“Τρελλό ευρώ” και προστατευτισμός

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

Αν η Γερμανία είναι η οικονομική-βιομηχανική, η Γαλλία είναι η πολιτική καρδιά της Ευρώπης. Και το μόνο κράτος της ευρωζώνης που έθεσε ζήτημα λειτουργίας της ως μηχανισμού μεταφοράς πλεονασμάτων στη Γερμανία και στραγγαλισμού της ζήτησης και, κατά συνέπεια, και της οικονομικής ανάκαμψης. Μέχρι τώρα, η ελληνική κρίση ερμηνεύεται κυρίως, από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, της ελληνικής περιλαμβανομένης, ως αποτέλεσμα ελληνικών προβλημάτων και επιθέσεων “κερδοσκόπων”, όπως ονομάζονται κατ¨ ευφημισμόν οι μεγαλύτερες – κυρίως, αλλά όχι μόνο αμερικανικές – επενδυτικές τράπεζες. Αυτές οι ερμηνείες προφανώς δεν επαρκούν, γιατί τότε δεν θα υπήρχαν προβλήματα στην Πορτογαλία, Ιταλία, Ισπανία, Ιρλανδία, αν όχι και Γαλλία. Τα ισπανικά δημόσια οικονομικά αίφνης είναι παραδειγματικά, αυτό όμως δεν εμπόδισε ούτε τη φούσκα ακινήτων, ούτε την ιδιωτική υπερχρέωση. ¨Όπως σημειώνει η γαλλική επιθεώρηση “Aλτερνατίβ Εκονομίκ”, επί χρόνια το αποκλειστικό ενδιαφέρον της Κομισιόν για τα ελλείμματα, καθιστούσε γραφικό οποιονδήποτε επεσήμαινε δομικές αδυναμίες της Ισπανίας. Ακόμα και πριν εμφανισθεί το ευρώ, αφαιρώντας από τα κράτη τη δυνατότητα υποτίμησης, ήταν αδύνατο σε οικονομίες με τόσο διαφορετικό επίπεδο παραγωγικότητας να οδηγηθούν σε σύγκλιση χωρίς αντισταθμιστικές πολιτικές. Για τις οποίες αγωνίστηκε και τις κέρδισε στην εποχή του ο Ανδρέας Παπανδρέου.

Λίγο πίσω άλλωστε από το ζήτημα της “εσωτερικής λειτουργίας” του ευρώ έρχεται η αμφισβήτηση της εξωτερικής λειτουργίας. Μοιάζει όλο δυσκολότερο στην Ευρώπη να διατηρήσει την παραγωγή και τον πολιτισμό της, υποκείμενη στον ελεύθερο ανταγωνισμό ΗΠΑ-Κίνας και τις συνέπειες μιας γιγάντιας φούσκας εικονικού χρήματος.

Επισήμως, το Παρίσι δεν έφτασε στο σημείο να αμφισβητήσει το Μάαστριχτ, στην υιοθέτηση του οποίου η Γαλλία πρωταγωνίστησε. ¨Ολο και περισσότερο δυσφορεί όμως με τις “δυσλειτουργίες” της ευρωζώνης, την ύπαρξη μονομερούς προσήλωσης στην επιδίωξη τιθάσευσης των ελλειμμάτων, έστω και εις βάρος οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής. Δυσφορεί με τον στενό “κορσέ” του ευρώ, χωρίς να μοιάζει διατεθειμένη να το εγκαταλείψει.
Πολλοί αμφιβάλλουν αν πρόκειται καν για “δυσλειτουργίες” και όχι για σκοπούμενη, από σημαντικούς τραπεζικούς κύκλους και την υπερδύναμη, πραγματική λειτουργία του ευρώ. Από τα λαμπρότερα πνεύματα των σύγχρονων οικονομικών, ο Πωλ Κρούγκμαν εξηγούσε προ ημερών στους Νιου Γιορκ Τάιμς, ότι πολλές φορές μια πολιτική κρύβει μια άλλη. Είναι αδύνατο π.χ. να προτείνει μια παράταξη μείωση μισθών. Αντιθέτως, περικοπή φόρων και δαπανών είναι δημοφιλής πολιτική. Περικόπτοντας φόρους και δαπάνες επί σειρά ετών καθιστάς τελικά αναγκαίο, γράφει, αυτό που ήθελες εξαρχής, τη συμπίεση του κόστους εργασίας, που εμφανίζεται ως φυσική και όχι πολιτική επιλογή. Με άλλα λόγια, όταν ο άνθρωπος της Γκόλντμαν Ζακς Ϊτμαρ Ϊσσινγκ οργανώνει την ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική, είναι πιθανό ότι δεν σφάλλει επειδή δεν προβλέπει την προβλέψιμη κρίση που θα προκαλέσει το οικοδόμημά του, αλλά ότι αποβλέπει σε αυτή για να πετύχει τις επιδιώξεις του! Η Ντώυτσε Μπανκ είναι αίφνης αντίθετη με την ιδέα μιας επιστροφής στον κεϋνσιανισμό, όπως αυτή που περίπου επαγγελόταν προεκλογικά ο Γιώργος Παπανδρέου. Δεν βγήκε να το πει ανοιχτά, αλλά ένας αξιωματούχος της δηλώνει στο τελευταίο τεύχος της Μοντ Ντιπλοματίκ ότι, αν οι περιφερειακές χώρες της Ευρώπης δοκιμάσουν μια τέτοια πολιτική, οι “αγορές” θα τις κατασπαράξουν.

