Ο “ανεπιθύμητος μουσαφίρης” – Τουρκία και ΕΕ

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

«Μητέρα» όλων των ευρωπαϊκών αντιθέσεων μοιάζει να έχει γίνει η υποψηφιότητα της Τουρκίας για ένταξη στην ΕΕ. Δεν υπάρχει σήμερα άλλο θέμα που να διχάζει περισσότερο και πιο έντονα την Ευρώπη. Διχάζει τις χώρες μεταξύ τους, τις πολιτικές παρατάξεις, αντιπαραθέτει ευρωπαϊκές «ελίτ» και κοινή γνώμη, τους ευρωπαϊκούς λαούς. Ποσοστό 58% των πολιτών της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης τάσεται κατά της ένταξης της Τουρκίας, σύμφωνα με το τελευταίο ευρωβαρόμετρο που μέτρησε αυτό το θέμα, ποσοστό που φτάνει σε ακόμα μεγαλύτερα ύψη στις «ιδρυτικές» χώρες της Ευρώπης όπως η Γερμανία και η Γαλλία (σε ύψη που προσεγγίζουν ή περνάνε το 80% κυμαίνεται επίσης η αντίθεση των πολιτών σε χώρες όπως η Αυστρία ή η Κύπρος).

Πρόκειται για αντίθεση ισχυρή και σταθερή. Το «όχι» στην Τουρκία είναι πολύ πιο «σκληρό» από το «ναι», γιατί συνοδεύεται από έντονα επιχειρήματα, που αφορούν την «αυτοεικόνα» των ευρωπαϊκών λαών, τα στοιχεία που συγκροτούν την «ταυτότητά» τους. Το «ναι», μάλλον σηματοδοτεί απλή συγκατάθεση στην ασκούμενη πολιτική των «ελίτ». Η αντίθεση των ευρωπαϊκών λαών δεν έχει ληφθεί υπόψιν στις ευρωπαϊκές αποφάσεις, με αποτέλεσμα η τουρκική ένταξη να θεωρείται από ορισμένους παρατηρητές ως κραυγαλέα εκδήλωση του περιβόητου «δημοκρατικού ελλείμματος» της ΕΕ

Η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη δεν λαμβάνεται πολύ υπόψιν στις αποφάσεις για την τουρκική ένταξη, αλλά και οι σχετικές αποφάσεις δεν αντανακλούν μόνο ευρωπαϊκούς προβληματισμούς και στρατηγικές. Αντανακλούν επίσης την ισχυρή και διαχρονική πίεση των Ηνωμένων Πολιτειών υπέρ της διεύρυνσης της ΕΕ γενικά και της τουρκικής ένταξης ειδικά. Η πίεση ήταν κατά καιρούς τόσο ισχυρή και απροκάλυπτη, που προκάλεσε στο δημόσιες και έντονες διαμαρτυρίες Ευρωπαίων ηγετών, όπως ο Ζακ Σιράκ, ο Κώστας Σημίτης ή ο Νικολά Σαρκοζί, διαμαρτυρίες όμως που δεν είχαν συνέχεια, τουλάχιστον με τους δύο πρώτους. Συνήθως, οι αντιδρώντες Ευρωπαίοι, αφού φωνάζουν, δίνουν τελικά τη συγκατάθεσή τους – και οι ΗΠΑ δικαίως συνεχίζουν να αποκαλούνται, από μια πλειάδα αναλυτών, «μέλος-μη μέλος» της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης.

Όλα τα κράτη της ‘Ενωσης έχουν υποστηρίξει την προοπτική της τουρκικής ένταξης στην ΕΕ και οι εκπρόσωποί τους έχουν ψηφίσει τις σχετικές αποφάσεις. Οι αποφάσεις αυτές όμως συχνά δεν αντιστοιχούν σε γνήσια επιθυμία αυτών που τις παίρνουν και προσκρούουν στην αντίδραση των πολιτών. Γι’ αυτό και το ζήτημα αναζωπυρώνεται κάθε τόσο, κινδυνεύοντας με τελικό «ντελαπάρισμα». ‘Οσο προχωράει η διαδικασία και γίνεται πιο απτό το ενδεχόμενο ο Αμπντουλά Γκιουλ φερ’ ειπείν, να γίνει μια μέρα Πρόεδρος της ΕΕ, (όπως έγραψε, περίπου εκστασιασμένος από την προοπτική, ο Μάρτιν Αχτισάαρι, σε πρόσφατο άρθρο του), τόσο αυξάνονται οι επιφυλάξεις τμημάτων των ευραπαϊκών ελίτ και τόσο ενισχύεται η εχθρότητα των πολιτών.

