H Αθήνα και η στρατηγική των «Πιστωτών»
Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Οι «πιστωτές» συνεχίζουν τη δουλειά τους. Ποια ακριβώς είναι αυτή η δουλειά; Να πιέζουν την κυβέρνηση και να αποσπούν όλο και περισσότερες υποχωρήσεις, υπό την Δαμόκλειο Σπάθη της «χρεωκοπίας» και της εξόδου από τον «παράδεισο του ευρώ». Εκμεταλλεύονται, για να το κάνουν, τη διαφαινόμενη απουσία «σχεδίου Β’», για την περίπτωση που η κυβέρνηση δεν αποσπάσει ικανοποιητικό συμβιβασμό και την επίσης διαφαινόμενη απροθυμία της ηγεσίας της να εξετάσει έστω, πόσο μάλλον να ετοιμαστεί για το «κακό σενάριο».
‘Οποιος έχει ρεαλιστική εικόνα του συσχετισμού δυνάμεων και της κατάστασης της χώρας, προτιμά ασφαλώς συμβιβασμό από μια «ρήξη». Υπάρχουν συμβιβασμοί όμως και συμβιβασμοί – υπάρχει Μπρεστ-Λιτόβσκ, υπάρχει και Βάρκιζα. ‘Ενας ανεκτός συμβιβασμός πρέπει να εξασφαλίσει, στην πραγματικότητα και όχι τα λόγια, αν μη τι άλλο, κάποια σταθεροποίηση της κατάστασης, μια διακοπή περαιτέρω καταστροφών, να επιτρέψει την αντιμετώπιση των πιο δραματικών κοινωνικών προβλημάτων, να αφήσει κάποια προοπτική στη χώρα, να μη την ξαναδεσμεύσει πάλι, με τρόπο που θα παγιώσει στο προβλέψιμο μέλλον το καθεστώς «καταστρεφόμενης αποικίας χρέους».
Αλίμονο αν, για τρίτη φορά, μετά το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, ο ελληνικός λαός προδοθεί τώρα από τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι πιστωτές θα ήθελαν να εξευτελίσουν τον ‘Ελληνα πρωθυπουργό και την κυβέρνηση, για να συντρίψουν τις προσδοκίες και τις ελπίδες που συμβόλισε.
Επί τρία χρόνια, εις ώτα συνήθως μη ακουόντων, υπογραμμίζουμε ότι κανένα σχέδιο Α’ δεν μπορεί να πετύχει χωρίς τεράστια προετοιμασία (της οποίας η έλλειψη είναι σήμερα προφανής), και χωρίς την ύπαρξη σχέδιου Β’ για την περίπτωση «κακού σεναρίου». Αν μία πλευρά οποιασδήποτε διαπραγμάτευσης προσέρχεται θέτοντας στον εαυτό της την απαίτηση να βρει οπωσδήποτε συμφωνία, συνήθως οδηγείται σε συνθηκολόγηση, της «παίρνουν και τα σώβρακα», κατά το κοινώς λεγόμενο(1). Οι «πιστωτές», περισσότερο αποικιοκράτες και λιγότερο «εταίροι», όσο πείθονται ότι δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα, θα συνεχίζουν να πιέζουν, να αποσπούν και να εξευτελίζουν, πότε τροφοδοτώντας με ψεύτικες ελπίδες, πότε τρομοκρατώντας.
Στο τέλος της διαδικασίας ελπίζουν είτε να βάλουν μια πολιτικο-οικονομικά αποδυναμωμένη «αντιμνημονιακή» κυβέρνηση να επικυρώσει τη συνέχεια της μνημονιακής καταστροφής (σχέδιο Α’), είτε να προκαλέσουν λαϊκή δυσαρέσκεια και να την ανατρέψουν, παραδειγματίζοντας όλη την Ευρώπη. Στην επιδίωξή τους συμβάλλει δυστυχώς μια εσφαλμένη πολιτικο-επικοινωνιακή στρατηγική, που καθιστά ανεπαίσθητα ύψιστη «αξία» την επίτευξη συμφωνίας, αντί να εστιάζει στο διακύβευμα για τη χώρα, στην ανάγκη σωτηρίας της, εν ανάγκη, αλλά μόνο εν ανάγκη, με ρήξη, αναλαμβάνοντας και τους κινδύνους, τα κόστη και τα προβλήματα τέτοιας επιλογής και δίνοντας στον κόσμο να καταλάβει γιατί μπορεί να καταστεί αναγκαία. μιας ρήξης. Τέτοια επικοινωνιακή-πολιτική στρατηγική τροφοδοτεί το βασικό επιχείρημα της αντιπολίτευσης «βρείτε τα επιτέλους», επιχείρημα που ενισχύει η παράταση της αβεβαιότητας χωρίς εναλλακτική.
