Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Η ένταση και το βάθος της κρίσης που αντιμετωπίζει η Ελλάδα και οι άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου δεν είναι τόσο προϊόν ελληνικών, πορτογαλλικών κλπ. προβλημάτων, όσο του ατελούς τρόπου ενσωμάτωσης των περιφερειακών χωρών στην ευρωζώνη, στην αρχιτεκτονική δηλαδή της ίδιας της ζώνης, όπου και βρίσκεται η θεμελιώδης αιτία της σημερινής κρίσης χρέους. Οι άμεσες αιτίες όμως αυτής της κρίσης πρέπει να αναζητηθούν στην είσοδο της παγκόσμιας οικονομίας στο δεύτερο κύμα της μεγάλης κρίσης που άρχισε το 2007, όπως και στη δυνατότητα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού τομέα να προκαλεί κρίσεις και να επωφελείται από αυτές.
Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει πρόσφατη, μεγάλη και εμπεριστατωμένη μελέτη του σημαντικού ευρωπαϊκού θινκ τανκ RMF (Researach on Money and Finance) για χρηματοικονομικά ζητήματα, που συγκρίνει τις μακροοικονομικές επιδόσεις της ευρωπαϊκής περιφέρειας με αυτές της Γερμανίας.
H μελέτη του RMF για την ευρωζώνη αφιερώνει επίσης ένα ολόκληρο κεφάλαιο στον τρόπο με τον οποίο τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, οι περίφημες “αγορές”, προκαλούν κρίσεις και στη συνέχεια επωφελούνται από αυτές. Τονίζει επίσης ότι η οικονομική κρίση, εκδήλωση της οποίας είναι η κρίση χρέους, μπορεί να θεωρηθεί κρίση της χρηματιστικοποίησης, δηλαδή του διαρκώς διευρυνόμενου, τα τελευταία τριάντα χρόνια, βάρους του χρηματιστικού έναντι του παραγωγικού κεφαλαίου, όπως και του ποσοστού του συνολικού κέρδους που οφείλεται σε χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες.
Η διαδικασία όμως χρηματιστικοποίησης της οικονομίας λειτούργησε διαφορετικά για τη Γερμανία και για τις χώρες της ευρωζώνης, λόγω των κανόνων της τελευταίας και του δεσπόζοντος βάρους του Βερολίνου. Η ανάπτυξη της περιφέρειας προήλθε από αύξηση της κατανάλωσης με δανεισμό ή φούσκες ακινήτων, ενώ η ανάπτυξη της Γερμανίας από τα εμπορικά της πλεονάσματα στην ευρωζώνη, που ανακυκλώθηκαν σε γερμανικές επενδύσεις και δανεισμό από τις γερμανικές τράπεζες.
“H κρίση δημοσίου χρέους της Ελλάδας και των άλλων περιφερειακών χωρών της ευρωζώνης μπορεί να βλάψει την ΟΝΕ”, υπογραμμίζει η έκθεση που προσθέτει όμως ότι και “το σχέδιο της ευρωζώνης έχει ήδη επιφέρει ζημιά στην Ελλάδα και άλλες περιφερειακές χώρες”. H μελέτη επισημαίνει ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος, που προκάλεσε τόσο θόρυβο, δεν είναι το υψηλότερο και μάλιστα μειώθηκε ως ποσοστό του ΑEΠ το δεύτερο μισό της περασμένης δεκαετίας. Η απότομη αύξηση του δημόσιου χρέους της ευρωζώνης την τελευταία διετία υπήρξε καθαρά αποτέλεσμα της διεθνούς τραπεζικής κρίσης του 2007-09.
Η μελέτη υπογραμμίζει επίσης ότι, παρά το μέγεθος του ελληνικού δημοσίου τομέα, την παραποίηση των ελληνικών στοιχείων και το μεγάλο έλλειμμα, δεν υπάρχουν δομικές αιτίες για την τόσο βαριά συγκέντρωση εντάσεων επί της Ελλάδας. Η πραγματική αιτία για την πίεση στην Ελλάδα, υποστηρίζουν οι ερευνητές του RMF, βρίσκεται στον ίδιο παράγοντα που προκάλεσε την οικονομική κρίση του 2007, δηλαδή τον τρόπο λειτουργίας του απορρυθμισμένου χρηματοπιστωτικού τομέα, που προκαλεί κρίσεις και επωφελείται από αυτές.