Τα μεγάλα προβλήματα της ΕΕ μετά τη μεγάλη διεύρυνση («κόπωση της διεύρυνσης») και η οικονομική κρίση λειτουργούν επίσης ως παράγοντες υπονομευτικοί της τουρκικής ενταξιακής πορείας. Σε πέντε από τα 27 κράτη της ΕΕ είτε έχουν ήδη εκδηλωθεί, είτε υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να εκδηλωθούν σημαντικές πολιτικές εντάσεις συνδεόμενες, άμεσα ή έμμσα, με την τουρκική ένταξη: Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία, Ελλάδα, Κύπρος.

Στη Γερμανία, ο «πυρήνας» του πολιτικο-οικονομικού κατεστημένου μοιάζει να έχει στραφεί, εδώ και ένα-δυο χρόνια, πλειοψηφικά, εναντίον της τουρκικής ένταξης, έστω και αν δεν το λέει ακόμα με τόση σαφήνεια, περιμένοντας να δημιουργηθούν οι κατάλληλες πολιτικές συνθήκες για να το πράξει. Μία από αυτές ήδη δημιουργείται, χάρη στη συστηματική δουλειά της ‘Αγκελα Μέρκελ: η πλειοψηφία της ευρωπαϊκής δεξιάς, εδώ και μερικούς μήνες, τοποθετείται κατά της τουρκικής ένταξης.

Αντίθετα με τη δεξιά, οι σοσιαλδημοκράτες, η «ριζοσπαστική αριστερά», οι «πράσινοι» παραμένουν σε μεγάλο βαθμό οπαδοί της τουρκικής ένταξης, παρά το γεγονός ότι μερικά από τα βαρύτερα ονόματά τους είναι εναντίον (Χέλμουτ Σμιτ, ‘Εγκον Μπαρ, ‘Οσκαρ Λαφονταίν, Λωράν Φαμπιούς κλπ.). Μετά την πτώση του «Τείχους», αριστερά και κεντροαριστερά της Ευρώπης έσπευσαν να «ενταφιάσουν», εν ονόματι της «παγκοσμιοποίησης» ή ενός «διεθνισμού», που ενίοτε κατέληξε «διεθνισμός των αγορών», αν όχι «των πλουσίων και των ισχυρών», την έννοια του έθνους. Το έθνος όμως παραμένει σημαντική αναφορά των κοινωνιών, κύριο πλαίσιο κάποιου περιορισμού της κοινωνικής βαρβαρότητας που μπορεί να προκαλέσει η διαρκής «απελευθέρωση των αγορών», αναντικατάστατο εργαλείο οικονομικής παρέμβασης, όπως έδειξε η κρίση, αλλά και το μόνο πλαίσιο όπου οι κοινωνίες μπορούν ακόμα να ασκήσουν έναν κάποιο δημοκρατικό έλεγχο στην εξουσία. Η βιασύνη μεγάλου τμήματος της ευρωπαϊκής αριστεράς και κεντροαριστεράς να «εγκαταλείψουν» τις «εθνικές» αναφορές είναι, σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές, μία από τις αιτίες των πολιτικών της ηττών. Ο Νικολά Σαρκοζί δεν νίκησε μόνο γι’ αυτό το λόγο, οπωσδήποτε όιμως απέσπασε τη διαφορά που απέσπασε στις τελευταίες προεδρικές εκλογές, προβάλλοντας σθεναρή αντίθεση στην τουρκική υποψηφιότητα έναντι μιας αμήχανης Ρουαγιάλ.

