Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
‘Ηταν ασφαλώς ο θρίαμβος του Αντώνη Σαμαρά. Ακόμα περισσότερο όμως, ήταν η συντριπιτκή ήττα ενός ορισμένου πολιτικού, οικονομικού, εκδοτικού κατεστημένου και των μηχανισμών του. Μηχανισμών που, όσο ισχυρότεροι γίνονται «οργανωτικά», τόσο πιο αναποτελεσματικοί φαίνονται πολιτικά, αφού «ξεμαθαίνουν», αν την ήξεραν ποτέ, την πολιτική, την τέχνη να μιλάνε και να κερδίζουν τους ανθρώπους, όπως και την ικανότητα να γίνονται φορείς γενικώτερων ιδεών και σχεδίων, που έχει απελπιστικά ανάγκη η ελληνική κοινωνία.
Οι πολίτες προσήλθαν μαζικά στις κάλπες της ΝΔ, ανατρέποντας τους σχεδιασμούς ισχυρότατων μηχανισμών, αποδοκιμάζοντας τη διαφθορά των πολιτικών και την περιφρόνηση που υφίστανται. Κατήγγειλαν, με την ετημυγορία τους, πολιτικές και πολιτικούς που, όσο λιγότερο ακούνε και συνδιαλλέγονται με την κοινωνία, τόσο περισσότερο πειθήνιοι εμφανίζονται απέναντι στα κελεύσματα της Ουάσιγκτον (και των Βρυξελλών). Δεν αποδοκίμασαν μόνο τη Ντόρα Μπακογιάννη, αποδοκίμασαν και τον κυνισμό μιας πλειάδας ηγετικών και μεσαίων στελεχών της ΝΔ που τάχθηκαν στο πλευρό της, συχνά σε πλήρη αντίθεση με το ιδεολογικό και πολιτικό στίγμα που εξέπεμπαν χρόνια ολόκληρα.
Εκλέγοντας τον Αντώνη Σαμαρά οι πολίτες επιβράβευσαν επίσης την εθνική αναφορά του Μεσσήνιου πολιτικού, αναφορά που η οικονομική κρίση καθιστά περισσότερο, όχι λιγότερο αναγκαία και δημοφιλή. Πολύ περισσότερο σε μια χώρα που αντιμετωπίζει τώρα υπαρκτή απειλή και ισχυρότατη γεωπολιτική πίεση.
Με αυτή την τελευταία έννοια, η μαζική επιδοκιμασία του Αντώνη Σαμαρά, παρόλο που συνιστά συνέχεια του εκλογικού αποτελέσματος της 4ης Οκτωβρίου, της σφοδρής αποδοκιμασίας δηλαδή της κυβερνητικής διαχείρισης της τελευταίας διετίας, αποτελεί επίσης και σοβαρή προειδοποίηση προς το ΠΑΣΟΚ, την ελληνική κεντροαριστερά (και αριστερά). Μοιάζει σαν το εκλογικό σώμα, από τη μια να εμπιστεύτηκε τον Γιώργο Παπανδρέου για μια πιο φιλολαϊκή διαχείριση, από την άλλη να θέλει να του βάλει και κάποιο ανάχωμα, σε μια εξωτερική πολιτική που δεν ενθουσιάζει. Προειδοποιεί την ελληνική κεντροαριστερά να μη θυσιάσει, αν δεν θέλει να διακινδυνεύσει την πολιτική συντριβή της, εθνικά συμφέροντα της χώρας στο βωμό τυχόν ιδεοληψιών της και μιας φανατικής επιδίωξης καλών σχέσεων, πάση θυσία, με την Ουάσιγκτον και το Λονδίνο. Ο ελληνικός λαός δεν θέλει να θυσιάσει τα κοινωνικά για τα εθνικά, τα εθνικά για τα κοινωνικά του συμφέροντα. Ψάχνει απεγνωσμένα πολιτικούς να τον υπερασπίσουν και να τον εκφράσουν και στο εσωτερικό και διεθνώς.
