Αντί “θερμού”, οδεύουμε προς “ψυχρό” επεισόδιο
Εισηγήσεις για αλλαγή πορείας στα ευρωτουρκικά
Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Από αλλού την περιμένανε, από αλλού ήρθε! Πρό μηνών, ορισμένοι «ανεγκέφαλοι των Αθηνών» νόμιζαν ότι η ‘Αγκυρα έπαυσε να ενδιαφέρεται για την Ευρώπη και έχυναν μαύρο δάκρυ, λες και είναι να μπει η Ελλάδα, όχι η Τουρκία στην ‘Ενωση. Μετά φοβόντουσαν ξαφνική εξέγερση στη Θράκη. Στη συνέχεια «νέα ‘Ιμια» και «θερμά επεισόδια». Το «επεισόδιο» όμως των Ιμίων είχε σκοπό να σύρει την Ελλάδα σε διαπραγμάτευση και να εισάγει τις «γκρίζες ζώνες» – μερικά το κατάφερε. Τώρα, η ‘Αγκυρα επιθυμεί κατά μέγιστο να «κάνει ταμείο» ελληνικών παραχωρήσεων σε Αιγαίο-Κύπρο, ντε γιούρε πλέον και όχι ντε φάκτο όπως με τα ‘Ιμια, κατ’ ελάχιστο να μη συναντήσει προβλήματα στην ενταξιακή πορεία της, αποδίδοντας σε Ελλάδα/Κύπρο ευθύνη για τα προβλήματα. ‘Ενα επεισόδιο, πέραν του εγγενώς απρόβλεπτου χαρακτήρα του, μπορεί να καταστρέψει αυτή την πορεία, προκαλώντας τεράστια προβλήματα στην αμερικανική και τουρκική πολιτική. Τέτοιο επεισόδιο μπορεί να γίνει μόνο σε μια περίπτωση – αν ‘Αγκυρα και Ουάσιγκτον πεισθούν ότι η αντίδραση της ελληνικής ηγεσίας θα οδηγήσει σε εκπλήρωση των επιδιώξεών τους και ότι αυτό θα γίνει αποδεκτό από την ελληνική κοινή γνώμη. Δεν υπάρχουν σήμερα τέτοιες προϋποθέσεις.
140 νησιά
‘Αλλον, πιο επικίνδυνο διπλωματικό ελιγμό μοιάζει να επιλέγει η ‘Αγκυρα στο Αιγαίο. Αρχίζει να ζητάει από την Αθήνα να εφαρμόσει την πολιτική της για την επίλυση των «διαφορών», γνωρίζοντας άριστα τα κενά της ελληνικής διπλωματικής «άμυνας»! Η επίσημη θέση της χώρας είναι ότι το μόνο που πρέπει να γίνει στο Αιγαίο είναι να παραπεμφθεί η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στη Χάγη. ‘Ομως, για να γίνει μια τέτοια παραπομπή, πρέπει να αποσαφηνισθεί η κυριαρχία επί 140 νήσων του Αιγαίου, που αμφισβητεί η Τουρκία έργω και λόγω (θεωρία «γκρίζων ζωνών»), ειδάλλως θα πρέπει το Δικαστήριο να κρίνει επί της κυριότητός τους. Δεν μπορεί να οριοθετηθεί υφαλοκρηπίδα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, αν δεν γνωρίζουμε που αρχίζει η μία και που τελειώνει η άλλη. Επιπλεόν, η παραπομπή οριστικοποιεί το εύρος των χωρικών υδάτων στα έξη μίλια (υπάρχει και σχετική νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου στην υπόθεση Κατάρ/Μπαχρέιν). Η Αθήνα δεν ξέρει αν θέλει να παραπέμψει ζητήματα εδαφικής κυτριαρχίας στη Χάγη, ούτε υπάρχει ελληνική πολιτική δύναμη που να τάσσεται δημοσίως υπέρ της μη επέκτασης των χωρικών υδάτων ή που να θέλει αντιστρόφως να τα επεκτείνει (ούτε καν ΑΟΖ με την Κύπρο δεν θέλουμε να οριοθετήσουμε, παρά τις διαρκείς αμφισβητήσεις στο Καστελλόριζο!). Επιπλέον περιπλοκή δημιουργεί η συμφωνία της Μαδρίτης (1997) που αναγνώρισε «ζωτικά συμφέροντα» της Τουρκίας και δέσμευσε την Ελλάδα να μην προχωρήσει σε «μονομερείς ενέργειες», όπως μπορεί να θεωρηθεί η επέκταση των χωρικών υδάτων.