Η αντίθεση και η υποστήριξη στην τουρκική ένταξη στην Ευρώπη ακολουθούν επίσης, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστο, τις «γραμμές» της μεγάλης σύγκρουσης του 2003, μεταξύ Παλαιάς (πιο «ευρωπαϊκής») και Νέας (πιο ατλαντικής) Ευρώπης για την εισβολή στο Ιράκ. Παρατηρούμε επίσης ξανά τον ίδιο διχασμό ανάμεσα στο πολιτικό κατεστημένο, υποχρεωμένο να σέβεται σε κάποιο βαθμό την εθνική συνείδηση και ένα οικονομικό κατεστημένο, που έχει προ πολλού διεθνοποιηθεί. Οι μεγάλες ευρωατλαντικές επιχειρήσεις ανάγκασαν Σιράκ και Σρέντερ να βάλουν νερό στο κρασί τους το 2003, μην υλοποιώντας τελικά τα σχέδια οργάνωσης μιας ανεξάρτητης ευρωπαϊκής άμυνας, στα οποία απέβλεψαν μετά τη σύγκρουση με την Ουάσιγκτον.

Για την τελευταία δύο ζητήματα έχουν καθοριστική σημασία στην Ευρώπη: η διεύρυνση της ‘Ενωσης προς Βαλκάνια και Τουρκία (που συνοδεύει, στον αμερικανικό στρατηγικό σχεδιασμό, τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ και τον μετασχηματισμό του σε παγκόσμιας εμβέλειας Συμμαχία) και η αποτροπή κατά το δυνατόν οποιασδήποτε, στενότερης ευρω-ρωσικής στρατηγικής προσέγγισης.

Το γαλλογερμανικό «μάλλον όχι»

Οι μεγαλύτερες συζητήσεις και αντιδράσεις για την τουρκική ένταξη έγιναν στις δύο μητροπολιτικές χώρες της Ευρώπης, τις χώρες της καρδιάς του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, Γαλλία και Γερμανία. ‘Οχι τυχαία. Η Γερμανία είναι «οικονομική ατμομηχανή» της Ευρώπης και διεκδικεί ηγετικό ρόλο στην ‘Ενωση. Αλλά, με τις σημερινές δημογραφικές τάσεις, η Τουρκία, τυχόν εντασσόμενη στην ΕΕ, μπορεί να καταστεί η ισχυρότερη χώρα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, προοπτική που «ανατινάσσει» την εικόνα της Γερμανίας και για τον δικό της, και για τον ρόλο της ΕΕ.

Αντίστοιχα προβλήματα εμφανίζονται στη Γαλλία. «Η Γαλλία είναι η πατρίδα μας, η Ευρώπη το μέλλον μας», διεκήρυσσε ο Φρανσουά Μιτεράν, στην προσπάθειά του να πείσει τους πολύ απρόθυμους συμπατριώτες του να υποστηρίξουν τη συνθήκη του Μάαστριχτ. Στην πορεία όμως, η «μεγάλη διεύρυνση», ο «Πολωνός υδραυλικός», η απώλεια θέσεων εργασίας, η ακρίβεια του «ευρώ» κατέστρεψαν την έλξη μιας διαρκώς διευρυνόμενης, απομακρυνόμενης από τους πολίτες, όλο και πιο φιλελεύθερης Ευρώπης. Κλόνισαν συθέμελα την ιδεολογική ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού.

Το αποτέλεσμα ήταν το «’Οχι» στην ευρωπαϊκή συνταγματική συνθήκη (που, εμμέσως τουλάχιστον, μπορεί να θεωρηθεί και όχι στη διεύρυνση, ιδίως προς την Τουρκία) και οι μεγάλες κοινωνικές εξεγέρσεις του Νοεμβρίου 2005 και Μαρτίου 2006. Μη υπαρχούσης αξιόπιστης πολιτικής πρότασης της σοσιαλιστικής ή «ριζοσπαστικής» αριστεράς, το «ταμείο» της «αναμπουμπούλας» τόκανε η νεοδεξιά του Σαρκοζί, ενταφιάζοντας τον γκωλισμό εν ονόματί του και κατατροπώντας τους σοσιαλιστές με βασικό όπλο την αντίθεση στην τουρκική ένταξη. Οι πιο «αριστεριστές», αφού «θριάμβευσαν» το 2005-06, «πήγαν για βρούβες» το 2007.

