Kράτος-ζουρλομανδύας στην Κύπρο
Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Ξανά στο επίκεντρο ευρωπαϊκής και διεθνούς πολιτικής, οι σχέσεις ΕΕ και Τουρκίας συνιστούν ταυτόχρονα μεγάλη ευκαιρία και μεγάλο κίνδυνο για Ελλάδα-Κύπρο, με αφορμή και την αξιολόγηση του Δεκεμβρίου, όταν λήγει η τριετής παράταση που είχε δοθεί στην ‘Αγκυρα για το άνοιγμα λιμανιών και αεροδρομίων σε κυπριακά σκάφη.
Μεγάλη ευκαιρία είτε για μια πραγματική λύση των σοβαρότατων προβλημάτων που Ελλάδα/Κύπρος έχουν με την γείτονα, είτε για σύμπηξη στρατηγικών συμμαχιών με την καρδιά της μητροπολιτικής Ευρώπης. Ισχυρές πολιτικές δυνάμεις στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Αυστρία, επιδιώκουν να αναστείλουν, επιβραδύνουν ή και ματαιώσουν οριστικά την τουρκική ένταξη. Πολύ εχθρική είναι και η στάση της πλειοψηφίας των Ευρωπαίων πολιτών. Ο λόγος αυτός οδηγεί αυτές τις δυνάμεις στο να συμπαρασταθούν ενεργά, για πρώτη φορά, σε ελληνικά-κυπριακά αιτήματα, εάν και εφόσον διατυπωθούν τέτοια αιτήματα και συνδεθούν με την ενταξιακή πορεία (πόσο μάλλον που μπορούν να είναι αιτήματα αυτονόητα, από την άποψη διεθνούς δικαίου, ευρωπαϊκής τάξης και κοινής λογικής). Η ελληνική στάση τώρα μπορεί να καθορίσει αποφασιστικά τη διεθνή θέση της χώρας, αλλά και την πιθανότητα να δούμε μελλοντικά μια ευρωπαϊκή στρατηγική επέκταση στην Αν. Μεσόγειο. Που παραμένει, παρά την ένταξη Ελλάδας-Κύπρου στην ΕΕ, υπό ασφυκτική αγγλοαμερικανική «στρατηγική επίβλεψη».
Αν η συγκυρία συνιστά μεγάλη ευκαιρία, συνιστά και τεράστιο κίνδυνο. Το αμερικανικό ενδιαφέρον για την τουρκική ένταξη είναι τεράστιο. Η Ουάσιγκτον θεωρεί την ένταξη της Τουρκίας προνομιακό εργαλείο για την εξάρτηση εις το διηνεκές της Ευρώπης από τις ΗΠΑ και την αποτροπή οποιασδήποτε δυνατότητας μελλοντικής προσέγγισής της με τη Ρωσία. ‘Οπως υπογραμμίζουν διπλωμάτες στην αμερικανική πρωτεύουσα, πρέπει να θεωρείται δεδομένη η άσκηση ισχυρότατων πιέσεων σε Λευκωσία-Αθήνα, για να «παραμερίσουν» από τον δρόμο της ‘Αγκυρας, «βγάζοντας» από αυτόν κυπριακό και ελληνοτουρκικά. Αποδεχόμενες θολές, επικίνδυνες ρυθμίσεις, παραχωρώντας κυριαρχία, συνομολογώντας τη διάλυση του κυπριακού κράτους σε ιδιόμορφο μόρφωμα, μέσω μιας παραλλαγής του διαβόητου σχεδίου Ανάν. «Καρδιά» της ελληνοτουρκικής στρατηγικής αντιπαράθεσης, το κυπριακό δεν συνιστά το μόνο, συνιστά όμως το δυσκολότερο εμπόδιο για την τουρκική ένταξη.
