”Απουσία” Αθήνας από το Κυπριακό – Και η σημασία του για την Ελλάδα

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

Ως «απούσα» από το κυπριακό ενεκάλεσε περίπου την Ελλάδα ο Πρόεδρος του ΔΗΣΥ Νίκος Αναστασιάδης, ενώ παράπονα «εγκατάλειψης» από τη «μητέρα-πατρίδα» είχε εκφράσει νωρίτερα και ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος. Αμφότεροι βέβαια ήταν αρκετά ασαφείς στο τι ακριβώς εννούν ως ελλαδική ανάμειξη στην υπόθεση – και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι εννοούν το ίδιο!

Γεγονός όμως είναι και πρόκειται για γεγονός πρωτοφανές για την ελληνική διπλωματία και πολιτική μετά το 1950, ότι το κυπριακό μοιάζει να έχει «εξαφανισθεί» από τον «προβληματισμό» των ελληνικών πολιτικών κομμάτων. Προφανώς απασχολεί τους κ.κ. Καραμανλή, Παπανδρέου και Μπακογιάννη, πως τους απασχολεί όμως και τι επιδιώκουν παραμένει επτασφράγιστο μυστικό. Οι επίσημες ή ημιεπίσημες τοποθετήσεις περιορίζονται σε άνευ περιεχομένου και νοήματος ευχολόγια του τύπου «υποστηρίζουμε τις συνομιλίες για επίλυση του κυπριακού». Τέτοιες δηλώσεις, με τις οποίες μπορούν άνετα να συμφωνήσουν όλοι οι πολιτικοί στον πλανήτη, του Ταγίπ Ερντογάν και του Βάσσου Λυσσαρίδη περιλαμβανομένων, είναι εν μέρει υπεύθυνες και για την «κόπωση» της ελληνικής κοινής γνώμης, που, πολύ φυσιολογικά βαριέται την απουσία νοήματος. Και δίνουν λαβή στους καχύποπτους να πιστεύουν ότι ορισμένοι πολιτικοί της Αθήνας έχουν αφήσει στον κ. Χριστόφια την αμφίβολη «τιμή» να επωμισθεί το βάρος ρυθμίσεων που μπορεί να αποδειχθούν επαχθείς…Ενώ άλλοι, προτιμούν να «οχυρώνονται» πίσω από το «δόγμα»: «Ξεπληρώσαμε το χρέος μας βάζοντας την Κύπρο στην ΕΕ, ας πορευθεί μόνη της πια».

Δεν γνωρίζουμε τίποτα για το τι είπε επί ώρες η Υπουργός Εξωτερικών με τον Σουηδό ομόλογό της, για τον οποίο το κυπριακό έχει γίνει περίπου έμμονη ιδέα (!), ούτε τι σκέπτεται να πράξει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης εφόσον γίνει Πρωθυποιυργός. Μετά το «σοκ» του 2004, όταν οι Κύπριοι απέρριψαν ένα σχέδιο που είχαν διαπραγματευθεί οι ηγέτες Κύπρου και Ελλάδας και υποστηρίχθηκε από τη μεγάλη πλειοψηφία του πολιτικού κόσμου των δύο κρατών, δεν διεξήχθη κανένας άξιος λόγου δημόσιος διάλογος για το κυπριακό. Ούτε ανιχνεύθηκαν οι αιτίες μιας τόσο κραυγαλέας απόστασης πολιτικής ελίτ και λαού, αυτόχρημα επικίνδυνης για τη χώρα, αλλά και υπονομευτικής της όποιας διπλωματικής αποτελεσματικότητας.

Επειδή το κυπριακό δεν συζητείται πλέον στην Ελλάδα, δεν έπαυσε βέβαια να αποτελεί την «καρδιά» της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, όπως δικαιολογημένα το χαρακτήρισε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, προσθέτοντας ότι «δεν μπορούμε να χωρίσουμε από την Κύπρο»! ‘Ολη η ελληνική πολιτική ιστορία είναι αδιάψευστος μάρτυς για την κρίσιμη σημασία του ζητήματος και για την εσωτερική πολιτική και για το μέλλον και θέση των ελληνικών πολιτικών παρατάξεων. Αν ο κυπριακός λαός και οι εκλεγμένοι ηγέτες του είναι οι κατεξοχήν αρμόδιοι για το αν και τι λύση θα υπάρξει, αυτό δεν σημαίνει ότι το θέμα μπορεί να αφήσει αδιάφορη την Ελλάδα, που δεν έχει μόνο ηθική και συμβατική υποχρέωση (λόγω των συνθηκών Ζυρίχης-Λονδίνου) να εγγυηθεί την ανεξαρτησία και βιωσιμότητα του μέλλοντος κυπριακού κράτους. ‘Εχει επίσης ζωτικό θέμα δικής της ασφάλειας.

Κορυφαίος ‘Ελληνας διπλωμάτης σημειώνει επ’ αυτού: «Από ορισμένες απόψεις, οι ρυθμίσεις του κυπριακού μπορούν να επηρεάσουν την ασφάλεια της Ελλάδας περισσότερο από ρυθμίσεις στο Αιγαίο. Αν η λύση είναι ικανοποιητική, θα δοθεί μεγάλη ώθηση στην επίλυση του όλου πλέγματος των ελληνοτουρκικών, παρόλο που, με τα σημερινά δεδομένα, αυτό μοιάζει μάλλον όνειρο θερινής νυκτός. Αν, αντίθετα, η υπάρχουσα Κυπριακή Δημοκρατία αντικατασθεί από sui generis, δαιδαλώδες και δυσλειτουργικό μόρφωμα, που δεν θα πληροί στοιχειώδεις αρχές κρατικής συγκρότησης που ισχύουν παγκόσμια, τότε η ίδια η Ελλάδα θα καταστεί όμηρος της καλής θέλησης ‘Αγκυρας/Αγγλοαμερικανών, για να μην κινδυνεύσουν οι Ελληνοκύπριοι. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα μπορεί να ασκήσει ούτε εξωτερική πολιτική, ούτε, καλά-καλά, κυριαρχία σε Αιγαίο-Θράκη. ‘Οσο πιο πολύ οι ‘Ελληνες πολιτικοί προσπαθούν να αποφύγουν το κυπριακό, τόσο πιο άσχημα κινδυνεύουν να το βρουν τελικά μπροστά τους».