Ο ντενεκές με τη βενζίνη είχε μπει στη θέση του, επί 23 χρόνια όμως δεν είχε πάρει φωτιά
Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
15 Ιουνίου 2021
Το 1992 ήμουν ανταποκριτής στη Μόσχα. Τότε το γαλλικό περιοδικό Sous la drapeau du Socialisme, μου ζήτησε ένα άρθρο για τις εξελίξεις στη Ρωσία και τη διαλυόμενη Σοβιετική Ένωση. Μια παραλλαγή του τη δημοσίευσα στο περιοδικό Τετράδια (Η ολοκληρωτική κρίση στην πρώην Σοβιετική Ένωση και το μέλλον της Ρωσίας, Τεύχος 31, καλοκαίρι-φθινόπωρο 1992).
Eκείνη την εποχή όλοι, ή περίπου, χειροκροτούσαν τη Δημοκρατία και τις Αγορές που νίκησαν, την Ιστορία που τελείωσε, την εποχή της καντιανής “Αιώνιας Ειρήνης” που άρχιζε.
Ήταν μια εποχή δραματικών αναθεωρήσεων τότε. Στη Ρωσία, ένα πρώην μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΣΕ, ο υπεύθυνος ιδεολογίας Αλεξάντρ Γιάκοβλεφ, ζητούσε να γίνουν δίκες της Νυρεμβέργης για τον κομμουνισμό, χωρίς να διευκρινίζει αν πρότεινε να συμπεριληφθεί και ο ίδιος στους κατηγορούμενους. Στην Αθήνα, παλαιά στελέχη της Αριστεράς, ορισμένοι από τους οποίους έκαναν πλέον λαμπρές καριέρες στον “αστικό τύπο”, έλεγαν δυνατά και καγχάζοντας στην πλατεία Κολωνακίου, μην τυχόν και κάποιος δεν ακούσει τι έλεγαν, ότι πέταξαν στα σκουπίδια τα άπαντα του Λένιν. Οι πιο προχωρημένοι, χωρίς κανένα θόρυβο αυτοί, ανέβαιναν τη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας.
Ποτέ δεν πίστεψα ότι ήρθε η ώρα του Καντ και ότι η ειρήνη θα βασίλευε οσονούπω στον κόσμο. Στα δύο άρθρα μου του 1992, διατύπωσα την άποψή μου γράφοντας ότι “ο Ψυχρός Πόλεμος δεν τελείωσε, θα ξαναρχίσει, όχι όμως από το Βερολίνο και την Καμπούλ, αλλά από το Κίεβο και την Τασκένδη”.
Δεν ήμουν μέντιουμ. Τρεις ήταν οι λόγοι που με ώθησαν να αποτολμήσω αυτή την πρόβλεψη.
Οι λόγοι ύπαρξης του σοβιετικού κράτους
Ο πρώτος λόγος ήταν ότι είχα συγκρατήσει στο μυαλό μου τους λόγους που έγινε και πέτυχε η Ρωσική Επανάσταση και που δημιουργήθηκε και υπήρξε το σοβιετικό κράτος. Είχα διαβάσει επίσης τις αναλύσεις του Χόμπσον για τον ιμπεριαλισμό και αυτές του Λένιν που στήριξε απάνω τους όλη την πολιτική του (ειρήσθω εν παρόδω ο Λένιν ενδιαφερόταν πάρα πολύ και για τις ιδέες του Κέινς).
Μετά το 1985 (αν και η πορεία είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα), η σοβιετική ηγεσία, η σοβιετική ελίτ και μια σημαντική μερίδα του σοβιετικού λαού (με αυτή τη σειρά), είχαν λησμονήσει ολότελα τους λόγους ύπαρξης του κράτους τους.
Παραβιάζοντας την αρχή της αυτοδιάθεσης των εθνών
Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι γνώριζα την μη αμιγή εθνολογική σύσταση των σοβιετικών σοσιαλιστικών δημοκρατιών που μετετράπησαν μετά σε ανεξάρτητα κράτη (όπως και των γιουγκοσλαβικών ομόσπονδων δημοκρατιών).
