Σύγχυση στη Λευκωσία

Τι ακριβώς διαπραγματεύεται ο κ. Χριστόφιας
“Συντακτική” διαδικασία εν κρυπτώ και παραβύστω

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

Δημοψήφισμα για το ποιά λύση θέλουν οι Ελληνοκύπριοι προτείνει ο Βάσος Λυσσαρίδης, με δεδομένες τις μεγάλες διαφωνίες που προέκυψαν μεταξύ των Ελληνοκυπρίων. Για τον «Νέστορα» της κυπριακής πολιτικής και του κυπριακού σοσιαλισμού, το ζήτημα δεν μπορεί να αφεθεί σε τελικό δημοψήφισμα επί υπογεγραμμένου σχεδίου, γιατί τέτοιο δημοψήφισμα θα έχει εκβιαστικό χαρακτήρα και δεύτερο «όχι» θα έχει μεγάλο πολιτικο-διπλωματικό κόστος. Ο κ. Λυσσαρίδης προειδοποιεί επίσης ότι, αν γίνουν δεκτές οι προτάσεις Χριστόφια στις συνομιλίες, διαγράφεται κίνδυνος «Ιμβροποίησης» της Μεγαλονήσου.

Ενώ αυτά συμβαίνουν εν Κύπρω, η σουηδική προεδρία της ΕΕ ετοίμασε, σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, σχέδιο συμπερασμάτων για τον Δεκέμβριο που δεν προνοεί κυρώσεις για την τουρκική άρνηση εκπλήρωσης των υποχρεώσεών της και που επαινεί την ‘Αγκυρα για τη συμβολή στις συνομιλίες για το κυπριακό.

ΕΚΤΟΣ ΕΝΤΟΛΗΣ Ο ΚΥΠΡΙΟΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ

Σοβαρή σύγχυση, που μπορεί να εξελιχθεί σε μεγάλη πολιτική, αν όχι συνταγματική κρίση, αντιμετωπίζει τώρα η Κυπριακή Δημοκρατία. Την αντιμετωπίζει μάλιστα στην αρχή μιας περιόδου αποφασιστικής σημασίας τόσο για την προοπτική της τουρκικής ένταξης στην ΕΕ, όσο και για τις προσπάθειες λύσης του κυπριακού.

Η σύγχυση προκαλείται από το ότι σχεδόν όλα τα κυπριακά πολιτικά κόμματα πλην ΑΚΕΛ διαφωνούν με τις προτάσεις Χριστόφια στις συνομιλίες με τον Ταλάτ, όσες τουλάχιστο έχουν γίνει γνωστές. Τη σκληρότερη μάλιστα κριτική κάνουν τα συγκυβερνώντα κόμματα (οι Σοσιαλιστές της ΕΔΕΚ, οι «Μακαριακοί» του ΔΗΚΟ και οι Οικολόγοι), με την ψήφο των οποίων εξελέγη ο κ. Χριστόφιας Πρόεδρος. Τον κατηγορούν τώρα για αθέτηση των συμφωνιών που συνήψαν προ των εκλογών και απειλούν με έξοδο από την κυβέρνηση. Πιο αμφίθυμη στάση ακολουθεί και ο ΔΗΣΥ. Ο Πρόεδρός του κ. Αναστασιάδης εξακολουθεί, grosso modo, να υποστηρίζει τις προσπάθειες Χριστόφια, όμως ηγετικά στελέχη του κόμματος ασκούν σκληρή δημόσια κριτική. Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι κριτικές προς το ΑΚΕΛ και τον κ. Χριστόφια ενισχύονται από τις δημοσκοπήσεις, όπου μια σταθερή πλειοψηφία Ελληνοκυπρίων απορρίπτει τους χειρισμούς και τις προτάσεις του Προέδρου.

Οι διαφωνίες δεν αφορούν δευτερεύοντα ζητήματα, αλλά τη δομή του κράτους, όπως την «εκ περιτροπής προεδρία», τον μηχανισμό επίλυσης διαφορών, τη στάθμιση των ψήφων ανάλογα με την εθνικότητα, την αποστρατιωτικοποίηση (υπέρ της οποίας τάσσεται μόνιο το ΑΚΕΛ), την παραμονή αριθμού εποίκων κλπ.