Η Γαλλία θεωρεί εαυτήν προικισμένη με μια «ιδιαίτερη αποστολή» παγκόσμιας εμβέλειας, από τον καιρό της Γαλλικής Επανάστασης. Γαλλία και Γερμανία διατηρούν τη φιλοδοξία σημαντικού διεθνούς ρόλου, όπως φάνηκε το 2003, με την αντίθεσή τους στην αμερικανική εισβολή στο Ιράκ. Σύμφωνα με το τελευταίο ευρωβαρόμετρο, μόνον οι πολίτες Γαλλίας, Γερμανίας και Λουξεμβούργου αποδίδουν πρωτεύουσα σημασία, για να καθορίσουν τη δική τους στάση απέναντι στη διεύρυνση, στις συνέπειες που θα έχει στον διεθνή ρόλο της ΕΕ. Μόνο δηλαδή στις τρεις αυτές χώρες, οι πολίτες έχουν ισχυρή δέσμευση με την ΕΕ και οι λαοί τους θεωρούν ακόμα εαυτούς υποκείμενα και όχι απλά αντικείμενα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Στις υπόλοιπες 24 μοιάζουν μάλλον να θεωρούν την ΕΕ περίπου ως «εξωτερική συνθήκη», που δεν μπορούν ή δεν ενδιαφέρονται να επηρεάσουν, εκτός από ζητήματα πολύ στενού εθνικού συμφέροντος.

Το πρόβλημα με το Παρίσι είναι ότι στερείται στρατηγικής και προσπαθεί να συνδυάσει διαφορετικές επιδιώξεις, όπως την ευθυγράμμιση με την αμερικανική πολιτική, την αντίθεση στην τουρκική ένταξη και την εξυπηρέτηση των γαλλικών οικονομικών συμφερόντων στην Τουρκία, πράγμα βέβαια δύσκολο. Το 2005, οι Γάλλοι δοκίμασαν να παίξουν το «κυπριακό» χαρτί, με τον Πρωθυπουργό Βιλπέν να χαρακτηρίζει αδιανόητη την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με μια χώρα που δεν αναγνωρίζει ένα μέλος της ΕΕ, την Κυπριακή Δημοκρατία. Λευκωσία και Αθήνα κατατρόμαξαν με τη γαλλική συμπαράσταση, αναγκάζοντας το Παρίσι σε αναδίπλωση και έναρξη διαπραγματεύσεων, με μόνο όρο το άνοιγμα των τουρκικών λιμανιών/αεροδρομίων (που κι αυτό δεν έγινε). Ο Γάλλος πρέσβης στη Λευκωσία δήλωσε χαρακτηριστικά: «δεν μπορούμε να γίνουμε πιο Κύπριοι από τους Κύπριους». Το ίδιο χαρτί χρησιμοποίησε και η Μέρκελ υπενθυμίζοντας, με επιστολή της προς τα κόμματα της ευρωπαϊκής δεξιάς, πριν την απόφαση για έναρξη διαπραγματεύσεων, την τουρκική εισβολή και κατοχή της Κύπρου. Δεν συνάντησε όμως επαρκή ανταπόκριση, ούτε καν από την ελλαδική ή κυπριακή δεξιά.

Ως Πρόεδρος, ο Σαρκοζί ακολούθησε αντιφατική πολιτική. Από τη μια κατήργησε συνταγματική διάταξη που προνοούσε για δημοψήφισμα έγκρισης κάθε νέας ένταξης, αίροντας πρακτικά με τον τρόπο αυτό το σημαντικότερο εμπόδιο στην τουρκική ένταξη. Από την άλλη, χρησιμοποίησε την αντίθεση στην ένταξη αυτή ως κύριο προεκλογικό όπλο για τις ευρωεκλογές. Δεν συγκατατέθηκε επίσης στο άνοιγμα αριθμού κεφαλαίων, που σχετίζονται με την προοπτικήπλήρους ένταξης και επέμεινε στον όρο «ανοιχτής κατάληξης» για τις ενταξιακές διαδικασίες, υποστηρίζοντας, όπως και η Γερμανή Καγκελλάριος, την ιδέα μιας «ειδικής σχέσης». Πιο διακριτικά, αλλά με σαφήνεια η Μέρκελ κατέστησε το ζήτημα της τουρκικής ένταξης «σταθερά» του προεκλογικού προγράμματος των Χριστιανοδημοκρατών στις τελευταίες ευρωεκλογές. Η σαφής θέση όμως των Γερμανών Φιλελευθέρων, κυβερνητικών συμμάχων των Χριστιανοδημοκρατών, μετά τις τελευταίες εκλογές, την εμποδίζει να δράσει αποτελεσματικά εναντίον της τουρκικής ένταξης.

