(και η θέση της ελληνικής αριστεράς)
Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Ξαφνικά, εκ δεξιών και αριστερών, από τον ΛΑΟΣ και τη ΝΔ μέχρι το ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ, ξεχείλισε η «κοινωνική ευαισθησία» για τον τερματισμό των συμβάσεων stage. Πρέπει, λένε, να τους μονιμοποιήσουν στο δημόσιο ή πρέπει να τους δώσουν μόρια, για να μπαίνουν πιο εύκολα από τους άλλους, κανονικούς υποψήφιους, στους διαγωνισμούς. Εμείς θα προτείναμε κάτι άλλο, προς απλούστευση των διαδικασιών. Να δίνονται επίσημα ρουσφετόχαρτα από τους βουλευτές, τους δημάρχους, τους πολιτικούς, τα κόμματα, τους υπουργούς και να μετράνε με μόρια στους διαγωνισμούς του δημοσίου, όπως κάποτε τα συγχωροχάρτια του Πάπα επέτρεπαν την είσοδο στον παράδεισο.
Φυσικά, οι άνθρωποι που δουλεύουν σε απαράδεκτες συνθήκες και ανασφάλιστοι αντιμετωπίζουν σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα εξαιτίας του τερματισμού των συμβάσεων. Ενδεχομένως πρέπει να βοηθηθούν π.χ. με την καταβολή ενσήμων. Είναι επίσης αλήθεια ότι το ΠΑΣΟΚ δεν είναι αναμάρτητο, όπως είναι γεγονός ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα ανεργίας στη χώρα και κάλυψης πραγματικών αναγκών του δημόσιου τομέα. Ούτε λύση όμως σε αυτά τα προβλήματα, ούτε «κοινωνικά ευαίσθητη» πρόταση είναι η μονιμοποίηση ή μοριοδότηση όσων εργάζονται σήμερα στα stage. Γιατί, αυτού του είδους η «ευαισθησία», συνοδεύεται από πολύ μεγάλη αναισθησία απέναντι στους άνεργους νέους που δεν έχουν ή δεν θέλουν να χρησιμοποιήσουν «μπάρμπα στην Κορώνη», δεν τα κατάφεραν ή δεν θέλησαν να περάσουν από κομματικό, βουλευτικό ή άλλο γραφείο για να βρουν μια δουλίτσα στο δημόσιο. Γι’ αυτούς δεν πρέπει να υπάρχει στον ήλιο μοίρα; Γιατί οι κομματικοί καραγκιόζηδες δεν επιδεικνύουν καμμιά ευαισθησία γι’ αυτούς, αλλά αντίθετα είναι πρόθυμοι να τους μετακυλίσουν όλο το βάρος του προβλήματιος. Γιατί σε αυτούς θα το μετακυλίσουν, εις βάρος αποκλειστικά των άνεργων νέων που δεν πέρασαν από τα γραφεία τους, θα γίνει η κατά προτίμηση πρόσβαση των stagiaires στο δημόσιο, παρακάμπτοντας και ικανότητες και κοινωνικά κριτήρια. Αν αυτό ονομάζεται ευαισθησία οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους.
Αλλά δεν είναι μόνο ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης που παίζεται εδώ. Είναι επίσης η διαιώνιση του «ρουσφετιστάν». Γιατί, ακόμα και ο πιι ηλίθιος κάτοικος της χώρας γνωρίζει τι θα συμβεί αν υλοποιηθούν οι προτάσεις έκτακτης μοριοδότησης ή μονιμοποίησης. Θα τακτοποιηθούν, όπως και όσοι τακτοποιηθούν οι νυν συμβασιούχοι, όπως συνέβη από την προηγούμενη κυβέρνηση, και θα διαιωνισθεί το ίδιο παντοδύναμο σύστημα, που είναι στη βάση της πελατειακής νοοτροπίας, της διάλυσης του δημόσιου τομέα και της παραγωγής μαύρου πολιτικού χρήματος και επιρροής. Αυτό θέλουμε;
Ξεπερνάνε ομολογουμένως και τα συνήθη για τη χώρα μας επίπεδα θράσους οι κατηγορίες της ΝΔ κατά του ΠΑΣΟΚ για αντιλαϊκή πολιτική. Κέρδισαν τις εκλογές στο παρελθόν υποσχόμενοι επανίδρυση του κράτους και πάταξη της διαφθοράς, μονιμοποίησαν όσους συμβασιούχους μονιμοποίησαν, είπαν τέρμα στο σύστημα αυτό και μετά το ξανάστησαν από την αρχή, ξαναδημιουργώντας το πρόβλημα. Τώρα εμφανίζονται τιμητές, απαιτώντας από την κυβέρνηση που τους διαδέχθηκε να «τακτοποιήσει» όσους οι ίδιοι διόρισαν. (Δυστυχώς άλλωστε δεν χρειάζεται κανείς να πάει στα του ρουσφετιού, για να αντιληφθεί ότι, και η ΝΔ, έχει προ πολλού απωλέσει κάθε δυνατότητα πολιτικής, μετατρεπόμενη σε ομοσπονδία μικρών και μεγάλων συμφερόντων. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στο αποκαρδιωτικό θέαμα μιας επελαύνουσας «αυτοκρατορίας του χρήματος», που επιχειρεί αυτές τις μέρες να ελέγξει τη διαδοχή στην αξιωματική αντιπολίτευση και που, μόνη αυτή, εξηγεί, με την ύπαρξή της, τις άνευ προηγουμένου «ιδεολογικές μετατοπίσεις» που βλέπουμε στη διαδικασία εκλογές νέου αρχηγού.) Ο ΛΑΟΣ από την πλευρά του ειρωνεύεται την κυβέρνηση ότι άρχισε την εξυγίανση από τους φουκαράδες και όχι από το «μεγάλο κεφάλαιο» – ο ίδιος μας προτείνει, ως συνταγή εξόδου από την κρίση, τη νομιμοποιίηση του «μαύρου χρήματος», δηλαδή του προϊόντος παράνομων πράξεων, που ωφελούν κυρίως «έχοντες και κατέχοντες».