Η έκθεση αναλύει το πως η αφαίρεση της νομισματικής και ο περιορισμός της δημοσιονομικής πολιτικής των ευρωπαϊκών κρατών, διοχέτευσε όλες τις πιέσεις ρύθμισης στην αγορά εργασίας, προκαλώντας “ανταγωνισμό προς τα κάτω” που ευνόησε “ευελιξία”, περιορισμούς μισθών και μερική εργασία, ανταγωνισμό που κέρδισε η Γερμανία, με το στράγγισμα των εργαζομένων της μετά την ενοποίηση. Η ευρωζώνη μετετράπη έτσι σε μηχανισμό χρηματοδότησης γερμανικών πλεονασμάτων από περιφερειακά ελλείμματα, που οδήγησε σε φτωχοποίηση των χωρών αυτών, υπό τον όρο προγενέστερης φτωχοποίησης των Γερμανών εργαζομένων, που ξεκίνησαν όμως την καθοδική πορεία από υψηλότερα επίπεδα.
Η νομισματική πολιτική της ΕΕ είναι θεσμικά προσανατολισμένη στις ανάγκες της Γερμανίας και όχι στις ανάγκες του συνόλου της ευρωζώνης, ενώ η ΕΚΤ ενδιαφέρθηκε αποκλειστικά για την καταπολέμηση του πληθωρισμού και την εσωτερική αξία του χρήματος, αποφεύγοντας να αντιταχθεί στις κερδοσκοπικές επιθέσεις κατά κρατών-μελών της ευρωζώνης.
Η μελέτη περιγράφει αναλυτικά το αποτέλεσμα που είχε η ενοποίηση σε ορισμένους τομείς, όπως η δημοσιονομική πολιτική, σε συνδυασμό με την έλλειψη ενοποίησης σε άλλους όπως η φορολογική πολιτική και η απουσία των μηχανισμών που συνήθως προστατεύουν την εργασία, την απασχόληση, την ανάπτυξη και τη συνοχή στα πλαίσια ενός κράτους. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι νομισματικοί κανόνες δεν συνσιτούν απλές τεχνικές ρυθμίσεις για το νόμισμα, αλλά συνεπάγονται βαθιές κοινωνικοπολιτικές επιπτώσεις, προστατεύοντας το χρηματιστικό κεφάλαιο, προωθώντας τη φιλελευθεροποίηση, επιδεινώνοντας τη θέση των Ευρωπαίων εργαζομένων και, last but not least, διευκολύνοντας την κυριαρχία της Γερμανίας στην ευρωζώνη. (Oι παραποιήσεις στοιχείων και οι παραβιάσεις των κανόνων ελλειμμάτων είναι, από την πλευρά αυτή, και μια ημιαποτυχημένη προσπάθεια να αμβλυνθούν οι συνέπειες των κανόνων λειτουργίας της ευρωζώνης στις πιο αδύνατες χώρες και οικονομίες).
Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι την πολυετή γερμανική πολιτική αποφυγής αύξησης της εσωτερικής ζήτησης καυτηρίασε προσφάτως και η Γαλλίδα Υπουργός Οικονομικών, απέφυγαν όμως να το κάνουν οι εκπρόσωποι της Ελλάδας και των άλλων περιφερειακών χωρών, που πλήττονται από την πολιτική αυτή. Στην Ελλάδα π.χ. επί σειρά ετών μόνον ελάχιστοι, “περιθωριοποιημένοι” από το ακαδημαϊκό, κρατικό και κομματικό “σύστημα” και τα διάφορα υποτιθέμενα ινστιτούτα ερευνών οικονομολόγοι, επεσήμαιναν κατά καιρούς τα προβλήματα της ευρωζώνης. ¨Ολο το σύστημα έπαθε “ασφυξία”, περιοριζόμενο να αναπαράγει προπαγάνδα, δίκην επίσημης ιδεολογίας της ΕΕ, όπως κάποτε γινόταν με τα εν Μόσχα συντασσόμενα εγχειρίδια της Σοβιετικής ¨Ενωσης, επίσημη έκφραση αριστερής ιδεολογίας.
