Έθνος και Αριστερά

(*) To κείμενο αυτό ήταν η εισήγηση του συγγραφέα σε εκδήλωση-παρουσίαση του βιβλίου του “H Κύπρος σε παγίδα” (εκδ. Λιβάνη), στην Αθήνα, στις 16.3.09. Το βιβλίο παρουσίασαν οι Αλέκος Αλαβάνος, Αναστάσης Πεπονής και Ηλίας Νικολόπουλος, με συντονιστή τον Γιώργο Δελαστίκ. Δεν μπόρεσε να παρευρεθεί στην εκδήλωση ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΑΚΕΛ Νίκος Κατσουρίδης, λόγω συνεδρίασης της Κεντρικής Επιτροπής και εν συνεχεία του Εθνικού Συμβουλίου την ίδια μέρα.

Toυ Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

Αγαπητoί φίλοι,

Σας ευχαριστώ θερμά, όλους όσους ήρθατε στη σημερινή συζήτηση, ιδιαίτερα τους τόσο εκλεκτούς ομιλητές στο πάνελ για τα καλά τους λόγια, και για τις κριτικές τους. Λυπάμαι πολύ για την απουσία τόσο του Νίκου Κατσουρίδη, ενός ανθρώπου έχει αφιερώσει όλη τη ζωή του στο ΑΚΕΛ, όσο και της ομιλίας που είχε ετοιμάσει γι’ αυτή τη συζήτηση. Του εκφράζω την αμέριστη συμπάθειά μου στις δύσκολες ώρες που περνάει.

Εμείς είμαστε υπομονετικοί. Ελπίζουμε ότι ο κ. Κατσουρίδης και τα άλλα ηγετικά στελέχη του ΑΚΕΛ θα προσέλθουν κάποτε στον διάλογο, σε ένα διάλογο με σοβαρότητα και επιχειρήματα. Ποτέ κανείς δεν έχασε από τη συζήτηση και την ανταλλαγή επιχειρημάτων. Αντίθετα. Ο κ. Χριστόφιας και ο κ. Κυπριανού είναι ηγετικά στελέχη του ΑΚΕΛ, ενός κόμματος με βαθιές λαϊκές ρίζες και ιστορία δεκαετιών. Είναι βετεράνοι του παγκόσμιου αριστερού κινήματος. Υποθέτω ότι θα έχουν κι αυτοί βγάλει το συμπέρασμα ότι ο τρόπος, ο όρος για τον εκφυλισμό και την καταστροφή τελικά αυτού του κινήματος ήταν η κατάργηση της ουσιαστικής εσωκομματικής δημοκρατίας, της πραγματικής δυνατότητας των μελών, στελεχών, ακόμα και ηγετικών στελεχών των αριστερών κομμάτων να επηρεάσουν τις αποφάσεις τους. Για να αναφέρω ένα παράδειγμα, αν τα μέλη και τα στελέχη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ είχαν την παραμικρή δυνατότητα να επηρεάσουν πραγματικά και όχι μόνο τυπικά, τις αποφάσεις που έπαιρνε ένας πάρα πολύ στενός πυρήνας ανθρώπων, θα ήταν ασφαλώς απολύτως αδύνατο, δεν υπήρχε ούτε μία πιθανότητα στο εκατομμύριο, να υπογραφούν οι συνθήκες του Λιβάνου, της Γκαζέρτας και της Βάρκιζας, δηλαδή να παραδοθεί η Ελλάδα της Αντίστασης στη Μεγάλη Βρετανία. Μια Μεγάλη Βρετανία που ενδιαφέρεται πάντα τόσο πολύ για την Ελλάδα και ακόμα περισσότερο για την Κύπρο.
Ευχαριστώ θερμά αυτούς πούχαν πρώτοι την ιδέα αυτής της συζήτησης, την πρωτοβουλία σοσιαλιστών για μια πατριωτική-οικολογική συσπείρωση και το ΔΗΚΚΙ. Με την πρωτοβουλία τους αυτή απέδειξαν τη συνείδηση που διαθέτουν της βαθιάς, οργανικής ενότητας ανάμεσα στο κοινωνικό και στο εθνικό.

Το βιβλίο που τόσο εκλεκτοί άνθρωποι μούκαναν σήμερα την τιμή να συζητάνε, αναφέρεται άμεσα στο κυπριακό, η κεντρική του ιδέα όμως είναι μια άποψη για την ελληνική ιστορία, αφορά τη διάσπαση και την αντιπαράθεση της εθνικής και της κοινωνικής ταυτότητας, που, όταν παρατηρήθηκε στη νεότερη ελληνική ιστορία, όπως δυστυχώς συμβαίνει και σήμερα, ακολούθησαν πολύ μεγάλες καταστροφές. Αντίθετα, ο ελληνικός λαός μεγαλούργησε όταν συνέθεσε τη δύναμη της κοινωνικής και της εθνικής του ταυτότητας, όταν ενώθηκε γύρω από ένα εθνικό σχέδιο, με τη γαλλική έννοια του όρου εθνικό, national, που να απευθύνεται δηλαδή στο σύνολο του έθνους. Η ιστορία μας έδειξε ότι είναι αδύνατο να υπερασπίσουμε διεθνώς τα συμφέροντα του ελληνικού λαού, χωρίς να τα υπερασπίσουμε στο εσωτερικό της χώρας, όπως είναι αδύνατο να τα υπερασπίσουμε στο εσωτερικό, αν δεν τα υπερασπίσουμε στο εξωτερικό .