Παρόλο που το οικοδόμημα του Μάαστριχτ είναι γαλλικό όσο και γερμανικό, πουθενά στην ήπειρο δεν δέχθηκε τόση αμφισβήτηση όσο στη Γαλλία. Η συνθήκη ενεκρίθη άλλωστε σε δημοψήφισμα, μόλις με 50.5%. Μια τεράστια, πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση έγινε τότε στη Γαλλία, που … διέφυγε πλήρως της προσοχής σε μια Ελλάδα, οι “ελίτ” της οποίας είναι ενίοτε ευχαριστημένες και μόνο αν τους δέχονται ως περίπου αποικία τους ξένες δυνάμεις.

Η συζήτηση αναπαρήχθη με την ευκαιρία του δημοψηφίσματος για το ευρωσύνταγμα το 2005, αγκαλιάζοντας ευρύτατα λαϊκά στρώματα. Το πρώτο κύμα αμφισβήτησης εστάσθηκε στην εθνική κυριαρχία. Το επόμενο επικεντρώθηκε στις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές συνέπειες από τη “διαρκή απελευθέρωση” των αγορών και την αέναη διεύρυνση της ΕΕ. H απόρριψη του ευρωσυντάγματος ήταν κατ¨ ουσίαν απόρριψη του ίδιου του Μάαστριχτ και των συνθηκών που το ακολούθησαν. ‘Ηταν επίσης σαφής απόρριψη του φιλελευθερισμού και της ειδικής, ευρωπαϊκής εφαρμογής του, της ΕΕ και της ΟΝΕ. Απόρριψη που δεν αφορούσε μόνο λαϊκά στρώματα, αλλά και σημαντικά τμήματα των ιθυνουσών γαλλικών ελίτ.

Είναι βέβαια πολύ ευκολότερο να λες όχι απότι ναι. Το οικοδόμημα της πλήρους απελευθέρωσης των διεθνών αγορών, ανταλλαγών εμπορευμάτων και ροών κεφαλαίου, έχει στηθεί με επίμονη προσπάθεια τεσσάρων δεκαετιών. Δεν είναι τόσο απλή η μεταρρύθμισή του, πολύ περισσότερο η ρήξη του. Μπορεί να μη σου αρέσει το ευρώ, αλλά με κάτι πρέπει να το αντικαταστήσεις, ή τουλάχιστο να είσαι έτοιμος να αντιμετωπίσεις το κόστος εγκατάλειψής του.