Χριστόφιας και ΑΚΕΛ απαντούν στις επικρίσεις με χαρακτηριστική νευρικότητα και «ταμπέλες» εις βάρος των επικριτών τους. Δεν εξηγούν ιδιαιτέρως γιατί οι προτάσεις τους οδηγούν σε βιώσιμη λύση, γιατί αίφνης αν η μειοψηφία δεν έχει εμπιστοσύνη να διοικείται από την πλειοψηφία, θα πρέπει η πλειοψηφία να εμπιστευθεί την μειοψηφία να την κυβερνά. Κυρίως υποστηρίζουν ότι ανάλογες προτάσεις έχουν γίνει από ελληνικής πλευράς στο παρελθόν, πράγμα το οποίο αμφισβητούν οι επικριτές τους. Η όλη συζήτηση προσλαμβάνει έναν βυζαντινολογικό χαρακτήρα, που δεν βοηθάει στο ξεκαθάρισμα των προβλημάτων που θα αντιμετωπίσει το νέο κράτος. Συχνά, οι φίλα προσκείμενοι προς το ΑΚΕΛ αρθρογράφοι και «αναλυτές», αντιμέτωποι με την όντως μεγάλη δυσκολία να εξηγήσουν πως γίνεται η ψήφος ενός Τουρκοκυπρίου να ισοδυναμεί με την ψήφο πέντε Ελληνοκυπρίων, καταφεύγουν σε βρισιές και υιοθεσία φρασεολογίας («υπονομευτές», «σαμποτέρ») που θυμίζει Μόσχα του 1937 και θριαμβεύοντα σταλινισμό. Αν βέβαια ορισμένες μέθοδοι θυμίζουν άλλες εποχές, οι σκοποί μοιάζουν πολύ διαφορετικοί: Μπορεί ο Γραμματέας του ΑΚΕΛ ‘Αντρος Κυπριανού να δηλώνει οπαδός του … «μαρξισμού-λενινισμού», έκπληκτοι όμως, οι αναγνώστες της «Χαραυγής» διαβάζουν στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας του Κόμματος όχι κανένα άρθρο του Στάλιν, του Χρουστσώφ ή του Μπρέζνιεφ, όπως στο παρελθόν, αλλά του … Βρετανού Πρωθυπουργού Γκόρντον Μπράουν. ‘Εχει ο καιρός γυρίσματα!

Η σύγχυση επιδεινώνεται διότι ουδείς στην πραγματικότητα γνωρίζει τι ακριβώς συμβαίνει με τις διαπραγματεύσεις, ούτε καν οι αρχηγοί των «συγκυβερνώντων» κομμάτων. Για τις εκατέρωθεν προτάσεις είναι συνήθως πολύ καλύτερα ενημερωμένος ο τουρκικός τύπος. Οι πολίτες του μελλοντικού κράτους δεν εμπλέκονται στη διαμόρφωση των θεσμών του και, παρόλο που κατά τον κ. Χριστόφια η νέα λύση θα είναι «από τους Κύπριους για τους Κύπριους», κυρίως την γνωρίζουν ξένες κυβερνήσεις, γεγονός που καθιστά αρκετούς παρατηρητές λίαν επιφυλακτικούς για τη βιωσιμότητα της λύσης που θα προκύψει.