Γι’ αυτό άλλωστε έχουν κινητοποιήσει όποιον Ευρωπαίο πολιτικό κατάφεραν να βρουν υπέρ της τουρκικής ένταξης, «νεκρανασταίνοντας» και διάφορους «απόστρατους», όπως ο Γάλλος Μισέλ Ροκάρ, στα πλαίσια της Επιτροπής Αχτισάαρι. Θέλουν να δημιουργήσουν πολιτικό αντίβαρο στον Νικολά Σαρκοζί και την ‘Αγκελα Μέρκελ. Σε επίπεδο κυβερνήσεων, ο συσχετισμός δυνάμεων ευνοεί τον ατλαντικό άξονα, όπως όμως συνέβη και στη διάσπαση της ΕΕ για το Ιράκ, το 2003, σε «Παλαιά» (κάπως ανεξάρτητη) και «Νέα» (ατλαντική) Ευρώπη, οι Σαρκοζί και Μέρκελ φέρουν αφενός το ιστορικό βάρος των δύο χωρών που ίδρυσαν την ‘Ενωση, αφετέρου εκφράζουν τη βούληση των ευρωπαϊκών λαών.
Ο Αχτισάαρι είναι «άνθρωπος ειδικών αποστολών». ‘Οταν το Συμβούλιο Ασφαλείας τον έστειλε να διερευνήσει την σφαγή των Παλαιστινίων στη Τζενίν, αυτός πήρε την εντολή, δεν πήγε όμως ποτέ να κάνει την έρευνα! ‘Ηταν επίσης ο άνθρωπος που μετέφερε στον Μιλόσεβιτς το τελεσίγραφο ότι θα του διαλύσουν τη χώρα από αέρος αν δεν συμφωνήσει στο Κόσοβο. Τώρα τριγυρνάει τον κόσμο, σε στενή συνεργασία με τον ανθέλληνα Σουηδό Υπουργό Εξωτερικών Καρλ Μπιλντ, εξηγώντας γιατί θα ζημιωθεί η Ευρώπη, αν δεν εντάξει την Τουρκία στους κόλπους της και πόσο χαρούμενος θα είναι αν μια μέρα προεδρεύει της ΕΕ ο κ. Γκιουλ. Ενθαρρύνοντας την τουρκική ηγεσία να κάνει όλο και πιο αμετροεπείς δηλώσεις, όπως η τελευταία του Αχμέτ Νταβούτογλου, σύμφωνα με τον οποίο «η ΕΕ έχει μέλλον μόνον καθιστάμενη δύναμη παγκόσμιου διαμετρήματος», κάτι που θα πετύχει μόνο εντάσσοντας την Τουρκία. ‘Η του Ταγίπ Ερντογάν που, όχι μόνο δεν σκέφτεται να κάνει οποιαδήποτε «παραχώρηση» στο κυπριακό, αλλά και επαίρεται δηλώνοντας:
«Καταφέραμε να αλλάξουμε τις ισορροπίες (στην Κύπρο), χωρίς να αποσύρουμε ούτε έναν Τούρκο στρατιώτη. Μας ζητούσαν να αποσυρθούν τα τουρκικά στρατεύματα, αλλά εμείς δεν αποσύραμε ούτε έναν».
Ο Νταβοιύτογλου είναι σαφέστερος, δηλώνοντας: «Θα συνεχίσουμε να πιέζουμε την Ελλάδα για να λυθεί το κυπριακό». Και ο Νταβούτογλου, και ο σημερινός Πρόεδρος Γκιουλ (με παλαιότερη δήλωσή του στον «Κ.τ.Ε.») θεωρούν ότι το κυπριακό είναι θέμα των «μητέρων-πατρίδων», που πρέπει να πιέσουν αποτελεσματικά τα «παιδιά» τους και αποβλέπουν σε πίεση Αθήνας στους Ελληνοκύπριους. Και επειδή, εκτός της Κύπρου, υπάρχει και το Αιγαίο, η Τουρκία δεν περίμενε ούτε 48 ώρες από τις εκλογές προτού παρενοχλήσει ένα σουηδικό αεροσκάφος της Frontex, που πετούσε πάνω από ελληνικό νησί.
Με δεδομένη την εμπειρία της τελευταίας δεκαετίας, δηλαδή την αξιοσημείωτη σκλήρυνση της τουρκικής στάσης απέναντι σε Ελλάδα/Κύπρο, μετά την άρση του ελληνικού βέτο στην ένταξη, υψηλά ιστάμενα στελέχη του ελληνικού ΥΠΕΞ εκτιμούν (σχετικές εισηγήσεις είχαν γίνει και προς τον κ.Καραμανλή) ότι επιβάλλεται μια στρατηγική επανεξέταση και αναθεώρηση της ελληνικής στρατηγικής υποστήριξης της τουρκικής ένταξης. Μια τέτοια άποψη παραμένει όμως εξαιρετικά μειοψηφική στην ελληνική ελίτ (μόνον Σημίτης, Αλαβάνος και Βερέμης την υποστήριξαν δημόσια). Οπωσδήποτε δεν είναι η άποψη του νέου Πρωθυπουργού. Ο οποίος θα κληθεί επομένως να καθορίσει νέο, «επικαιροποιημένο», οδικό χάρτη «υποχρεώσεων» για την Τουρκία.
