Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Σε ιστορικό αδιέξοδο και πρωτοφανή στην ιστορία του, εκτός ίσως της περιόδου 1955-56, πολιτική απομόνωση έχει οδηγηθεί το ΑΚΕΛ, μεγαλύτερο κόμμα της κυπριακής αριστεράς. Ταυτόχρονα, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν ήταν ποτέ τόσο απομονωμένη, χωρίς ουσιαστικούς συμμάχους και με ελάχιστα ερείσματα στην παγκόσμια κοινή γνώμη, όσο σήμερα.
Η κατάσταση που διαμορφώνεται σταδιακά στο κυπριακό εγκυμονεί σοβαρότατους κινδύνους για την υπόσταση του κυπριακού κράτους, το μέλλον των Ελληνοκυπρίων, αλλά και τις τύχες της κυπριακής και ελληνικής αριστεράς, αν τυχόν επωμισθούν ή στηρίξουν την ευθύνη καταστροφικών εθνικών ρυθμίσεων στο κυπριακό, όπως και τα ελληνοτουρκικά. Ο κίνδυνος αυτός είναι μεγαλύτερος στο μέτρο που σημαντικοί τομείς της αριστεράς βλέπουν το κυπριακό ως κυρίως πρόβλημα εθνοτικών σχέσεων και λιγότερο ως ένα μετασχηματισμένο αποικαικό πρόβλημα. ¨Η συγχέουν κατά τρόπο απαράδεκτο και ανιστόρητο τον εθνισμό (ενός μάλιστα απειλούμενου και αμυνόμενου βασικά έθνους) και τον εθνικισμό, καταλήγοντας ενίοτε στην υιοθέτηση αντιδραστικών θέσεων στην εξωτερική πολιτική, που επιτρέπουν στις πιο οπισθοδρομικές δυνάμεις να εκμεταλλεύονται το κενό προσπαθώντας να εμφανισθούν συνεπέστερες στη υπεράσπιση των διεθνών συμφερόντων του ελληνικού λαού.
Στην πιο ακραία και απευκταία περίπτωση, μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να συμβάλει σε ένα “1974 από την ανάποδη”. Ένας βασικός λόγος που οι ιδέες της αριστεράς-κεντροαριστεράς ηγεμόνευσαν στην Ελλάδα μετά την πτώση της χούντας, είναι γιατί ολόκληρο το μεταπολεμικό σύστημα εξουσίας κατέρρευσε, όταν η υποτέλειά του στις ΗΠΑ οδήγησε στην κυπριακή τραγωδία. Αν η κεντροαριστερά και αριστερά στην Ελλάδα και στην Κύπρο, προσφέρει ιδεολογικό άλλοθι ή πρωταγωνιστήσει σε εθνικά επαχθείς ρυθμίσεις, που θα αποδειχθούν μη ρεαλιστικές, μπορεί να συμβάλει στην παραγωγή ενός νεοεθνικιστικού ιδεολογικού “τσιμέντου”. Που χρειάζεται απελπιστικά για δικούς της σκοπούς μια στερούμενη σήμερα σοβαρότητας και κύρους ελληνική ακροδεξιά και οι παντοειδείς οπαδοί ενός νέου αυταρχισμού, ενδεχομένως αναγκαίου για τη μαζική καταστροφή των κοινωνικών όρων ύπαρξης του ελληνικού λαού.
Από τους τρεις συμμάχους, χάρη στην ψήφο των οποίων εξελέγη ο κ. Χριστόφιας το 2008, μόνο το ΔΗΚΟ παραμένει στην κυβέρνηση αλλά σε κατάσταση διαρκούς αντιπαλότητας προς το ΑΚΕΛ. Το άλλο κόμμα της κυπριακής αριστεράς, η σοσιαλιστική ΕΔΕΚ αποχώρησε, παρά τις ανοίκειες, ιταμές επεμβάσεις των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών για να παραμείνει. Προφανώς οι Ευρωπαίοι Σοσιαλιστές δεν ενήργησαν χωρίς τη συγκατάθεση, αν όχι παρότρυνση του ΠΑΣΟΚ.