Πριν από μερικές μέρες, η «Χουριέτ» ρώτησε ευθέως την Κυρία Μπακογιάννη: «Απ’όσο γνωρίζω, είσαστε έτοιμοι να φέρετε μόνο το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας στη Χάγη και ισχυρίζεστε ότι δεν χρειάζεται να φέρετε τα υπόλοιπα ζητήματα ενώπιόν του. Η Άγκυρα θέλει να συζητήσει όλο το φάσμα των εκκρεμών ζητημάτων με την Ελλάδα ως ένα πακέτο. Εσείς φαίνεται ότι απορρίπτετε την ιδέα του πακέτου. Ποια είναι δική σας φόρμουλα;». Στην ευθεία αυτή ερώτηση, η Υπουργός δεν απήντησε, επαναλαμβάνοντας ότι θέλει να παραπέμψει το θέμα της υφαλοκρηπίδος στη Χάγη στη βάση της Διεθνούς Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας. Επανερχόμενος προχθές ο εκπρόσωπος του τουρκικού ΥΠΕΞ είπε ότι δεν γίνεται να αντιμετωπισθούν ένα-ένα τα ζητήματα (υπενθυμίζοντας δηλαδή το σύνολο των τουρκικών διεκδικήσεων). Ο ‘Ελληνας ομόλογός του απήντησε ότι δεν λέει τίποτα νέο!
Το Ελσίνκι
Τι θα γίνει όμως εν τέλει με τις τουρκικές εδαφικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο; Η Ελλάδα υποστηρίζει φανατικά, επί μία δεκαετία, την τουρκική ένταξη στην ΕΕ, χωρίς να θέσει ως όρο την άρση τους, όπως και του casus belli (ή και της στρατιωτικής απειλής, που υλοποιείται με τη στρατιά του Αιγαίου και τους τουρκικούς εξοπλισμούς). ‘Οπως δεν έθεσε ως προαπαιτούμενο την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την αποχώρηση του στρατού κατοχής. Στο κείμενο του Ελσίνκι (1999) γινόταν αναφορά σε «εκκρεμείς συνοριακές διαφορές» και «συναφή ζητήματα», που πρέπει να λυθούν δια παραπομπής στη Χάγη. Η διατύπωση βελτιώθηκε κάπως έκτοτε, η διεθνής θέση της χώρας παραμένει όμως η παραπομπή στη Χάγη. Πουθενά δεν γίνεται αναφορά σε άρση απειλών και διεκδικήσεων κατά της Ελλάδας.
Θέλουμε Χάγη;
Λέμε παραπομπή στη Χάγη, τη θέλουμε όμως; Κατ’ ιδίαν, όλοι οι χειριστές του ζητήματος στα δύο μεγάλα κόμματα αναγνωρίζουν το προφανές, ότι η προσφυγή συμπαρασύρει σειρά ζητημάτων – δεν μπορεί να περιορισθεί στην υφαλοκρηπίδα. Συνεργάτης της Υπουργού Εξωτερικών λέει: «Η νομική μας θέση είναι πολύ ισχυρή και δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα από την παραπομπή». ‘Αλλο κορυφαίο κυβερνητικό στέλεχος λέει: «Δεν μπορούμε να παραπέμψουμε την κυριότητα 130 νήσων και βραχονησίδων στο Δικαστήριο. Στην καλύτερη περίπτωση θα δώσει μερικά στην Τουρκία, για να φανεί αμερόληπτο, κι εσείς το ίδιο θα κάνατε. Θα μας πάνε στο Γουδί». Πράγματι, δυσκολεύεται κανείς να φαντασθεί οποιονδήποτε Πρωθυπουργό να ρωτάει τη Χάγη αν είναι ελληνικό το Αγαθονήσι ή οι Φούρνοι, πέραν του ότι υπάρχει και Σύνταγμα! Αποδεχόμενη τη δικαιοδοσία της Χάγης, η Ελλάδα επιφυλάχθηκε για θέματα εθνικής ασφαλείας – η ασφάλεια είναι ήσσων αγαθό έναντι της εδαφικής ακεραιότητας.