Θα περίμενε κανείς μια πιο γενναία και πιο πρωτοποριακή θέση από την ελληνική αριστερά, φορέα μιας μεγάλης παράδοσης και μιας μεγάλης ελπίδας κατά τον 20ό αιώνα. Αυτή η αριστερά όμως, που αυτοαποκαλείται «κομμουνιστική» ή «ριζοσπαστική», μοιάζει να έχει μετατραπεί σε συντεχνιακό συνδικάτο, που υιοθετεί κάθε (δικαιολογημένο ή αδικαιολόγητο) αίτημα που διατυπώνεται προς ένα χρεωκοπημένο μάλιστα κατ’ ουσίαν ελληνικό κράτος, αδιαφορώντας για το κόστος που θα πληρώσει η κοινωνία και έχοντας προ πολλού παραιτηθεί από κάθε πραγματική φιλοδοξία και σχέδιο αναμόρφωσής της.
‘Οπως προαναφέραμε, πιθανώς πρέπει να δοθούν τα ένσημα των stage και να βρεθούν τρόποι άμβλυνσης του κοινωνικού προβλήματος που δημιουργήθηκε. Και γιατί άλλωστε μόνο γι’ αυτούς, χρειαζόμαστε εθνικό σχέδιο καταπολέμησης της ανεργίας και των συνεπειών της, όχι νέες και νέες ειδικές ρυθμίσεις για τους ρουσφετολογικά συνδεδεμένους με την κομματοκρατία. Αν χρειάζονται κάποιοι έξτρα μόρια για κοινωνικούς λόγους, ας θεσπισθούν κοινωνικά κριτήρια που θα ισχύουν για όλους, αντίστοιχα με το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν. Χρειαζόμαστε κράτος, χρειαζόμαστε εθνικό σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης, όχι μπλέ και πράσινα φέουδα απομύζησης του εθνικού πλούτου. Χρειαζόμαστε επίσης, έστω και αν ματώσουμε, διαφανείς διαδικασίες στο δημόσιο, αρχής γενομένης από τις προσλήψεις καιο προχωρώντας σε κάθε διοικητική τοποθέτηση (μετάθεση, μετάταξη, απόσπαση, προαγωγή). Με δεδομένη την έντονη οσμή σαπίλας, στο μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού κρατικού μηχανισμού, το λιγότερο που επιβάλλεται είναι να μην προσλαμβάνεται ούτε κλητήρας χωρίς πλήρως διαφανή κριτήρια
‘Οχι μόνο για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης και εν τέλει δημοκρατίας. ‘Οχι μόνο για να σταματήσει η διαφυγή σημαντικών πόρων, μαύρου χρήματος, μέσα από τη διαφθορά στο δημόσιο. Αλλά γιατί το ρουσφέτι, σε κάθε επίπεδο, διαμορφώνει μια τάξη δημοσίων υπαλλήλων-ανδρείκελων, που επιδιώκουν να ανέβουν όχι με τη δουλειά τους, αλλά καθιστάμενοι αρεστοί στους προϊσταμένους τους, στους πολιτικούς, στους επιχειρηματίες. Το ελληνικό «σύστημα», ο ελληνικός «υπαρκτός καπιταλισμός» είναι ένα απέραντο «εργολαβιστάν-λαμογιστάν-ρουσφετιστάν», που καταρρέει μπροστά στα μάτια μας, συμπαρασύροντας τη χώρα. Το κόστος της διαφθοράς είναι τεράστιο καθ’ εαυτό, αλλά δεν είναι τίποτα μπορστά στο κόστος από τη διάλυση της χώρας, διάλυση που είναι η αναγκαία και ικανή συνθήκη για την απομύζησή της. Στην Ελλάδα δεν έχουμε κράτος στην υπηρεσία της κοινωνίας, όχι γιατί οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι τεμπέληδες, αλλά γιατί μόνο ένα αποδιοργανωμένο κράτος και υπάλληλοι χωρίς αξία και χωρίς αξιοπρέπεια (εξαρτημένοι από κάθε εξουσία για την καριέρα τους) και μόνο μπορούν να επιτρέψουν να διαιωνίζεται η ληστεία του. Δεν είναι δυνατόν να ζητάμε από κάθε καινούρια κυβέρνηση που έρχεται να νομιμοποιεί τα εκάστοτε ρουσφέτια, τα εκάστοτε αυθαίρετα και τις εν γένει παρανομίες του άλλου κόμματος, να αποσύρει κι άλλα αυτοκίνητα εις βάρος του περιβάλλοντος και του εξωτερικιού ελλείμματος, ονομάζοντας μια τέτοια πολιτική φιλολαϊκή. ‘Ετσι έφτασε ολόκληρη η Ελλάδα να στάζει από τη διαφθορά της και να εκβιάζεται εύκολα από κάθε Χριστοφοράκο και, πίσω του, από κάθε ξένη δύναμη.
Απομένει φυσικά να δούμε αν το ΠΑΣΟΚ θάχει όντως τα κότσια να αντισταθεί μέχρι τέλους, γιατί αν ανοίξει μια ρωγμή, που έχει μπει ήδη στον πειρασμό να την ανοίξει, άλλωστε το ρουσφέτι είναι απολύτως στο DNA των περισσότερων στελεχών και «φίλων» του, και είναι κιόλας ορατή η διάθεση των «νεοπράσινων», θα πλημμυρίσει εύκολα το παν από τις τεράστιες δυνάμεις του «ρουσφετιστάν-λαμογιστάν-εργολαβιστάν». Μέχρι τώρα, αυτή η κυβέρνηση ως πρόθεση αντιμετώπισης των καίριων προβλημάτων της ελληνικής διοίκησης, δεν τα πάει άσχημα. Η αριστερά θάπρεπε να της συμπαρασταθεί στο σημείο αυτό, για να είναι πιο αξιόπιστη στην κριτική που πιθανώς θα πρέπει να της κάνει αύριο.
Η εμπειρία του παρελθόντος από το ΠΑΣΟΚ κάνει φυσικά οιποιονδήποτε πολύ επιφυλακτικό για το αποτέλεσμα του εγχειρήματος, δεν είναι λόγος όμως αυτός για να μη στηριχθεί. Η προσπάθεια της κυβέρνησης Παπανδρέου είναι πολύ δύσκολη. Δεν διαθέτει το μεγάλο πολιτικο-ιδεολογικό κίνημα, που θα μποιρούσε να συνδέσει με τα κοινωνικά συμφέροντα των πιο αδικημένων, με ένα γενικότερο, διαφορετικό σχέδιο για όλη την κοινωνία. Διερωτάται κανείς που θα στηριχθεί π.χ. η αρίστων προϋποθέσεων Μαριλίζ Ξενογιαννακοπούλου, αν θελήσει να τα βάλει όντως με τις φαρμακευτικές εταιρείες που ληστεύουν τα ασφαλιστικά ταμεία, ή ένα ανάλγητο ιατρικό κατεστημένο, που διαλύει τα δημόσια νοσοκομεία για να ευημερούν οι ιδιωτικές κλινικές και τα διαγνωστικά κέντρα του; Είναι πολύ μεγάλα τα επιμέρους συμφέροντα που αντιδρούν, και περιλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος, ίσως την πλειοψηφία της μεσαίας τάξης. Αυτά τα συμφέροντα καθιστούν πολύ δύσκολη έναν εκσυγχρονισμό, μια δημοκρατική στην ουσία της μεταρρύθμιση του κράτους. Ταυτόχρονα όμως, η γενική διάλυση της χώρας επηρεάζει και όσους ωφελούνται επί μέρους. Εκεί, σε αυτή την ευρύτερη ανάγκη, θα μπορούσαν να στηριχθούν οι όποιιες προσπάθειες μεταρρύθμισης.