Οι Σοσιαλιστές και το ΔΗΚΟ, παρά την παραμονή του στην κυβέρνηση, διαφωνούν με την κεντρική φιλοσοφία των προτάσεων Χριστόφια στο κυπριακό, ιδιαίτερα την εκ περιτροπής προεδρία. Το χειρότερο για το ΑΚΕΛ δεν είναι η διαφωνία των συμμάχων του, αλλά η επανειλημμένως διαπιστωμένη σε όλες τις δημοσκοπήσεις κατηγορηματική διαφωνία του κυπριακού λαού, σε ποσοστό τουλάχιστον 70%, με τις προτάσεις αυτές. Είναι άλλωστε η σκληρή λαϊκή αντίδραση που ανάγκασε ΕΔΕΚ και ΔΗΚΟ να πάρουν αρνητική θέση, όχι το αντίθετο.
Η πρόταση Χριστόφια προβλέπει ότι κατά καιρούς το κυπριακό κράτος, το 82% του πληθυσμού του οποίου είναι ελληνικής εθνότητας, θα έχει Τούρκο Πρόεδρο, ενώ η ψήφος των πολιτών θα σταθμίζεται ανάλογα με την εθνότητά τους, για να μην αισθάνεται μειονότητα η μειονότητα. Αυτή είναι μία εξωφρενική, άδικη και εξωπραγματική συνταγματική ρύθμιση, που δεν απαντάται σε κανένα φυσιολογικό κράτος του κόσμου, όπου δεν είναι δυνατόν η μειονότητα να αποκτά υποχρεωτικώς εκ περιτροπής την εξουσία επί του συνόλου του κράτους και του λαού. Θα προϋπέθετε, αν μη τι άλλο, ένα επίπεδο εμπιστοσύνης που δεν υπάρχει και αν υπήρχε θα την καθιστούσε περιττή. Οι προτάσεις Χριστόφια προβλέπουν επίσης μηχανισμό επίλυσης των διαφορών των δύο κοινοτήτων, στον οποίο θα έχουν εκ περιτροπής πλειοψηφία ¨Ελληνες και Τούρκοι και ξένο δικαστή με βαρύνουσα ψήφο στη δικαστική εξουσία.
Φυσικά, ένα κράτος πρέπει να έχει μηχανισμούς προστασίας της μειονότητας, από αυτό όμως το σημείο έως την πλήρη κατάργηση της αρχής της πλειοψηφίας, της δημοκρατίας δηλαδή, η διαφορά είναι όση και μεταξύ ενός κράτους και ενός ζουρλομανδύα, προορισμένου να καταρρεύσει στην πρώτη δυσκολία ή υπονόμευση, όπως συνέβη στο παρελθόν. Στο κυπριακό έχουμε μια τυπική εκδήλωση της παγκόσμιας τάσης να χρησιμοποιούνται τα θεμιτά, μέχρις ενός σημείου, μειονοτικά δικαιώματα, για να καταργούνται τα δικαιώματα των πλειοψηφιών. Τάση στην οποία απαντούσε ο Λένιν, εδώ και έναν αιώνα, στο κλασικό Δικαίωμα των Εθνών στην Αυτοδιάθεση, με τη φόρμουλα: “Πάλη ενάντια στα προνόμια και τη βία του καταπιέζοντος έθνους, καμιά ανοχή στην επιδίωξη προνομίων από το καταπιεζόμενο έθνος”
Κατ’ ουσίαν, η πρόταση δεν περιγράφει κυπριακό, αλλά εκ περιτροπής ελληνικό και τουρκικό κράτος. Στο “κράτος” αυτό, δεν καταργείται μόνο η αρχή της πλειοψηφίας, αλλά και το βασικό εργαλείο κυριαρχίας και αυτοάμυνας, ο στρατός, χάριν του “οράματος” της “αποστρατικοποιημένης Κύπρου”. Αλλά η Κύπρος δεν μπορεί να απειλήσει κανέναν, απειλείται αντιθέτως η ίδια. Είναι παράλογο να μην έχει δικαίωμα και μέσο αυτοάμυνας. Μακάρι να καταργηθούν κράτη και στρατοί, επειδή όμως ουδείς στη Μεσόγειο, πλην του Κυπρίου Προέδρου, σκέφτεται να το κάνει αυτό, το πρακτικό αποτέλεσμα της κατάργησης του κυπριακού στρατού και της απαγόρευσης της αυτοάμυνας θα εξυπηρετήσει τους εχθρούς και όχι τον κυπριακό λαό ή κράτος. Τι ενιαίο κράτος θα είναι μια Κύπρος, που δεν θα διαθέτει βασικούς μηχανισμούς διαμόρφωσης κυπριακής συνείδησης, κοινά σχολεία και κοινό στρατό; Τι σόι αποστρατικοποίηση θα είναι αυτή, όταν προβλέπεται η παραμονή εις το διηνεκές του βρετανικού στρατού; Τέτοιες ρυθμίσεις είναι εγγενώς ασταθείς, περιγράφουν δύο κράτη σε συσκευασία ενός, όπου το καθένα θα βαφτίσει αστυνομία τις παραστρατιωτικές του δυνάμεις. Θα εξυπηρετήσει μόνον όσους επιδιώκουν ανέκαθεν τη μετατροπή της Κύπρου σε εσωτερικά ασταθές προτεκτοράτο: Βρετανία, Τουρκία, ΗΠΑ, Ισραήλ. Προβλέπουν, δεν αποτρέπουν τη διχοτόμηση, καταργώντας παράλληλα το κράτος, τα δικαιώματα δηλαδή του κυπριακού λαού στο νησί, κάτι που ήταν και παραμένει η κεντρική επιδίωξη της Βρετανικής Αυτοκρατορίας από το 1878, που πρωτοπάτησε το πόδι της σε ένα από τα στρατηγικότερα σημεία της υφηλίου.