Το κύριο επιχείρημα της γαλλο-γερμανικής δεξιάς το διατύπωσε επιγραμματικά ο Σαρκοζί: «Αν η Τουρκία ήταν ευρωπαϊκή θα το ξέραμε». Διάχυτη άλλωστε είναι, όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά σε όλη την Ευρώπη, η άποψη ότι η Τουρκία απλά «δεν χωράει» σε μια ‘Ενωση που ήδη αντιμετωπίζει αδυναμία «διακυβέρνησης». Οι σοσιαλιστές, στην άμυνα λόγω των διαθέσεων της κοινής γνώμης, απαντούν λέγοντας ότι έχουν αναληφθεί υποχρεώσεις έναντι της ‘Αγκυρας. Πολλοί αριστεροί υποστηρίζουν επίσης ότι οι αντιδρώντες στην Τουρκία εμφορούνται από ρατσιστική ή ισλαμοφοβική ιδεολογία.

Στην πραγματικότητα δεν είναι ακριβώς οι «φίλοι του Ισλάμ» που επιδιώκουν την τουρκική ένταξη – υφίσταται αξιοσημείωτη σύμπτωση, σε ευρωπαϊκό και όχι μόνο γαλλικό επίπεδο, ανάμεσα σε όσους υποστήριξαν τις πρόσφατες εισβολές στη Μέση Ανατολή και σε όσους υποστηρίζουν την ένταξη. Σε Ελλάδα και Κύπρο, το κύριο επιχείρημα υπέρ της ένταξης είναι η πιθανολόγηση της «μεταμόρφωσης» της Τουρκίας σε «ειρηνικό», «πολιτισμένο», «Ευρωπαίο» γείτονα, με μικρό ρόλο του στρατού, τέτοια συζήτηση όμως δεν γίνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπου σημαντικό επιχείρημα υπέρ της ένταξης είναι, αντίθετα, ο μεγάλος στρατός της Τουρκίας! Η ένταξη, λέει π.χ. ο Καρλ Μπιλντ, είναι απαραίτητη για την ενδυνάμωση της Ευρώπης, λόγω του γεωπολιτικού ρόλου της Τουρκίας, που διαθέτει τον δεύτερο ισχυρότερο στρατό στο ΝΑΤΟ, γεγονός που θεωρείται καθοριστικό πλεονέκτημα.

Το ότι μια πλειοψηφία πολιτικής τάξης και πολιτών σε Γαλλία-Γερμανία είναι αντίθετη με την τουρκική ένταξη ρίχνει βαριά σκιά στην ενταξιακή διαδικασία. Ωστόσο, η πολιτική και στρατηγική ασυνέπεια του Παρισιού και του Βερολίνου, έχει ως αποτέλεσμα να είναι μάλλον στην «άμυνα». Σε μια χαρακτηριστική κρίση «αλαζονίτιδας», ο Τούρκος υπεύθυνος για την ένταξη Εγκεμέν Μπαγκίς, εμφανίστηκε πρόσφατα στην Αθήνα, βέβαιος για την κατάληξη, παρά τις γαλλικές και γερμανικές επιφυλάξεις. Και πρόσθεσε ότι, Σαρκοζί και Μέρκελ κοροϊδεύουν τους λαούς τους αναφερόμενοι σε «ειδική σχέση». Τη θέση Σαρκοζί-Μέρκελ αδυνατίζει εξάλλου η φανατική υποστήριξη της τουρκικής ένταξης από τον, ομοϊδεάτη τους κατά τα άλλα, Σίλβιο Μπερλουσκόνι.

Βρετανία και «Νέα Ευρώπη»: «ναι σε όλα»

Αν οι Γαλλογερμανοί διακρίνονται για ασάφεια, ασυνέπεια και δισταγμούς, οι Βρετανοί διακρίνονται για μακρόχρονη συνέπεια και συστηματική κινητοποίηση της διπλωματίας τους υπέρ της Τουρκίας. Αποφασιστικότητα που τους προσφέρει σημαντικό πλεονέκτημα.

Γιατί όμως η Βρετανία θέλει τόσο πολύ την ένταξη; Αν πιστέψουμε τον Βρετανό συγγραφέα και σημαντικό ιστορικό και στρατηγικό αναλυτή ‘Αντριου Μάνγκο, το Λονδίνο είναι «ενθουσιασμένο» με την τουρκική ένταξη για τρεις λόγους:. «Πρώτον, θα ολοκληρώσει το μετασχηματισμό της ‘Ενωσης σε ζώνη ελεύθερων ανταλλαγών, όνειρο της Βρετανίας από τον καιρό της EFTA. Δεύτερο, θα καταστρέψει την κοινή αγροτική πολιτική. Τρίτο, θα εισάγει στο εσωτερικό της ΕΕ έναν Δούρειο ‘Ιππο της Ουάσιγκτον».