Μια κυβέρνηση, για παράδειγμα, που ανέχεται τη διαφθορά και τη διαπλοκή, που είναι όμηρος των σκανδάλων της ή κάθε μορφής προβοκάτσιας, δύσκολα μπορεί να έχει ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική. Το ίδιο συμβαίνει και με μια κυβέρνηση που δεν προστατεύει, πολύ περισσότερο στη σημερινή οικονομική συγκυρία, τον δημόσιο χαρακτήρα των μεγάλων επιχειρήσεων και τραπεζών της χώρας, την άθλια λειτουργία των οποίων δεν θέλω καθόλου να εξωραΐσω, γιατί αν κάπου χρειάζεται επανάσταση στην Ελλάδα είναι στον δημόσιο τομέα, αλλά που παραμένουν, στις δικές μας συνθήκες, αναντικατάστατος μοχλός παραγωγικής ανασυγκρότησης. Ελλάδα δεν είναι μόνο χωρικά ύδατα και εναέριος χώρος, είναι επίσης Εθνική, ΟΤΕ, ΔΕΗ, Ολυμπιακή, Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, αλίμονο αν ξαναγυρίσουμε στην εποχή της Πάουερ και της Ούλεν, όταν είμαστε το καταχρεωμένο κλοτσοσκούφι Ξένων δυνάμεων. Μια πολιτική που παροξύνει τις κοινωνικές ανισότητες δεν μπορεί, ακόμα κι αν έχει τη διάθεση, να αντισταθεί σε ισχυρές διεθνείς δυνάμεις, να χαράξει μαχητική διεθνή πολιτική. Κανένα νέο παιδί δεν θα θυσιάσει τίποτα, πολύ περισσότερο τη ζωή του, για να υπερασπίσει ένα κράτος που στη συνείδησή του, δεν είναι παρά διεφθαρμένος δυνάστης, ένα κράτος, μια πολιτική, κρατική, κοινωνική ηγεσία που η διαφθορά της σε λερώνει όπου κι αν την αγγίξεις, την ίδια ώρα που δεν υπόσχεται στους νέους αυτής της χώρας, παρά ένα μέλλον πρόσκαιρων εργασιών 400 και 500 ευρώ. Μια τέτοια πολιτική, μια τέτοια εικόνα κράτους και κοινωνίας δεν μπορεί παρά να παράγει τη συχνά τυφλή βία της νέας γενιάς, εξεγέρσεις όπως αυτές του Δεκέμβρη, που εύκολα εμείς, κατά το μάλλον ή ήττον βολεμένοι, καταδικάζουμε, αλλά δυσκολευόμαστε τόσο πολύ να καταλάβουμε και να ερμηνεύσουμε. Τέτοιες πολιτικές δεν μπορούν να ενώσουν τη νεολαία και την κοινωνία πίσω από ένα εθνικό σχέδιο, πολύ περισσότερο να την κινητοποιήσουν για την άμυνα της χώρας από εξωτερικές απειλές.

Ισχύει όμως και το αντίστροφο. Κάποιος που θέλει να υπερασπίσει τον ελληνικό λαό από τους εγχώριους νταβατζήδες, για να χρησιμοποιήσω κι εγώ την έκφραση του κ. Πρωθυπουργού, που μοιάζει τώρα να την έχει κάπως ξεχάσει, δεν μπορεί να το κάνει αδιαφορώντας για την ύπαρξη διεθνών νταβατζήδων. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να το αποφύγει μια αριστερά ή μια κεντροαριστερά που θέλει να έχει, εκτός από ηρωικό παρελθόν, και κάποιο μέλλον, να μην είναι μόνο το φως ενός άστρου πούσβησε προ πολλού και που η μόνη της φιλοδοξία είναι να παραμένει περιθωριακός συλλέκτης κοινωνικής δυσαρέσκειας.