Το 2005, οι “εναλλακτικές” προτάσεις ήταν περιορισμένες, σταδιακά όμως μια σειρά ριζοσπάστες διανοούμενοι επεξεργάστηκαν πιο συστηματικές απόψεις και οι προτάσεις τους έγιναν δημοφιλέστερες και σε τμήματα των ελίτ. Σημαντικός Γάλλος οικονομολόγος, ο Ζακ Σαπίρ παρουσίασε μια πρόταση ημιεπιστροφής στα εθνικά νομίσματα στο βιβλίο του “To τέλος του ευρωφιλελευθερισμού”. Υπογραμμίζει ότι δεν μπορεί να συνεχισθεί μια ενιαία νομισματική πολιτική που αντιστοιχεί στα γερμανικά συμφέροντα, με αποτέλεσμα την αποσάθρωση των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Ζητά επαναθέσπιση μερικώς μετατρέψιμων εθνικών νομισμάτων, ανταλλάξιμων διεθνώς μέσω του ευρώ, με ισοτιμίες περιοδικά αναπροσαρμοζόμενες. Σε προ μηνών συνέντευξη ο Σαπίρ προέβλεψε την ελληνική κρίση, ενώ υποστήριξε ότι το οικονομικό κόστος εγκατάλειψης του ευρώ αρχίζει και γίνεται συγκρίσιμο με το κόστος παραμονής στην ευρωζώνη για σειρά κρατών. Σε πιο πρόσφατο άρθρο του υπογραμμίζει ότι κύρια αιτία της ελληνικής κρίσης είναι η ανομοιογένεια των επιπέδων δομικού πληθωρισμού της ευρωζώνης, με μικρό ποσοστό συμμετοχής τα ελληνικά εσωτερικά προβλήματα (αναφέρεται και στη δολλαριακή δομή πολλών ελληνικών πόρων όπως η ναυτιλία) και καταλήγει ότι η Ελλάδα τίθεται ενώπιον του διλήμματος είτε εγκατάλειψης του ευρώ, είτε φτωχοποίησης του πληθυσμού της.

Βραβείο Νόμπελ Οικονομίας και φιλελεύθερος στις πεποιθήσεις του, ο Γάλλος οικονομολόγος Μωρίς Αλλέ επανακάμπτει τώρα στη “ζήτηση”, μετά από μακρά περίοδο απομόνωσης λόγω επικράτησης των μονεταριστών. Κάνει συντριπτική κριτική της παγκοσμιοποίησης, της πλήρους απελευθέρωσης των ροών κεφαλαίων, ζητώντας ταχεία επάνοδο σε καθεστώς ρυθμίσεων. Η εγκυρότερη γαλλική επιθεώρηση Μοντ Ντιπλοματίκ τιτλοφορεί το κύριο θέμα στο τελευταίο τεύχος: “Μπορεί να χρεωκοπήσουν τα κράτη;”. Το άρθρο υπογραμμίζει τα ενδεχόμενα πλεονεκτήματα μιας στάσης πληρωμών από μία χώρα και εξετάζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μια τέτοια στάση θα μπορούσε να είναι επωφελής για όποιον την αποφασίζει!

Τις πιο ενδιαφέρουσες ίσως ιδέες διατυπώνει ένα πολύ δυνατό και ριζοσπαστικό μυαλό, ο Εμμανουέλ Τοντ, στον οποίο ο Ζακ Σιράκ χρωστάει την επιτυχή πολιτική στρατηγική του, αφού αυτός λάνσαρε στη δεκαετία του 1990 την ιδέα του κοινωνικού ρήγματος, που χρησιμοποίησε για να κερδίσει δύο προεδρικές εκλογές. Ο Τοντ υποστηρίζει ότι ο σημερινός τρόπος λειτουργίας ΟΝΕ-ΕΕ οδηγεί σε καταστροφή της ευρωπαϊκής δημοκρατίας και ολοκληρωτισμό. Ο μόνος τρόπος για να σωθεί όχι μόνο η βιομηχανία, αλλά και η δημοκρατία, υποστηρίζει, είναι ο προστατευτισμός. Η Γαλλία, γράφει στο τελευταίο του βιβλίο, οφείλει “να αποδεχθεί ότι η Γερμανία είναι η βιομηχανική καρδιά της Ευρώπης και να σταματήσει να συμπεριφέρεται σαν να μπορούσε η Γαλλία να προστατευθεί μόνη της, να κάνει τους Γερμανούς να καταλάβουν ότι έχουν περισσότερα να κερδίσουν από μια ρελάνς της ευρωπαϊκής ζήτησης…να προειδοποιήσει ότι σε άλλη περίπτωση θα εγκαταλείψει την ευρωζώνη, που πρακτικά σημαίνει ότι θα την καταστρέψει…” Υποστηρίζει ότι η Γερμανία, “υποφέροντας η ίδια από το δυνατό ευρώ, τις μεταφορές επιχειρήσεων, τη διάλυση των μεσαίων τάξεών της, θα διαλέξει αναπόφευκτα και πραγματιστικά, δηλαδή επωφελώς για την ίδια, τον ευρωπαϊκό προστατευτισμό”. Στην Ελλάδα όμως, που συγκλονίζεται τώρα από την ευρωπαϊκή κρίση, οι προβληματισμοί αυτοί εξακολουθούν να παραμένουν τέρα ινκόγκνιτα. Σε καλό να μας βγει.

Κόσμος του Επενδυτή, 20.3.2010