Ο βρετανικός λαός βέβαια δεν διακρίνεται για ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Καλά τα «γεωπολιτικά» επιχειρήματα, αλλά είναι εν τέλει δύσκολο σε έναν χρηματιστή του Σίτυ ή έναν λογιστή της Γλασκώβης να νοιώσει ότι βρίσκεται στην ίδια «οικογένεια» με μια Κούρδισσα του Ντιαρμπακίρ που μεγαλώνει δέκα παιδιά και τη ξυλοφοτώνει ο άντρας της. ‘Αλλοι τόποι, άλλοι ιστορικοί χρόνοι, άλλες θρησκείες, άλλη ζωή.

Αλλά το ζήτημα της ένταξης της Τουρκίας δεν είναι μεγάλο εσωτερικό θέμα για τους Βρετανούς, όπως δεν είναι για τους Σκανδιναβούς και τους Ανατολικοευρωπαίους, οι κυβερνήσεις των οποίων συντάσσονται συνήθως με τον ατλαντικό «άξονα» εντός της Ευρώπης. Η Βρετανία δεν νοιώθει απολύτως ταυτισμένη με την Ευρώπη. Ούτε εκεί, ούτε στην Αν. Ευρώπη και τη Σκανδιναβία αντιμετωπίζουν την ευρωπαϊκή οικοδόμηση με τον τρόπο που την αντιμετωπίζουν οι Γαλλογερμανοί ή οι ‘Ελληνες. Για άλλους είναι ένας διεθνής οργανισμός όπως όλοι οι άλλοι, ένας ΟΗΕ με νόμισμα, για άλλους μια αγελάδα προς άρμεγμα, ενώ δεν λείπουν αυτοί που κερδίζουν κάνοντας τα ρουσφέτια της υπερδύναμης εντός της ΕΕ. Το Παρίσι και το Βερολίνο βρέθηκαν έτσι περίπου μειοψηφία στην ίδια την ‘Ενωση που ίδρυσαν, βλέποντας τα νέα μέλη να αλλοιθωρίζουν προς εξωευρωπαϊκά κέντρα, όχι προς τον Πύργο του ‘Αιφελ και την Πύλη του Βραδεμβούργου.

Ελλάδα-Κύπρος: ειδική περίπτωση

Ειδική φυσικά είναι η περίπτωση της Ελλάδας και της Κύπρου, που αντιμετωπίζει, η μεν πρώτη, στρατιωτική απειλή από την Τουρκία, υποχρεούμενη σε μια τεράστια κούρσα εξοπλισμών, η δε δεύτερη υπέστη εισβολή και εθνοκάθαρση από την Τουρκία το 1974, με μεγάλο μέρος της επικράτειάς της να παραμένει και σήμερα υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή.

Η ελληνική αντίθεση ήταν το κύριο και απροσπέλαστο εμπόδιο για οποιαδήποτε συζήτηση για τουρκική ένταξη τις τελευταίες δεκαετίες. Η πολιτική αυτή άλλαξε αποφασιστικά στο Ελσίνκι, το 1999. ‘Εκτοτε, το σύνολο σχεδόν του ελληνικού πολιτικού κόσμου, με ελάχιστες εξαιρέσεις, υποστήριξε αναφανδόν την ένταξη της Τουρκίας, με το επιχείρημα ότι αυτή η πολιτική «εξευρωπαϊσμού» θα οδηγήσει σε εκδημοκρατισμό, μείωση του ρόλου του στρατού, άρση του τουρκικού επεκτατισμού και επίλυση του κυπριακού, καθιστώντας τα ελληνοτουρκικά ευρωτουρκικά ζητήματα. Την ένταξη της Τουρκίας υποστηρίζει και η πολιτική ηγεσία της Λευκωσίας, μετά το 2004, όταν εντάχθηκε η Κύπρος στην ΕΕ. Η ελλαδική και κυπριακή υποστήριξη προς την τουρκική ένταξη ήταν και συνεχίζει να είναι, ακριβώς λόγω των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν Αθήνα και Λευκωσία, μια τεράστια πολιτικο-διπλωματική συνηγορία στην τουρκική επιδίωξη.