Με τον τρόπο που έγινε η διάλυση της ΕΣΣΔ (και της Γιουγκοσλαβίας), συμπαγείς και πλειοψηφικές στις περιοχές που κατοικούσαν εθνικές ομάδες, όπως π.χ. οι Ρώσοι της Κριμαίας ή του Ντονμπάς, συντριπτική πλειοψηφία στις περιοχές τους, ή οι Ρώσοι που κατοικούσαν στο βόρειο Καζαχστάν (δηλαδή οι μισοί περίπου κάτοικοι αυτής της χώρας), ή οι Σέρβοι πλειοψηφούντες κάτοικοι της Κράινα της Κροατίας, βρέθηκαν ξαφνικά, χωρίς να έχουν πάει πουθενά οι ίδιοι, ούτε και εκδηλώσει την παραμικρή τέτοια επιθυμία, να κατοικούν στο … εξωτερικό! Αυτό προκάλεσε εννέα εκατομμύρια πρόσφυγες στην πρ. ΕΣΣΔ και δημιούργησε τη δυνατότητα πέντε πολέμων στη Γιουγκοσλαβία και εννέα στην πρώην ΕΣΣΔ, προτού ξεσπάσει η σύγκρουση στην Ουκρανία. Σημειωτέον ότι η διάλυση της Σοβιετικής Ομοσπονδίας, με τον τρόπο που έγινε, άφησε εκτός Ρωσίας το ένα τέταρτο του ρωσικού πληθυσμού.
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η Σοβιετική Ένωση αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα και έχριζε ανασυγκρότησης (“περεστρόικα”) αλλά η εφαρμοσθείσα μέθοδος ορθώς αποκλήθηκε “καταστρόικα”. Γιατί, σε μια εποχή που όλος ο κόσμος έτεινε προς υπερεθνικές ολοκληρώσεις, η ΕΣΣΔ, αντί να μεταρρυθμισθεί σε βάθος, έπρεπε να διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη; Και γιατί, αφού προκρίθηκε η διάλυση, δεν εφηρμόσθη τουλάχιστο η αρχή της αυτοδιάθεσης των εθνών, αλλά τηρήθηκαν, εναντίον κάθε λογικής, ιστορικής αίσθησης και δικαιοσύνης οι διοικητικές υποδιαιρέσεις της Ομοσπονδίας;
Γέλτσιν και από πίσω Μπους
Τη Σοβιετική Ένωση τη διέλυσαν τρεις άνθρωποι: οι ηγέτες των τριών μεγαλύτερων δημοκρατιών της, Πρόεδροι της Ρωσίας Μπαρίς Γέλτσιν, της Ουκρανίας Λεονίντ Κραβτσούκ και της Λευκορωσίας Στανισλάβ Σουσκέβιτς, που μαζεύτηκαν για τον σκοπό αυτό σε μια ντάτσα της σοβιετικής ηγεσίας στη Λευκορωσία, κοντά στα σύνορα με την Πολωνία, στις 9 Δεκεμβρίου του 1991. Λέγεται μάλιστα ότι μαζεύτηκαν εκεί ώστε να προλάβουν να το σκάσουν, αν κανείς είχε την έμπνευση να τους “μπουζουριάσει”.
Την πρωτοβουλία την είχε ο Γέλτσιν που ήθελε, δια του τρόπου αυτού, να αφήσει χωρίς δουλειά τον Γκορμπατσόφ και να του πάρει το γραφείο του στο Κρεμλίνο. Ο μόνος τρόπος που μπορούσε να το κάνει, τουλάχιστο σύντομα, ήταν ένας. Να διαλύσει το κράτος του οποίου ο Γκορμπατσόφ ήταν πρόεδρος, δηλαδή τη Σοβιετική Ένωση.
Τους τρεις ηγέτες ουδόλως τους απασχόλησε ότι δεν είχαν κανένα νομικό δικαίωμα να ενεργήσουν όπως ενήργησαν και μόνο μια σειρά ταχυδακτυλουργίες τους επέτρεψαν εκ των υστέρων να νομιμοποιήσουν τις πράξεις τους. Ούτε φυσικά τους απασχολούσε η μη τήρηση της αρχής της αυτοδιάθεσης των εθνών.
Η Σοβιετική Ένωση δεν διαλύθηκε από μια επανάσταση των εθνών της, αλλά μάλλον από μια αντεπανάσταση ομάδων της γραφειοκρατίας της, σε συνέργεια με τις αναπτυσσόμενες και όχι πάντα μη εγκληματικές “νεοκαπιταλιστικές” δυνάμεις, που ήθελαν να γίνουν ιδιοκτήτες της σοβιετικής περιουσίας, από απλοί και προσωρινοί διαχειριστές της. Και οι οποίες βρήκαν στον εθνισμό και τον εθνικισμό τις ιδεολογικές πλατφόρμες που χρειάζονταν για να νομιμοποιήσουν τη λεηλασία της εξουσίας και της ιδιοκτησίας.
