ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΤΑ ΩΦΕΛΗ ΤΗΣ ΑΓΚΥΡΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΟΧΙ ΣΤΙΣ ΗΠΑ ΤΟΥ 2003
ΠΩΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ “ΕΘΝΙΚΟΠΟΙΗΣΑΝ” ΤΟΝ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΙΣΛΑΜΙΣΜΟ!
Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
«Κίσσινγκερ της Τουρκίας» τον αποκάλεσε μια (ελληνική) εφημερίδα, με τον ίδιο ανυπόκριτο θαυμασμό ενός ατόμου με αναπηρία που νομίζει ότι κάθε διαβάτης είναι ο Σπύρος Λούης (αλλά και την υστεροβουλία μιας ελίτ που θέλει να μεταδώσει στην κοινωνία το «φοβικό σύνδρομό» της). Κανονικά, και σύμφωνα με τη (βολική για το ίδιο) «θεωρία» του ελληνικού πολιτικού κατεστημένου, η άνοδος των Τούρκων «ισλαμιστών» θα σήμαινε μετασχηματισμό της Τουρκίας σε άκακο, ειρηνικό γείτονα, που μια παρεξήγηση έφερε στην Κύπρο και μια άλλη τον έκανε να μαζέψει, απέναντι από τη Μυτιλήνη, τον μεγαλύτερο αποβατικό στόλο στον κόσμο. ‘Ένα άλλο κεντρικό (και το πιο παράλογο) σημείο της «θεωρίας» αυτής είναι ότι το κόμμα της «μαντήλας» θεωρείται ότι πιο «ευρωπαϊκό» διαθέτει η γείτων.
Νάτος λοιπόν ο νέος Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, ο Αχμέτ Νταβούτογλου. Περιγράφει το «στάτους κβο» στο Αιγαίο ως μεγάλο βαρίδι της χώρας του και πιθανή εστία πολέμου, αφού το αρχιπέλαγος περιορίζει τη στρατηγική αξία του τουρκικού ελέγχου των Στενών, ων φυσική συνέχειά τους, με τη συνθήκη της Λωζάννης να περιορίζει, αναγνωρίζοντας την ελληνική κυριαρχία στα νησιά, «σε σημαντικό βαθμό» τον τουρκικό ζωτικό χώρο. Και που δεν πρόλαβε να ορκιστεί και πέταξε για την πρώτη του επίσκεψη στην κατεχόμενη από τον τουρκικό στρατό Κύπρο.
Στην Αθήνα, το ΥΠΕΞ κρύβει την συνήθη αμηχανία του έναντι της Τουρκίας, ή μάλλον της ελληνικής κοινής γνώμης, πίσω από «διαρροές» του τύπου «να δούμε πρώτα την πολιτική του». Αλλά η πολιτική της Τουρκίας και των κομμάτων της δεν ασκείται εν κενώ, ασκείται ανάλογα με το τι βρίσκει η ‘Αγκυρα μπροστά της κι αυτός είναι ένας από τους λόγους που, θεωρητικά τουλάχιστο, οι γειτονικές προς αυτήν χώρες διατηρούν, τουλάχιστον στα χαρτιά, Υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας. Στις αρχές της δεκαετίας οι Ισλαμιστές έπαιζαν δυνατά το ευρωπαϊκό χαρτί απέναντι στους κεμαλιστές και ο κ. Γκιούλ δήλωνε ότι δεν θα θυσιαστεί το τουρκικό εθνικό συμφέρον για μερικές δεκάδες χιλιάδες Τουρκοκύπριους. Νόμιζε, τότε, ότι η ευρωπαϊκή προοπτική θα συναντούσε ίσως σοβαρά εμπόδια στην Κύπρο και το Αιγαίο. Μετά από μία δεκαετία και πλέον φανατικής υποστήριξης της τουρκικής υποψηφιότητας από την Αθήνα και διαπραγμάτευσης εξωφρενικών σχεδίων για το κυπριακό, πολύ φυσιολογικά οι Ισλαμιστές νοιώθουν ότι δεν έχουν λόγο να αντιταχθούν στον τουρκικό εθνικισμό. Μπορούν, αντίθετα, να διεκδικήσουν ελεύθερα το πεδίο του, αποδεικνύοντας ότι η δική τους, τουρκο-ισλαμική σύνθεση, εξυπηρετεί το τουρκικό εθνικό συμφέρον καλύτερα από την ακαμψία της στρατο-γραφειοκρατίας. Δεν ξέρω αν πρέπει να είμαστε περήφανοι γι’ αυτό, αλλά η δικιά μας διπλωματία μοιάζει να συνέβαλε στην «εθνικοποίηση» του τουρκικού ισλαμισμού! «Η Ελλάδα δεν είναι στα ραντάρ μας», μου απάντησε την άνοιξη του 2007, ένας από τους εγκυρότερους σχολιαστές της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής όταν τον ρώτησα, σε σεμινάριο της «Ραντικάλ» στην Κωνσταντινούπολη, πως βλέπει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Δεν προσπάθησε καν να κρύψει την υποτίμηση, αν όχι η περιφρόνησή του προς την Ελλάδα.