Ο μέσος Κύπριος πολίτης, όπως και το 2004, αντιδρά ενστικτωδώς όχι μόνο στην αδικία των ρυθμίσεων, αλλά κυρίως στη διάλυση του κράτους, που ορθώς διαισθάνεται ως την κυριότερη προϋπόθεση επιβίωσής του.
Ακόμα κι αν ήταν σωστές οι προτάσεις Χριστόφια, υπάρχει κρίσιμο ζήτημα νομιμοποίησης. Οι διακοινοτικές συνομιλίες εξελίχθηκαν σε ιδιόρρυθμη συντακτική διαδικασία ερήμην του λαού. Γίνεται εκπόνηση νέου συντάγματος εν κρυπτώ και παραβύστω, από έναν άνθρωπο, τους συμβούλους του και το κόμμα του!
Το δημοψήφισμα που προβλέπεται τελικά δεν είναι η αρμόζουσα μορφή λαϊκής συμμετοχής στην εκπόνηση συντάγματος, αλλά και θα γίνει, αν γίνει, υπό εκβιαστικές συνθήκες. Ο κυπριακός λαός πιθανώς θα απορρίψει το σχέδιο. Θα καταβάλλει όμως τεράστιο διεθνές πολιτικό τίμημα απορρίποντας σχέδιο που έχει προσυπογράψει ο Πρόεδρός του, όταν μάλιστα ουδείς εξήγησε διεθνώς, με καταληπτά επιχειρήματα και στη βάση αρχών, το ¨Όχι του 2004.
Στην πράξη άλλωστε, που είναι το τελικό κριτήριο κάθε θεωρίας και επιχειρήματος, διαπιστώθηκε ότι οι πολλές παραχωρήσεις Χριστόφια, “αποταμιεύθηκαν” ευχαρίστως από την τουρκική και αγγλική πλευρά, την οδήγησαν όμως τελικά σε περισσότερη αδιαλλαξία και εθνικισμό, όπως φάνηκε με την εκλογή ¨Ερογλου, και το Λονδίνο σε μεγαλύτερη σκλήρυνση. Αν η πολιτική αυτή είναι σωστή, γιατί παράγει λάθος αποτελέσματα;
Η Κύπρος θα πιεσθεί σύντομα να λύσει όπως όπως το κυπριακό, με ακόμα χειρότερες προτάσεις και υπό απειλή αναγνώρισης με κάποια μορφή των κατεχομένων, όπως επίσης και για να άρει το βέτο στο άνοιγμα πέντε κεφαλαίων της ευρωτουρκικής ενταξιακής διαπραγμάτευσης. Η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ παραμένει κεντρική επιδίωξη του αγγλοαμερικανικού ιμπεριαλισμού και κεντρική νεοφιλελεύθερη πολιτική. Αποσκοπεί στην εσαεί αποτροπή της ευρωπαϊκής χειραφέτησης και ενισχύει την κατεδάφιση του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους. Δυστυχώς, εκτός από μεγάλη ιδέα του Στέητ Ντηπάρτμεντ, είναι και η μεγάλη ιδέα της ελληνικής κυβέρνησης.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Δρόμος της Αριστεράς”, στις 24.7.2010