική θεραπεία δεν στρέφονται τόσο στην (φραστική) “ακροαrιστερά”, όσο σε διάφορες ακροδεξιές εκδοχές, όπως συνέβη στην καρδιά του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος (Βρετανία, Ολλανδία) ή στις παληές βιομηχανικές δυνάμεις. Μπορεί να είναι αποκρουστικές, ιστορικά αδιέξοδες και επικίνδυνες οι απαντήσεις της, αυτή δεν φοβάται όμως να αναγνωρίσει προβλήματα. Μπορεί οι απαντήσεις του νάναι λάθος, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν βάζει σωστά ερωτήματα, είπε κάποτε ο Λωράν Φαμπιούς για τον Λεπεν.
Μπορεί οι ακροδεξιοί να μην έχουν άλλο από σύγκρουση και καταστροφή στην προοπτική τους, αλλά θέλουν να κάνουν κάτι, έχουν συχνά, σε φροϋδικούς όρους, πολύ περισσότερη λίμπιντο από πολλούς “εξηντάρηδες χωρίς ψυχή και τριαντάρηδες χωρίς μυαλό” που συγκροτούν μια όχι ευκαταφρόνητη μερίδα ενός “στελεχιακού δυναμικού” της ΅ριζοσπαστικής αριστεράς΅, που επιδιώκει την αναπαραγωγή του. Διοχετεύουν πολύ περισσότερη από αυτή τη λίμπιντο σε πολιτική δράση και όχι σε δραστηριότητες ανόδου, διαφθοράς και πλουτισμού, όπως τόσα στελέχη της σοσιαλδημοκρατίας. ¨Ολοι ξέρουμε αίφνης ότι έχουμε πρόβλημα μετανάστευσης στην Ελλάδα, ότι δεν μπορεί να μαζευτεί εδώ όλο το παγκόσμιο προλεταριάτο. Δεν είναι καλύτερα η αριστερά να ψάξει, να χτυπήσει τη μαύρη εργασία, κύριο κράχτη, να δείξει τη τεράστια διαπλοκή στο κράτος των κυκλωμάτων, αντί, αρνούμενη την ύπαρξη προβλήματος, να ανοίγει το δρόμο στους φασίστες; Δεν θάταν προτιμότερο, τα στελέχη της στον ¨Αγιο Παντελεήομονα, αντί να περιορίζονται σε ρόλο υπερασπιστή των αδικημένων, να προσπαθήσουν το πολύ δυσκολότερο, να δοκιμάσουν να ενώσουν τις δύο μερίδες κατοίκων που σπρώχνονται σε σύγκρουση-πιλότο, γύρω από ένα σχέδιο σωτηρίας της γειτονιάς;
Το γαλλικό παράδειγμα
Η Γαλλία είναι το καλύτερο πολιτικό εργαστήρι στην Ευρώπη. Αξίζει να δούμε προσεκτικά τι γίνεται εκεί. Είχαμε την τελευταία δεκαετία σειρά πολιτικο-κοινωνικών εκρήξεων. Αποσύνθεση Σοσιαλιστών και άνοδος Λεπεν στη δεύτερη θέση (προεδρικές 2002). Εξέγερση στις κάλπες, απόρριψη του ευρωσυντάγματος, μετά από μια καμπάνια όπου κυριάρχησαν αντιφιλελεύθερα-αντικαπιταλιστικά επιχειρήματα (Μάιος 2005), άγρια, τυφλή εξέγερση των προαστίων (Nοέμβριος 2005). Tο μεγαλύτερο (και νικηφόρο) κοινωνικό κίνημα μετά τον Μάη του 1968 (άνοιξη 2006). Ενσωμάτωση των ιδεών της ακροδεξιάς στην κλασική δεξιά και πανηγυρική εκλογή Σαρκοζί (2007). Κατακρήμνιση στη συνέχεια των ποσοστών αποδοχής του Προέδρου, μαχητικά κοινωνικά και συνδικαλιστικά κινήματα. Κανενός είδους απάθεια ή έλλειψη πολιτικότητας. Αυτή δεν είναι μια παθητική, αποπολιτικοποιημένη κοινωνία, είναι μια πολύ ζωντανή κοινωνία, που δεν μπορεί να βρει πολιτική και ιδεολογική έκφραση, πολιτικούς ηγέτες, οργανώσεις, διανοούμενους να την εκφράσουν. Χρησιμοποιεί τα συνδικάτα όταν τα χρειάζεται, αλλά γνωρίζει πόσο διεφθαρμένα είναι. Αποθεώνει τον Μπεζανσενό (Τσίπρα) θέλοντας να διαμαρτυρηθεί, τον χρησιμοποιεί όταν τον χρειάζεται, φλερτάρει αλλά αποφεύγει να δεσμευθεί, δεν φτιάχνει μόνιμες σχέσεις εμπιστοσύνης με το Αντικαπιταλιστικό Κόμμα.