Από την πρώτη στιγμή που ο ελληνικός λαός διεκδίκησε την ελευθερία του, πραγματοποιώντας, στις αρχές του 19ου αιώνα, τη δεύτερη μεγαλύτερη επανάσταση μετά τη Γαλλική στην Ευρώπη, το κοινωνικό, το πολιτικό και το εθνικό ζήτημά του παραμένουν αξεδιάλυτα συνδεδεμένα. Στη Γαλλία της Επανάστασης υπήρχε μεγάλη ευχέρεια να τεθεί το αίτημα της πολιτικής ελευθερίας χωρίς αρχική ανάμιξη ξένων δυνάμεων. Αν κι εκεί ακόμα, η Επανάσταση βρέθηκε γρήγορα αντιμέτωπη με το διεθνές περιβάλλον της και, εν τέλει, ήδη εκφυλισμένη η ίδια, ηττήθηκε από αυτό, από το διεθνές σύστημα που έμελε να ονομασθεί Ιερά Συμμαχία. Στην περίπτωση της Ελλάδας δεν υπήρξε καν αυτή η αρχική ευχέρεια, ευθύς εξ αρχής, η ελληνική επανάσταση, μαχόμενη κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και της Ιεράς Συμμαχίας, υποχρεώθηκε να θέσει ταυτόχρονα το ζήτημα της πολιτικής και της εθνικής ελευθερίας. Εν μέρει μόνο τα κατάφερε. Η επανάστασή μας υπήρξε ανολοκλήρωτη. Δεν μπορέσαμε να φτιάξουμε το κράτος που οραματίστηκαν οι Εθνοσυνελεύσεις μας. Καταλήξαμε με μια ανάπηρη ανεξαρτησία που μας στοιχειώνει μέχρι σήμερα.

΄Εκτοτε, οι διεθνείς δυνάμεις και εξελίξεις καθόρισαν αποφασιστικά την ιστορία του νεότερου ελληνικού κράτους, από τη μια είχαμε την βασικά συγκρουσιακή σχέση με τον τουρκικό χώρο, από την άλλη αντιμετωπίσαμε τις συνέπειες του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων για τον έλεγχο του ελληνικού χώρου, χώρου ασύγκριτης στρατηγικής αξίας. Το 1844, ο Βρετανός Πρέσβης στην Αθήνα σερ Λάιονς, συνόψισε έξοχα την πάγια δυτική στρατηγική επιδίωξη, γράφοντας στην κυβέρνησή του: Μια ανεξάρτητη Ελλάδα είναι παραλογισμός. Η Ελλάδα θα είναι είτε αγγλική, είτε ρωσική. Κι αφού δεν πρέπει να είναι ρωσική, θα είναι αγγλική.

Μερικοί θα πουν ότι αυτά είναι προβλήματα του παρελθόντος. Ότι σήμερα η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει απειλή από την Τουρκία και δεν είναι αντικείμενο ελέγχου από την Ουάσιγκτον, είναι αξιοσέβαστο μέλος της ΕΕ και δεν έχει ανάγκη κανένα. Αν είναι όμως έτσι, τι γυρεύει απέναντι από τη Χίο και τη Μυτιλήνη ο μεγαλύτερος αποβατικός στόλος στον κόσμο, τι θέλουν 45.000 Τούρκοι στρατιώτες στην Κύπρο, γιατι καταβάλουμε κολοσσιαίους πόρους για εξοπλισμούς, γιατί λύσσαξε ο κ. Μπράιζα, ο κ. Σπέκχαρντ, ο κ. Φριντ, να μην κατασκευάσει η Ελλάδα τον αγωγό Σάουθστρημ. ¨Όσοι τα λένε αυτά, όσοι ισχυρίζονται ότι αυτή η χώρα δεν αντιμετωπίζει κρίσιμες εξωτερικές προκλήσεις, το μόνο που απεργάζονται είναι η άνευ όρων υποταγή της στα κελεύσματα των πλούσιων και ισχυρών του πλανήτη. Ο ελληνικός λαός όμως θα περνάει καλύτερα αν υποταγεί, αν αφήσει τη χώρα του, το κράτος του, το μόνο που μπορεί, έστω και λίγο, να επηρεάσει τις αποφάσεις του, να χάσει και τα τελευταία υπολείμματα της ανεξαρτησίας του? Θα περνάει καλύτερα αν λέει απλώς γιες στις επιταγές των μεγάλων κέντρων της παγκοσμιοποίησης και της αυτοκρατορίας? Και μάλιστα αν το κάνει τώρα, όταν τρεκλίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση, όταν ο κόσμος μπαίνει πιθανώς στη χειρότερη οικονομική κρίση που έζησε εδώ κι έναν αιώνα, όταν όλα γύρω μας είναι τόσο αβέβαια?