Σε άρθρο στο “Insight Turkey” (Νο 1, 2008), ο κ. Νταβούτογλου αυτό ακριβώς το επιχείρημα αναπτύσσει. Πως δηλαδή επί των ημερών του Ερντογάν εξυπηρετείται πολύ καλύτερα το τουρκικό εθνικό συμφέρον. (Μόνο ένα αρνητικό βρίσκει σε όλη τη διεθνή παρουσία της Τουρκίας, τα οκτώ κεφάλαια ενταξιακής διαπραγμάτευσης που μπλόκαρε ο Παπαδόπουλος). Ο κατά την ελληνική «θεωρία» (κάθε φορά που οι ‘Ελληνες θέλουν να κάνουν το χατήρι της Αμερικής παράγουν και μια σχετική «θεωρία») «ευρωπαϊστής» Νταβούτογλου περιγράφει γλαφυρά την «ειδική θέση» της Τουρκίας, που δεν είναι «συνηθισμένη χώρα», δεν είναι καν «γέφυρα», αλλά «κεντρική» χώρα με παγκόσμιο ρόλο. «Με όρους σφαίρας επιρροής, η Τουρκία είναι μεσανατολική, βαλκανική, καυκασιανή, κεντροασιατική, κασπιανή, μεσογειακή, χώρα του Κόλπου και της Μαύρης Θάλασσας». Είναι ενδιαφέρον ότι δεν λέει ότι η Τουρκία είναι «ευρωπαϊκή χώρα». Ξέρει κι αυτός, ότι, από πολλές απόψεις, δεν είναι, «αλλοιώς θα το ξέραμε», όπως είπε ο Σαρκοζί.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η Τουρκία δεν θέλει να συμμετέχει στην ΕΕ και να επηρεάζει τις αποφάσεις της. Πόσο μάλλον που, συμμετέχοντας, θα εξουδετέρωνε το μεγαλύτερο στρατηγικό ατού της Ελλάδας, χώρας που ελέγχει δυστυχώς ακόμα τη φυσική συνέχεια των Στενών, τα νησιά του Αιγαίου. Αλλά θέλει να συμμετέχει με τους δικούς της όρους, όχι με τους όρους που φαντάζεται η Αθήνα ότι θα της επιβάλει αυτόματα, και χωρίς η ίδια να κάνει τίποτα, η ΕΕ. Μια υποψήφια «αυτοκρατορία» δεν κάθεται στην πόρτα, όπως οι Βαλκάνιοι φτωχοδιάβολοι. Απαιτεί, σε συνθήκες απίστευτης ευρωπαϊκής παρακμής, να ξαναχτίσουν την πύλη για να χωρέσει το μεγαλείο της…
Υπάρχει κάτι γνήσιο στην καυχησιά του Νταβούτογλου, αφού όντως ο Ερντογάν κατάφερε να καταστήσει τα μεγάλα προβλήματα ατού της Τουρκίας, υπάρχει όμως και κάτι πλαστό, αντανάκλαση της ανασφάλειας μιας επαρχιακής ελίτ. Γιατί όλες τις δάφνες που επιδαψιλεύει στον εαυτό του και στο κόμμα του, τις έχουν εξίσου αποδώσει στον εαυτό τους ο Οζάλ κι ο Τζεμ. Εμείς ανακαλύπτουμε κάθε φορά την πυρίτιδα γιατί, αν είχαμε μνήμη, μπορεί νάχαμε και κρίση, κι αν είχαμε κρίση θάπρεπε να ενεργήσουμε ανάλογα, οι πολιτικοί μας δηλαδή να έλθουν σε δυσάρεστους καυγάδες, όταν το επιβάλει εθνικό συμφέρον, με τους «πλούσιους και ισχυρούς», στην εύνοια των οποίων συχνότατα στηρίζονται για να μας «κυβερνήσουν».