‘Οπως σημειώνουν έγκριτοι νομικοί, το ΑΚΕΛ επεχείρησε όντως να βελτιώσει το σχέδιο Ανάν, απαλείφοντας τις πιο εξωφρενικές ρυθμίσεις του όπως οι τρεις ξένοι δικαστές. Δεν τόλμησε όμως ή δεν θέλησε να αμφισβητήσει την υφέρπουσα λογική που οδηγεί στους παραλογισμιούς, δηλαδή την πλήρη εξίσωση μειοψηφίας και πλειοψηφίας. Το σχέδιο Ανάν εξίσωνε Ελληνοκυπρίους (82%) και Τουρκοκυπρίους (18%). Επειδή οι συντάκτες του δεν πίστευαν ότι οι δύο κοινότητες θα γίνονταν φίλοι, προέβλεπαν τρεις ξένους δικαστές διορισμένους από τον Ανάν (και οι οποίοι θα επέλεγαν τους διαδόχους τους) για να παίρνουν τις τελικές αποφάσεις. Ο κ. Χριστόφιας κατήργησε τους ξένους δικαστές στην εκτελεστική και νομοθετική εξουσία, αφήνοντάς τους μόνο στη δικαστική. Για να λυθεί όμως το πρόβλημα λήψης αποφάσεων και αφού θα είναι απόλυτα ισότιμη η πλειοψηφία και η μειοψηφία, πρότεινε είτε να δίδεται το κράτος εκ περιτροπής σε ‘Ελληνες και Τούρκους (εκ περιτροπής προεδρία), είτε να μην υπάρχει (αποστρατιωτικοποίηση). Επειδή όλα αυτά είναι περίπλοκες νομικές έννοιες δεν θα απασχολούσαν κανονικά πολύ τον μέσο Κύπριο πολίτη. ‘Οταν όμως ο τελευταίος αντελήφθη ότι κατά καιρούς ο Πρόεδρος της Κύπρου θα είναι υποχρεωτικά Τούρκος, οι νομικοί όροι πήραν πολύ πραγματικό νόημα στο μυαλό του, φοβήθηκε ότι χάνει το κράτος του και έκτοτε απορρίπτει με μεγάλες πλειοψηφίες τις προτάσεις των διαπραγματευτών του. Βλέποντας τέτοια γκάλοπ ,πήραν θάρρος και τα κόμματα.
Στο μεταξύ, η Λευκωσία δέχεται ισχυρές πιέσεις να αφήσει την Τουρκία ελεύθερη να συνεχίζει την ενταξιακή της πορεία, ανοίγοντας νέα κεφάλαια διαπραγματεύσεων, παρόλο που η ‘Αγκυρα δεν έχει εφαρμόσει το πρόσθετο τελωνειακό πρωτόκολλο και δεν ανοίγει λιμάνια και αεροδρόμια στα κυπριακά σκάφη. Κανονικά, οι ευρω-τουρκικές διαπραγματεύσεις θα έπρεπε να παγώσουν σε αυτό το σημείο, μέχρις ότου η Τουρκία εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της. Ο ηγέτης της κυπριακής δεξιάς, ο κ. Αναστασιάδης, είναι υπέρ μιας νέας εξάμηνης παράτασης στην Τουρκία. Ο κ. Χριστόφιας όμως δυσκολεύεται να συγκατατεθεί, φοβούμενος την οργή της κοινής γνώμης, Το πιθανότερο αποτέλεσμα, υπό τις συνθήκες αυτές, θα είναι μια «μεσοβέζικη» λύση, όπως να παγώσει η Λευκωσία έναν αριθμό κεφαλαίων (γίνεται λόγος για πέντε, μεταξύ των οποίων και το σημαντικό κεφάλαιο της ενέργειας).

Το πιθανότερο πάντως είναι ‘Αγκυρα, Λονδίνο και Ουάσιγκτον να περιμένουν να περάσει όσο πιο ανώδυνα η αξιολόγηση της Τουρκίας τον Δεκέμβρη για να εφαρμόσουν στη συνέχεια ασφυκτικές πιέσεις στην Κύπρο να λύσει το κυπριακό, με τους όρους που προτιμούν, ώστε να προχωρήσει γρήγορα η τουρκική ένταξη. Κανονικά, η Τουρκία θα έπρεπε να βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση. Στην πραγματικότητα είναι η Κύπρος και η Ελλάδα που ήδη αντιμετωπίζουν δυσκολίες.

ΕΛΛΑΔΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΙ ΚΥΠΡΟΣ

Οι ελλαδικές πολιτικές δυνάμεις, σε αντίθεση με το 2004, τηρούν «απόσταση ασφαλείας» από το κυπριακό, περιοριζόμενες σε ανώδυνες δηλώσεις τύπου «στηρίζουμε τις προσπάθειες επίλυσης». Μοναδική εξαίρεση ο Αντώνης Σαμαράς που, στη σύγκρουσή του με την Ντόρα Μπακογιάννη, κάλεσε τους ψηφοφόρους να σκεφτούν πως θα αντιμετωπίσει ο ίδιος και πως θα αντιμετωπίσει η Κυρία Μπακογιάννη ένα νέο σχέδιο Ανάν. (Η τελευταία αγνόησε το 2004 προσωπικό και κομματικό κόστος για να ταχθεί αποφασιστικά υπέρ της αποδοχής του Σχεδίου).

Ανεξάρτητα από τις επιθυμίες των Ελλήνων πολιτικών, το κυπριακό, «καρδιά», κατά Μητσοτάκη, της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, δεν είναι ένα θέμα που μπορεί τελικά να αγνοήσει η Αθήνα. Επί μισό και πλέον αιώνα είναι το θέμα που φτιάχνει ή καταστρέφει πολιτικούς και παρατάξεις. Η ελληνική αριστερά και κεντροαριστερά απέκτησε και διατήρησε την πολιτική ηγεμονία μετά το 1974, εξαιτίας ακριβώς της καταστροφικής πολιτικής της ελληνικής δεξιάς στο κυπριακό. Μπορεί όμως να συμβεί και το αντίστροφο, αν δεν προσέξει!

“Κόσμος του Επενδυτή”, 28.11.2009