Η αλληλεξάρτηση των εσωτερικών εξελίξεων με το διεθνές περιβάλλον είναι σήμερα τεράστια, πολύ μεγαλύτερη απ’ ότι στις αρχές του 19ου αιώνα. Διοχετεύουμε τεράστιους πόρους σε αμυντικές δαπάνες και γύρω στο 70% των πάσης φύσεως δικαιοδοτικών λειτουργιών μας προέρχεται από τις Βρυξέλλες.
Κανείς δεν μπορεί να εφαρμόσει μια προοδευτική πολιτική στη χώρα αν δεν πάρει υπόψι του αυτή την πραγματικότητα. Στη φαντασία μας μπορούμε ασφαλώς να θεωρήσουμε ότι δεν υπάρχει Ευρωπαϊκή Ένωση, ΝΑΤΟ, τουρκικός στρατός, Βαλκάνια ή Ρωσία, κυπριακό ή ελληνοτουρκικά, παγκοσμιοποίηση και αυτοκρατορία. Στην πραγματικότητα όμως, πολιτικές δυνάμεις που δεν έχουν μια αυτόνομη διεθνή πολιτική, ικανή να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις εξωτερικές προκλήσεις, προορίζονται είτε να καταστραφούν, είτε να γίνουν απλοί ιμάντες μεταβίβασης των πιέσεων του διεθνούς περιβάλλοντος. Η χώρα όμως χρειάζεται απελπιστικά ένα νέο σχέδιο κι ένα τέτοιο σχέδιο πρέπει να συνθέτει εσωτερική και εξωτερική πολιτική, να καθιστά, όσο είναι μπορετό στις δύσκολες διεθνείς συνθήκες, τον ελληνικό λαό υποκείμενο της ιστορίας του και το ελληνικό κράτος εκφραστή των συμφερόντων του.

Υποστήριξα ότι όταν η κοινωνική και η εθνική ταυτότητα συγκρούστηκαν, οδηγηθήκαμε πάντα σε μεγάλες κοινωνικές και εθνικές καταστροφές, όπως η μικρασιατική και η κυπριακή. Ισχύει όμως και το αντίστροφο. ‘Όταν ενώθηκε η δύναμη της εθνικής και της κοινωνικής ταυτότητας, ο ελληνικός λαός γέννησε το μεγαλείο της Εθνικής Αντίστασης, της λαμπρότερης στην Ευρώπη του Γ¨ Ράιχ. Η σύνθεση του κοινωνικού και του εθνικού από τον Ανδρέα Παπανδρέου, όποια κριτική κι αν κάνει κανείς στην εμπειρία του ΠΑΣΟΚ, ήταν που επέτρεψε στην Ελλάδα να ανασυγκροτηθεί μετά την κυπριακή τραγωδία και να παίξει ένα σπουδαίο διεθνή ρόλο, τελείως δυσανάλογο προς το μέγεθος της χώρας μας. Το Ισραήλ, μια στρατιωτική υπερδύναμη που διέλυε ταυτόχρονα όλους τους στρατούς των Αράβων, δεν μπόρεσε να κάμψει ένα αντάρτικο κίνημα στον Λίβανο, που κατάφερε να συνθέσει τη δύναμη της θρησκευτικής, της εθνικής και της κοινωνικής ταυτότητας. Οι μεγάλες επιτυχίες της αριστεράς σήμερα, στη Λατινική Αμερική, στηρίζονται ακριβώς στη σύνθεση της πάλης για κοινωνικά δικαιώματα και της εθνικής αντίστασης στην βορειοαμερικάνικη επιβουλή.

Η ελληνική αριστερά, ότι κι αν της προσάψει κανείς, μπορεί να είναι περήφανη γιατί ηγήθηκε της μεγαλειώδους Εθνικής Αντίστασης, γιατί έδωσε τους πρώτους νεκρούς στους δρόμους της Αθήνας συμπαραστεκόμενη στον αγώνα των Κυπρίων για αυτοδιάθεση, γιατί αντιστάθηκε στις διαρκείς επεμβάσεις των Αγγλοαμερικανών στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. ‘Ηταν ο Πρόεδρος της ΕΔΑ, ο Ηλίας Ηλιού, που προειδοποίησε ότι οι συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, μια πρώιμη μορφή στην πραγματικότητα του σχεδίου Ανάν, αν και το σχέδιο ήταν σαφώς χειρότερο από τις συνθήκες εκείνες, θα καταρρεύσουν μέσα στο αίμα, ήταν ο Ηλίας Ηλιού που τις χαρακτήρισε, μέσα στη Βουλή των Ελλήνων, Ανταλκίδειο Ειρήνη. Έλεγαν τότε, οι οπαδοί των συνθηκών, ότι μια περίοδος ανέφελης ειρήνης εγκαινιάζεται μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, ότι ανήκει οριστικά στο παρελθόν η αντιπαράθεση. Ξέρουμε τώρα τι περιελάμβανε αυτή η ανέφελη ειρήνη: δικτατορία στην Ελλάδα, εισβολή στην Κύπρο, παρ’ ολίγον πόλεμο Ελλάδας-Τουρκίας. Μόνο χάρη στην παρουσία και δράση των σοσιαλιστών του Βάσσου Λυσσαρίδη και του Δώρου Λοϊζου, έγινε δυνατή η ματαίωση των σχεδίων του Κίσσινγκερ για εγκατάσταση του Κληρίδη και η επιστροφή του Μακαρίου, δηλαδή η διάσωση, έστω και ακρωτηριασμένης, της Κυπριακής Δημοκρατίας. ‘Εκτοτε, όχι μόνο δεν κερδίσαμε την ειρήνη, αλλά πληρώνουμε ακόμα την υποταγή μας στην Αγγλία και την Αμερική, το 1960, τους δύο πνεύμονες της Ελλάδας κατά την έκφραση του Γεωργίου Παπανδρέου, με μια τρομακτική κούρσα εξοπλισμών, που γονατίζει την κοινωνική ανάπτυξη της χώρας μας, υπονομεύοντας εντέλει και την αμυντική της ικανότητα.