Η κρίση του 2007-09 οδήγησε σε εξαιρετική μείωση ρευστότητας των τραπεζών. Το πρόβλημα έλυσε τότε η ΕΚΤ παρέχοντας άφθονη ρευστότητα στις τράπεζες. ¨Όταν όμως το ίδιο πρόβλημα αντιμετώπισαν πλέον, το 2009, τα ίδια τα κράτη της ευρωζώνης, η αντίδραση της ΕΚΤ ήταν η αντίστροφη, υπογραμμίζεται στην έκθεση του RMF. To ίδρυμα του κ. Τρισέ παρακολούθησε χωρίς αντίδραση την αύξηση των αναγκών δανεισμού των κρατών-μελών και των επιτοκίων δανεισμού, την εμφάνιση κερδοσκοπίας επί του κρατικού χρέους και, τέλος, την εμφάνιση κινδύνων χρεωκοπίας κρατών. Επιβλήθηκε στις περιφερειακές χώρες σκληρή λιτότητα, χωρίς καν δάνεια-γέφυρες (bridging loans), για την άμβλυνση της πίεσης, προκαλώντας ζημιά στις χώρες και την προοπτική μελλοντικής ανάπτυξης. Οι περιφερειακές χώρες σπρώχτηκαν να αποδεχθούν όρους ΔΝΤ, χωρίς δανειακή συνδρομή του ΔΝΤ.
Τρεις εναλλακτικές πολιτικές για αντιμετώπιση της κρίσης
Η έκθεση παρουσιάζει τρία δυνατά σενάρια για την αντιμετώπιση της κρίσης:
1. Λιτότητα με περαιτέρω φιλελευθεροποίηση, που είναι η προτιμώμενη συνταγή στην ευρωζώνη. Αποσκοπεί στη σταθεροποίηση μέσω ύφεσης με υψηλό κόστος στους εργαζομένους. Είναι όμως μικρή η πιθανότητα μελλοντικής βιώσιμης ανάπτυξης με τη μέθοδο αυτή, γιατί εναποθέτει τις ελπίδες ανόδου της παραγωγικότητας μόνο στη μείωση του κόστους εργασίας και δεν αντιμετωπίζει το δομικό πρόβλημα της ευρωζώνης
2. Ριζική μεταρρύθμιση της ευρωζώνης (σενάριο καλού ευρώ). Συνεπάγεται μεγαλύτερη δημοσιονομική ελευθερία, ουσιαστικά μεγαλύτερο ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, χρηματικές μεταφορές από πλούσιους προς φτωχούς, υποστήριξη απασχόλησης και μισθών, διευρωπαϊκές επενδύσεις σε βιώσιμες βιομηχανίες, άμβλυνση των αυστηρών κανόνων αγοράς κρατικού χρέους από την ΕΚΤ. Το κυριότερο πρόβλημα μιας τέτοιας στρατηγικής είναι τα πολιτικά εμπόδια στην εφαρμογή της και η πιθανή εξασθένηση της αξίας του ευρώ.
3. Ριζοσπαστική έξοδος από το ευρώ, με υποτίμηση ακολουθούμενη από παύση πληρωμών, αναδιάρθρωση χρέους, εθνικοποίηση τραπεζών, αύξηση του δημοσίου ελέγχου στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, μεταφορών, ενέργειας και τηλεπικοινωνιών. Επανεισαγωγή βιομηχανικών στρατηγικών, περιλαμβανομένων στρατηγικών αύξησης παραγωγικότητας. ΅Πράσινες΅ και επενδύσεις σε υποδομές. Οι περιφερειακές χώρες θα πρέπει να βρουν τρόπους να διατηρήσουν πρόσβαση στο διεθνές εμπόριο, την τεχνολογία και τις επενδύσεις. Βασικό εμπόδιο στην εφαρμογή μιας τέτοιας πολιτικής είναι ο σημερινός συσχετισμός πολιτικών δυνάμεων.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Hellenic Nexus, τεύχος Ιουνίου 2010