Η δυσπιστία είναι αμοιβαία! Τις παραμονές του δημοψηφίσματος χιλιάδες παληοί, αδρανοποιημένοι αριστεροί, έφτιαξαν σε όλη τη Γαλλία επιτροπές του “’Oχι” (όπως σε κάποια στιγμή παληοί αριστεροί στράφηκαν μαζικά στον ΣΥΡΙΖΑ, ελπίζοντας στην αναγέννηση της παράταξής τους, γεγονός που τρόμαξε Συνασπισμό και συνιστώσες). Hγέτες και μικροηγέτες της “ριζοσπαστικής αριστεράς” (όσο πιο μικρό είναι το κόμμα, τόσο πιο αυταρχικοί οι ηγέτες!), πανικοβλήθηκαν από την ορατή προοπτική να αφήσουν τον “καθοδηγητικό” ρόλο στις “μάζες” έστω των αγωνιστών και, ακόμα περισσότερο, από την πιθανότητα να αρχίσουν να νικάνε και να πρέπει να προτείνουν πολιτικές! Η θέση του μονίμως διαμαρτυρόμενου τους είχε γίνει προ πολλού δευτέρα φύση και μια φάρσα, από αυτές που μόνο η Ιστορία ξέρει να στήνει, προίκισε με απεριόριστο συντηρητισμό ριζοσπάστες μιας άλλης εποχής. Εξάντλησαν ενέργεια και εφευρετικότητά τους για να “ξαναμαντρώσουν” το κοπάδι. Το ¨Όχι πήρε 55% το 2005 και η νίκη τρόμαξε τόσο πολύ τους ηγέτες του, που κατέβηκαν με έξη ξεχωριστούς υποψήφιους στις εκλογές, νάναι σίγουροι ότι θα μείνουν εκτός κεντρικής πολιτικής. Σήμερα όμως, οι άνθρωποι ούτε ανύποπτοι είναι, ούτε φιλοδοξούν να γίνουν αφισοκολλητές. Για να σε σεβαστούν, απαιτούν να τους σέβεσαι. Θέλουν διεξόδους, όχι ευχολόγια.
Αυτά εξηγούν το ιστορικό παράδοξο που σημειώνει έκπληκτος ο … αμερικανικός τύπος, σε περίοδο τόσο μεγάλης κρίσης, να μην ευνοούνται, όπως συνέβαινε πάντα στο παρελθόν., τα αριστερά κόμματα. Υπό μία έννοια όμως, τα κακά αποτελέσματα είναι και δώρο, ιστορική ευκαιρία για την ευρωπαϊκή αριστερά. Της υποδεικνύουν την ανάγκη να αλλάξει ριζικά η ίδια, βάζοντας υποψηφιότητα να αλλάξει την κοινωνία. Μόνο αν ανταποκριθεί σε ευρύτερες κοινωνικές ανάγκες, αν εφεύρει ένα μεταβατικό πρόγραμμα, αν γίνει ουσιαστικά δημοκρατική, αν σταματήσει να κάνει πολιτική για τον εαυτό της, για τους υπαλλήλους της, τα μαγαζάκια της, μόνο αν τη νοιώσουν χρήσιμη οι άνθρωποι θάχει μέλλον. Σε κάθε περίπτωση, οι καιροί της πολιτικής ευκολίας τέλειωσαν.