Από αυτή την τραγική εμπειρία μισού αιώνα, θάπρεπε να είχαμε βγάλει ήδη ορισμένα συμπεράσματα. Πρώτον, ότι θα ήταν ευχής έργο, τόσο για τον ελληνικό, όσο και για τον τουρκικό λαό, η διακοπή της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, που έχει ένα τεράστιο κόστος για πολύ αμφίβολα κέρδη και προσφέρει σε ξένες προς την περιοχή μας δυνάμεις έναν τεράστιο μοχλό πίεσης και ελέγχου. Δεύτερον, ότι η συμφιλίωση δεν μπορεί να επέλθει με ανέξοδους δεκάρικους, ή με τη μη αναγνώριση του πραγματικού προβλήματος, πρέπει να στηρίζεται σε υγιείς βάσεις, για να έχει μέλλον και να μην οδηγήσει έναν ψυχρό πόλεμο, ή μια ψυχρή ειρήνη, διαλέξτε εσείς πως θέλετε να περιγράψετε τη σημερινή κατάσταση, σε μια θερμή αντιπαράθεση. Για να βρούμε μια λύση με την Τουρκία, που δεν θέλουμε και δεν μπορεί να πάρει τη μορφή της πλήρους επικράτησης της μίας χώρας επί της άλλης, τότε πρέπει να αναζητήσουμε μια μέση λύση, για να χρησιμοποιήσω τον όρο του Αριστοτέλη. Μια τέτοια λύση προϋποθέτει όμως μια σχετική συμμετρία των δύο συναλλασσόμενων και σήμερα δεν υφίσταται τέτοια συμμετρία. Οι διαρκείς ελληνικές παραχωρήσεις και υποτιθέμενες χειρονομίες καλής θέλησης, με αποκορύφωμα την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με μια χώρα που δεν αναγνωρίζει ένα μέλος της ΕΕ και διατηρεί στρατό κατοχής στο έδαφός του, έχουν εμπεδώσει το συμπέρασμα της Άγκυρας ότι με τους Έλληνες, αν όχι και με τους Ευρωπαίους περνάει ο τσαμπουκάς. Με την πολιτική που ασκήσαμε αφαιρέσαμε από την ‘Αγκυρα οποιοδήποτε κίνητρο για συμβιβασμό. Το τρίτο και σπουδαιότερο συμπέρασμα, από την τραγική εμπειρία που εγκαινίασαν οι συνθήκες Ζυρίχης και Λονδίνου, είναι ότι μια κακή συμφωνία μπορεί να αποδειχθεί πολύ χειρότερη, πολύ πιο επικίνδυνη, από τη συνέχιση μιας ψυχρής αντιπαράθεσης. Όσοι νομίζουν για παράδειγμα, ότι θα απαλλαγούν από το κυπριακό ή τα προβλήματα στο Αιγαίο, κλείνοντας τα όπως-όπως, όχι μόνο θα τα ξαναβρούν μπροστά τους, θα τα ξαναβρούν με πολύ χειρότερη μορφή. Μια κακή ρύθμιση αίφνης στην Κύπρο, μπορεί να στερήσει την Ελλάδα από τη δυνατότητα υπεράσπισης των Ελληνοκυπρίων καθιστώντας και εκείνη και αυτούς όμηρους της καλής διάθεσης Άγκυρας, Λονδίνου και Ουάσιγκτον. Στη χειρότερη περίπτωση θα μπορούσε να προκαλέσει μια εθνοτική σύρραξη στο νησί, τύπου Λιβάνου ή Βοσνίας, με ότι θα συνεπάγεται για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Από τη στιγμή που θα θιγούν κρίσιμα ζητήματα κρατικής κυριαρχίας, μπορεί επίσης να διαρραγούν οι προϋποθέσεις του εσωτερικού, ειρηνικού πλαισίου πολιτικών εξελίξεων, που χαρακτηρίζει τον ελληνικό χώρο μετά το 1974.

Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο πρέπει να ορίσουμε επακριβώς τα όρια μιας ασφαλούς λύσης για την Κύπρο. Η δική μου τουλάχιστον κριτική στο σχέδιο Ανάν, δεν αφορούσε τον ετεροβαρή, υπέρ των Τουρκοκυπρίων χαρακτήρα του. Εγώ δεν θα είχα αντίρρηση, αν θέλουν να δώσουν οι Ελληνοκύπριοι τρεις Τζάγκουαρ και πέντε σπίτια σε κάθε Τουρκοκύπριο. Δυστυχώς βέβαια, μερικοί, όσο σφιχτοί είναι στα ρεάλια, τόσο πιο large εμφανίζονται στα ζητήματα της κρατικής κυριαρχίας, υπονομεύοντας έτσι το συλλογικό αγαθό επί του οποίου στηρίζεται και η ατομική τους ευημερία. H δική μου κριτική ήταν ότι το σχέδιο Ανάν αφαιρούσε στην πραγματικότητα από τους Κύπριους το κράτος που σήμερα διαθέτουν, εν ονόματι μιας φαντασιακής επανένωσης του νησιού και μιας εξίσου φαντασιακής λύσης του κυπριακού. Υπήγαγε την πλειοψηφία του κυπριακού πληθυσμού, στην εξουσία τριών ξένων δικαστών, που θα εκπροσωπούσαν τα συμφέροντα Αγγλίας και Αμερικής, και τριών ξένων στρατών. Δημιουργούσε έτσι την προϋπόθεση μιας ανεξέλεγκτης έκρηξης, προϊόν της σύγκρουσης ανάμεσα στη θέληση της πλειοψηφίας και τις νομικές ρυθμίσεις που θα της είχαν επιβληθεί.

Οι Ελληνοκύπριοι, δηλαδή το 80% των Κυπρίων έζησαν τις τελευταίες δεκαετίες με ασφάλεια και ευημερία γιατί απολάμβαναν της προστασίας ενός σχετικά κανονικού κράτους. Και κανονικό κράτος σημαίνει σε όλο τον κόσμο ότι κυβερνά η πλειοψηφία, με ειδικές ρήτρες προστασίας της μειονότητας, που δεν μπορούν όμως να καταργούν τον κανόνα της πλειοψηφίας στα κεντρικά κρατικά ζητήματα. Κράτος σημαίνει αστυνομία, στρατό, δικαίωμα αυτοάμυνας. Αν αυτά δεν υπάρχουν, δεν υπάρχει κράτος. Σε αυτές τις αρχές θα μπορούσε να γίνει σκόντο μόνο σε ότι αφορά τις ρυθμίσεις για το κατεχόμενο σήμερα τμήμα της νήσου. Όπου ζουν όμως οι Ελληνοκύπριοι το κράτος πρέπει να είναι κανονικό, με την έννοια που αναφέραμε. Αν αυτό το όριο παραβιασθεί, αν οι Ελληνοκύπριοι μείνουν χωρίς κρατική προστασία, χωρίς δικαίωμα και μέσο αυτοάμυνας, πότε κυβερνώμενοι από ‘Ελληνα Πρόεδρο, πότε από Τούρκο Πρόεδρο και πότε από ξένο δικαστή, όπως ήδη αποκαλύφθηκε ότι συζητείται στις διαπραγματεύσεις της Λευκωσίας, τότε, φοβάμαι, όχι μόνο δεν θα λύσουμε το κυπριακό, θα ανοίξουμε ένα νέο, πολύ πιο τραγικό και αιματηρό κεφάλαιο της κυπριακής και ελληνικής ιστορίας.

Οι ελληνικές και κυπριακές πολιτικές δυνάμεις οφείλουν, πριν είναι αργά, να τοποθετηθούν ευθαρσώς απέναντι στο πρόβλημα, που επιδιώκουν να αποφύγουν. Στην Ελλάδα, κι ακόμα περισσότερο στην Κύπρο, έχουμε μάθει άλλα να λέμε, άλλα να σκεφτόμαστε, άλλα να κάνουμε. Υπογράψαμε τις συνθήκες του 1960 νομίζοντας ότι δεν θα τις εφαρμόσουμε στο τέλος, αλλά ήρθε η στιγμή που η Τουρκία επικαλέστηκε το δικαίωμα επέμβασης που της παραχωρήσαμε. Το 2004 γλυτώσαμε το κυπριακό κράτος γιατί, τρόπον τινά, ξεγελάσαμε, αιφνιδιάσαμε τον διεθνή παράγοντα. Αλλά κανένας στρατηγός δεν κέρδισε την ίδια μάχη για δεύτερη φορά με τον ίδιο τρόπο. Η ιστορία, όχι εγώ, ζητάει από τους Ελληνοκύπριους να αποδείξουν ότι είναι ώριμοι πολίτες, ότι δεν είναι κοινότητα εις αναζήτηση διεθνούς κηδεμόνα, ότι μπορούν να μιλήσουν τη γλώσσα της αλήθειας και να υποτάξουν τα μερικά, ιδιοτελή τους συμφέροντα στο ύψιστο αγαθό διατήρησης της κρατικής τους οντότητας, ειδάλλως δεν θα αξίζουν και δεν θα διατηρήσουν το κράτος τους και κανείς, φοβάμαι, στο τέλος δεν θα τους λυπηθεί και δεν θα τους συμπαρασταθεί. Θέλοντας να κάνουμε μονίμως το καλό παιδί, λέγοντας πράγματα που δεν εννοούμε στην πραγματικότητα, το μόνο που θα καταφέρουμε στο τέλος είναι να ξεγελάσουμε τους εαυτούς μας, κάνοντας το ψέμα μας αλήθεια μας. Και η ειρωνία της ιστορίας είναι ότι θα την πατήσουμε, προσπαθώντας να γίνουμε αρεστοί στα δυτικά κέντρα ισχύος, τη στιγμή ακριβώς που η ισχύς τους κλονίζεται παγκόσμια. Μόνο αν το κυπριακό κράτος και ο κυπριακός λαός διεκδικήσουν ευθέως το κανονικό κράτος που δικαιούνται όλοι οι λαοί του κόσμου, υπάρχει ελπίδα να σώσουν τουλάχιστο αυτό που σήμερα διαθέτουν.