Στον τομέα άλλωστε της εξωτερικής πολιτικής, η εκλογή Σαμαρά θα έχει πιθανότατα άμεσες και πολύ σημαντικές συνέπειες. Αν κάποιοι θα ήθελαν να κλείσουν στο «άψε-σβήσε» κυπριακό και ελληνοτουρκικά, με ένα σχέδιο τύπου Ανάν, επιβάλλοντας ενδεχομένως και αντιδημοφιλείς λύσεις, χάρη σε μια «ομοφωνία» των μεγάλων πολιτικών δυνάμεων σε Ελλάδα και Κύπρο, η θέση τους γίνεται τώρα πολύ δυσκολότερη.
‘Ενας «νόμος» του «πολιτικού αιφνιδιασμού» τείνει να εγκαθιδρυθεί στα ελληνικά (και όχι μόνο) πράγματα. Οι κοινωνίες, περισσότερο αποκλεισμένες από ποτέ άλλοτε από κάθε πραγματική δυνατότητα επιρροής επί των αποφάσεων που τις αφορούν, επιδίδονται σε ιδιότυπο «αντάρτικο», όταν τους δίνεται η ευκαιρία, χαλώντας τη «σούπα» των εγχώριων (και υπερατλαντικών) «πλούσιων και ισχυρών». Το είδαμε με τις ευρωπαϊκές αντιδράσεις στους πολέμους της Μέσης Ανατολής, με το δημοψήφισμα για το Ανάν στην Κύπρο και το ευρωσύνταγμα στη Γαλλία, το βλέπουμε στις απρόβλεπτες, γρήγορες και «βίαιες» πολιτικές μετατοπίσεις των δύο τελευταίων χρόνων (εκτίναξη και κατακρήμνιση του ΣΥΡΙΖΑ, βιαιότατη εξέγερση της νεολαίας, διάλυση και καταστροφή της ΝΔ σε ένα μόνο χρόνο).
Πολιτικά «στοιχήματα» Σαμαρά και οικονομικά στοιχήματα Παπανδρέου
Η χώρα βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού. Και από οικονομική άποψη και από την άποψη των «ρυθμίσεων» που της ζητά η Ουάσιγκτον στο κυπριακό, το Αιγαίο, τα Βαλκάνια. Δεν πρόκειται να βγει από την κρίση χωρίς να ματώσει. Το ερώτημα δεν είναι αν θα ματώσει, είναι πρώτον, αν θα βγει από την κρίση, παρόλο που θα ματώσει, αποφεύγοντας τον επί θύραις κίνδυνο μιας κοινωνικής ή/και εθνικής καταστροφής, δεύτερο, πως θα κατανεμηθούν τα βάρη αυτής της «εξόδου».
Εδώ θα κριθούν και ο Γιώργος Παπανδρέου και ο Αντώνης Σαμαράς. Αν κάτι διδάσκει η εντυπωσιακή κατάρρευση της κυβέρνησης Καραμανλή σε ένα χρονο (και όχι μόνο), είναι πόσο έχει συντομευθεί η απόσταση ανάμεσα σε ‘Ολυμπο και Τάρταρα. Και επίσης, πόσο η μακρά παρακμή της χώρας έχει σταδιακά αμβλύνει έως εκμηδενίσει τη δυνατότητα (και το ενδιαφέρον) της πολιτικής τάξης, των διανοουμένων, του διοικητικού προσωπικού, να σκεφθούν και να αντιμετωπίσουν τα τόσο σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει. Ποτέ δεν ήταν τόσο μεγάλο, στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, η διαφθορά της ελίτ και το χάσμα ανάμεσα «ελίτ»-κοινωνίας.
Υποστηρίξαμε από αυτές τις στήλες την απόφαση του ΠΑΣΟΚ για διακοπή των stage. Θελήσαμε να δούμε στην απόφαση αυτή ένα απαραίτητο μέτρο καταπολέμησης του «ρουσφετιστάν», ενός από τους «πυλώνες» ενός συστήματος όχι μόνο άδικου, αντιπαραγωγικού και παρακμιακού, αλλά και μη βιώσιμου πλέον. ‘Ηδη όμως, τα προβλήματα της οικονομικής πολιτικής αρχίζουν και γίνονται ορατά.