Κρίση της πολιτικής και αμηχανία της Αριστεράς
Το «ελληνικό πρόβλημα» δεν είναι του ενός ή του άλλου κόμματος, αλλοιώς θα μπορούσε να λυθεί εύκολα. Συνολικά το πολιτικό σύστημα μοιάζει πλήρως αδύναμο να παράγει λύσεις, είναι το ίδιο πρόβλημα για τη χώρα, και αυτό υποδηλώνουν οι διαδοχικές «καταστροφικές» κρίσεις όλων των κομμάτων, του ΠΑΣΟΚ προ διετίας, του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ φέτος, ίσως και του ΚΚΕ κάποια στιγμή στο μέλλον. Οι πολιτικοί μας μοιάζουν να έχουν προ πολλού χάσει κάθε πολιτική ικανόιτητα, δηλαδή κάθε δυνατότητα να εφράσουν πολιτικά τις ανάγκες της κοινωνίας. Πρακτικά, τείνουν να γίνουν διαχειριστές ενός συστήματος που δεν μοιάζει πολύ βιώσιμο, και των επί μέρους, όλο και πιο ιδιοτελών συμφερόντω που το συγκροτούν.
Θεωρητικά, μια κρίση τόσο βαθειά όσο η σημερινή θα ήταν μια τεράστια ευκαιρία και για την αριστερά να βγει από το περιθώριο. Κι όμως, τα στελέχη της, συχνά απασχολημένα με μια ατέλειωτη «μάχη για την καρέκλα», έχουν καταφέρει να μετατρέψουν την παράταξή τους στην πιο συντηρητική της χώρας. «Προδίδοντας» την ανιδιοτελή πλειοψηφία της βάσης της και μια ιστορική παρακαταθήκη τόσο ηρωϊκή και πλούσια. Στη βιομηχανική Αγγλία του 19ου αιώνα ήταν επαναστατική η ανακάλυψη από τον Μαρξ του τρόπου με τον οποίο οι καπιταλιστές κλέβουν την υπεραξία των εργατών. Αλλά σε μια χώρα με την κοινωνική δομή της Ελλάδας, έχει νόημα άραγε ένα πρόγραμμα «συνδικαλιστικής», «οικονομίστικης» θάλεγε ο Λένιν, υπεράσπισης (άλλοτε δικαιολογημένων και άλλοτε τελείως αδικαιολόγητων) διεκδικήσεων διαφόρων κοινωνικών κατηγοριών, χωρίς την πρόταξη μιας γενικότερης άποψης για την αναδιοργάνωση μιας χώρας που αντιμετωπίζει μια από τις σοβαρότερες κρίσεις της ιστορίας της; Είναι δυνατόν οι ηγέτες της «κομμουνιστικής» ή «ριζοσπαστικής» αριστεράς να χαϊδεύουν τους ιδιοκτήτες αυθαιρέτων ή την απαράδεκτη λειτουργία της δημόσιας ιατρικής; Βεβαίως χρειάζονται προσλήψεις προσωπικού στα νοσοκομεία. Δεν χρειάζονται όμως οι 45 ηλεκτρολόγοι που χτυπάνε κάρτα και φεύγουν κάθε πρωϊ σε μεγάλο δημόσιο νοσοκομείο. Χρειάζεται η επάνδρωση των 22 άριστα εξοπλισμένων χειρουργείων μεγάλου δημόσιου νοσοκομείου της Αθήνας που αδρανούν σήμερα, γιατί αν λειτουργούσαν δεν θα μπορούσαν να έχουν υπερκέρδη τα ιδιωτικά νοσοκομεία που συνδέονται με τα οικονομικά συμφέροντα των διευθυντών των δημόσιων νοσοκομείων. Ακούσατε εσείς καμιά αριστερά να ενδιαφερθεί γι’ αυτά τα ζητήματα, να στηλιτεύσει με πρακτικές πρωτοβουλίες το φακελάκι, τον τρόπο λειτουργίας της «δημόσιας» ιταρικής, να δώσει μάχη μέσα στα νοσοκομεία; Πως θα κάνει αγώνα εναντίον της «παγκοσμιοποίησης», του «καπιταλισμού», του «ιμπεριαλισμού», αν δεν μπορεί ή δεν θέλει να τα βάλει με τα λαμόγια της γειτονιάς; ‘Η θα περιμένουμε να έρθει η Δευτέρα Παρουσία για να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματά μας;
Δυστυχώς άλλωστε, αν κάτι έδειξε ο περασμένος Δεκέμβρης είναι ότι, ούτε σε εξέγερση δεν μπορούμε εύκολα να ελπίζουμε. ‘Οπως είπε μια μέρα πικρά ο Χάρυ Κλυν: «τα παιδιά του Πολυτεχνείου; Τα παιδιά αυτά έχουν τώρα κάτι βίλλες, με κάτι κάγκελλα, που κανένα τανκ δεν μπορεί να τα ρίξει».
“Επίκαιρα”, 13.11.2009