Την απόδειξη μας την προσέφερε άλλωστε το ίδιο το δημοψήφισμα του Μαρτίου 1991, στο οποίο η συντριπτική πλειοψηφία των σοβιετικών πολιτών (70%) ψήφισε εναντίον της διάλυσης της ΕΣΣΔ. Η θέλησή τους δεν ελήφθη φυσικά υπόψιν από όσους τη διέλυσαν.
Μόλις τελείωσε τη “δουλειά”, ο πρόεδρος Γέλτσιν ανέθεσε στον Ουκρανό πρόεδρο να ενημερώσει τον Σοβιετικό πρόεδρο ότι του διαλύουν το κράτος και ο ίδιος έσπευσε να ενημερώσει τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Τζωρτζ Μπους.
Δεν θα ισχυρισθώ ότι ο Γέλτσιν ενήργησε κατ’ εντολήν των Ηνωμένων Πολιτειών, γιατί δεν μπορώ να αποδείξω κάτι τέτοιο και δεν πιστεύω ότι συνέβη έτσι. Το κύριο κίνητρό του ήταν η προσωπική του εξουσία. Είμαι όμως βέβαιος ότι θα ήταν αδύνατο να ενεργήσει έτσι αν δεν ήταν βέβαιος ότι συμφωνούσε απολύτως μαζί του η ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών. Τις επιλογές του τις είχε κάνει προ πολλού.
Αμέσως μετά τη διάλυση
Ο τρίτος λόγος που έκανα την πρόβλεψη του 1992 ήταν ότι έβλεπα τι γινόταν γύρω μου. Δεν μπορώ τώρα να τα γράψω σε αυτόν τον περιορισμένο χώρο, μερικά όμως θα τα αναφέρω, για να πάρετε μια ιδέα του κλίματος, αμέσως μετά την απόφαση διάλυσης της ΕΣΣΔ. Τους Αμερικανούς που ήθελαν να αγοράσουν τα σοβιετικά πυρηνικά όπλα και τη Σιβηρία. Τον αρχηγό της CIA που τον τράκαρε μια μέρα ένας συνάδελφος να βολτάρει ξημερώματα στην Κόκκινη Πλατεία και αυτός τού’πε “απολαμβάνω τη νίκη”. Τον επιτετραμμένο της γερμανικής πρεσβείας που, όταν ου ανέφερα ότι χωρίς Σχέδιο Μάρσαλ οι μεταρρυθμίσεις που βάζουνε τους Ρώσους να κάνουνε θα οδηγήσουν τη χώρα στο χάος δεν διαφώνησε, αλλά δικαιολογήθηκε (“ξέρεις πόσο μας στοίχισε η Ανατολική Γερμανία;”).
Θυμάμαι τον κορυφαίο Αμερικανό σοβιετολόγο που είπε σε έναμ Ρώσο κοινό φίλο: “Το Πεντάγωνο έχει καταρτίσει σχέδια ακόμα και για στρατιωτική κατοχή της Μόσχας”. Τον Μπαρίς Καγκαρλίτσκι που μού’πε μια μέρα “Μα δεν νομίζω ότι μπορεί να γίνει αυτό (η απόσχιση Ουκρανίας και Ρωσίας) χωρίς πόλεμο” και, όπως τό’λεγε, ήταν μισό άποψη και μισό ερώτηση. Το πρόσωπό του λες και καθρέφτιζε την κατάπληξη που του προκαλούσε η ίδια η πιθανότητα να χωρίσει στα δύο αυτό που ο ίδιος αλλά και μεγάλη πλειοψηφία σοβιετικών πολιτών θεωρούσε πατρίδα τους.
Ο Λαβουαζιέ θα συμφωνούσε. Είχε ανακαλύψει ότι στις χημικές αντιδράσεις δεν διατηρείται μόνο η μάζα αλλά και η κρυμμένη στους δεσμούς ενέργεια. Όταν ενώνονται τα στοιχεία, κρύβεται στον δεσμό τους η ενέργεια, όταν απομακρύνονται, εκλύεται.