Οι «εταίροι-αποικιοκράτες» δεν θέλουν μόνο να διαιωνίσουν/νομιμοποιήσουν το καθεστώς «καταστρεφόμενης αποικίας χρέους» που επέβαλαν στην Ελλάδα τον Μάιο 2010. Θέλουν να το κάνει αυτό μια κυβέρνηση που εξελέγη ζητώντας τη διακοπή της καταστροφικής πορείας και ένα αριστερό κόμμα. Αυτό θα ήταν απείρως αποτελεσματικότερο, απαλλάσσοντάς τους από τα κόστη και τους κινδύνους μιας σύγκρουσης, σκορπίζοντας τεράστια αποθάρρυνση στον ελληνικό και όλη την Ευρώπη. Θα αποτελούσε ίσως στρατηγική ηθική ήττα, «αποδεικνύοντας» ότι ο ελληνικός λαός δεν μπορεί να διατηρήσει στοιχειωδώς κυρίαρχο κράτος και αξιοπρεπείς συνθήκες επιβίωσης, απέναντι στην επίθεση «αγορών»-Γερμανίας. Θα διασπούσε την ενότητα των κοινωνικών δυνάμεων που σήμερα υποστηρίζουν την κυβέρνηση (ενότητα ανάμεσα στα στρώματα που επιβίωσαν κάπως με πρόβλημα και ήδη καταστραφέντες). Θα οδηγούσε ασφαλώς, μάλλον σύντομα, στην παρακμή και εξαφάνιση του ΣΥΡΙΖΑ, όπως συνέβη με το ΠΑΣΟΚ. Και διεθνώς θα έκλεινε για μεγάλο διάστημα τον δρόμο της αντίστασης στον νέο ολοκληρωτισμό της συμμαχίας «αγορών-Γερμανίας» , ανοίγοντας σκοτεινό κεφάλαιο στην ευρωπαϊκή ιστορία, με βαθιές επιπτώσεις στη Μέση Ανατολή και παγκοσμίως.
Αναφερόμαστε στο τι θέλουν οι πιστωτές, δεν κάνουμε «δίκη προθέσεων» των αντιμνημονιακών. Αν περιγράφουμε την «παγίδα» που στήθηκε είναι μήπως καταφέρει, την τελευταία έστω στιγμή να την αποφύγει η Αθήνα. Αυτό προϋποθέτει επείγουσα επανεξέταση και αναθεώρηση στρατηγικής.
«Αυτοάνοσα» νοσήματα στην πολιτική
Ας ανοίξουμε στο σημείο αυτό μια ιστορική παρένθεση. Η μέθοδος που περιγράφουμε εναντίον της Ελλάδας (σχέδιο Α’ των πιστωτών) δεν είναι πρωτότυπη. Από τα αρχαία χρόνια, οι Κινέζοι στρατηγικοί υπογράμμιζαν ότι η συντριπτικότερη νίκη είναι αυτή που επιτυγχάνεται όταν υποχρεώνεις τον αντίπαλο (εκμεταλλευόμενος τις ιδιότητές του) να κάνει αυτά που θέλεις.
Μόνο ο ΓΑΠ μπορούσε να οδηγήσει τόσο εύκολα την Ελλάδα στα Μνημόνια, καταστρέφοντας το σύστημα «Ελλάδα-ΠΑΣΟΚ». ‘Εφερε όνομα που συμβόλιζε, στο ελληνικό υποσυνείδητο, την εθνική υπερηφάνεια, εκπροσωπούσε κόμμα ταυτισμένο μεταπολιτευτικά με τις κοινωνικές, εθνικές, δημοκρατικές προσδοκίες, ήταν ένας ευγενής άνθρωπος που έδειχνε καλόπιστος. Μόνο αυτός μπορούσε να κάνει αυτό που έγινε. Αν δοκίμαζε κάποιος άλλος, θα έτρωγε πιθανώς τα μούτρα του σε δέκα μέρες.