Στο άρθρο του, ορθώς ο Νταβούτογλου υπογραμμίζει ότι η ‘Αγκυρα έχει καταστεί περίπου διπλωματική υπερδύναμη, με την υπερκινητικότητά της σε όλα τα μέτωπα. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πετύχει στους υπερφιλόδοξους στόχους της και κυρίως στην κεντρική της επιδίωξη, να συντρίψει την κουρδική ανταρσία, απομονώνοντας με την εξωτερική της πολιτική το ΡΚΚ από όλα τα εξωτερικά του στηρίγματα. Μας μαθαίνει όμως τι μπορεί να κάνει ένα κράτος με αυτονομία (σύγκρουση με ΗΠΑ για Ιράκ), συνδυασμό διπλωματίας και στρατιωτικής ισχύος (εκστρατεία στο ιρακινό Κουρδιστάν), ικανότητα ανάλυσης και προσαρμογής σε μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον, αντίληψη της σημασίας του διεθνούς νομικού καθεστώτος. Κανένα από αυτά τα στοιχεία δεν διακρίνει την ελληνική πολιτική, με αποτέλεσμα, σε βάθος χρόνου, στρατηγική μείωση του διεθνούς πολιτικο-στρατηγικού βάρους της Αθήνας.
Αν υπάρχει μια πιο «ιδεολογική» προτίμηση είναι η μετατόπιση του άξονα της τουρκικής πολιτικής προς τη Μέση Ανατολή και κάποια «αποστασιοποίηση» από τη στενή συμμαχία με το Ισραήλ. Και αυτή η ιδεολογική πινελιά στηρίζεται όμως στην αφομοίωση πραγματικού δεδομένου: τις βαρύτατες ήττες των ΗΠΑ σε Ιράκ και Αφγανιστάν, του Ισραήλ σε Λίβανο και Γάζα. Αυτό επιτρέπει στην ‘Αγκυρα να εμφανίζεται αναντικατάστατος συνομιλητής όλων όσων δεν μπορούν να μιλήσουν μεταξύ τους, διεκδικώντας την εκπροσώπηση του αραβομουσουλμανικού κόσμου. Προσέχοντας να μην ερεθίζει την Ρωσία, «πουλώντας» και στην Ευρώπη τον στρατηγικό της ρόλο στη Μέση Ανατολή.
Τι κάνει η Αθήνα; Ως συνήθως ασθμαίνει για να προλάβει το τελευταίο βαγόνι του τελευταίου τρένου, αντί να επιβιβασθεί στο πρώτο που έρχεται. Οι διεθνείς τάσεις διαμορφώνονται στην Ουάσιγκτον, έρχονται, καθυστερημένες και παραμορφωμένες στην Ευρώπη και μετά προσγειώνονται εδώ. Γι’ αυτό και στην οικονομία, κάνουμε τις μεγαλύτερες ιδιωτικοποιήσεις, όταν στρέφονται στο κράτος οι πιο πατενταρισμένοι νεοφιλελεύθεροι. Στην εξωτερική πολιτική, η νέα ανομολόγητη «μόδα» στους πιο ετερόκλιτους κύκλους Αθήνας και Λευκωσίας, είναι μια ελληνική εκδοχή του νεοσυντηρητισμού, που εγκατέλειψαν οι ΗΠΑ, μέσω μιας στρατηγικής συμμαχίας με το Ισραήλ, λες και μπορεί πότε κάποιος που καλά καλά δεν παίζει τάβλί να συνεταιρισθεί με τον Κασπάρωφ. Στο μεταξύ, εγκαταλείφθηκε προ πολλού κατά εγκληματικό τρόπο η τεράστια πολιτική παρακαταθήκη της αραβικής πολιτικής της Αθήνας, ενώ τρεκλίζει και η πιο σημαντική, σπουδαία ελληνική πρωτοβουλία των τελευταίων χρόνων, η προσέγγιση με τη Ρωσία. Στο αποκορύφωμα του παραλογισμού, ‘Ελληνες αξιωματικοί συμμετέχουν σε άσκηση του ΝΑΤΟ στη Γεωργία, που, πολύ αναμενόμενα, η Μόσχα χαρακτήρισε ΅προβοκάτσια΅ σε διάβημά της προς την Αθήνα.