Η Λαίδη Μάκβεθ ως μαμή του διαρκούς πολέμου
Η παγίδα είχε στηθεί, ο ντενεκές με τη βενζίνη είχε μπει στη θέση του, επί 23 χρόνια όμως δεν είχε πάρει φωτιά.
Παρά το γεγονός ότι είχαν κάθε λόγο να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα του καθεστώτος που τους επιβλήθηκε, ούτε οι Ρώσοι της Ουκρανίας, ούτε η Μόσχα, αμφισβήτησαν τις αποφάσεις του 1991, έως το 2014.
Τότε ανέλαβε δράση η Βικτώρια Νούλαντ. Γνωστή ως “Λαίδη Μάκβεθ του διαρκούς πολέμου” ή ως η Κυρία “Γάμα την ΕΕ” (Fuck the EU) από την ιστορική φράση που είπε προς τον τότε πρέσβη των ΗΠΑ στο Κίεβο, στο αποκορύφωμα της ουκρανικής κρίσης, η Νούλαντ είναι παρούσα διαρκώς στον σχεδιασμό και την υλοποίηση όλων των αμερικανικών επεμβάσεων των τελευταίων τριάντα χρόνων, “σύνδεσμος” τρόπον τινά μεταξύ της ακροδεξιάς των Δημοκρατικών, των Ρεπουμπλικάνων και των Ισραηλινών. (Είναι και η εφευρέτης της δικής μας πενταμερούς για το Κυπριακό και παραμένει και τώρα ως Νο3 στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ).
Η Νούλαντ υποστήριξε μετά μανίας τη μεγάλη, λαϊκή και ειρηνική διαμαρτυρία κατά του εκλεγμένου προέδρου Γιανουκόβιτς, φτάνοντας να μοιράζει η ίδια σάντουιτς στους διαδηλωτές. Η Ε,Ε. ανήσυχη, στο αποκορύφωμα της κρίσης, έστειλε στο Κίεβο τους υπουργούς Εξωτερικών της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Πολωνίας, που πέτυχαν μια συμφωνία ειρηνικής επίλυσης της κρίσης.
Δεν είχε προλάβει να απογειωθεί το αεροπλάνο των Ευρωπαίων υπουργών και οι ελεύθεροι σκοπευτές ανέλαβαν δράση (πoυ παρουσιάζει κάποιες ομοιότητες με την προβοκάτσια στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 1944, που ξεκίνησε τα Δεκεμβριανά). Ο Γιανουκόβιτς τό’σκασε, μια νέα κυβέρνηση πήρε την εξουσία στο Κίεβο και το πρώτο μέτρο που πήρε ήταν ο περιορισμός της διδασκαλίας της ρωσικής γλώσσας στην ανατολική Ουκρανία και την Κριμαία, οι κάτοικοι των οποίων έλαβαν αμέσως το μήνυμα.
Δεν μπορούσε να το αγνοήσει και η Ρωσία, που έχει διατηρήσει στη συλλογική μνήμη της ότι δύο φορές δέχθηκε επίθεση μέσω της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας από τις στρατιές του Ναπολέοντα και του Χίτλερ. Ο Πούτιν δεν μπορούσε να ανεχθεί τη μετατροπή της Κριμαίας σε βάση του ΝΑΤΟ, και αν το ανεχόταν, θα έπεφτε. Με την υποστήριξη της συντριπτικής πλειοψηφίας των κατοίκων της, εκφρασθείσα σε δημοψήφισμα, αποφάσισε την ένωσή της χερσονήσου με τη Ρωσία. Απέφυγε όμως να επέμβει στην υπόλοιπη Ουκρανία, οι κάτοικοι της ανατολικής περιοχής της οποίας είχαν πάρει τα όπλα να προστατεύσουν τον εαυτό τους, ελπίζοντας να σώσει τις σχέσεις της Ρωσίας με την Ευρώπη.
Μερικούς μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του 2014, ο Γκαμπόρ Στάινγκαρτ, εκδότης της εφημερίδας των Γερμανών βιομηχάνων Handelsblatt είχε το θάρρος να διαπιστώσει σε ένα άρθρο του ότι o γερμανικός τύπος έγραφε ήδη κατά της Ρωσίας τα ίδια που έγραφε και πριν από εκατό χρόνια, τον Αύγουστο του 1914, όταν ξεκινούσε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος…
Πηγή: kosmodromio.gr