‘Ένα άλλο παράδειγμα είναι η σοβιετική «αυτοκτονία». Ο ισχυρισμός ότι η κατάρρευσή της ΕΣΣΔ προκλήθηκε λόγω οικονομικών προβλημάτων ή των εξοπλισμών είναι τουλάχιστον αστείος. Μια μικρή Κούβα επιβίωσε, η ΕΣΣΔ δεν θα επιβίωνε; ‘Όταν όμως, ο ίδιος ο «αρχιερέας» του παγκόσμιου κομμουνισμού άρχισε να προπαγανδίζει τις αρετές του καπιταλισμού και πήγε σε μεταρρύθμιση χωρίς σχέδιο και προετοιμασία, εμπιστευόμενος κατά γελοίο τρόπο τις υποσχέσεις των Αμερικανών ότι θα τον βοηθήσουν (!), το σύστημα έχασε τον λόγο ύπαρξής του, διελύθη εις τα εξ ων συνετέθη. Με την «Πράβντα» να προπαγανδίζει τις αρετές του «εχθρού», ουδείς είχε διάθεση να τον «πολεμήσει», να υπερασπιστεί δηλαδή το σοβιετικό καθεστώς.
‘Ένα κοινό, πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό Παπανδρέου και Γκορμπατσώφ (και του Χριστόφια) ήταν ότι δεν αντιλαμβάνονταν τις στρατηγικές συνέπειες των πράξεων και πολιτικών τους. Αυτό τους επέτρεπε να κινούνται πιο άνετα υιοθετώντας καταστροφικές επιλογές, υποτασσόμενοι στις ανάγκες της άμεσης συγκυρίας και της «επικοινωνίας» και μάλιστα έπειθαν περισσότερο γιατί ήταν σε μεγάλο βαθμό ειλικρινείς. Δεν ήταν «πράκτορες», όπως τους είπαν μερικοί, ήταν «χειραγωγημένα» άτομα, «ηθοποιοί» πολύ πειστικότεροι γιατί πίστευαν μεγάλο μέρος όσων έλεγαν. Το μεγαλύτερο προσόν τους, από την άποψη του ρόλου που τελικά έπαιξαν, δεν ήταν η «στρατηγική ευφυία» τους, αλλά η «στρατηγική βλακεία» τους. Η Ιστορία τιμώρησε σκληρά και τους δύο, τους εκδικήθηκε γιατί την αγνόησαν, καταδικάζοντάς τους στην αφάνεια και την περιφρόνηση των συμπατριωτών τους. Δεν προκαλούν ούτε καν το μίσος που προκαλούν οι επαναστάτες, οι δικτάτορες, οι ριζοσπάστες, οι τύραννοι. Λύπη προκάλεσαν κυρίως.
Ανάγκη στρατηγικής «επαναφοράς»
Τέλος πάντων, λοξοδρομήσαμε πολύ. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, σπανίως άνθρωποι/κόμματα είναι έτοιμοι να αναγνωρίσουν και να διδαχτούν από λάθη. Κι ας μην υπάρχει πιο σημαντικός δάσκαλος σε ζωή και πολιτική από λάθη και αποτυχίες.
Είναι καιρός να αναγνωρίσει η κυβέρνηση την πραγματικότητα. Οι πιθανότητες να αποσπάσει «έντιμο συμβιβασμό» παραμένουν εξαιρετικά μειωμένες. Η χώρα πρέπει να ετοιμαστεί να υπερασπίσει τον εαυτό της και ευθύνη να το κάνει αυτό έχει προπάντων η ηγεσία που βρέθηκε στο τιμόνι της. Σημειωτέον ότι μόνο ετοιμαζόμενη για αυτό, το απευκταίο σενάριο, έχει ελπίδα να αποσπάσει υποφερτό συμβιβασμό, πιο προσωρινό ή πιο μόνιμο.