‘Εως τώρα, η Ελλάδα ζητούσε την παραπομπή της διαφοράς για την υφαλοκρηπίδα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η θέση αυτή δεν είναι «πλήρης», γιατί μια τέτοια «παραπομπή», «συμπαρασύρει» αναπόφευκτα και το εύρος των χωρικών υδάτων και το ζήτημα των εδαφικών διεκδικήσεων της Τουρκίας στο Αρχιπέλαγος. Με δεδομένη την κατηγορηματική δήλωση του νέου Πρωθυπουργού ότι δεν τίθεται ζήτημα μεταβολής του στάτους κβο στο Αιγαίο και παραχωρήσεων κυριαρχικών δικαιωμάτων, δεν νοείται παραπομπή στη Χάγη χωρίς προηγούμενη άρση των τουρκικών διεκδικήσεων (μόνο άλλωστε έτσι έχει νόημα, όπως και με άρση του casus belli και του μέσου του, των αποβατικών δυνάμεων απέναντι από τα ελληνικά νησιά). Μέχρι τώρα, η ‘Αγκυρα όχι μόνο δεν φαίνεται διατεθειμένη να πράξει κάτι τέτοιο, αλλά και προσθέτει συστηματικά νέες διεκδικήσεις, που τις υποστηρίζει μάλιστα εμπράκτως με τη δράση της αεροπορίας και του ναυτικιού της.
Ακόμα πιο μπερδεμένα είναι τα πράγματα στην Κύπρο, όπου συνεχίζονται μεν οι διαπραγματεύσεις Χριστόφια-Ταλάτ, σε περιβάλλον όμως μεγάλης σύγχυσης για το τι επιδιώκει η ελληνική πλευρά και αν οι επιδιώξεις της είναι συμβατές με τις παγκοσμίως καθιερωμένες αρχές κρατικής συγκρότησης. Πολλοί διερωτώνται αν από αυτές τις συνομιλίες θα προκύψει κάπως «φυσιολογικό» κράτος ή ένας «ζουρλομανδύας», συνταγή για να «ξανανοίξει» σύντομα με αιματηρή μορφή το κυπριακό, όπως συνέβη στο παρελθόν με τις συνθήκες του 1960. Υποχρεωτικές εκ περιτροπής προεδρίες (πότε ‘Ελληνας, πότε Τούρκος), στάθμιση ψήφων ανάλογα με την εθνικότητα των κατοίκων (πρωτοφανής παγκοσμίως ρύθμιση), εναλασσόμενες πλειοψηφίες στα όργανα διαιτησίας, ξένοι δικαστές που παρεμβαίνουν στις εσωτερικές διαδικασίες του κράτους, κατάργηση του δικαιώματος αυτοάμυνας και του μέσου του (στρατός), είναι μερικές από τις συζητούμενες ρυθμίσεις, που μοιάζουν να περιγράφουν «δύο κράτη σε συσκευασία ενός». Σε αντίθεση με το 2004, όλα τα κόμματα της Ελλάδας έχουν προτιμήσει να μην τοποθετηθούν επί της ουσίας της συζητούμενης ρύθμισης. Αν όμως η Κύπρος μετατραπεί σε γιγαντιαία ‘Ιμβρο ή Τένεδο, θα απειληθεί ζωτικά και η εθνική ασφάλεια, κυριαρχία και ακεραιότητα της μητροπολιτικής Ελλάδας. Δύσκολη και επείγουσα δουλειά περιμένει τον κ. Παπανδρέου, όχι μόνο στην εσωτερική, αλλά, ακόμα περισσότερο, στην εξωτερική πολιτική τις βδομάδες και τους μήνες που ακολουθούν.
«Κόσμος του Επενδυτή», 10-12-2009