Στην περιοχή μας διασταυρώνονται δύο μεγάλες αυτοκρατορικές στρατηγικές. Η επέκταση στη Μέση Ανατολή, περιλαμβανομένης της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η δεύτερη είναι η ολοκλήρωση του ελέγχου των Βαλκανίων, με τη δημιουργία μιας ζώνης μη βιώσιμων κρατιδίων προτεκτοράτων, στην προοπτική μιας μεγάλης σύγκρουσης με τη Ρωσία για τον έλεγχο της Ουκρανίας. Αυτές οι στρατηγικές απαιτούν άμεσα από τον ελληνικό χώρο να λύσει το κυπριακό με μια παραλλαγή του σχεδίου Ανάν, να αποδεχθεί μια λύση μαϊμού για τα Σκόπια, να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία του Κοσόβου και να διακόψει τις σχέσεις με τη Ρωσία.

Πιστεύει κανείς ότι ο ελληνικός λαός θα ζήσει καλύτερα αν αποδεχθεί αυτά που του ζητάνε? Γιατί δίπλα μας, η Τουρκία του Ερντογάν καταφέρνει να έχει καλές σχέσεις και με την Ουάσιγκτον και με την Τεχεράνη, και με τη Χαμάς και με το Ισραήλ, διεκδικεί ήδη να εκτποίσει την Ελλάδα από την προνομιακή σχέση που πήγε να αποκτήσει κάποια στιγμή με τη Ρωσία του Πούτιν?

Κανείς δεν θάθελε μια μετωπική σύγκρουση με ισχυρά κέντρα ισχύος. Αλλά εδώ κινδυνεύουμε να μην διαπραγματευόμαστε ούτε καν την εξάρτησή μας, να θυσιάσουμε ζωτικά εθνικά συμφέροντα του ελληνικού λαού, για μια φωτογραφία με τον Ομπάμα ή τη Χίλλαρυ, για την εύνοιά τους, που κάποιο αταβιστικό ένστικτο κάνει μεγάλο μέρος των πολιτικών μας να θεωρεί το κυριότερο όπλο για την εσωτερική πολιτική τους επικράτηση. Εγώ πιστεύω αντίθετα ότι και τα δυτικά κέντρα ισχύος θα τροποποιούσαν την πολιτική τους, αν έβρισκαν απέναντί τους ένα μέτωπο πολιτικών δυνάμεων που, ανεξαρτήτως άλλων ιδεολογικών διαφορών, θα εξέφραζε τη διάθεση του ελληνικού λαού για αξιοπρεπείς λύσεις σε Κύπρο και Αιγαίο, για συνέχιση και εμβάθυνση της σχέσης με τη Ρωσία και μιας ευρύτερης πολύπλευρης διεθνούς πολιτικής.

Οι δυνάμεις που μας επιβουλεύονται ξέρουν από την εμπειρία δύο αιώνων ότι τους συμφέρει η διάσπαση, ότι αυτός είναι ο προνομιακός τρόπος για να νικήσουν τον ελληνικό λαό. Η ελληνική αριστερά και κεντροαριστερά ανδρώθηκαν και απέκτησαν ένα τεράστιο ηθικό κεφάλαιο γιατί υπερασπίστηκαν τη χώρα απέναντι σε ξένες επιβουλές, το ΚΚΕ στη δεκαετία του 1940, το ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του 1970 και 1980. Η Ουάσιγκτον θάθελε πάρα πολύ να είναι αυτές οι δυνάμεις που θα επωμισθούν το βάρος εθνικά επαχθών ρυθμίσεων. Κι όταν αυτές καταρρεύσουν, τότε θα πριμοδοτήσουν ενδεχομένως έναν ακροδεξιό υπερπατριωτικό εθνικισμό, που δεν θα τους ενοχλεί, γιατί θα έχουν γίνει ήδη οι παραχωρήσεις, αντίθετα μπορεί να γίνει το ιδεολογικό τσιμέντο για την επιβολή αυταρχικών, αν όχι νεοφασιστικών λύσεων, αν ζητήσει τέτοιες λύσεις η μεγάλη οικονομική κρίση.