Το ΠΑΣΟΚ κατηγόρησε στο παρελθόν τη ΝΔ για μη παραπομπή στη Χάγη, υποστηρίζοντας ότι είχε καταλήξει σε «σχεδόν» συμφωνία σύνταξης συνυποσχετικού, με το οποίο η Αγκυρα παραιτούνταν των εδαφικών διεκδικήσεων. Ανακοίνωση του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών είχε τότε διαψεύσει αυτό τον ισχυρισμό. Σε ερώτησή μας τι θα έκανε μια αυριανή κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με το θέμα της εμπλοκής και άλλων ζητημάτων, πέραν της υφαλοκρηπίδας, στενός συνεργάτης του κ. Παπανδρέου μας είπε ότι «έχουν γνώση οι φύλακες και ασφαλώς θα υπάρξει το κατάλληλο συνυποσχετικό που θα κατοχυρώνει τα ελληνικά συμφέροντα». Σε τέτοιο συνυποσχετικό όμως πρέπει να συμφωνήσει η τουρκική κυβέρνηση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι διεξήχθησαν μέχρι τώρα 42 γύροι ελληνοτουρκικών «διερευνητικών» συζητήσεων για τις οποίες ουδείς, πλην των ηγεσιών των δύο κομμάτων, γνωρίζει το παραμικρό– σύμφωνα με την Αθήνα το αντικείμενό τους είναι η σύνταξη συνυποσχετικού για την υφαλοκρηπίδα, σύμφωνα με την ‘Αγκυρα το σύνολο των ζητημάτων του Αιγαίου! Πρόσφατα, ο κ. Λαφαζάνης ζήτησε να ενημερωθεί η εθνική αντιπροσωπεία για το τι ακριβώς συζητείται στις «διερευνητικές επαφές».
Να σημειώσουμε ότι υπάρχουν γενικότερες ενστάσεις από ακαδημαϊκούς κύκλους διεθνώς για το Δικαστήριο της Χάγης και, ευρύτερα, για τους διεθνείς δικαστικούς θεσμούς (είναι γνωστά τα σχετικά προηγούμενα προσφυγών για τις επιθέσεις σε Γιουγκοσλαβία και Ιράκ, όπως και ο άθλιος απολογισμός του Ειδικού Δικαστηρίου για την πρ. Γιουγκοσλαβία, σελίδα ντροπής στην ιστορία του ΟΗΕ). Ειδικά το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης επικρίθηκε έντονα στο παρελθόν για τις αλληλοσυγκρουόμενες αποφάσεις του για τη Ναμίμπια, που θεωρήθηκαν απόπειρα αποικιοκρατικής στήριξης του απαρτχάιντ (και τις οποίες αποδοκίμασε αργότερα το ίδιο!) Για πολλά χρόνια το μποϊκόταραν οι αφρικανικές χώρες. Σε άλλη περίπτωση, η απόφασή του για ένα θέμα διαφοράς που μοιάζει πολύ με τα ελληνοτουρκικά, παρολίγον να προκαλέσει πόλεμο στη Λατ. Αμερική, που απεφεύχθη την τελευταία στιγμή με παρέμβαση του Πάπα.
Τουρκικά οφέλη
Εμμένοντας στην παραπομπή στη Χάγη, η ‘Αγκυρα έχει μόνο κέρδη, είτε δια του συνυποσχετικού, είτε ελπίζοντας σε αναγνώριση ορισμένων διεκδικήσεων με διάλογο ή επιδιαιτησία. Αν η Αθήνα δεν συγκατατεθεί η υπόθεση θα θεωρηθεί διεθνώς ως διμερής διαφορά που δεν μπορεί να καταλογίζεται στο ένα μέρος και να εμποδίζει την ενταξιακή πορείαμ η οποία θα συνεχίζεται κανονικά, ανεξαρήτως υπερπτήσεων και άλλων, απρόμοιων συμπεριφορών, με την ΕΕ να εύχεται τα δύο μέρη να λύσουν τα ζητήματά τους. Η Ελλάδα θα εξακολουθήσει να απειλείται και να υποστηρίζει την τουρκική ένταξη, χωρίς να λύνει, αντίθετα επιδεινώνοντας τα προβλήματά της.
Η Αθήνα επέλεξε για πολλά χρόνια «διπλωματία στρουθοκαμήλου», απασχολούμενη μόνο με προβλήματα που της αρέσουν και συγκαλύπτοντας τα βασικά για να μην ερεθίζει την ‘Αγκυρα και γίνεται «αντιπαθής» στους δυτικούς. Υπονόμευσε έτσι το σύστημα πολιτικο-διπλωματικής άμυνας της χώρας, χωρίς να λύσει κανένα πρόβλημα με την Τουρκία. Η ειρήνη, ένας έντιμος συμβιβασμός, προϋποθέτουν συζήτηση, όχι συγκάλυψη των διαφορών. Σημαίνοντα στελέχη της ελληνικής διπλωματίας εισηγούνται σήμερα, σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, στην κυβέρνηση και τον Πρωθυπουργό, υπό παρόμοιες συνθήκες, πλήρη αλλαγή πορείας της Αθήνας για την τουρκική ένταξη.
Δημοσιεύτηκε στον “Κόσμο του Επενδυτή”, στις 8.8.2009