Χρειάζεται μια παραγωγική αναδιάταξη της χώρας και η εκ βάθρων αντιμετώπιση των σοβαρότατων προβλημάτων κράτους, παιδείας, κουλτούρας, αξιών. Δεν μπορούμε τη μια να λέμε «υπάρχουν λεφτά» και την άλλη να μιλάμε για «τραγική» κατάσταση της οικονομίας. Τη μία να θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε το φόβητρο των Βρυξελλών στο εσωτερικό και την άλλη να καθησυχάσουμε τις χρηματαγορές.
Η έκρηξη όλων των μορφών δημόσιου, ιδιωτικού και διεθνούς χρέους είναι ο τρόπος εκδήλωσης της ελληνικής οικονομικής κρίσης και επείγει η αντιμετώπισή της καθεαυτή. Δεν είναι όμως αυτό το πραγματικό αίτιο του προβλήματος. Το πρόβλημα είναι η απαξίωση του παραγωγικού ιστού της χώρας, η κατάρρευση των εξαγωγών της, η χρεωκοπία της παιδείας και των αξιών της. Η Ελλάδα δηλητηριάζεται και σαπίζει ολόκληρη από τη διαθορά της, την διαλύει, περισσότερο από ότι κάποτε η Μικρασιατική, η «Μικροαστική» Καταστροφή της.
Για να αντιμετωπισθούν όμως αυτά χρειάζεται ένα μεγάλο κοινωνικό μέτωπο με σταθερή πολιτική κατεύθυνση, που θα εγγυηθεί το εισόδημα των πιο φτωχών, θα θίξει όμως αναγκαστικά και τα μεσοστρώματα, επιδιώκοντας να μη θίξει τίποτα το παραγωγικό και ελπίζοντας ότι θα μπορέσει να συγκεντρώσει γύρω του τις δυνάμεις που «απελευθερώνει» η κρίση (όσους δηλαδή αντιλαμβάνονται ότι και τα δικά τους ιδιοτελή συμφέροντα θα απειληθούν από μια γενική κατάρρευση της Ελλάδας). Χρειάζεται ένας πυλώνας κρατικής οικονομικής παρέμβασης γύρω από την Εθνική, τον ΟΤΕ, τη ΔΕΗ, το Ταμιευτήριο, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα ούτε το «παλαιό» πελατειακό ΠΑΣΟΚ, ούτε όμως και οι (διαπλεκόμενοι) «Ταλιμπάν» του σημιτικού (ή καραμανλικού) εκσυγχρονισμού (νεοφιλελευθερισμού) που διέλυσαν την ελληνική οικονομία και τείνουν τώρα να ξαναποκτήσουν μεγάλο μέρος της οικονομικής διαχείρισης.
Πόσο μάλλον που η Ελλάδα σήμερα, σε αντίθεση με το παρελθόν, δεν έχει εργαλεία προστατευτισμού, δεν διαθέτει νομισματική πολιτική, δεν μπορεί να προσφύγει άλλο στη φτηνή εισαγόμενη και μαύρη εργασία, χωρίς να ανατινάξει την όποια, εναπομείνασα κοινωνική συνοχή της και δεν έχει καμμιά από τις συνθήκες που απαιτούνται για «κεϋνσιανού» τύπου παρεμβάσεις. Το χειρότερο δεν είναι ότι η χώρα έχει χάσει παραδοσιακά εργαλεία πολιτικής στο διάστημα των τελευταίων δεκαετιών, το χειρότερο είναι ότι οι πολιτικοί της, και οι πάσης φύσεως ηγετικές ελίτ της μοιάζουν να έχασαν το μυαλό τους. Απομένει να δούμε αν, καινούρια πρόσωπα, δυνάμεις και ιδέες, θα μπορέσουν να εκφράσουν γόνιμα μια λαϊκή διάθεση που εκφράζεται πια τόσο έντονα με την παραμικρή ευκαιρία που της δίνεται.
περιοδικό “Επίκαιρα”, 4.12.2009