Στην Ελλάδα έχει γίνει ελάχιστη και στην Κύπρο καθόλου συζήτηση για τα υπέρ και κατά της τουρκικής ένταξης, παρόλο που αυτές είναι οι δύο χώρες που ήδη επηρεάζονται θα επηρεασθούν πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα (η τουρκική ενταξιακή πορεία ήταν ο καταλύτης τόσο των προσπαθειών λύσης του κυπριακού το 2000-2002 που κατέληξαν στο απορριφθέν σχέδιο Ανάν, όσο και ο καταλύτης της τωρινής προσπάθειας Χριστόφια-Ταλάτ).

Οι αντιδράσεις της κοινής γνώμης στο ζήτημα αυτό μετριώνται συνήθως αποσπασματικά, όταν υπάρχουν γεγονότα στις ευρωτουρκικές σχέσεις. Η τελευταία δημοσκόπηση που δημοσιεύτηκε στην Ελλάδα για το γενικό θέμα της ένταξης δίνει μια ελαφρά πλειοψηφία υπέρ αυτής, νοούμενης όμως ως συνοδευόμενης από την επίλυση των ελληνοτουρκικών ζητημάτων. ‘Οταν τέθηκε ερώτημα, με αφορμή αντίστοιχες συνόδους, για το τι πρέπει να κάνει η Αθήνα, εφόσον η ‘Αγκυρα δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της (άνοιγμα λιμανιών-αεροδρομίων στα κυπριακά σκάφη), ποσοστά 75-90% ήταν υπέρ του βέτο στην ‘Αγκυρα.

Μεταξύ των Ελληνοκυπρίων (82% του νόμιμου κυπριακού πληθυσμού), μια μεγάλη πλειοψηφία δηλώνει τώρα στις δημοσκοπήσεις ότι θέλει βέτο στην τουρκική ένταξη τον Δεκέμβριο, εφόσον η ‘Αγκυρα δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της. Το 80% των Ελληνοκυπρίων είναι αντίθετο πάντως, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, στην ένταξη της Τουρκίας και προτιμά ειδική σχέση. Η ελαφρά απόκλιση στη στάση των κατοίκων της μητροπολιτικής Ελλάδας και της Κύπρου οφείλεται προφανώς στον πιο άμεσο χαρακτήρα της τουρκικής επιβουλής κατά των Ελληνοκυπρίων. Υπέρ της τουρκικής ένταξης τάσσεται το 57% των Τουρκοκυπρίων, ποσοστό ρεκόρ στο σύνολο της ΕΕ (αν και δεν είναι σαφές από τις σχετικές δημοσκοπήσεις, κατά πόσον έγιναν μεταξύ αυθεντικών Τουρκοκυπρίων ή εν γένει κατοίκων του κατεχομένου τμήματος του νησιού).

Τέλος, μια ορισμένη ασάφεια επικρατεί, το λιγότερο που μπορεί κανείς να πει, ως προς τις θέσεις και τις απαιτήσεις Αθήνας και Λευκωσίας από την Τουρκία, ως προϋπόθεση υποστήριξης του αιτήματός της. Το πιο συγκεκριμένο που της έχει ζητηθεί, προκαλώντας το πάγωμα οκτώ κεφαλαίων και την εκ νέου αξιολόγηση του Δεκεμβρίου, ήταν η εφαρμογή του τελωνειακού πρωτοκόλλου, δηλαδή το άνοιγμα των λιμανιών και αεροδρομίων. Δεν έχει τεθεί ως συγκεκριμένος όρος η άρση του casus belli, η άρση των διεκδικήσεων στο Αιγαίο (γκρίζες ζώνες), η αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η αποχώρηση του στρατού κατοχής. Εν όψει Δεκεμβρίου, αναμένεται η αποσαφήνιση της γραμμής της νεοεκλεγείσας ελληνικής κυβέρνησης.

Η ελληνική κοινή γνώμη ζητάει σε ποσοστά 70-90% να θέσει η Αθήνα βέτο στην ενταξιακή πορεία, εφόσον η ‘Αγκυρα δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της.

“Κόσμος του Επενδυτή”, 5.12.2009