Η πορεία αποσύνδεσης του εθνικού και του κοινωνικού, σταδιακής αποσύνθεσης του όποιου εθνικού σχεδίου, αποσύνδεσης Ελλάδας και Κύπρου είναι ήδη σε εξέλιξη. Η πολιτική και ευρύτερη δημόσια ζωή μας, και στην Ελλάδα και στην Κύπρο, γίνονται όλο και πιο σουρεαλιστικές. Συζητάμε για τα γκάλοπ, για το ποιος θα κυβερνήσει τη χώρα, αλλά δεν ακούμε ούτε μισή ιδέα για το τι θα κάνει αυτός που την κυβερνάει ή θα την κυβερνήσει. Στην Κύπρο ασχολούνται με λύσεις ανέκδοτα, εκπονούν νέα συντάγματα, προσπαθώντας να κρύψουν που θα πάει η εξουσία που αφαιρούν αυτά τα σχέδια από την πλειοψηφία του κυπριακού λαού. Επισήμως επιδιώκουμε μια διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα, το 80% όμως των πολιτών που θα ζήσουν σε αυτό το κράτος-εύρημα δηλώνουν στις δημοσκοπήσεις ότι δεν καταλαβαίνουν περί τίνος πρόκειται.

Ορισμένοι θα πουν ότι οι αριστεροί δεν έχουν δουλειά με τα έθνη, θα αρνηθούν ακόμη και την ύπαρξή τους. Δεν τους παραξενεύει καθόλου ότι κάποτε, όσους μιλούσαν για διεθνισμό, τους φώναζαν στην Ασφάλεια, ενώ σήμερα τους κάνουν καθηγητές στα πανεπιστήμια. Έχουν ξεχάσει προ πολλού εκείνο το επίθετο προλεταριακός που συνόδευε κάποτε τον διεθνισμό και, εγώ τουλάχιστο δεν ξέρω πολλούς προλετάριους που συμμερίζονται τις ιδέες τους. Ο διεθνισμός όμως πρώτον προϋποθέτει έθνη και δεύτερον θέλει να τα ενώσει σε σχέση συνεργασίας, όχι υποταγής του ενός προς το άλλο. Για να ενωθούν τα έθνη δεν ωφελεί σε τίποτα να ανακηρυχθούν ανύπαρκτες οι διαφορές τους, ωφελεί αντίθετα να λυθούν με δίκαιο τρόπο. Η Αυτοκρατορία επιτίθεται στο έθνος όχι γιατί θέλει να το ξεπεράσει προς όφελος μιας παγκόσμιας σοσιαλιστικής δημοκρατίας, αλλά γιατί θέλει όλη την Οικουμένη δική της. Πως είναι δυνατόν ένα ριζοσπαστικό, προοδευτικό, αριστερό άτομο, που λέει ότι ενδιαφέρεται για την καταπίεση των εργατών, των γυναικών, των ομοφυλόφιλων ή όποιας άλλης κοινωνικής ομάδας, να αδιαφορεί για την καταπίεση ενός έθνους από ένα άλλο και μάλιστα του δικού της έθνους; Η αριστερά έχασε την ψυχή της και στο τέλος την εξουσία της, όταν ξέχασε το βασικό ηθικό αίτημα που ήταν στη βάση του διαβήματός της. ‘Οσοι μας προτείνουν, από αριστερή σκοπιά, να ξεχάσουμε την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο ή την ύπαρξη της στρατιάς του Αιγαίου, δεν διερωτώνται άραγε πως συμβαίνει να συμπίπτουν στην πολιτική που προτείνουν με τους επίδοξους κοσμοκράτορες? Μήπως κάτι δεν πάει καλά? Η Αριστερά έχει σήμερα μια ιστορική ευκαιρία, υπό τον όρο ότι μπορεί να γίνει φορέας ενός σχεδίου για την ταυτόχρονη αντιμετώπιση της βαθιάς εσωτερικής κρίσης και των σοβαρών γεωπολιτικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η χώρα και αν δεν περιορισθεί σε ρόλο συμπαθούς συνήγορου αδικημένων. Στην Ελλάδα αποφεύγουμε πεισματικά να συζητήσουμε τα προβλήματά μας. Είναι όμως τέτοιο το βάθος της κρίσης που θα μας υποχρεώσει να τα συζητήσουμε. Θα ήταν καλύτερα να το κάνουμε τώρα, παρά μετά από μια μεγάλη καταστροφή, που δυστυχώς δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ανύπαρκτη ως πιθανότητα και κίνδυνο.