Δεν ξέρουμε αν ο ΣΥΡΙΖΑ και μαζί του ο ελληνικός λαός θα καταφέρει να βγει νικητής ή έστω με ισοπαλία σε μια σύγκρουση. Δεν ανήκουμε στους οπαδούς του «παράδεισου της δραχμής», ούτε θεωρούμε περίπατο τη σύγκρουση. Ο ΣΥΡΙΖΑ και το σύνολο των «αντιμνημονιακών» δυνάμεων κατασπατάλησαν τεράστιο περιθώριο χρόνου (2012-15), χωρίς κατάλληλη προετοιμασία και αυτό αναπόφευκτα θα βαρύνει. Δεν υποτιμούμε τον συγκλονισμό που θα υποστεί η χώρα σε σύγκρουση. Ξέρουμε όμως ότι, υπερασπιζόμενη τα δίκαιά της η χώρα έχει μια ελπίδα, και μαζί της ο ΣΥΡΙΖΑ, με τη συνέχιση του «προγράμματος» καμία.
‘Οσοι τρομοκρατούν τον ελληνικό λαό με τους υπαρκτούς κινδύνους της «χρεωκοπίας» (που συνέβη ουσιαστικά τον Μάιο του 2010!) και της «δραχμής», δεν μας περιγράφουν ποια είναι η προοπτική μιας χώρας που, στην καλύτερη περίπτωση οδηγείται από το υφιστάμενο «πρόγραμμα» σε «βουλγαροποίηση», στη χειρότερη σε εμφύλιο, αν δεν διακοπεί η πορεία της τελευταίας πενταετίας.
Από την αρχή της κρίσης, το σύνολο του πολιτικού προσωπικού τείνει να εξωραϊσει τις προοπτικές και τα προβλήματα. Είτε γιατί δεν τα καταλαβαίνει σε όλο το βάθος και τις συνέπειές τους, είτε γιατί καιροσκοπικά δεν θέλει να «τρομάζει» ψηφοφόρους. Για να αντιμετωπιστεί όμως ένα πρόβλημα πρέπει πρώτα να αναγνωρισθεί, όσο επώδυνο και να είναι. Δεν ξέρω πολλούς ανθρώπους που τους αρέσουν οι εγχειρήσεις, μερικές φορές όμως είναι απαραίτητες. Το τίμημα της αποφυγής τους μπορεί να είναι μοιραίο. Προφανώς, οι κάτοικοι του Μεσολογγίου θα προτιμούσαν να πίνουν ήσυχοι τον καφέ τους, αντί να κάνουν επικίνδυνες εξόδους. Η έξοδος, που γιορτάζουμε, τρομάρα μας, και την επέτειό της, τους επιβλήθηκε, δεν την θέλησαν.
Ελπίζουμε ότι η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει περάσει το σημείο μη αντιστροφής. Μόνο όμως γενναία πολύπλευρη διόρθωση, σε πολλά επίπεδα, θα μπορούσε ίσως να αποτρέψει δυνάμει καταστροφικές εξελίξεις, διατηρώντας την ενότητα του ελληνικού λαού, πάντως του πλειοψηφικού ρεύματος που ακόμα στηρίζει την κυβέρνηση και μια ανοιχτή προοπτική για τη χώρα και την αριστερά.
Η ανάγκη ύπαρξης σχεδίου Β’, εναλλακτικού για την περίπτωση που οι «Πιστωτές» αρνηθούν την ικανοποίηση των ελληνικών αιτημάτων είναι θέμα απλής λογικής. Είναι απορίας άξιο το ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αρνήθηκε επίμονα την επεξεργασία του. Δεν ήταν κάποιος έξαλλος ακροαριστερός ή ριζοσπάστης, αλλά ο ίδιος ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, επικεφαλής του Ινστιτούτου Λεβί, που τόνισε για παράδειγμα, τη σημασία ύπαρξης και δημοσιοποίησης εναλλακτικού σχεδίου, σε μια συνέντευξη προς τον γράφοντα την άνοιξη του 2013.
“To Παρόν της Κυριακής», 10/5/2015